ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D210
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 33/2018
2 Μαΐου, 2018.
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 11, 12, 15, 16, 17, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΑ
ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11, 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2002/52/ΕΚ, Η ΟΠΟΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/136/ ΕΚ.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟ 183 (Ι)/07, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟ 92(Ι)96, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΝΟΜΟ 138(Ι)2001 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1996 (Ν.92(Ι)/1996)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΙΩΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. 697471 ΚΑΙ GEORGE LONGKRITS ME Α.Δ.Τ. 655221, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 19/01/2018 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 16/2018
Α. Πελεκάνος με Χ. Γεωργίου και Β. Γεωργίου, για τους Αιτητές
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την υπό εξέταση αίτηση οι αιτητές εξαιτούνται άδεια για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για να τεθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο προς το σκοπό ακύρωσης του διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 19/1/2018, στην Αίτηση 16/18.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί από πλευράς αιτητών με την Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του κ. Ιωάννη Χατζηϊωάννου, ενός εκ των αιτητών, που συνοδεύουν την παρούσα αίτηση, στις 9/1/2018 συνελήφθηκε από την αστυνομία για διάφορα αδικήματα και στις 10/1/2018 εκδόθηκε εναντίον των αιτητών από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας διάταγμα προσωποκράτησης τους για επτά μέρες. Στις 18/1/2018 οδηγήθηκαν και πάλι στο Δικαστήριο και το διάταγμα προσωποκράτησης ανανεώθηκε για άλλες πέντε (5) μέρες. Στις 10/1/2018 εκπροσωπήθηκαν και οι δύο από το δικηγόρο κ. Τούμπα ενώ στις 18/1/2018 από τον δικηγόρο κ. Ηλία Στεφάνου. Κατά την αποφυλάκιση τους στις 23/1/2018 ο κ. Στεφάνου τους εξήγησε ότι θα έπρεπε να αξιολογηθεί η πιθανότητα προσβολής της νομιμότητας των διαταγμάτων τα οποία, όπως διαφάνηκε, είχε εκδώσει η αστυνομία σε προγενέστερο χρόνο της σύλληψης τους. Ως εκ τούτου ο δικηγόρος τους με την επιστολή του ημ. 25/1/2018 ζήτησε από την αστυνομία τα στοιχεία των διαταγμάτων άρσης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, που είχε εξασφαλίσει η αστυνομία. Με την επιστολή της ημ. 30/1/2018 η Αστυνομία έδωσε τα στοιχεία των διαταγμάτων στις Αιτήσεις με αρ. 66/17 και 244/17 που εκδόθηκαν στις 4/5/17 και 15/11/17 αντίστοιχα. Σε κατοπινό στάδιο ο κ. Στεφάνου τους πληροφόρησε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να αποσυρθεί από δικηγόρος τους, λόγω του ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να αναλάβει ως νομικός σύμβουλος της CYTA και ίσως να προκαλείτο σύγκρουση καθηκόντων στον χειρισμό της υπόθεσης τους. Σε συνάντηση μεταξύ τους στις 12/2/2018, ο κ. Στεφάνου τους σύστησε τον δικηγόρο κ. Σάββα Αγγελίδη για να τον αντικαταστήσει στην εκπροσώπηση τους, ενόψει της τελικής απόφασης του να αναλάβει ως δικηγόρος της CYTA. Στη συνάντηση αυτή οι αιτητές ζήτησαν από τον κ. Αγγελίδη να προβεί σε όλα τα ένδικα μέσα για ακύρωση των διαταγμάτων, αλλά εντός των επόμενων ημερών ανακοινώθηκε ότι ο κ. Αγγελίδης θα υπουργοποιείτο. Στη συνέχεια, κατόπιν εισήγησης του κ. Στεφάνου