ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
"Χ"" Οικονόμου" ν. Ελληνικής Τράπεζας (1992) 1 ΑΑΔ 949
The Governor and the Company of the Bank of Scotland ν. Του πλοίου "Sapphire Seas" (2002) 1 ΑΑΔ 1563
Βαλανίδης Νικόλαος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2008) 1 ΑΑΔ 288
Xαραλάμπους Aντριανή ν. Mαρίας Xαραλάμπους (2008) 1 ΑΑΔ 1298
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A212
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 382/2012
2 Μαίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΠΑΝΑΓΙΔΗ,
2. ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ,
3. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ,
Εφεσειόντων/Εναγομένων,
- ΚΑΙ -
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων,
----------------------
Χρ. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Γρηγορίου (κα) με Β. Γρηγορίου (κα) για Χρ. Δημητριάδη & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή υπ. αρ. 3459/2010, με την οποία αυτό εξέτασε προδικαστικά και αποδέχτηκε τις θέσεις που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες στην παράγραφο 7 της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση, με αποτέλεσμα να απορρίψει την ανταπαίτηση του εφεσείοντα 1-εναγομένου 1 (στο εξής «ο εφεσείων»). Όπως προκύπτει από το εφετήριο, την έφεση άσκησαν όλοι οι εναγόμενοι στην εν λόγω αγωγή, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως και η έφεση, αφορούν μόνο τον εφεσείοντα, στον οποίο θα γίνεται αναφορά από τούδε και στο εξής.
Για την προδικαστική εκδίκαση των παραπάνω θέσεών τους, οι εφεσίβλητοι είχαν υποβάλει αίτηση δυνάμει της Δ.27, θθ 1 και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών, στην οποία ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση. Σε μετέπειτα στάδιο, όμως, αυτός απέσυρε την ένσταση του στην προδικαστική εκδίκαση των θέσεων των εφεσιβλήτων, προβαίνοντας σε ανάλογη δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε και το ίδιο ότι το εγειρόμενο με την αίτηση «ζήτημα» ήταν κατάλληλο για προδικαστική εκδίκαση κρίνοντας πως ήταν καθαρά νομικό, ενώ το πραγματικό υπόβαθρο ήταν παραδεκτό από τους διαδίκους. Προσδιόρισε δε το ζήτημα που ουσιαστικά καλείτο να αποφασίσει στο κατά πόσο η εκδίκαση της αγωγής 6194/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που καταχώρησε ο εφεσείων, και η έφεση με αριθμό 135/2006 που άσκησε, ανεπιτυχώς, εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δημιουργούσε «δεδικασμένο ή κώλυμα στην προώθηση της Ανταπαίτησης του . στα πλαίσια της παρούσας αγωγής ή συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας». Το Δικαστήριο απάντησε το πιο πάνω ερώτημα καταφατικά, ως έχει αναφερθεί, αφού ικανοποιήθηκε στη βάση του ενώπιον του υλικού ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου.
Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση και συγκεκριμένα με ένα λόγο έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά:
«.έκαμε εύρημα .πως ο Εφεσεόντας-Εναγόμενος 1, δεν μπορεί να προωθεί την αξίωση που προβάλλεται στην Ανταπαίτηση του και να δικαστεί εκ νέου και ως εκ τούτου απέρριψε την Ανταπαίτηση του με έξοδα εναντίον του και υπέρ των Εφεσιβλήτων, παρά το γεγονός πως, δεν προσκομίστηκε, όπως ήταν φυσικό στο στάδιο αυτό, λόγω της φύσης της Αίτησης, η οποία σχετίζεται με αμιγώς νομικά ζητήματα, οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία που να μπορούσε να καταδείξει κατά πόσον, η Ανταπαίτηση του Εφεσείοντα 1, αποτελούσε ή όχι δεδικασμένο θέμα, του οποίου εάν επιτρεπόταν η προώθηση, θα αντίκειτο, στον πάγιο νομολογημένο νομικό κανόνα της τελεσιδικίας και του res judicatam estoppel.»
Κατά τη συζήτηση της έφεσης θέσαμε στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα το ερώτημα, δεδομένου ότι το εγειρόμενο με την αίτηση ζήτημα ήταν αμιγώς νομικό και τα γεγονότα ήταν παραδεκτά, ποια μαρτυρία ήταν αναγκαία, ως η θέση του στο προηγηθέν απόσπασμα. Απαντώντας, ο ευπαίδευτος συνήγορος, ουσιαστικά αναγνώρισε την αδυναμία της προβαλλόμενης με την έφεση θέσης, επέμεινε, εντούτοις, στην προώθηση της έφεσης.
