ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A219
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 70/2012)
4 Μαΐου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΧΑΡΕΝΙΑ & ΣΙΑ Ε.Ε.,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ΜΑΡΩΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΙΔΕΡΗ,
Εφεσίβλητης
--------------------------------------------
Κ. Χατζηκωστής, για την Εφεσείουσα.
Μ. Ανδρέου (κα) για Ι. Δημοσθένους, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα, ετερόρρυθμη εταιρεία συσταθείσα νομοτύπως στην Ελλάδα και με έδρα εργασιών της τη Θεσσαλονίκη, ήγειρε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης για κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενο ποσό €11.206, δυνάμει τεσσάρων τιμολογίων που εκδόθηκαν για την αποστολή και πώληση διαφόρων εμπορευμάτων. Με την παραλαβή των εμπορευμάτων που αφορούσαν γυναικεία βραδινά ενδύματα, τα τιμολόγια ήσαν πληρωτέα πλην όμως ουδέν ποσό κατεβλήθη αλλά, αντίθετα, η εφεσίβλητη ζήτησε με επιστολή του συνηγόρου της όπως γίνει αποδεκτή η επιστροφή ορισμένης ποσότητας εμπορευμάτων προβάλλοντας τον εκ των υστέρων επινοηθέντα ισχυρισμό ότι η εμπορική συνεργασία των διαδίκων διεξάγετο υπό μορφή παρακαταθήκης («on consignment»).
Η εφεσίβλητη υπερασπιζόμενη ισχυρίστηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ήταν αναρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή, επί πλέον δε ότι δεν νομιμοποιείτο η εφεσείουσα στην είσπραξη οποιουδήποτε ποσού δυνάμει τιμολογίου διότι η συνεργασία είχε συμφωνηθεί να είναι επί παρακαταθήκη και προς τούτο η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού πρόβαλλε μόνο με την πώληση των εμπορευμάτων, όσα δε δεν πωλούντο θα επιστρέφοντο χωρίς οποιαδήποτε χρέωση. Η συμφωνία προέβλεπε και την καταβολή μεριδίου ενοικιαζομένου υποστατικού για ευόδωση της εμπορικής συνεργασίας έναντι €200 μηνιαίως. Ανταπαιτητικώς, η εφεσίβλητη ζήτησε και €10.000 ως έξοδα αποζημιώσεων ή έξοδα ψυχικής οδύνης και ψυχολογικής πίεσης, ποσό €200 μηνιαίως από 16.7.2008 μέχρι την έκδοση απόφασης, καθώς και αποζημιώσεις λόγω παραβίασης συμφωνίας. Στην απάντηση της εφεσείουσας, όλοι οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης απερρίφθησαν, της ανταπαιτήσεως θεωρουμένης ως ανεδαφικής και ενοχλητικής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή, η μαρτυρία της οποίας ήταν σύντομη εφόσον μόνο η Ελένη Χαρένια, ομόρρυθμο μέλος της εφεσείουσας εταιρείας, κατέθεσε εκ μέρους της, η οποία μάλιστα δεν αντεξετάστηκε. Η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία και απέσυρε την ανταπαίτηση. Η μαρτυρία της εφεσείουσας δόθηκε στις 17.2.2011 και στις 21.2.2011 οι διάδικοι προχώρησαν σε αγορεύσεις. Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σχεδόν ένα χρόνο μετά στις 9.1.2012. Με αυτή έκρινε αβάσιμη την αγωγή την οποία και απέρριψε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, με το σκεπτικό ότι η μαρτυρία της Ελένης Χαρένια ήταν συγχυσμένη, ασαφής και αόριστη και, επομένως, αναξιόπιστη, με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η αξίωση της βασιζόταν σε τιμολόγια και έγγραφα τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο προχώρησε να σχολιάσει αρνητικά ως περιέχουσα αντίφαση με τις δικογραφημένες θέσεις της, τη μαρτυρία της εφεσείουσας ότι υπήρξε αρχικά μια άτυπη προφορική συμφωνία επί παρακαταθήκη στη βάση της οποίας εκδόθηκε το πρώτο εκ των τεσσάρων τιμολογίων, το υπ΄ αρ. 191 για €4.686. Περαιτέρω, αρνητικά προδιέθεσε το Δικαστήριο και η θέση της μάρτυρος ότι έναντι του εν λόγω τιμολογίου είχαν καταβληθεί ορισμένα ποσά, διερωτώμενο ποιο ήταν το πραγματικό αξιούμενο ποσό με την έκθεση απαίτησης και ποιο ήταν το ποσό που καταβλήθηκε εν τέλει έναντι του τιμολογίου αυτού, σχολιάζοντας στην πορεία τις δύο κατατεθείσες αποδείξεις ως Τεκμήρια 1 και 2 και τα όσα κατά την άποψη του Δικαστηρίου προέκυπταν από τις αποδείξεις αυτές.