και του κ. Αγγελίδη, οι αιτητές επιδίωξαν την ετοιμασία έκθεσης πραγματογνωμοσύνης από τον κ. Αλέξη Μαύρου, για να τους συμβουλεύσει επί τεχνικών θεμάτων. Σε συνάντηση μαζί του στις 22/2/2018 ο κ. Μαύρου αρνήθηκε να αναλάβει την ετοιμασία έκθεσης και τους σύστησε κάποιο άλλο εμπειρογνώμονα σε θέματα πληροφορικής και επιστήμης υπολογιστών, ονόματι Ανδρέα Κολούα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στις 26/2/2018 μίλησαν μαζί του ο οποίος και αποδέχθηκε να ετοιμάσει την έκθεση που ζήτησαν. Στις 5/3/2018, σε συνάντηση των αιτητών με τον κ. Άνδρο Πελεκάνο, δικηγόρο, ο τελευταίος τους επιβεβαίωσε ότι λόγω των πολύπλοκων τεχνικών θεμάτων χρειαζόταν και αυτός τη συνδρομή εμπειρογνώμονα. Ζήτησε δε τα στοιχεία του κ. Ανδρέα Κολούα για να επικοινωνήσει ο ίδιος μαζί του για να αξιολογήσει τα επιστημονικά και τεχνολογικά δεδομένα. Στις 12/3/2018 ο κ. Πελεκάνος επικοινώνησε με τους αιτητές και διευθέτησε συνάντηση μαζί τους για τις 16/3/2018 για να συμφωνηθεί ο διορισμός του ως δικηγόρου τους, όπως και έγινε. Κατά τη συνάντηση τους ο κ. Πελεκάνος τους υποσχέθηκε ότι θα προέβαινε σε όλες τις ενέργειες για να εξασφαλίσει όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν κατά το ανακριτικό έργο γι' αυτό και στις 16/3/2018, με επιστολές του, ζήτησε από την Αστυνομία όλα τα εντάλματα σύλληψης και/ή έρευνας και τυχόν εντάλματα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Το Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σε παρόμοιο αίτημα του ημ. 16/3/2018, στις 19/3/2018 τους ζήτησε να το ενημερώσουν για τις ημερομηνίες καταχώρισης των ενταλμάτων σύλληψης, έρευνας και τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Στις 22/3/2018 ο κ. Πελεκάνος απέστειλε νέα επιστολή στο Πρωτοκολλητείο πληροφορώντας το ότι δεν γνώριζε ποια διατάγματα εκδόθηκαν και πότε. Στη συνέχεια το Πρωτοκολλητείο στις 26/3/2018 με επιστολή του πληροφόρησε τον κ. Πελεκάνο ότι δεν έχει εκδοθεί κανένα διάταγμα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης εναντίον των αιτητών. Ο κ. Πελεκάνος επανήλθε με νέες επιστολές του προς το Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αυτή τη φορά, και στην Αστυνομία, ημερομηνίας 28/3/2018, ζητώντας τα εντάλματα έρευνας, σύλληψης και τυχόν άλλα διατάγματα εναντίον των αιτητών. Στις 2/4/2018 ο κ. Πελεκάνος επανήλθε με νέα επιστολή προς το Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ζητώντας εκ νέου τα έγγραφα που ζήτησε προηγουμένως. Στις 3/4/2018 ο κ. Πελεκάνος σε επικοινωνία του με τον Ανώτερο Υπαστυνόμο κ. Μάριο Παπαευριβιάδη πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι υπήρχαν τρία (3) διατάγματα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και όχι δύο (2), αποκαλύπτοντας την ύπαρξη και της Αίτησης 16/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στις 3/4/2018 αφού ενημερώθηκε ο κ. Πελεκάνος ότι υπήρχαν εντάλματα εκδοθέντα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ζήτησε από το ποινικό πρωτοκολλητείο όπως τον προμηθεύσουν με τα διατάγματα, τα οποία έλαβε στις 4/4/2018. Στη βάση του ιστορικού αυτού ο κ. Πελεκάνος απέστειλε αντίγραφα των Αιτήσεων 66/17, 244/17 και 16/18 στον εμπειρογνώμονα στην Ελλάδα για να συντάξει την τελική του έκθεση, την οποία του απέστειλε στις 6/4/2018. Επειδή η υπό κρίση αίτηση αφορά μόνο στο ένταλμα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερομηνίας 19/1/2018 στην Αίτηση 16/18, θα περιοριστώ στην παράθεση των γεγονότων από την Ένορκη Δήλωση του κ. Χατζηϊωάννου που αφορούν στο συγκεκριμένο ένταλμα.
