ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A250
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 199/2014)
(σχ. με 200/2014)
25 Μαΐου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
GENZYME CORPORATION,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη,
ΚΑΙ
KAYAT TRADING LIMITED,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
----------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 200/2014)
(σχ. με 199/2014)
KAYAT TRADING LIMITED,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ΚΑΙ
GENZYME CORPORATION,
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη.
----------
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 199/2014
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα) και Γ. Μίτλεττον, για την Εφεσείουσα.
Γ. Γεωργιάδης με Ν. Βαρωσιώτου (κα) και Στ. Γεωργιάδου (κα),
ασκούμενη δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 200/2014
Γ. Γεωργιάδης με Ν. Βαρωσιώτου (κα) και Στ. Γεωργιάδου (κα),
ασκούμενη δικηγόρο, για την Εφεσείουσα.
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα) και Γ. Μίτλεττον, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ., πλην επί του λόγου έφεσης αρ. 2 στην Πολιτική Έφεση υπ΄ αρ. 199/2014, επί του οποίου θα δώσω διαφορετική απόφαση.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η Kayat Trading Limited (εφεσίβλητη στην Πολιτική Έφεση 199/2014 και εφεσείουσα στην 200/2014), στο εξής «Kayat», Κυπριακή εμπορική εταιρεία διεθνών δραστηριοτήτων, αξίωσε αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας, δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις εναντίον της Genzyme Corporation (εφεσείουσα στην 199/2014 και εφεσίβλητη στην 200/2014), στο εξής «Genzyme», βιοτεχνολογικής και φαρμακευτικής εταιρείας, με έδρα το Cambridge της πολιτείας της Μασσαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 9.7.2002 με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 30.5.2014. Οι αλλεπάλληλες αιτήσεις, τόσο πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, όσο και κατά τη διάρκειά της, καθώς και η καταχώρηση εφέσεων επί των εν λόγω αποφάσεων, η ανάγκη παρουσίασης του συνόλου της μαρτυρίας μέσω μαρτύρων που διέμεναν σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ, η εκτεταμένη μαρτυρία η οποία κάλυπτε πέραν των πολύπλοκων γεγονότων και εξειδικευμένα θέματα, μεταξύ άλλων, της κλήσης εμπειρογνωμόνων προς απόδειξη του δικαίου της πολιτείας της Μασσαχουσέτης η οποία διέπει τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και η ανάγκη για μετάφραση του συνόλου σχεδόν της μαρτυρίας, είναι οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν στην καθυστέρηση.
Τα δικόγραφα της υπόθεσης είναι εκτεταμένα και υπήρξαν τροποποιήσεις μέχρι και τρεις μήνες πριν τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Τα παραθέτουμε σε συντομία:
H Genzyme ασχολείται με την κατασκευή και εμπορία προϊόντων που περιέχουν συνθετική μελατονίνη με την ονομασία MelaPure, προϊόντα που πωλούνται στις ΗΠΑ ως συμπλήρωμα διατροφής. Στην Ευρωπαϊκή αγορά, κατά κανόνα, η πώληση μελατονίνης αντιμετωπίζεται και ρυθμίζεται ως φάρμακο. Οι διάδικοι συνεργάστηκαν, με στόχο την εγγραφή της MelaPure, ως αδειούχου φαρμάκου στην Ουκρανία και τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η εγγραφή στην Ουκρανία επιτεύχθηκε περί τον Απρίλιο του 1997, καθιστώντας την Kayat αποκλειστικό εισαγωγέα και διανομέα στη