ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116
Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692
Xρίστου Mάριος (1996) 1 ΑΑΔ 398
Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της HellengerTrading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965
Κωνσταντινίδης Αλέκος (2003) 1 ΑΑΔ 1298
"Μαρκίδης Σοφοκλής και Άλλες (2004) 1 ΑΑΔ 552
Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd και Άλλη (2004) 1 ΑΑΔ 1535
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:D242
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 43/2018)
21 Μαΐου, 2018
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30.04.2018 Η ΟΠΟΙΑ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 18/2018 ΜΕΤΑΞΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ 1. ΜΑΡΙΟΥ ΛΟΪΖΟΥ, 2. ΣΩΤΗΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, 3. ΕΦΟΡΟΥ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.03.2018 ΑΚΥΡΩΘΕΙ
----------
E. Παπακυριακού (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Μ. Κυρμίζη
(κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας / Αιτητή.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητούνται οι ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση Αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari ώσστε να τεθεί ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου προς ακύρωση η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 30.4.2018 στην αίτηση με αρ. 18/2018, με την οποία ακύρωσε το Διάταγμα Δέσμευσης ημερομηνίας 12.3.2018.
Β. Αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 30.4.2018, ώστε τα περιουσιακά στοιχεία που αφορά το Διάταγμα Δέσμευσης ημερομηνίας 12.3.2018 να παραμείνουν δεσμευμένα, μέχρι αποπεράτωσης της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος Certiorari.»
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης συνοπτικά έχουν ως ακολούθως:
Στις 9.3.2018 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αίτηση για έκδοση διατάγματος δέσμευσης, αίτηση υπ. Αρ. 18/2018, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων για Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε, (στο εξής «ο Νόμος»). Τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιλαμβάνονταν σε ένορκη δήλωση του αστυφύλακα που διερεύνησε υπόθεση διάπραξης αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του άρθρου 4 του Νόμου, εναντίον των καθ΄ων η αίτηση 1 και 2 και είχε ως απότελεσμα την καταχώρηση στις 11.10.2016 της ποινικής υπόθεσης με αρ. 8244/2016 εναντίον τους. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει μία κατηγορία, αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του Νόμου. Στην ένορκη δήλωση γίνεται αναφορά στα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης, καθώς και στις έρευνες που έγιναν εκ μέρους της Αστυνομίας, δεν θεωρώ, όμως, σκόπιμο να τις επαναλάβω.
Την 1.3.2018 κατά την εκδίκαση της υπόθεσης 8244/2016 το Κακουργιοδικείο, με ενδιάμεση απόφασή του, έκρινε ότι το ένταλμα έρευνας της κατοικίας του καθ΄ου η αίτηση 1-κατηγορούμενου 1, έπασχε και, ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ως ανύπαρκτο και όσα αντικείμενα κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης έρευνας ήταν προϊόν παράνομης έρευνας και δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό. Η αίτηση δέσμευσης αφορούσε τα περιουσιακά στοιχεία που κατασχέθηκαν και λήφθηκαν ως τεκμήρια κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, καθότι αποτελούν ρευστοποιήσιμη περιουσία των κατηγορουμένων, η οποία δύναται να δεσμευτεί για σκοπούς εκτέλεσης μελλοντικής έκδοσης διατάγματος δήμευσης με βάση τις πρόνοιες του Νόμου.
Η αίτηση εγκρίθηκε και εκδόθηκε διάταγμα δέσμευσης με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 14 του Νόμου, καθώς επίσης και διάταγμα με το οποίο διορίζεται ως παραλήπτης ο Αρχηγός Αστυνομίας, ώστε να θέσει υπό την κατοχή και έλεγχό του την εν λόγω ρευστοποιήσιμη περιουσία, σύμφωνα με το άρθρο 14(7) του Νόμου, καθώς και διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι καθ΄ων η αίτηση 1 και 2 να παραδώσουν την περιουσία στον εν λόγω παραλήπτη, σύμφωνα με το άρθρο 14(8) του Νόμου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο όρισε το διάταγμα επιστρεπτέο στις 19.3.2018. Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση και, μετά από ακροαματική διαδικασία, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε απόφαση στις 30.4.2018, με την οποία ακύρωσε τα διατάγματα δέσμευσης.