Μετά τη λήψη του φακέλου της Αίτησης 16/18 στις 4/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:D131, ο κ. Πελεκάνος απέστειλε με ηλεκτρονικό μήνυμα στη Nova Ελλάδος επιστολή με την οποία τους ζητούσε να τοποθετηθούν επίσημα αν είχαν προβεί περί τα τέλη Μαρτίου του 2017 σε πληροφόρηση/καταγγελία που ήταν και το έναυσμα της διερεύνησης της ποινικής υπόθεσης εναντίον των αιτητών. Την ίδια μέρα η Nova Ελλάδος με επιστολή της αρνήθηκε την οποιαδήποτε κατάθεση προφορικής ή γραπτής καταγγελίας ή πληροφορίας στην Αστυνομία Κύπρου. Στις 11/4/2018 με επιστολή της η εταιρεία MEGABET PLUS LTD πληροφόρησε τον κ. Πελεκάνο ότι στις 2/5/2017 δεν είχε αποδεχθεί κανένα στοιχηματισμό σε ζωντανό αθλητικό γεγονός.
Είναι εισήγηση των αιτητών ότι το Δικαστήριο με την έκδοση του υπό κρίση εντάλματος άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν άσκησε με ορθό τρόπο τη διακριτική του ευχέρεια και/ή εξουσία και το ένταλμα εκδόθηκε αδικαιολόγητα και καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή πλάνης νόμου και/ή κατά παράβαση του Συντάγματος και/ή του εφαρμοστέου Ευρωπαϊκού Δικαίου. Συγκεκριμένα ενήργησε καθ' υπέρβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος που προνοεί ότι «ένταλμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα είναι δυνατή μόνο για αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης άνω των πέντε (5) ετών.» Το ένταλμα περαιτέρω εκδόθηκε στη βάση στοιχείων που δεν δημιουργούσαν εύλογη υποψία για τη διάπραξη των κατ' ισχυρισμό αδικημάτων και στηρίχθηκε στο Νόμο 183(1)/2007, ο οποίος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και/ή το άρθρο 1(α) και άλλα ΄Αρθρα του Συντάγματος. Εισηγείται τέλος ότι το ένταλμα λήφθηκε υπό συνθήκες που συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους της Αστυνομίας.
Κατά την ακρόαση της αίτησης ο δικηγόρος των αιτητών επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη των λόγων ακύρωσης 1 και 8 ότι το ένταλμα είναι προϊόν υπέρβασης δικαιοδοσίας, πλάνης, παραβίασης του Συντάγματος και ότι εκδόθηκε με δόλο, απόκρυψη στοιχείων και ψευδορκίας. Τόνισε στην αγόρευση του το δικαιολογημένο της αίτησης και ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο για προσβολή του υπό κρίση εντάλματος. Υποστήριξε δε ότι ο χρόνος που διέρρευσε ήταν δικαιολογημένος, ενόψει της αλλαγής δικηγόρων και των προσπαθειών των αιτητών για εξασφάλιση των στοιχείων του εντάλματος.
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. (Βλ. Αίτηση του Dmytro Firtash (2013) 1 (Γ) AAΔ 2491, και Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 878).
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Aίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2476 και Αίτηση Μarewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 AAΔ 116).
Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ. 4, σελ. 127-128 αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσης certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας. Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο. Όπως αποφασίστηκε επίσης στην Αίτηση Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ. (αρ. 3) (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1066 το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε ενεργεί ως έφεση υπό μεταμφίεση και ούτε ως μέσο επανακρόασης των ιδίων ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο δικαστήριο.
Εξέτασα την αίτηση υπό το φως των νομικών αρχών που εφαρμόζονται σε αιτήσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσης certiorari σε συνάρτηση με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου με την Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του κ. Χατζηϊωάννου. Διεξήλθα επίσης του μεγάλου όγκου των εγγράφων που επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση, που σχετίζονται περισσότερο με την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης και ενταλμάτων έρευνας που δεν αφορά η παρούσα διαδικασία. Έχω εντοπίσει επίσης τις επιστολές στις οποίες κάμνει αναφορά ο κ. Χατζηϊωάννου στην ένορκη του δήλωση προς δικαιολόγηση του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοση του εντάλματος. Προτού προχωρήσω με την εξέταση της ουσίας της αίτησης κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με το θέμα του χρόνου κατά τον οποίο επιζητείται η παροχή άδειας για καταχώριση αίτησης για certiorari.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438 στη σελίδα 443 «ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και την άσκηση της δικαιοδοσίας. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 303 το στοιχείο του χρόνου είναι τόσο σημαντικό ώστε να έχει οδηγήσει στην Αγγλία στη θέσπιση του R.S.C. Ord.53 r.2(2) με την οποία καθιερώνεται το χρονικό διάστημα των έξι μηνών ως το ανώτατο χρονικό όριο για την υποβολή αίτησης για την έκδοση certiorari. Κάθε καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την παροχή άδειας.» Οι πιο πάνω αρχές επαναβεβαιώθηκαν στη συνέχεια και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αίτηση του Αβραάμ Πιττάκη (1994) 1 Α.Α.Δ. 297.
Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 70 ως προς τη σημασία του χρόνου υποβολής της αίτησης:
«2.41 Τόση είναι η σημασία που αποδίδεται στην όσο το ταχύτερο αναζήτηση θεραπείας με τα προνομιακά εντάλματα, που στην Αγγλία από καιρό εισήχθη με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας χρονικός περιορισμός: ήταν αρχικά έξι μήνες και έπειτα μειώθηκε σε τρεις. Το εν λόγω όριο αποτελεί βέβαια εκεί το ανώτατο επιτρεπτό. Αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμα και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας. Στην Κύπρο δεν έχει τεθεί με τους Θεσμούς χρονικός περιορισμός αλλά η γενική αρχή την οποία ανέφερα ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει επί τούτου μεγάλος αριθμός αποφάσεων: βλ. ενδεικτικά τις υποθέσεις In re Manolis Christophi (1985) 1 C.l.R. 692, και Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 455.
2.42 Εφόσον η έκδοση εντάλματος της φύσης Certiorari επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης που επιδιώκεται να ελεγχθεί, συνιστά λόγο για τον οποίο το Ανώτατο δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας (βλ. μεταξύ άλλων Re Αβραάμ Πιττάκης, Πολιτική Έφεση 8102, ημερομηνίας 20.4.94).»
Στην πρόσφατη υπόθεση Odyssey Retriever Inc, Πολ. Έφ. 59/16 ημ. 3/5/17 απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο το θέμα της καθυστέρησης στην υποβολή αιτήματος για προνομιακό ένταλμα. Μετά την παράθεση σχετικής νομολογίας έκρινε ότι προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά:
(α) Καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεων για έλεγχο με προνομιακό ένταλμα certiorari αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης του. Το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει σοβαρά υπόψη την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης. (Ηalsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1(1), παράγρ.170).
(β) Το θέμα του χρόνου αντιμετωπίζεται στο γενικότερο πλαίσιο της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης χωρίς να καθορίζονται a priori αυστηρά χρονικά πλαίσια. Στην Αγγλία ισχύει η προθεσμία των 3 μηνών για την καταχώρηση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα (βλ. Διαταγή 53.4 (1) των Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών), πλην όμως αποτελεί απλώς το ανώτατο επιτρεπτό όριο και αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμη και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπομένης προθεσμίας. Στην Κύπρο δεν έχουν θεσπιστεί κανονισμοί ως προς τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων και καθορισμού προθεσμίας. ΄Εχει όμως νομολογηθεί ότι ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας.
(γ) Η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται. ΄Οσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογη είναι και η υποχρέωση για αιτιολόγηση της καθυστέρησης.»
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει ότι οι αιτητές προσπάθησαν από τις 25/1/2018 με επιστολή του τότε δικηγόρου τους να πληροφορηθούν κατά πόσο εκδόθηκαν οποιαδήποτε διατάγματα σε σχέση με τις διερευνώμενες υποθέσεις εναντίον τους και πότε. Σίγουρα μεσολάβησε ένα χρονικό διάστημα σχεδόν τριών μηνών μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της υπό κρίση αίτησης και της έκδοσης του εντάλματος που αποδίδεται, στη βάση των γεγονότων που έθεσαν οι Αιτητές με την ένορκη δήλωση, στην αλλαγή των δικηγόρων που τους εκπροσωπούσαν στις υποθέσεις που διερευνούντο εναντίον τους, αλλά και στην εμπλοκή περισσότερων του ενός Επαρχιακών Δικαστηρίων στην υπόθεση. Κυρίως συνέτεινε και η κακή πληροφόρηση από πλευράς της Αστυνομίας ως προς την ύπαρξη των ενταλμάτων, εφόσον αρχικά με την επιστολή της ημερομηνίας 30/1/17 προς τον κ. Στεφάνου αναφέρετο σε δύο εντάλματα δηλ. εκείνα των Αιτήσεων 66/17 και 224/17. Μόλις στις 3/4/2018 αποκαλύφθηκε από την Αστυνομία η έκδοση του τρίτου στη σειρά εντάλματος. Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο χρόνος των σχεδόν 3 μηνών που μεσολάβησε από την έκδοση του εντάλματος αν και αντικειμενικά κρινόμενος μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός, εν τούτοις δεν είναι τέτοιος που να καταρρίπτει το δικαίωμα των αιτητών προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο για certiorari, ενόψει των εξηγήσεων που δόθηκαν με την Ένορκη δήλωση και τα Τεκμήρια ως προς το δικαιολογημένο της καθυστέρησης.