χώρα αυτή. Η εγγραφή οδήγησε στη σύναψη της επίδικης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί τις 15.7.1997, Τεκμ. 76, με βάση την οποία η Genzyme διόρισε την Kayat ως αποκλειστικό διανομέα της MelaPure σε αριθμό χωρών, πρώην Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ των οποίων της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Στη συμφωνία καθοριζόταν η διάρκειά της στα δύο χρόνια από την 25.6.1996, αποτελεί όμως ισχυρισμό της Kayat ότι, πριν την υπογραφή της συμφωνίας, τα μέρη συμφώνησαν για διάρκεια τριών ετών από την ημερομηνία εγγραφής της MelaPure στην Ουκρανία, ήτοι την 25.4.1997. Στο συμβόλαιο καθορίζετο ως τιμή αγοράς του προϊόντος από την Kayat Δολ. ΗΠΑ $3,50 ανά μπουκάλι των 60 δισκίων των τριών χιλιοστών του γραμμαρίου (3mg) και δίδοντο λεπτομέρειες ως προς τις προδιαγραφές και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων. Ακολούθως, περί την 18.8.1997, η Kayat συνήψε έγγραφη συμφωνία με την Ουκρανική εταιρεία OOO ANIT (στο εξής «ΑΝΙΤ») με την οποία η ΑΝΙΤ διορίστηκε αποκλειστικός υποδιανομέας της MelaPure στην Ουκρανία και αναλάμβανε να αγοράζει τουλάχιστον 96.000 μπουκάλια κάθε μήνα προς $15 το μπουκάλι. Κατά τα έτη 1997-1998 υπεγράφησαν περαιτέρω συμφωνίες μεταξύ της Kayat και της εταιρείας ΑΝΙΤ από τη μια και της εταιρείας ΑΝΙΤ και των Ουκρανικών εταιρειών JV CERTA και JV MEDICAL COMMERCE από την άλλη (στο εξής «CERTA» και «MEDICA COMMERCE» αντίστοιχα) για αγορά συγκεκριμένων ποσοτήτων MelaPura. Η τιμή αγοράς του προϊόντος από τις εν λόγω εταιρείες καθοριζόταν στο ποσό των $19 το μπουκάλι. Η Kayat προέβη σε εκτεταμένη εκστρατεία προβολής και διαφήμισης του προϊόντος στην Ουκρανία, οι δε δοσοληψίες των διαδίκων λάμβαναν χώρα με το παράρτημα και/ή εξαρτώμενη εταιρεία και/ή συνεργάτη της Genzyme με έδρα την Αγγλία και ειδικότερα το Διευθυντή διεθνών πωλήσεων του τμήματος φαρμακευτικών προϊόντων της, Roger Sparrow, ο οποίος ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από αυτή. Προς εφαρμογή της συμφωνίας η Kayat υπέβαλε παραγγελίες του επίδικου προϊόντος, τις οποίες η Genzyme παρέλειψε να εκτελεί εντός του προβλεπομένου χρόνου και παραλείποντας να παραδώσει τις αναμενόμενες ποσότητες. Περαιτέρω, τα προϊόντα που παρέδωσε δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές του συμβολαίου και/ή της Ουκρανικής εγγραφής, με αποτέλεσμα οι αρμόδιες Αρχές της Ουκρανίας να κατακρατήσουν τα προϊόντα, να μην επιτρέπουν την εκτελώνιση και την πώλησή τους στο κοινό. Όλα τα παραδοθέντα προϊόντα είχαν λανθασμένη σήμανση στις ετικέτες, υπολείπονταν σε βάρος, ήταν μικρότερα σε μέγεθος και διαφορετικού χρώματος και τα μπουκάλια ήταν διαφορετικά από το δείγμα που παρουσιάστηκε για εγγραφή. Πέραν των πιο πάνω, η Genzyme, χωρίς καμία κοινοποίηση στην Kayat, προχωρήσε στη μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης που αφορούσε τη MelaPure στην εγγεγραμμένη στην Αγγλία εταιρεία VITA PURE LTD (στη συνέχεια «VITA PURE»), κάτι που καθιστούσε την περαιτέρω εκτέλεση του επίδικου συμβολαίου αδύνατη. Η Kayat, με βάση το δίκαιο της Μασσαχουσέτης, στο οποίο γίνονται εκτεταμένες αναφορές στο δικόγραφό της, ισχυρίζεται παράβαση των υποχρεώσεων της Genzyme, δόλο και χρήση αθέμιτων μεθόδων ανταγωνισμού και παραπλανητικών πράξεων, καθώς επίσης και παραβίαση του Ομοσπονδιακού Νόμου Racketeer Influenced and Corrupt Organisations Act, 18 U.S.C. (στη συνέχεια «RICO»).
