ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μάρκαρη Μάρκος ν. Μάρκου Παρασκευά (2012) 1 ΑΑΔ 1493
Φαναράς Σόλων ν. Περικλή Κυπριανίδη (2015) 1 ΑΑΔ 884, ECLI:CY:AD:2015:A287
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A253
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 79/2012
25 Μαΐου, 2018.
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΛΑΒΙΘΗ, ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ
ΠΡΩΗΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ CROWN HOTEL,
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
-------------------------------
Α. Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα/Ενάγοντα
Λ. Ζανέττου - Χριστοδουλίδου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Με την Αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο εφεσείων αξίωνε εναντίον του εφεσίβλητου α) το ποσό των Λ.Κ.15.429,00 ως μη καταβληθείσες αυξήσεις ενοικίου και επιδομάτων σε αλλοδαπούς που διέμεναν στο ξενοδοχείο του, β) το ποσό των Λ.Κ.321.165,00 ως επιδόματα διατροφής και ενοικίου 130 αλλοδαπών που διέμεναν στο ξενοδοχείο μεταξύ Ιανουαρίου 2003 και Σεπτεμβρίου 2003 και γ) γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης οι συνολικές αξιώσεις του εφεσείοντα περιορίστηκαν στο ποσό των €500.000,00 ώστε να αποφευχθεί αύξηση της κλίμακας της Αγωγής και συνακόλουθα η μεταφορά της ενώπιον Προέδρου που θα είχε την αρμοδιότητα για εκδίκαση της.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, διάφορες Κυβερνητικές Υπηρεσίες παρέπεμπαν και/ή μετέφεραν στο ξενοδοχείο του εφεσείοντα στη Λευκωσία αριθμό αλλοδαπών στους οποίους ο εφεσείων παρείχε στέγη, διατροφή, ακόμη και χρήματα μέχρι να λάβουν το επίδομα τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Η Δημοκρατία παρέλειψε να καταβάλει αυξήσεις στον εφεσείοντα από τον Ιανουάριο του 2001 μέχρι τις 28/2/02 κατά παράβαση ρητής και/ή εξυπακουόμενης συμφωνίας μεταξύ τους. Τον Ιούνιο του 2003, σύμφωνα με νέα πολιτική για τους αιτητές πολιτικού ασύλου και πρόσφυγες, διακόπηκε η παροχή επιδόματος στους δικαιούχους, οι οποίοι θα έπρεπε πλέον να αναζητήσουν εργασία για εξασφάλιση των αναγκών τους.
Μέχρι την εγγραφή τους στο Γραφείο Εργασίας ως άνεργοι και για διάστημα τριών μηνών, οι αλλοδαποί που διέμεναν στο ξενοδοχείο του εφεσείοντα δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό στον τελευταίο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη τους από το ξενοδοχείο, αφήνοντας όμως χρέος ύψους Λ.Κ.321.165,00, που αντιπροσώπευε τα επιδόματα τους από τον Ιανουάριο του 2003 μέχρι τις 30/9/03, που εγκατέλειψαν το ξενοδοχείο.
Ο εφεσίβλητος με την Υπεράσπιση του αρνείτο την ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης με τον εφεσείοντα προτάσσοντας ότι η παραπομπή αλλοδαπών στο ξενοδοχείο του εφεσείοντα γινόταν άνευ οποιασδήποτε νομικής δέσμευσης από πλευράς Δημοκρατίας. Ήταν θέμα που αφορούσε τους αλλοδαπούς και τον εφεσείοντα αν θα κατέληγαν σε συμφωνία ή όχι σε σχέση με τη διαμονή τους και τα άλλα έξοδα τους. Η ευθύνη της Δημοκρατίας εξαντλείτο μέχρι την παροχή επιδόματος στον κάθε αλλοδαπό και ήταν πλέον δικό του θέμα η εξεύρεση τόπου διαμονής. Απλά τα αρμόδια Κυβερνητικά Τμήματα προς διευκόλυνση των αλλοδαπών που ήταν δικαιούχοι επιδομάτων, τους υποδείκνυαν το συγκεκριμένο ξενοδοχείο, οι οποίοι στη συνέχεια προέβαιναν σε δεσμευτική συμφωνία με τον εφεσείοντα, αν ενδιαφέροντο να παραμείνουν εκεί, διαφορετικά αναζητούσαν άλλο κατάλυμα.