Το Δικαστήριο κατά τα άλλα απέρριψε τις θέσεις της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα δεν είχε δεόντως συσταθεί και δεν υπήρχε ως νομική οντότητα, καθώς επίσης και την εισήγηση περί έλλειψης αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.
Η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απορριπτικής κρίσης με μοναδικό λόγο, αφού απεσύρθη ο λόγος έφεσης για το χρόνο που χρειάστηκε το Δικαστήριο να εκδώσει την απόφαση του, ότι κακώς το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την κατάθεση των τιμολογίων κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασης της Ελένης Χαρένια, η οποία προσπάθησε να καταθέσει αντίγραφα των τιμολογίων, εξηγώντας ότι τα πρωτότυπα βρίσκονταν με τον λογιστή της, αλλά και στην Ελληνική Εφορεία για σκοπούς επιστροφής Φ.Π.Α. και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να τα είχε. Αποτελεί την εισήγηση της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην απόφαση του να απορρίψει την κατάθεση των αντιγράφων των τιμολογίων παραγνωρίζοντας έτσι την τροποποίηση της περί Αποδείξεως νομοθεσίας με αποτέλεσμα να μην είχε ενώπιον του τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία που επιμαρτυρούσαν όχι μόνο τη συνεργασία των διαδίκων, αλλά και το οφειλόμενο εκ μέρους της εφεσίβλητης ποσό. Προωθήθηκε ο ισχυρισμός ότι με τον τρόπο που το Δικαστήριο χειρίστηκε τη διαδικασία και την προσπάθεια κατάθεσης των αντιγράφων, «... οδήγησε ουσιαστικά τη δίκη σε πρόωρο αρνητικό αποτέλεσμα για την ενάγουσα, η οποία ήταν προφανές ότι θα ήταν απίθανο να κλητεύσει Εφορειακούς από την Ελλάδα για να παρουσιάσουν τα πρωτότυπα των επίδικων τιμολογίων.».
Δεν υπάρχει αμφιβολία, παρά την αντίθετη θέση της εφεσίβλητης στο δικό της περίγραμμα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε καίρια στη μη αποδοχή των αντιγράφων των τιμολογίων που ήταν και η βάση της αγωγής. Με την απόφαση του αυτή απογύμνωσε εντελώς την αξίωση της εφεσείουσας αφού της αποστέρησε τη δυνατότητα να παρουσιάσει στο Δικαστήριο το αποδεικτικό υλικό το οποίο υποστήριζε τη θέση της. Όπως έχει πλειστάκις εξηγηθεί, με πλέον πρόσφατη την απόφαση στην Πανίκκος Κοκκίνης ν. Συμεών Κοκκίνης, Πολ. Έφ. αρ. 247/2011, ημερ. 17.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A179, η τροποποίηση που επιτεύχθηκε στον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9, είχε στόχο να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή και αχρείαστη εφαρμογή των κανόνων απόδειξης. Η τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 32(Ι)/2004, είχε ακριβώς σκοπό να κατατίθεται και εξ ακοής μαρτυρία υπό την προϋπόθεση ότι ικανοποιούνται οι λόγοι που εξειδικεύονται στο Νόμο, το δε αποδεκτό της μαρτυρίας δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με τη βαρύτητα που θα αποδίδεται σε αυτή στο τέλος της ημέρας, (Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668). Το νέο νομοθέτημα, όπως τροποποίησε το Κεφ. 9, δίδει με τα άρθρα 24 και 26, το στίγμα του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί εξ ακοής μαρτυρία διαφυλάσσοντας παράλληλα και τα δικαιώματα των διαδίκων. Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων, το νέο άρθρο 34 επιτρέπει την κατάθεση ή προσαγωγή εγγράφου που κατά τα άλλα είναι αποδεκτή μαρτυρία υπό μορφή αντιγράφου, έστω και αν το πρωτότυπο υφίσταται, εφόσον «δίδεται επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτότυπου», (άρθρο 34(1)(β)), ενώ κατά το εδάφιο (3), ο αριθμός των αντιγράφων που έχει μεσολαβήσει είναι αδιάφορος. Έπεται ότι η αποδοχή αντιγράφου είναι πλέον δυνατή εφόσον εξηγείται η απουσία του πρωτοτύπου ώστε να μην είναι αναγκαίο να κλητεύονται αχρείαστα μάρτυρες για να καταθέσουν το πρωτότυπο έγγραφο εφόσον αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο ή μη εύλογο.
Αυτό ακριβώς το λάθος διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο μη αποδεχόμενο τα αντίγραφα των τιμολογίων ακόμη και υπό μορφή φωτοτυπίας. Η μάρτυρας εξήγησε, έστω λακωνικά, ότι τα πρωτότυπα βρίσκονταν με τον λογιστή της και την Εφορία, προφανώς στην Ελλάδα, και δεν μπορούσε να τα ανακτήσει. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας τη θέση της εφεσείουσας ανέφερε ότι η εξήγηση που δόθηκε δεν έδειχνε «.. αδυναμία παρουσίασης του πρωτότυπου στο Δικαστήριο.». Η θέση της μάρτυρας ότι τα πρωτότυπα έγγραφα βρίσκονταν σε υπηρεσία της Ελλάδας δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη παρουσίαση των πρωτοτύπων στο Δικαστήριο.
