ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A235
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 504/2012
17 Μαΐου, 2018
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. BRAINVIBES LTD
2. KΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΤΤΙΧΗ
3. ΠΟΛΑΣ ΠΑΤΤΙΧΗ
4. ΜΥΡΟΦΟΡΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΤΤΙΧΗ
5. ΝΙΚΗΣ ΠΑΤΤΙΧΗ
Εφεσειόντων/Εναγομένων
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
........
K. Eυσταθίου, για εφεσείοντες
Π. Μακρίδης, για εφεσίβλητη
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από εμένα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εφεσίβλητη τράπεζα χορήγησε στην εφεσείουσα 1 υπό την εγγύηση των λοιπών εφεσειόντων δάνεια και/ή πιστώσεις, η αποπληρωμή των οποίων εξασφαλίστηκε και με υποθήκευση πέντε (5) κτημάτων των εφεσειόντων 2 και 5 καθώς και με ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης.
Είναι επίσης παραδεκτό ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε με ειδοποίηση ημερ. 10.12.10 τη συμφωνία δυνάμει της οποίας χορήγησε στην εφεσείουσα 1 τις πιστώσεις λόγω παράλειψης τόσο της ιδίας όσο και των λοιπών εφεσειόντων (εγγυητών) να εξοφλήσουν το οφειλόμενο μέχρι τότε υπόλοιπο, το οποίο σύμφωνα με την εφεσίβλητη ανερχόταν στο ποσό των €503.241,05 ως οι σχετικές επιστολές που τους είχε αποστείλει.
Τον τερματισμό της πιο πάνω συμφωνίας ακολούθησε η καταχώριση της υπ΄ αρ. 1991/12 αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία η εφεσίβλητη αξίωσε εναντίον (α) όλων των εφεσειόντων απόφαση για το ποσό των €503.241,05 πλέον τόκο 11.748% από 29.2.12 μέχρι εξοφλήσεως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των τόκων δύο φορές το χρόνο στις 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου και (β) των εφεσειόντων 2 και 5 διάταγμα για απόλυση των πέντε κτημάτων τους που είχαν υποθηκεύσει προς περαιτέρω εξασφάλιση της εφεσίβλητης.
Με την επίδοση της αγωγής οι εφεσείοντες καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης μέσω δικηγόρου, με τη λήψη της οποίας η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση βάσει της Δ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση της εφεσίβλητης για δύο λόγους. Ο πρώτος, οι εφεσείοντες με την ένστασή τους - η οποία είχε ως νομική βάση τις Δ.18 θθ 1, 2, 3, 5 και 6 και Δ.48 θθ 1-4 μόνο - δεν αμφισβήτησαν ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις[1] για άσκηση από το Δικαστήριο της σχετικής του δικαιοδοσίας και, ο δεύτερος, δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξη οφειλής. Πρόβαλαν όμως στη σχετική ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένστασή τους ότι θα έπρεπε να τους δοθεί το δικαίωμα να προβάλουν Υπεράσπιση, στη βάση ότι το αξιούμενο από την εφεσίβλητη ποσό είναι παράνομο και/ή υπέρογκο λόγω του ότι προέκυψε από υπερχρεώσεις και/ή παράνομο ανατοκισμό κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου και, περαιτέρω, ότι η εφεσίβλητη αύξησε χωρίς δικαίωμα και χωρίς να τους ενημερώσει το επιτόκιο.
Με αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ένσταση, καθώς επίσης και σε νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι με την ικανοποίηση των τυπικών προϋποθέσεων της Δ.18 το βάρος τεκμηρίωσης ύπαρξης Υπεράσπισης μετήλθε στους εφεσείοντες, οι οποίοι απέτυχαν με ό,τι διατείνονταν στην ένορκη δήλωση να το αποσείσουν εφόσον οι σχετικοί ισχυρισμοί τους ήταν γενικοί αόριστοι και ατεκμηρίωτοι.