Κατόπιν ακρόασης η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η απόρριψη της Αγωγής λόγω απουσίας ικανοποιητικών στοιχείων προς στοιχειοθέτηση των αξιώσεων του εφεσείοντα και η καταδίκη του εφεσείοντα στην πληρωμή των εξόδων του εφεσίβλητου.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί η συνομολόγηση συμφωνίας με τη Δημοκρατία ή άλλη σχέση μεταξύ τους ως προς την παροχή διαμονής και διατροφής στους αλλοδαπούς και ο δεύτερος ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο στην πληρωμή στον ίδιο του επιδόματος που δικαιούτο ο κάθε αλλοδαπός.
Και οι δύο λόγοι έφεσης είναι συναφείς γι΄ αυτό και θα εξεταστούν μαζί. Συγκεκριμένα ήταν εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι δεν είχε αποδειχθεί ο αριθμός των αλλοδαπών που διέμεναν στο ξενοδοχείο κατά την επίδικη περίοδο ενώ από τους πίνακες που διατηρούσε η Δημοκρατία και τους ελέγχους της Αστυνομίας ήταν δυνατός ο υπολογισμός τους. Αγνόησε επίσης το Δικαστήριο το σημείο από τη μαρτυρία του ΜΕ4, Υπαστυνόμου Λεωνίδου, ότι το ξενοδοχείο ήταν πάντοτε πλήρες και ότι το τεκμήριο 6 (επιστολή ημερ. 7.8.03 των Κ. Π. Ερωτοκρίτου & Σία, δικηγόρων των αιτητών πολιτικού ασύλου που διέμεναν στο ξενοδοχείο, προς τα Υπουργεία Εσωτερικών και Εργασίας με την οποία υπέβαλλαν παράπονα), υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2003 από 101 αλλοδαπούς. Επίσης αγνόησε ότι αρκετές επιταγές εκδίδοντο επ' ονόματι του εφεσείοντα, αντί των αλλοδαπών, που ήταν η πρακτική που ακολουθείτο και τέλος το Δικαστήριο δεν προσέδωσε την απαραίτητη βαρύτητα σε άλλα στοιχεία της μαρτυρίας.
Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του, ήταν ότι από τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί πρωτόδικα αποδεικνύετο η ύπαρξη άτυπης, έστω, συμφωνίας ότι η Δημοκρατία θα κατέβαλλε τα έξοδα διαμονής και διατροφής των αλλοδαπών που διέμεναν στο ξενοδοχείο του και ότι η συμφωνία θα είχε κάποια διάρκεια. Ήταν περαιτέρω εισήγηση του ότι η άτυπη αυτή συμφωνία είχε ως εξυπακουόμενο όρο την καταβολή μεν του επιδόματος ενοικίου στον αλλοδαπό, προς όφελος όμως πάντοτε του εφεσείοντα.