Είναι πρόδηλο ότι το Δικαστήριο εξάντλησε την αυστηρότητα του στο πιο πάνω θέμα αναχαιτίζοντας με τον τρόπο αυτό την υπόθεση της εφεσείουσας. Ενώπιον του είχε μία εφεσείουσα, ομόρρυθμη εταιρεία από την Ελλάδα, η δε μοναδική μάρτυρας ήταν η ομόρρυθμη συνέταιρος και διαχειριστής, όπως ανέφερε, της εταιρείας. Ήταν ηλίου φαεινότερο η δυσκολία που η εφεσείουσα είχε στο να παρουσιάσει τα πρωτότυπα έγγραφα. Και, επομένως, θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτά τα αντίγραφα τα οποία, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, έφεραν συγκεκριμένο αριθμό και ημερομηνία μαζί με συνοδευτικά δελτία αποστολής των εμπορευμάτων για έκαστο εκδοθέν τιμολόγιο. Να σημειωθεί βεβαίως ότι, ως προέκυψε από τη μαρτυρία, τα τιμολόγια ήταν της εταιρείας, ήσαν στην κατοχή της μάρτυρας, και άρα δεν τίθετο θέμα εξ ακοής μαρτυρίας. Η βαρύτητα την οποία μπορούσε να δώσει το Δικαστήριο στα τιμολόγια αυτά ήταν ζήτημα το οποίο θα έπρεπε να το απασχολούσε στο τέλος της ημέρας, αφού ολοκληρωνόταν η ενώπιον του υπόθεση.
Μάλιστα το σφάλμα του Δικαστηρίου ήταν εμφανές διότι αμέσως μετά την απόρριψη της κατάθεσης των αντιγράφων των τιμολογίων, το Δικαστήριο αποδέχθηκε να κατατεθούν ως Τεκμήρια 1 και 2, δύο αποδείξεις ημερ. 5.6.2008 και 9.7.2008 για €1.500 και €1.300, αντίστοιχα, έναντι του τιμολογίου υπ΄ αρ. 191. Αποδείξεις που έδειχναν ότι η εφεσίβλητη είχε καταβάλει προς την εφεσείουσα ομόρρυθμη εταιρεία ποσά έναντι «αξίας τιμολογίου» Νο. 191/23,3,08». Φανερά λοιπόν δεν θα μπορούσαν να είχαν εκδοθεί αποδείξεις έναντι τιμολογίου, στο κενό. Ο σχολιασμός που το Δικαστήριο έκαμε σε σχέση με την ουσία των δύο αυτών αποδείξεων ήταν άτοπος και αχρείαστος εφόσον δεν είχε ενώπιον του πλέον τα ίδια τα τιμολόγια. Ούτε είχε σημασία αν οι αποδείξεις έγραφαν ότι είχαν εκδοθεί σε αντικατάσταση πρόχειρης απόδειξης ίδιου ποσού. Εντυπωσιάζει δε και το γεγονός ότι θεωρήθηκε εναντίον της εφεσείουσας, η αναφορά της ότι είχαν πληρωθεί ποσά έναντι του τιμολογίου ώστε να διερωτάτο το Δικαστήριο ποιό ήταν το τελικώς αξιούμενο και οφειλόμενο ποσό. Το αυτονόητο ήταν, βεβαίως, επί παραδοχής εναντίον συμφέροντος, ότι από το όποιο οφειλόμενο ποσό θα αφαιρούνταν τα πληρωθέντα ποσά, οι αποδείξεις των οποίων κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, ενώ, υπενθυμίζεται, η μάρτυρας ουδόλως έτυχε αντεξέτασης. Όλα αυτά, όμως, θα γίνονταν εάν το Δικαστήριο είχε ενώπιον του ολοκληρωμένο το αποδεικτικό υλικό.
Η έφεση δεν μπορεί παρά να έχει επιτυχή κατάληξη. Το Εφετείο δεν μπορεί να διαγνώσει εξ ιδίων του οτιδήποτε άλλο σε σχέση με το βάσιμο της αξίωσης της εφεσείουσας, εφόσον το Δικαστήριο δεν επέτρεψε να κατατεθούν τα τιμολόγια, ώστε να ήταν δυνατόν να αξιολογηθούν.
Μοιραίως η υπόθεση θα πρέπει να επιστραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος για να εκδικαστεί υπό το φως των ήδη διαμειφθέντων πρωτοδίκως από πλευράς μαρτυρίας και της απόφασης του Εφετείου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η υπόθεση να επανεκδικαστεί κατά προτεραιότητα ενώπιον άλλου αρμοδίου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος. Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως,
όσο και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