H Genzyme, από την άλλη, πέραν των προδικαστικών ενστάσεων που ήγειρε, οι οποίες δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω, καθότι δεν περιλαμβάνονται στους λόγους έφεσης, δεν αρνούνται ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ των μερών. Δεν αρνούνται, επίσης, πως κατά ή περί την 25.4.1997 η MelaPure ενεγράφη ως αδειούχο φάρμακο στην Ουκρανία και παραδέχεται την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Προβάλλει ότι η Kayat προέβη σε αριθμό ανακριβών και παραπλανητικών παραστάσεων, τόσο πριν τη συνομολόγηση, όσο και κατά τη διάρκεια της συμφωνίας, με αποτέλεσμα αυτή να προχωρήσει αρχικά στην κατάρτιση της συμφωνίας και στη συνέχεια στον τερματισμό της. Ως προς τη μεταβίβαση και εκχώρηση της επιχείρησης κατασκευής και εμπορίας του επίδικου προϊόντος στην εταιρεία VITA PURE προβάλλει ότι αυτό ήταν σε γνώση της Kayat η οποία και συγκατατέθηκε. Επικαλείται τερματισμό της μεταξύ των διαδίκων επίδικης συμφωνίας, κοινή συναινέσει, και την αντικατάσταση από συμβόλαια μεταξύ της Kayat και της VITA PURE. Η ύπαρξη παραγγελιών δεν αμφισβητείται, προβάλλεται όμως ο ισχυρισμός ότι αυτά παραδόθηκαν και κάλυπταν τις σχετικές προδιαγραφές. Οποιεσδήποτε αποκλείσεις ή διαφοροποιήσεις των παραδοθέντων προϊόντων σε συνάρτηση με τις σχετικές προδιαγραφές, δεν ήταν τέτοιες που να καθιστούν τα προϊόντα ακατάλληλα για χρήση. Προέβαλε, περαιτέρω, τη θέση ότι η Kayat κωλύεται από του να προβάλει παράπονο για κατ΄ ισχυρισμό ελαττωματικά προϊόντα, αφού τα αποδέχτηκε και δεν τα απέρριψε εντός ευλόγου χρόνου. Και στην έκθεση υπεράσπισης γίνεται αναφορά στο δίκαιο της Μασσαχουσέτης, αμφισβητώντας την ερμηνεία που δίδεται από την Kayat, καθώς και το δικαίωμά της σε αποζημιώσεις.
Όπως προαναφέραμε, η μαρτυρία που δόθηκε ήταν εκτεταμένη και περιελάμβανε μαρτυρία εμπειρογνωμόνων που κλήθηκαν από την κάθε πλευρά με στόχο την απόδειξη του δικαίου της Μασσαχουσέτης, το οποίο εφαρμοζόταν στην επίδικη συμφωνία, κάτι που αποτελεί κοινή θέση των δύο πλευρών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τα κύρια επίδικα θέματα ως τη στοιχειοθέτηση της παράβασης της επίδικης συμφωνίας, κατά πόσο δηλαδή η Genzyme, ενεργώντας αντισυμβατικά, ήταν υπαίτια διάρρηξης της μεταξύ των μερών συμφωνίας και κατά πόσο διέπραξε σειρά αστικών αδικημάτων, μεταξύ των οποίων πρωταρχικά δόλο και ψευδείς παραστάσεις. Εφόσον δε, τεκμηριωθεί η παράβαση της επίδικης συμφωνίας, το είδος και το ύψος των αποζημιώσεων που τυχόν δικαιούται και θα πρέπει να αποδοθεί στην Kayat. Όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, η υπόθεση κρίνεται στη βάση του εφαρμοστέου δικαίου, ήτοι του δικαίου της Μασσαχουσέτης.
Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων επί του εφαρμοστέου δικαίου, εξετάστηκαν οι διαφορετικές θέσεις των δύο πλευρών ως προς τη φύση της επίδικης συμφωνίας, στοιχείο καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης, με την πλευρά της Genzyme να ισχυρίζεται ότι πρόκειται για συμφωνία πώλησης αγαθών, ενώ η Kayat ότι αποτελεί αποκλειστική συμφωνία διανομής προϊόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, αφού υιοθέτησε την προσέγγιση του εμπειρογνώμονα που κλήθηκε από την Kayat ότι το επίδικο συμβόλαιο είναι συμβόλαιο αποκλειστικής διανομής, η οποία περιλαμβάνει παρεμπιπτόντως και την πώληση αγαθών. Στη βάση αυτού του ευρήματος κατέληξε ότι η περίοδος παραγραφής είναι έξι χρόνια.