Σημειώνεται ότι από πλευράς εφεσείοντα ως βασικός μάρτυρας κατέθεσε ο ίδιος (ΜΕ1) και κάλεσε άλλους οκτώ μάρτυρες, κυρίως λειτουργούς του Δημοσίου. Από πλευράς εφεσίβλητου κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας έκρινε και τους τέσσερεις μάρτυρες του εφεσίβλητου καθόλα αξιόπιστους και ότι όσα μαρτύρησαν επιβεβαιώνοντο από τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, το Δικαστήριο έδωσε έμφαση στην παραδοχή του ότι δεν υπήρχε γραπτή συμφωνία με το Γραφείο Ευημερίας σ' όσον αφορά τη διαμονή των αλλοδαπών, παρά τον αρχικό ισχυρισμό του για το αντίθετο. Σ' όσον αφορά τις επιταγές εντοπίζει την αναφορά του εφεσείοντα ότι είχε την έγκριση των αλλοδαπών όπως οι επιταγές καταλήξουν στον ίδιο. Σημειώνει επίσης την παραδοχή του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του ότι η συμφωνία για διαμονή των αλλοδαπών καταρτίστηκε με τον κάθε ένα αλλοδαπό ξεχωριστά, που όφειλαν να τον πληρώνουν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του πλείστα άλλα σημεία από την προφορική μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς εφεσείοντα που καταρρίπτουν την εκδοχή του για καταρτισμό συμφωνίας ή ανάληψη ευθύνης από μέρους της Δημοκρατίας πληρωμής του ισχυριζόμενου ή οποιουδήποτε ποσού σε σχέση με τη διαμονή των αλλοδαπών στο ξενοδοχείο του. Σημειώνει στην απόφαση ότι ακόμη και από τη μαρτυρία του δικού του μάρτυρα (ΜΕ9), που ήταν ο σύνδεσμος του εφεσείοντα με τον Όμορφου (Μ.Υ.1), υπάλληλο του Γραφείου Ευημερίας και υπεύθυνο για την επίβλεψη των αλλοδαπών που διέμεναν στο ξενοδοχείο του εφεσείοντα, προέκυπτε καθαρά ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο καταρτίζετο μεταξύ του εφεσείοντα και του κάθε αλλοδαπού, γεγονός που επιβεβαιώνει και το Τεκμήριο 22, που φέρει τον τίτλο «Ενοικιαστήριο Έγγραφο», σύμφωνα με τις αποδείξεις του ΜΥ1. Σημειώνεται ότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο ΜΕ9 ήταν πολιτικός πρόσφυγας και το πρόσωπο που βοηθούσε τον εφεσείοντα. Καταλήγει δε το Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι ούτε ρητή αλλ΄ ούτε και εξυπακουόμενη συμφωνία υπήρχε μεταξύ του εφεσείοντα και της Δημοκρατίας ότι η τελευταία θα κατέβαλλε στον εφεσείοντα οποιοδήποτε ποσό για τη διαμονή των αλλοδαπών στο ξενοδοχείο, είτε υπό τύπο ενοικίου είτε επιδόματος.
Μετά την πιο πάνω διαπίστωση το Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε τη διαζευκτική βάση Αγωγής περί πρακτικής ή κατανόησης μεταξύ του εφεσείοντα, των αλλοδαπών που διέμεναν στο ξενοδοχείο, του εφεσίβλητου και των διαφόρων Κυβερνητικών Τμημάτων. Αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε ότι η μαρτυρία ως προς τον αριθμό των αλλοδαπών που διέμεναν στο ξενοδοχείο δεν ήταν σαφής. Συγκεκριμένα, ενώ ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι για την περίοδο από 1/1/2003 μέχρι 30/9/2003 διέμεναν 130 αλλοδαποί, δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τη θέση του αυτή. Το Τεκμήριο 17 που ήταν μια χειρόγραφη κατάσταση όπου στην πρώτη στήλη καταγράφονται τα ονόματα 80 ατόμων, έκρινε ότι ήταν κατασκεύασμα της στιγμής με στοιχεία που δεν έχουν αντληθεί από βιβλία και έγγραφα. Καταδείκνυε δε το Τεκμήριο 17, ότι ούτε ένα άτομο διέμενε στο ξενοδοχείο CROWN κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2003 μέχρι 25/1/2003. Μέχρι δε τις 22/2/2003 είχαν αφιχθεί ένδεκα άτομα εκ των οποίων το πρώτο αφίχθηκε στις 25/1/03. Εύλογα διερωτάται το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του «πού φαίνεται η ημερομηνία άφιξης ή αναχώρησης και η ανάλογη χρέωση; Πού είναι τα λογιστικά βιβλία;»
Έχουμε ανατρέξει στο Τεκμήριο 17 και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παρέχει σαφή εικόνα ως προς τα άτομα τα ονόματα των οποίων αναφέροντο στην Κατάσταση ή το καθεστώς τους και αν εργάζοντο ή έπαιρναν επίδομα, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλο το έγγραφο μαρτυρικό υλικό και έκρινε ότι βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης. Έδωσε έμφαση και σχολιάζει στην απόφαση του εκείνα τα τεκμήρια που έκρινε ουσιώδη για σκοπούς της απόφασης του. Διαπίστωσε ότι από το Τεκμήριο 21, που είναι Κατάσταση Πληρωμών του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, προέκυπτε ότι οι πληρωμές εγίνοντο επ΄ ονόματι των αλλοδαπών, εκτός μόνο σε τρεις περιπτώσεις όπου αναφέρετο το όνομα Λαβίθης, που είναι ο εφεσείων. Σημειώνει όμως στην απόφαση την αναφορά της ΜΕ6, κοινωνικής λειτουργού, ότι κάτω από προϋποθέσεις πληρώνονταν και στους ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων κάποια ποσά. Όπως εξήγησε ο ΜΕ8, Μελής, υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας, η αναφορά στο όνομα του εφεσείοντα δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι η επιταγή εκδόθηκε επ΄ ονόματι του Λαβίθη, αλλά φροντίδι Λαβίθη.