Με δεδομένο το δικαιολογημένο της καθυστέρησης θα προχωρήσω στην εξέταση των λόγων για τους οποίους επιζητείται η άδεια.
Κατά πρώτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το ένταλμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή πλάνης Νόμου και/ή καθ' υπέρβαση των προνοιών του Άρθρου 17 του Συντάγματος που προβλέπει ότι δεν χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων παρά μόνο στην περίπτωση που διερευνώνται σοβαρά ποινικά αδικήματα για τα οποία προβλέπεται σε περίπτωση καταδίκης ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.
Το Άρθρο 17 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού και διασφάλισης της αλληλογραφίας και κάθε άλλης μορφής επικοινωνίας. Με την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος που επήλθε με τον τροποποιητικό Νόμο Αρ. 51(1)/2010 η παράγραφος 2 του Άρθρου 17 αντικαταστάθηκε από νέα παράγραφο που επιτρέπει με το εδάφιο Γ, σε ορισμένες περιπτώσεις, την επέμβαση στο απόρρητο της επικοινωνίας των πολιτών αφού εξασφαλιστεί σχετικό διάταγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης 5 ετών ως άνω και η επέμβαση αφορά σε πρόσβαση στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήση. Το Άρθρο 4 του Νόμου 183(1)/07 επί του οποίου στηρίζετο η αίτηση για έκδοση του επίδικου εντάλματος, προνοεί για την έκδοση διαταγμάτων πρόσβασης σε δεδομένα και, μεταξύ άλλων, καθορίζει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες εκδίδονται τέτοια διατάγματα.
Υποδεικνύει δε στην προφορική αγόρευση του ο δικηγόρος των Αιτητών ότι μεταξύ των αδικημάτων που διερευνά η Αστυνομία για τα οποία εκδόθηκε το υπό κρίση ένταλμα υπάρχουν και τρία που δεν θεωρούνται σοβαρά ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, υπάρχει το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος που τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης 2 χρόνια, αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 14Β του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου 59/76, που θεωρείται πλημμέλημα και τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης 3 χρόνια και αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 4 του περί της Σύμβασης για τη Νομική Προστασία των Υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην Παροχή Πρόσβασης υπό Όρους (Κυρωτικός) Νόμου του 2002 (Ν. 24(ΙΙΙ)/2002) με μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης 12 μήνες.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέα Ησαΐα κ.α. Πολιτική Έφεση Αρ. 402/2012, ECLI:CY:AD:2014:A476 η Πλήρης Ολομέλεια με την πλειοψηφούσα απόφαση της ημερ. 7/7/14 έκρινε ότι το εκδοθέν στις 7/9/11 διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε νόμιμα εκδοθεί στη βάση του άρθρου 17.2 (Β)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 4(4) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου Αρ. 183(1)/2007. Κρίθηκε επίσης στην ίδια υπόθεση ότι το IP address είναι ουδέτερο στοιχείο αφού οδηγεί μόνο μέχρι τον παροχέα και μόνο αν ο παροχέας δώσει τα στοιχεία του χρήστη καθίσταται προσωπικό δεδομένο.
Αποφασίστηκε περαιτέρω στην ίδια απόφαση ότι ο ημεδαπός Νόμος 183(1)/2007 παραμένει σε ισχύ ως ημεδαπό δίκαιο παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε στις υποθέσεις C-293/12 και C-294/12, ημ. 8/4/14 ότι η Οδηγία 2006/24/ΕΚ ήταν εξ' ολοκλήρου άκυρη. Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στη συνέχεια στην υπόθεση Ευάγγελος Λοϊζά και Γεώργιος Κωνσταντίνου, Πολ. Έφ. 24, 25 και 26/15 ημ. 6/7/15.
Ερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι προφανές ότι το υπό κρίση διάταγμα αναφέρεται στην «παροχή των επικοινωνιακών δεδομένων που αφορούν το συνδρομητή/εγγεγραμμένο χρήστη που αναφέρεται στην εν λόγω αίτηση αναφορικά με τη διεύθυνση Πρωτοκόλλου του Διαδικτύου (I.P.):
«Το ονοματεπώνυμο τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου του συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη της αναφερόμενης διεύθυνσης πρωτοκόλλου του διαδικτύου (IP) και τη φυσική διεύθυνση εγκατάστασης της για το διάστημα των τελευταίων 6 μηνών».
Υπό το φως της δεσμευτικής απόφασης της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω) η συγκεκριμένη εισήγηση, στην οποίαν δόθηκε έμφαση κατά την προφορική αγόρευση του δικηγόρου των Αιτητών, ότι το ένταλμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση η έλλειψη εξουσίας του Δικαστηρίου και υπό καθεστώς πλάνης ενόψει παραβίασης του Άρθρου 17 του Συντάγματος, καθίσταται μετέωρη και ατεκμηρίωτη γι' αυτό και απορρίπτεται.
Από τους λόγους ακύρωσης που αναφέρονται στην Έκθεση εντοπίζεται εισήγηση ότι το ένταλμα εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 4(3)(α) εώς (ε) του Νόμου 183(1)/07 αφ' ης στιγμής η αίτηση δεν συνοδεύετο από έγκριση και/ή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα. Έχω εξετάσει την εισήγηση η οποία επίσης δεν ευσταθεί. Από αναδρομή μου στο φάκελο της Αίτησης 16/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εντοπίζεται η σελίδα 3 της αίτησης που φέρει τον τίτλο «΄Εγκριση Αίτησης διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, Άρθρο 4(2) του Ν.183(1)/07» η οποία υπογράφεται από τη Δέσποινα Κυπριανού, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 19/1/2018.
Εντοπίζεται επίσης στην Έκθεση η εισήγηση ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 του Νόμου 183(1)/2007 εφόσον μεταξύ των διερευνώμενων αδικημάτων περιλαμβάνονται και τρία για τα οποία προβλέπεται μέγιστη ποινή φυλάκισης κάτω των πέντε χρόνων για τα οποία δεν εφαρμόζεται το άρθρο αυτό. Τα αδικήματα αυτά είναι μεταξύ εκείνων που διερευνά η Αστυνομία ως σύνολο, στη βάση των ιδίων γεγονότων, εκ των οποίων τα πλείστα, επτά σε αριθμό, προνοούν ποινή φυλάκισης άνω των πέντε χρόνων. Στα σοβαρά αδικήματα εντοπίζονται εκείνα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης πρόσβασης σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή κ.α. Συνεπώς η συμπερίληψη των τριών αδικημάτων που η προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης είναι κάτω των πέντε χρόνων στον όρκο, δεν καθιστά το ένταλμα παράνομο ή μεμπτό γι' αυτό και μόνο το λόγο. Εν πάση περιπτώσει η αγόρευση του δικηγόρου περιστράφηκε γύρω από την παραβίαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος και όχι του Νόμου 183(1)/07.
Η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου 183(1)/07 δεν υποστηρίχθηκε κατά την προφορική αγόρευση του δικηγόρου των Αιτητών. Προβάλλεται στην Έκθεση γενικά και χωρίς την απαιτούμενη θεμελίωση της. Δεν έχω ικανοποιηθεί ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου και την αντίθεση του με Οδηγίες και νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει και της απόφασης Ησαΐα (ανωτέρω). Ούτε και αντίθεση του με την υπόθεση Tele 2 Sveridge AB και Secretary of State for the Home Department C-203/15 και C-698/15 ημ. 21/12/16, που αναφέρεται στους λόγους ακύρωσης 7 και 9. Στην υπόθεση Tele το ΔΕΕ ασχολείται με την ερμηνεία του Άρθρου 15(1) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/136/ΕΚ και η υπόθεση είχε ως αντικείμενο διάταγμα διατήρησης δεδομένων. Τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούσαν στην πολιτική που πρέπει να διέπει τις αρχές που τηρούν τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, που δεν αφορά στην περίπτωση των αιτητών.