Αποτελεί θέση του Αιτητή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε υπό νομική πλάνη, καταφανή στο κείμενο της σχετικής απόφασης και, συγκεκριμένα, ότι υπάρχει φανερή εσφαλμένη ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 14 του Νόμου. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο λεκτικό του άρθρου 14(1)(β) του σχετικού Νόμου όπου τίθενται οι προϋποθέσεις για έκδοση διαταγμάτων δέσμευσης, σύμφωνα με το οποίο «η Μονάδα κατέχει πληροφορία με βάση την οποία δημιουργείται εύλογη υποψία ότι πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» ως μία από τις προϋποθέσεις για την έκδοση τέτοιου διατάγματος και κατέληξε ότι δεν υφίσταται η εν λόγω προϋπόθεση γιατί οι καθ΄ων η αίτηση έχουν ήδη κατηγορηθεί και δεν εφαρμόζεται η προϋπόθεση «δύναται να κατηγορηθεί». Ο Αιτητής θεωρεί νομικά εσφαλμένο «να αποκλείεται το «μείζον», δηλαδή η περίπτωση όπου πρόσωπο έχει κατηγορηθεί, ενώ το άρθρο προβλέπει ως προϋπόθεση το «έλασσον», ότι δηλαδή πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί, το οποίο τελικά μπορεί και να μην κατηγορηθεί».
Ένα άλλο νομικό σφάλμα που προβάλλεται είναι η αναφορά του Δικαστηρίου ότι «και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει εύλογη υποψία όταν το πρόσωπο αυτό έχει αποκομίσει όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, κάτι το οποίο εδώ δεν υπάρχει», ενώ τα γεγονότα που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργούν εύλογη αιτία ότι οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν όφελος από τη διάπραξη αδικήματος, όπως προβλέπει η προϋπόθεση του άρθρου 14(1)(γ)(ii). Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τον Αιτητή, δεν είναι στο στάδιο της έκδοσης διατάγματος δέσμευσης που κρίνεται κατά πόσο έχει διαπραχθεί αδίκημα νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, το οποίο αντιμετωπίζουν οι καθ΄ων η αίτηση στην υπόθεση που εκδικάζεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η κατηγορία ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναφέρει στις λεπτομέρειες του αδικήματος ότι οι κατηγορούμενοι απέκτησαν περιουσία αξίας €313.897, ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι αυτή αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος. Άλλωστε, τονίζεται ότι το διάταγμα δέσμευσης είναι προσωρινό διάταγμα και σε περίπτωση που υπάρξει καταδίκη, θα ακολουθήσει αίτηση για δήμευση, ενώ σε περίπτωση αθώωσης τα περιουσιακά στοιχεία επιστρέφονται στους δικαιούχους.
Ο Αιτητής προβάλλει, επίσης, ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο στη διάθεσή του για προσβολή του εκδοθέντος διατάγματος, αλλά, εν πάση περιπτώσει, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος Certiorari, καθότι στη βάση της απόφασης του Δικαστηρίου θα πρέπει να επιστραφούν τα περιουσιακά στοιχεία με κίνδυνο την εξαφάνισή τους. Περαιτέρω, η μη αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας μέχρι αποπεράτωσης της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος Certiorari, θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου το σκοπό της έκδοσης του εν λόγω διατάγματος, καθότι τα περιουσιακά στοιχεία θα αποδεσμευθούν και θα επιστραφούν στους κατηγορούμενους με πιθανότητα να εξαφανιστούν και, σε περίπτωση καταδίκης, να παρεμποδίζεται η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου για δήμευση ως πρόσθετο τιμωρητικό μέτρο με την αποστέρηση των αδικοπραγούντων των παράνομων αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων.