Η διάρκεια της σύμβασης αποτελούσε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο εξέτασης από το Δικαστήριο. Ο καθορισμός της διάρκειας της σύμβασης έχει άμεσες επιπτώσεις στο κρίσιμο θέμα του ύψους των αποζημιώσεων. H Kayat προέβαλε ότι η συνολική διάρκεια της σύμβασης είναι πέντε έτη από τις 25.4.1997, οπόταν και εξασφάλισε την άδεια εγγραφής του επίδικου προϊόντος στην Ουκρανία. Στήριξε δε τη θέση της σε επιστολή, Τεκμ. 74, η οποία προηγήθηκε της υπογραφής της επίδικης συμφωνίας, και η οποία κατά τους ισχυρισμούς της αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ανανέωση του συμβολαίου για δύο ακόμη έτη, λόγω μη νόμιμου τερματισμού. Από την άλλη, η Genzyme προέβαλε τη θέση ότι η διάρκεια της συμφωνίας ήταν για δύο χρόνια από τις 25.6.1996, στη βάση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, Τεκμ. 76. Προς διαλεύκανση του σημείου αυτού, και πάλι απαιτείτο η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων επί του εφαρμοζομένου δικαίου. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι είχε υποχρέωση να εφαρμόσει τον όρο 3 της συμφωνίας, Τεκμ. 76. Ως προς την ανανέωση της αρχικής περιόδου, που εισηγήθηκε η Kayat στη βάση του ότι ο τερματισμός δεν ήταν έγκυρος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με βάση τα ενώπιόν του τεκμήρια ότι δόθηκε στις 23.2.1998 γραπτή ειδοποίηση τερματισμού με χρονικό ορίζοντα την 30.6.1998, τερματίζοντας με αυτό τον τρόπο στη λήξη των δύο πρώτων ετών την επίδικη συμφωνία.
Αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της Kayat και στη βάση των κατατεθέντων τεκμηρίων, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση της επίδικης συμφωνίας η οποία εντοπίζεται στην αντισυμβατική καθυστέρηση στην εκτέλεση των παραγγελιών κατά παράβαση της ρήτρας 4.2 και, περαιτέρω, παράβαση του πίνακα 1, σε σχέση με την εμπορική επωνυμία των επίδικων προϊόντων, καθώς επίσης και παράβαση της ρήτρας 10, δεδομένου ότι τα προϊόντα που παραδόθηκαν δεν ανταποκρίνονταν με την περιγραφή τους στην επίδικη συμφωνία, ήτοι κατά παράβαση του δείγματος το οποίο και ενεγράφη ήταν διαφορετικά σε σχήμα, μορφή, χρώμα, ποιότητα, μέγεθος, αλλά και χώρα προέλευσης.
Ως προς τις αξιούμενες αποζημιώσεις, το Δικαστήριο επιδίκασε μόνο αποζημιώσεις για παράβαση συμβολαίου στη βάση των παραγγελιών που δόθηκαν για τα έτη 1997 και 1998, το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των Δολ. ΗΠΑ $4.178.400, απορρίπτοντας τις υπόλοιπες αξιώσεις αποζημιώσεων.
Και οι δύο πλευρές παραπονούνται για την εκδοθείσα απόφαση με την καταχώρηση αντίστοιχων εφέσεων.
Πολιτική Έφεση Αρ. 199/2014
Η Genzyme-εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης ως ακολούθως:
· Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε νόμιμο τόκο.
· Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη κατά το στάδιο της επιδίκασης αποζημιώσεων το ότι προέβη σε εύρημα ότι η ANIT δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει την όποια συμβατική της δέσμευση, αφού δεν είχε την αναγκαία φαρμακευτική άδεια.
· Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η επίδικη συμφωνία ήταν σύμβαση αποκλειστικής διανομής (exclusive distribution agreement) αντί σύμβαση περί πώλησης αγαθών και κατ΄ επέκταση εσφαλμένα δεν κρίθηκε η αξίωση των εφεσιβλήτων ως εκπρόθεσμη με βάση το εφαρμοστέο δίκαιο.
· Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά τον υπολογισμό των επιδικασθεισών αποζημιώσεων καθότι λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, η παραγγελία 55 από τις 69 παλέτες, για το έτος 1997, δεν ήταν έγκυρη και/ή γνήσια και πως τροχιοδρομήθηκε με σκοπό τη μεγιστοποίηση των ενδεχόμενων αποζημιώσεων.
· Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες παραβίασαν την επίδικη σύμβαση.
Πρώτος λόγος έφεσης
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε νόμιμο τόκο από την 9.7.2002, ημερομηνία κατά την οποία καταχωρήθηκε η αγωγή. Παραπονείται δε ότι το Δικαστήριο στην απόφασή του δεν αιτιολογεί, ούτε συγκεκριμενοποιεί την αφετηρία του υπολογισμού του τόκου. Η θέση της είναι ότι δεν θα έπρεπε να επιδικαστεί νόμιμος τόκος λόγω της δικονομικής συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων, όπως προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου και τον αριθμό αποφάσεων του Εφετείου εναντίον ενδιάμεσων αποφάσεων στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, η αγωγή καταχωρήθηκε στις 9.7.2002 με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ενώ η έκθεση απαίτησης καταχωρήθηκε στις 24.11.2004 δηλαδή 27 μήνες μετά την καταχώρηση του κλητηρίου και τροποποιήθηκε πέντε φορές έκτοτε, ήτοι στις 28.12.2005, 15.12.2006, 4.11.2008, 22.10.2010 και 5.3.2013, με την πλέον ουσιαστική τροποποίηση να επέρχεται το Μάρτιο του 2013. Πρωτόδικα, η τελευταία τροποποίηση, η οποία αφορούσε τη συμπερίληψη συγκεκριμένων αξιώσεων για αποζημιώσεις, είχε απορριφθεί λόγω της καθυστέρησης στην προώθηση του σχετικού αιτήματος. Η απόφαση αυτή ανατράπηκε κατ΄ έφεση στις 4.3.2013. Από αυτό το χρονικό σημείο επετράπη η ανάκτηση αποζημιώσεων. Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 11.6.2013. Με την απόφασή του το Δικαστήριο επεδίκασε μόνο ειδικές αποζημιώσεις, ενώ οι αξιώσεις για γενικές αποζημιώσεις απορρίφθηκαν.
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι ο νόμιμος τόκος θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί από την έκδοση της απόφασης ή κατ΄ ελάχιστον από την ημερομηνία καταχώρησης της τελευταίας τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης της εφεσίβλητης, ήτοι από την 5.3.2013, οπόταν εισήχθη για πρώτη φορά η δικογραφημένη αξίωση επί της οποίας βασίστηκε η επιδικασθείσα αποζημίωση. Προς υποστήριξη των θέσεών της η εφεσείουσα παραπέμπει στο άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/1960, στην υπόθεση Bettabilt Services Ltd κά v. Judy Dawes (Αρ.2) (2004) 1 Γ ΑΑΔ 2010, στο σύγγραμμα Blackstone's Civil Practice 2015, καθώς και στην υπόθεση Μιχαήλ Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεώργιου Λάμπρου Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 475.