Με αναφορά σε αποσπάσματα της μαρτυρίας της ΜΕ3, Κορομία, υπαλλήλου του Γραφείου Ευημερίας ότι η πολιτική της Δημοκρατίας ήταν να καταβάλλεται το επίδομα στο δικαιούχο, της ΜΕ6 Αδάμου, επίσης κοινωνικής λειτουργού, ότι ήταν υποχρέωση του αλλοδαπού ο καταρτισμός συμφωνίας ενοικίασης ή κάποιου άλλου δικαιολογητικού παραμονής στο ξενοδοχείο, του ΜΕ9 Thaer, πολιτικού πρόσφυγα και βοηθού του εφεσείοντα, ότι όταν έρχοντο οι επιταγές ειδοποιούντο οι δικαιούχοι που τις υπέγραφαν και τις παρέδιδαν στον εφεσείοντα, ο οποίος στη συνέχεια τις εξαργύρωνε στην Τράπεζα και αφού είσπραττε όσα δικαιούτο ως ενοίκιο, τα υπόλοιπα επέστρεφε στο δικαιούχο και τέλος στην ίδια τη μαρτυρία του εφεσείοντα, κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ του εφεσείοντα και της Δημοκρατίας, από την οποία να προέκυπτε υποχρέωση πληρωμής οποιουδήποτε ποσού εκ μέρους της Δημοκρατίας για τη διαμονή ή διατροφή των αλλοδαπών. Διαπίστωσε επίσης ότι ούτε επί των διαζευκτικών αγώγιμων δικαιωμάτων της πρακτικής ή κατανόησης μεταξύ τους, μπορούσε να πετύχει ο εφεσείων στις αξιώσεις του. Όπως αναφέρει στην απόφαση, η Δημοκρατία υποχρεούτο να καταβάλει το επίδομα απευθείας στους δικαιούχους του δημοσίου βοηθήματος στη βάση του Νόμου περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου (Ν.8/1991) που καταργήθηκε με το Νόμο 95(1)/2006 και όχι στον ίδιο τον εφεσείοντα. Αν η Δημοκρατία παρέβαινε την υποχρέωση της αυτή, μόνο ο αλλοδαπός νομιμοποιείτο στην απαίτηση πληρωμής του επιδόματος και όχι ο εφεσείων.
Εξετάσαμε την εισήγηση σ' όσον αφορά την λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα, σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τα τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προβάλλεται από την πλευρά του εφεσείοντα με το οποίο να μπορούσε να τεθεί θέμα μεμπτότητας του τρόπου αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ορθότητας των ευρημάτων του.
Είναι βασική αρχή του περί Συμβάσεων Νόμου ότι μια σύμβαση για να είναι έγκυρη θα πρέπει οι όροι και το περιεχόμενο της να χαρακτηρίζονται από επαρκή σαφήνεια και βεβαιότητα, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση αντικειμενικά να ερμηνεύσει τη σύμβαση και όχι κατ΄ ουσίαν να τη δημιουργήσει εξ΄ υπαρχής (βλ. σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Π. Πολυβίου, Τόμος Β, σελ. 447).