Κατά την αγόρευσή της προς υποστήριξη της αίτησης, η κα Παπακυριακού τόνισε την ύπαρξη νομικού σφάλματος εμφανούς στο πρακτικό, ως επεξηγείται στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, και ότι δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης. Η πρόνοια που υπάρχει στο άρθρο 72(2) του Νόμου περί δικαιώματος έφεσης, τόνισε, εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου εκδίδονται διατάγματα με βάση τις διατάξεις του Νόμου και όχι σε περιπτώσεις όπως είναι η παρούσα, όπου το διάταγμα εκδόθηκε αρχικά και ακολούθως ακυρώθηκε. Ακόμα, όμως, και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι τέτοιο δικαίωμα υπάρχει, και πάλι λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που παρατίθενται στην αίτηση, δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης certiorari. Περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγήθηκε πως, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης για να μπορεί η θεραπεία της άδειας για certiorari να παρέχει θετικό όφελος προς τον αιτητή, θα πρέπει να εκδοθεί και διάταγμα αναστολής εκτέλεσης ως προνοείται στην παράγραφο (β) της αίτησης, έτσι ώστε να υπάρξει αναστολή των εννόμων αποτελεσμάτων που επέφερε η ακυρωτική απόφαση.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535).
Είναι νομολογημένο ότι αντικείμενο της διαδικασίας για έκδοση διαταγμάτων Certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της (Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116). Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 398), ή τέλος αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση το ένταλμα τύπου Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση, εκτός βεβαίως στην περίπτωση που το νομικό σφάλμα είναι έκδηλο στο σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιαστεί οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης ή συνταγματικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ. 4, σελ. 127-128).
Εξέτασα την αίτηση και τα όσα αναφέρθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο του Αιτητή υπό το φως των πιο πάνω αρχών.
Το άρθρο 14(1) του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«14. (1) Το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διάταγμα δέσμευσης τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης, αλλά το διάταγμα δέσμευσης εκδίδεται πριν από την έκδοση διατάγματος δήμευσης σε περίπτωση κατά την οποία-
(α) Έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί ή επίκειται η έναρξη εντός της Δημοκρατίας ποινικής διαδικασίας εναντίον προσώπου για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, ή έχει γίνει αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει των άρθρων 28, 35 ή 36 του Νόμου αυτού˙ ή
(β) η Μονάδα κατέχει πληροφορία βάσει της οποίας δημιουργείται εύλογη υποψία ότι πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Κύπρο, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή σε ξένη χώρα:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «ξένη χώρα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 37 του παρόντος Νόμου.
(γ) το δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι-
(ii) Στην περίπτωση αίτησης δυνάμει του άρθρου 36 πληρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (3) του ίδιου άρθρου˙ και
(ii) το αναφερόμενο στις παραγράφους (α) και (β) πρόσωπο έχει αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε το άρθρο 14 (πιο πάνω) θεώρησε ότι οι περιπτώσεις όπου μπορεί να εκδοθεί διάταγμα δέσμευσης καθορίζονται από το Νόμο και προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο η υπό κρίση περίπτωση εντασσόταν στο πλαίσιο του Νόμου. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Στην υπό κρίση περίπτωση η ποινική δίωξη έχει ξεκινήσει με την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 8244/16 στο Κακουργιοδικείο Λάρνακας με αποτέλεσμα η δημιουργία της εύλογης υποψίας ως προϋποθέτει η εφαρμογή του άρθρου 14(1)(β) να προηγείται της έναρξης της ποινικής δίωξης. Η οποιαδήποτε προσπάθεια υποστήριξης ότι τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14(1)(β) στην υπό κρίση περίπτωση θέτοντας και ως ενίσχυση, ότι καταχωρίστηκε και ποινική υπόθεση για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η έκδοση του διατάγματος παγώματος δυνάμει του άρθρου 14(1)(β) είναι επιτρεπτή όταν δημιουργείται εύλογη υποψία και μπορεί να κατατηγορηθεί για το αδίκημα που οι Καθ΄ων η Αίτηση έχουν ήδη κατηγορηθεί. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει εύλογη υποψία όταν το πρόσωπο αυτό έχει αποκομίσει όφελος από την διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, κάτι το οποίο εδώ δεν υπάρχει.