Οι εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με όσα πρόβαλαν στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2 δεν τεκμηρίωσαν Υπεράσπιση για δύο αλληλένδετους μεταξύ τους λόγους. Ο πρώτος ότι παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τα όσα διαλαμβάνονται στην υπό αναφορά ένορκη δήλωση και, ο δεύτερος, ερμήνευσε λανθασμένα την Δ.18 με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι δεν κατέδειξαν Υπεράσπιση. Ως αιτιολογία δε και για τους δύο λόγους έφεσης προβλήθηκε βασικά ότι τα γεγονότα που επικαλέστηκαν με την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2 ήταν ικανοποιητικά και/ή συγκεκριμένα για να τους δοθεί το δικαίωμα Υπεράσπισης. Τούτο γιατί αμφισβήτησαν το ύψος του αξιούμενου ποσού εφόσον αυτό προέκυψε - ως είναι η θέση τους - από «.παράνομες χρεώσεις και/ή υπερχρεώσεις υπό μορφή εξόδων και/ή τόκων υπερημερίας και/ή παράνομους ανατοκισμούς κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου και/ή επικαλούμενοι όρους και/ή ρήτρες καταχρηστικές ως ανωτέρω και/ή χωρίς να ενημερώσουν δεόντως τους εναγομένους - εφεσείοντες.»
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επεσήμανε την παράλειψη των εφεσειόντων να τεκμηριώσουν αναλυτικά τους ισχυρισμούς τους.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των καθιερωμένων επί του θέματος νομολογιακών αρχών και της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Καταλήξαμε ότι ουδείς από τους δύο λόγους έφεσης ευσταθεί και προς τούτο είναι αρκετό να λεχθούν τα ακόλουθα:-
Κατά πάγια νομολογία (βλ. Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2001) 1 Α.Α.Δ. 418 που παραπέμπει στην CYEMS CO v. Central Co- operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897) «Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης». Όπου όμως το βάρος τεκμηρίωσης ύπαρξης Υπεράσπισης μετέρχεται στον εναγόμενο - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - αυτός θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή Υπεράσπιση στην αγωγή επί της ουσίας ή ότι αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα τα οποία θεωρούνται ικανοποιητικά για διεξαγωγή δίκης (βλ. Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333). Κριτήριο που δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση διαφορετικά, θα ήταν εύκολο σε σχεδόν κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση της Δ.17 (βλ. N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1912).
Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες περιορίστηκαν με την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2 να προβάλουν απλώς ότι το αξιούμενο ποσό είναι παράνομο και/ή υπέρογκο λόγω του ότι προέκυψε από υπερχρεώσεις και/ή παράνομο ανατοκισμό κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου. Ποιους όρους παρέβηκε η εφεσίβλητη, δεν αναφέρουν. Όπως δεν αναφέρουν σε ποιες υπερχρεώσεις και/ή παράνομο ανατοκισμό προέβη η εφεσίβλητη. Αναφορικά δε με την θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων - στην οποία έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης - ότι στη σύμβαση δανείου υπάρχουν καταχρηστικές ρήτρες που δικαιολογούσαν να δοθεί στους εφεσείοντες δικαίωμα Υπεράσπισης, να παρατηρήσουμε ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση ουδείς ισχυρισμός για ύπαρξη τέτοιων ρητρών προβλήθηκε προκειμένου να τύχει εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν αποκάλυψαν επομένως, πέραν από τη διατύπωση απλών ισχυρισμών, οποιαδήποτε γεγονότα επί της ουσίας, ώστε να δικαιολογείται η διεξαγωγή δίκης και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς τους γενικούς, αόριστους και ατεκμηρίωτους.
Σ΄ ό,τι δε αφορά τη θέση τους ότι ναι μεν υπάρχει οφειλή αλλά βρίσκονται σε αδυναμία να την καθορίσουν, η θέση αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να ήταν βάσιμη εάν δίδονταν - έστω κάποια στοιχεία - για τις κατ΄ ισχυρισμό παράνομες υπερχρεώσεις και/ή ανατοκισμό. Δεν το έπραξαν και επομένως η επίκληση σχετικής αναφοράς από το Supreme Court Practice, Vol. 1, 1967 σελ. 122, 14/3-4/9 - στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων - ότι θα πρέπει να δίδεται άδεια Υπεράσπισης όπου υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το ποσό που πραγματικά οφείλεται, δεν εφαρμόζεται. Και αυτό γιατί οι εφεσείοντες είχαν στην κατοχή τους όλα τα έγγραφα δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στην εφεσείουσα 1, εφοδιάζονταν μηνιαίως από καταστάσεις λογαριασμού και επιπρόσθετα στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της εφεσίβλητης επισυναπτόταν κατάσταση λογαριασμού. Παρόλ΄ αυτά δεν εντόπισαν, με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση τους, έστω και μία παράνομη χρέωση, ώστε να μπορούν να επικαλούνται αβεβαιότητα ως προς το ποσό που πραγματικά οφείλεται.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα (Δ.2 θ.6), καταχώριση εμφάνισης, θετική γνώση του ομνύοντα ως προς τα γεγονότα που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα και δήλωση ότι πιστεύει πως δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.