Δεν προσβάλλει επίσης το διάταγμα την αρχή της αναλογικότητας εφόσον η πρόσβαση εγκρίνεται μετά από αιτιολογημένη δικαστική απόφαση και ο στόχος είναι η πάταξη του εγκλήματος.
Η επαρχιακός δικαστής ενήργησε εντός των εξουσιών που της παρέχει ο Νόμος 183(1)/2007 ο οποίος δεν κηρύχθηκε αντισυνταγματικός.
Σημειώνεται ότι η παρούσα διαδικασία αφορά σε άδεια για προνομιακό ένταλμα το οποίο εκδίδεται με ιδιαίτερη φειδώ από το Ανώτατο Δικαστήριο γιατί ακριβώς είναι κατά προνόμιο που ασκεί τη δικαιοδοσία του αυτή. (βλ. Αίτηση Ιωάννη Χατζηϊωάννου, Πολ. Αίτηση 35/18, ημ. 23/4/18), ECLI:CY:AD:2018:D181.
Έχω μελετήσει τα όσα έθεσαν ενώπιον μου οι αιτητές με την Έκθεση και Ένορκη Δήλωση καθώς και την επιχειρηματολογία του δικηγόρου τους κατά την ακρόαση, αλλά δεν έχω πειστεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Σύμφωνα με άλλη εισήγηση που αφορά ο λόγος ακύρωσης 8, τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού ήταν ασαφή και αόριστα και δεν ήταν ικανά να δημιουργήσουν εύλογη υποψία που προνοείται από το άρθρο 4(4) του Νόμου 183(1)/07. Έχω διεξέλθει την ένορκη δήλωση από την οποίαν διαπιστώνεται ότι το πραγματικό υλικό που τέθηκε ενώπιον της Δικαστού ήταν σαφές και ικανοποιητικό στο να της δημιουργήσει εύλογη υποψία ως προς την εμπλοκή του χρήση του IP στα σοβαρά ποινικά αδικήματα που διερευνά η αστυνομία. Δεν χρειαζόταν δε συμπληρωματική ένορκη δήλωση για ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 4 του Νόμου 183(1)/07, ως η εισήγηση των Αιτητών.
Ο αστυφύλακας 4846 Λ. Σταυρίδης στην ένορκη δήλωση του που έγινε στη βάση των άρθρων 4(1) (2) (3) (4) και συγκεκριμένα του άρθρου 4(4) του Νόμου 183(1)/07, παραθέτει τα εξής γεγονότα μετά την καταγραφή των δέκα αδικημάτων που διερευνά η Αστυνομία:
«Συγκεκριμένα κατόπιν πληροφορίας από τη Νόβα το Μάρτιο 2017 και καταγγελίας από τη CYTA στις 2/5/17 αναφορικά με παράνομο διαμοιρασμό των συνδρομητικών τους καναλιών μέσω Streaming, η Αστυνομία μετά από έκδοση σειράς διαταγμάτων αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ηλεκτρονικών διευθύνσεων IP, εξετάσεις και συνεργασία με τις εμπλεκόμενες χώρες του εξωτερικού που αναφέρονται ανωτέρω και την Europol, στις 9/1/18 πραγματοποίησε επιχείρηση. Την ίδια ημέρα έγιναν αντίστοιχες επιχειρήσεις στις υπόλοιπες εμπλεκόμενες χώρες. Στη Βουλγαρία παραλήφθηκαν ηλεκτρονικά τεκμήρια, τα οποία χρησιμοποιούνταν για τον διαμοιρασμό του συνδρομητικού σήματος τηλεοπτικών καναλιών, ενώ στην Ολλανδία παραλήφθηκαν από πάροχο τα αντίγραφα επικοινωνίας πέντε (5) διακομιστών μεσολαβητών - proxy server - οι οποίοι συνδέονται με την υπόθεση. Από τις μέχρι σήμερα εξετάσεις και ανακρίσεις ύποπτοι στην υπόθεση είναι οι 1. Γιάννης Χατζηϊωάννου, Δ.Τ. 697471, 2. Γιώργος Λόνγκριτς, Δ.Τ. 655221, 3 Chris Workert, από τη Γερμανία, ΔΕΑ 55008575 και Κυριάκος Χαρίτου, Δ.Τ.759784. Οι πρώτοι δύο τελούν ακόμα υπό κράτηση. Από τις έρευνες στην Κύπρο παραλήφθηκε αριθμός ηλεκτρονικών τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση. Λεπτομέρειες της υπόθεσης αναφέρονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α.