Η Δ.27, θθ. 1 και 2 δεν έχει εφαρμογή προκειμένου περί πραγματικών θεμάτων ή ανάμεικτων νομικών και πραγματικών θεμάτων που αμφισβητούνται (βλ. Χ" Οικονόμου ν. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949 και Βαλανίδης ν Πανεπιστήμιο Κύπρου (2008) 1 ΑΑΔ 288). Το ζήτημα που εγείρει ο εφεσείων περί της αναγκαιότητας προσκόμισης μαρτυρίας και της επάρκειας των γεγονότων που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του για σκοπούς προδικαστικής εξέτασης του εγειρόμενου με την αίτηση θέματος, αποτελούσε ζήτημα προς διερεύνηση κατά το στάδιο εξέτασης της αίτησης των εφεσιβλήτων. Επί του προκειμένου, επισημαίνουμε ότι όποια αντίρρηση είχε αρχικά ο εφεσείων στην αίτηση, άρθηκε με την απόσυρση της ένστασης του και δεν επιτρέπεται η επαναφορά της με την παρούσα έφεση. Εξάλλου, παρά την απόσυρση της ένστασης, το Δικαστήριο ορθά εξέτασε κατά πόσο το εγειρόμενο με την αίτηση ζήτημα μπορούσε να αποφασισθεί προδικαστικά, καταλήγοντας ότι η προδικαστική εκδίκαση του ήταν εφικτή, μεταξύ άλλων, για το λόγο ότι τα γεγονότα επί των οποίων καλείτο να το αποφασίσει ήταν παραδεκτά. Το εύρημα του Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται ευθέως με λόγο έφεσης, διαπίστωση που καθιστά την έφεση απορριπτέα.
Παρά την κατάληξη στην οποία έχουμε αχθεί, ανωτέρω, επιθυμούμε να σημειώσουμε και τα ακόλουθα. Προσεγγίζοντας την ουσία του θέματος, μετά από αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα που άπτονται της αρχής του δεδικασμένου[1], το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, αντιπαραβάλλοντας τα δικόγραφα που καταχωρήθηκαν στις δύο παραπάνω αγωγές και μελετώντας την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.2.2006 στην αγωγή 6194/2001, ότι οι ισχυρισμοί επί των οποίων στηριζόταν η ανταπαίτηση του εφεσείοντα στην ενώπιον του αγωγή, περί ανάληψης υποχρέωσης από τους εφεσίβλητους να ανανεώσουν τις άδειες του αυτοκινήτου ταξί του και μη τίμησης της υποχρέωσης αυτής, είχαν ήδη εξεταστεί και αποφασιστεί στην αγωγή 6194/2001 και οι αξιώσεις του, όπως προβάλλονταν στην ανταπαίτηση του, είχαν κριθεί και καλύπτονταν από δεδικασμένο. Παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή 6194/2001 έκρινε, επίσης, ότι αυτό απαντούσε και στους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι εσκεμμένα δεν προσκόμισαν τα έγγραφα που είχαν στην κατοχή τους στην ακροαματική διαδικασία της αγωγής 6194/2001, τα οποία θα καταδείκνυαν (κατά τον εφεσείοντα) ότι η εγγραφή του αυτοκινήτου ταξί ακυρώθηκε από παράλειψη τους. Πρόκειται για γεγονότα που επαναλαμβάνονταν στην ανταπαίτηση του εφεσείοντα, ισχυριζόμενος ότι αποτελούσαν νέα βάση αγωγής η οποία δεν καλυπτόταν από οποιοδήποτε δεδικασμένο, παρέχοντας του έτσι, κατά τον ίδιο, τη δυνατότητα να αξιώσει ανταπαιτητικά αποζημιώσεις για παράβαση από τους εφεσίβλητους των μεταξύ του ιδίου και των εφεσιβλήτων συμφωνιών. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση του Δικαστηρίου ή στην εφαρμογή των σχετικών νομικών αρχών στα ενώπιον του δεδομένα.
Η έφεση κρίνεται αβάσιμη και ανυπόστατη. Κατά συνέπεια απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Έγινε αναφορά στο σύγγραμμα των Spencer, Bower and Handley, Res Judicata (4η έκδοση) και στις υποθέσεις Thoday v Thoday (1964) 1 All ER 341, The Governor and the company of the Bank of Scotland v του πλοίου «SAPPHIRE SEAS» (2002) 1 AAΔ 1563, Mills v Cooper (1967) 2 All ER 100 και Αντριανή Χαραλάμπους ν Μαρίας Χαραλάμπους (2008) 1 ΑΑΔ 1298.