Στην υπό κρίση περίπτωση, τόσο οι δικογραφημένες θέσεις όσο και η μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά του εφεσείοντα δεν παρέχουν την απαραίτητη σαφήνεια ως προς την ύπαρξη κατ΄ αρχήν της ισχυριζόμενης ή οποιουδήποτε είδους συμφωνίας με τη Δημοκρατία πληρωμής απευθείας στον εφεσείοντα του επιδόματος αν και ο εφεσείων είχε το βάρος απόδειξης τόσο του καταρτισμού της συμφωνίας όσο και των συγκεκριμένων όρων που τη διέπουν. Αντίθετα οι θέσεις που προβάλλονται με την Έκθεση Απαίτησης ως προς το τι προνοούσε η κατ' ισχυρισμό συμφωνία με τη Δημοκρατία μόνο αντιφατικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Συγκεκριμένα η μια θέση είναι ότι το ενοίκιο πληρωνόταν από τη Δημοκρατία στον κάθε αλλοδαπό και αυτός στη συνέχεια το κατέβαλλε στον εφεσείοντα, που ήταν και η θέση της Υπεράσπισης, και η άλλη ότι το ενοίκιο καταβαλλόταν απευθείας στον ίδιο. Εξετάσαμε επίσης κατά πόσο η υποχρέωση πληρωμής ενοικίου ή επιδόματος από τη Δημοκρατία προς τον εφεσείοντα για τον κάθε αλλοδαπό που διέμενε στο ξενοδοχείο, μπορούσε να θεωρηθεί ως εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας ή ως πρακτική που ακολουθείτο ως η εισήγηση του εφεσείοντα. Για να τεθεί θέμα εξυπακουόμενου όρου θα έπρεπε ν΄ αποδειχθεί κατ΄ αρχήν η συνομολόγηση συμφωνίας, μεταξύ των δύο που στην παρούσα περίπτωση, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει και μας βρίσκει σύμφωνους, δεν έχει αποδειχθεί.
Συνεπώς πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ο καταρτισμός οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ του εφεσείοντα και της Δημοκρατίας, είτε ρητή είτε εξυπακουόμενη η άτυπη, δυνάμει της οποίας η Δημοκρατία αναλάμβανε την ευθύνη πληρωμής προς τον εφεσείοντα ενοικίου ή διατροφής για τη διαμονή των αλλοδαπών στο ξενοδοχείο. Η υποχρέωση της, σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσίασε και αποδέχθηκε το Δικαστήριο, περιορίζετο στην παροχή επιδόματος στον κάθε δικαιούχο αλλοδαπό. Αν προέκυπτε οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του αλλοδαπού και της Δημοκρατίας ως προς το επίδομα, δεν ήταν θέμα που αφορούσε τον εφεσείοντα αλλά τον ίδιο τον αλλοδαπό ο οποίος είχε και την ευθύνη πληρωμής του ενοικίου στη βάση της συμφωνίας του με τον εφεσείοντα. Ούτε και έχει αποδειχθεί ότι ήταν πρακτική ή θέμα κατανόησης όπως η Δημοκρατία καταβάλλει ενοίκιο ή επίδομα απευθείας στον εφεσείοντα.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος του εφεσείοντα με αναφορά σε νομολογία παραπονείται για την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ερευνήσει κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στην κατηγορία των «συμβάσεων ελευθέρωσης».
Η συγκεκριμένη βάση αγωγής δεν είναι δικογραφημένη αλλ΄ ούτε και τέθηκε πρωτόδικα σε οποιοδήποτε στάδιο εκκρεμούσης της διαδικασίας. Το Δικαστήριο εξέτασε τις αξιώσεις του εφεσείοντα στη βάση των δικογραφημένων αγώγιμων δικαιωμάτων που περιορίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης, σε «ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία και/ή πρακτική και/ή κατανόηση (understanding) ότι το ποσό που αναλογούσε για ενοίκιο και που εδίδετο στα πιο πάνω άτομα που αποστέλλοντο και παρέμεναν στο υποστατικό του Ενάγοντα, εισπράττονταν από τα άτομα αυτά ως ενοίκιο και καταβάλλονταν στον ίδιο και/ή καταβάλλονταν απευθείας στον ίδιο.
Για τους πιο πάνω λόγους πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο η περίπτωση συνιστούσε «σύμβαση ελευθέρωσης», εισήγηση εξάλλου που ούτε και το Εφετείο θα μπορούσε να την εξετάσει.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα εκ €2.500.- υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.