Τα ηλεκτρονικά τεκμήρια που κατασχέθηκαν στην Κύπρο αποστάληκαν στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων. Από τη δικανική εξέταση υπολογιστή που βρέθηκε στο κατάστημα των υπόπτων 1 & 2 στη Λεμεσό εντοπίστηκε στον περιηγητή διαδικτύου TORCH, στους σελιδοδείκτες, φάκελος με την ονομασία OSCAM. Πατώντας στο σύνδεσμο αυτό παρουσιάστηκε στην γραμμή διαδικτύου, μεταξύ άλλων ΙP του εξωτερικού, η ηλεκτρονική διεύθυνση IP 109.110.224.146 της Cablenet, η οποία πιστεύεται ότι αντιστοιχεί σε διαμεσολαβητή εξυπηρετητή (proxy server) με τον οποίο επικοινωνούν οι IP των παράνομων συνδρομητών για να βλέπουν τα παράνομα συνδρομητικά κανάλια που οι ύποπτοι παρείχαν στους πελάτες τους.»
Καταλήγει δε ότι «υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο συνδρομητής/εγγεγραμμένος χρήστης της παρακάτω διεύθυνσης πρωτοκόλλου του διαδικτύου I.P. εμπλέκεται στη διάπραξη των αδικημάτων που διερευνούνται».
Συνεπώς δεν συμφωνώ με το δικηγόρο των αιτητών για την κατ' ισχυρισμό ανεπάρκεια του όρκου.
Στην υπόθεση CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 219/14, ημ. 29/2/16, ECLI:CY:AD:2016:A126 το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή ανάλυση, με παραπομπή σε νομολογία, του όρου «εύλογη υποψία». Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Ενώ ένδειξη για το τι συνιστά «εύλογη υποψία» προσφέρεται και από την ακόλουθη αναφορά στην O' Hara v Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary [1997] AC 286:
«In order to have a reasonable suspicion the constable need not have evidence amounting to a prima facie case. Ex hypothesi one is considering a preliminary stage of the investigation and information from an informer or a tip-off from a member of the public may be enough: Hussien v Chong Fook Kam [1970] AC 942, 949.Hearsay information may therefore afford a constable reasonable grounds to arrest. Such information may come from other officers: Hussien's case . »
Το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί είναι το ελάχιστο από απόψεως μαρτυρίας. Αναφέρεται σχετικά στην Commissioner of Police for the Metropolis v Raissi [2008] EWCA Civ 1237:
«The threshold for the existence of reasonable grounds fοr suspicion is low: see e.g. Dumbell v Roberts [1944] 1 All ER 326 per Scott LJ where he said at page 329 A-B "the requirement is very limited".»
Έχει και πρόσφατα τονιστεί στην Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη για Certiorari, Πολ. Έφ. Αρ. 514/12, ημερομηνίας 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238, ότι η εύλογη υποψία αφορά τον ίδιο τον Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα, με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα. Η όποια πεποίθηση της Αστυνομίας περί του εύλογου της υποψίας καμιά επίδραση δεν μπορεί να έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε βεβαίως και αρκεί για να νομιμοποιήσει την έκδοση του εντάλματος. Από την άλλη, ο ίδιος ο Δικαστής πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο δικαστικό (βλ. Polycarpou (1991) 1 Α.Α.Δ. 207) και όχι μηχανικό (βλ. Μάρθα Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17), ικανοποιούμενος ως προς την επάρκεια του όρκου και τα στοιχεία που εκεί προσφέρονται ως μαρτυρία.
Τα στοιχεία που παρατίθενται με τον όρκο ήταν ικανά στο να δημιουργήσουν εύλογη υποψία στην Δικαστή, που επιλήφθηκε του εντάλματος, εμπλοκής του χρήστη του πιο πάνω I.P. στα υπό διερεύνηση σοβαρά αδικήματα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη στο στάδιο αυτό η στοιχειοθέτηση κάθε συστατικού στοιχείου των αδικημάτων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/Α.Λ.Ο.