Είναι επίσης προφανές ότι ούτε και το εδάφιο (α) της παραγράφου 1 τυγχάνει εφαρμογής αφού προϋποθέτει την ύπαρξη γενεσιουργού αδικήματος ως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 5 του Νόμου, κάτι που δεν έχει τεθεί στην υπό κρίση περίπτωση έστω και αν η ποινική διαδικασία έχει ξεκινήσει.
Όσον αφορά τώρα την θέση του αιτητή σε σχέση με το άρθρο 3 για τα καθορισμένα αδικήματα στα οποία περιλαμβάνονται και τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αυτό που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι το άρθρο 3 αναφέρει την έκταση εφαρμογής του Νόμου γενικά σε αντίθεση με το άρθρο 14 που καθορίζει ειδικότερα τις προϋποθέσεις για έκδοση του διατάγματος παγώματος.»
Το άρθρο 14(1)(β) αναφέρεται σε «πληροφορία βάσει της οποίας δημιουργείται εύλογη υποψία ότι πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, η αίτηση καταχωρήθηκε μετά την καταχώρηση υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο ενώ η ακρόαση βρισκόταν σε εξέλιξη και αφού είχε κριθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία αντικείμενα του διατάγματος κατασχέθηκαν δυνάμει εντάλματος έρευνας που κρίθηκε παράνομο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιόν του, κατά πόσο η αίτηση δέσμευσης καλύπτετο από το σχετικό άρθρο και κατέληξε ότι δεν καλύπτεται, όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης. Το κατά πόσο ορθά αποφάσισε το Δικαστήριο ότι στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης δεν εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο άπτεται της ορθότητας της απόφασης, όπου για να αποφασιστεί θα πρέπει να αναθεωρηθεί η ερμηνεία που δόθηκε στη βάση του δοσμένου πραγματικού υποβάθρου. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο σημείο της απόφασης όπου γίνεται επίκληση πρόδηλου νομικού σφάλματος, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Όπως αναφέρεται στους λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για άδεια καταχώρησης certiorari, πρόκειται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων certiorari για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari θα πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και να μην απαιτείται νομική διεργασία και ανάλυση του πραγματικού και νομικού υποβάθρου. Μόνο όπου το νομικό σφάλμα είναι πρόδηλο στο πρακτικό, και η παρούσα δεν είναι τέτοια περίπτωση. Για να καταλήξει οριστικά το Δικαστήριο θα πρέπει να ακούσει νομικά επιχειρήματα επί των εγειρομένων ζητημάτων, καθότι παρουσιάζεται μία συζητήσιμη υπόθεση επί της ουσίας. Ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εμπίπτει στην προνομιακή διαδικασία. Τέτοιος έλεγχος μπορεί να γίνει στα πλαίσια έφεσης όπου θα εξεταστούν με επιχειρήματα οι αντίστοιχες θέσεις των μερών ως προς την ορθότητα της απόφασης. Το διάταγμα δέσμευσης εξετάστηκε στα πλαίσια της πολιτικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και, συνεπώς, η απόφασή του υπόκειται σε έφεση, όπου θα μπορεί να εξεταστεί η ορθότητά της. Επί του σημείου αυτού, δηλαδή της δυνατότητας έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγήθηκε ότι, με βάση το άρθρο 72(2)[1], δεν προσφέρεται τέτοια δυνατότητα, παρά μόνο σε περίπτωση που εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του Νόμου. Δεν κρίνω ότι η εισήγηση αυτή ευσταθεί, καθότι με το εν λόγω άρθρο δεν εξαιρείται το δικαίωμα έφεσης από απορριπτική απόφαση. Περαιτέρω, η επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων δεν μπορεί να ισχύσει επί του προκειμένου.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων θεραπειών.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
[1] 72.(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, διατάγματα που εκδίδονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με εξαίρεση το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 45 και 46 αυτού, υπόκεινται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, με εφαρμογή κατ' αναλογίαν των σχετικών διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.