Η εφεσίβλητη, από την άλλη, ισχυρίζεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Προβάλλει, κατ΄ αρχάς, την τάση που διαμορφώθηκε μέσω της νομολογίας να μην επεμβαίνει το Εφετείο σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της επιδίκασης τόκου, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η πλευρά της εφεσείουσας δεν προέβη σε οποιεσδήποτε εισηγήσεις προς το Δικαστήριο κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, γεγονός που καθιστά τον υπό κρίση λόγο έφεσης θνησιγενή. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, ακόμα και εάν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι μπορεί να εξεταστεί ο εν λόγω λόγος έφεσης, εισηγείται ότι είναι η πλευρά της εφεσείουσας, η οποία προκάλεσε με τη δική της δικονομική συμπεριφορά κατά διαστήματα μεγάλη καθυστέρηση, και αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επενεργήσει εις βάρος της εφεσίβλητης. Προς τούτο, παραθέτει διαδικαστικά διαβήματα που λήφθηκαν από την εφεσείουσα, τα οποία προκάλεσαν καθυστέρηση για επτά χρόνια από το 2002 μέχρι το 2009, η οποία ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλετο εξ υπαιτιότητος της εφεσίβλητης. Ως προς την τροποποίηση που έγινε στην έκθεση απαίτησης, αυτή, στην απόφαση του Εφετείου καθίσταται σαφές ότι το είδος της ζημιάς που αξίωνε η εφεσίβλητη ήταν γνωστό στην εφεσείουσα και ότι αυτό που απουσίαζε ήταν η δικογράφηση των λεπτομερειών που θα επέτρεπε στην εφεσίβλητη να αποδείξει τη ζημιά της. Προς τούτο, παρέπεμψε στις υποθέσεις Daria Novichkova v. Θέμη Βλάβη (2012) 1 ΑΑΔ 1111 και Jamal Ismael v. Μιχαήλ Αντωνίου κ.ά., Πολιτική Έφεση 333/2009, ημερομηνίας 12.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:A107. Υπέβαλε, τέλος, πως οι θέσεις της εφεσείουσας δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές, ενόψει του ότι αφενός δεν αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά γεγονότα, ως φαίνονται στο φάκελο του Δικαστηρίου, και, αφετέρου, είναι αντίθετες με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη.
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιδικάζει τόκο καθορίζεται από το άρθρο 33 του Ν.14/1960, ο οποίος προνοεί ως ακολούθως:
«33.-(1) Καθ' oιαvδήπoτε εvώπιov oιoυδήπoτε δικαστηρίoυ διαδικασίαv, διά τηv είσπραξιv oιoυδήπoτε χρέoυς διά τo oπoίov τόκoς είvαι πληρωτέoς είτε δυvάμει συμφωvίας ή άλλως ως διά vόμoυ πρoβλέπεται, τo δικαστήριov θα επιδικάζη τόκov συμφώvως πρoς τo συμφωvηθέv ή άλλως διά vόμoυ πρoβλεπόμεvov επιτόκιov, διά τηv περίoδov τηv αρχoμέvηv από της ημέρας καθ' ηv τoιoύτoς τόκoς κατέστη απαιτητός μέχρι τελικής απoπληρωμής:
Νoείται ότι τo τoιoύτov επιτόκιov δεv θα υπερβαίvη τo αvώτατov όριov τoυ εκάστoτε υπό τoυ vόμoυ επιτρεπoμέvoυ επιτoκίoυ.
(2) Εκάστη απόφασις, περιλαμβαvoμέvoυ τoυ μέρoυς αυτής τo oπoίov αφoρά εις τα δικηγoρικά έξoδα, εκτός εάv άλλη πρόβλεψις εγέvετo εv τη απoφάσει δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1), θα φέρει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), τόκο προς 5,5% ετησίως από τηv ημερoμηvία καταχώρησης της αγωγής ή εv σχέσει με εκκρεμoύσες αγωγές, από τηv ημερoμηvία έvαρξης της ισχύoς του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2008, μέχρι τελικής απoπληρωμής τoυ χρέoυς:
Νoείται ότι τo Δικαστήριo δύvαται, όταv συvτρέχoυv λόγoι, vα επιδικάσει τόκo-
(α) Σε oλόκληρo τo επιδικαζόμεvo με τηv απόφαση πoσό, για μέρoς μόvo της περιόδoυ μεταξύ της ημερoμηvίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερoμηvίας έκδoσης της απόφασης ή
(β) σε μέρoς μόvo τoυ επιδικαζόμεvoυ με τηv απόφαση πoσoύ, για oλόκληρη ή μέρoς μόvo της περιόδoυ μεταξύ της ημερoμηvίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερoμηvίας έκδoσης της απόφασης:
Νoείται περαιτέρω ότι, σε περιπτώσεις δόλoυ ή απάτης εκ μέρoυς τoυ εvαγoμέvoυ, o τόκoς αρχίζει vα υπoλoγίζεται από τηv ημερoμηvία δημιoυργίας τoυ αγώγιμoυ δικαιώματoς, αvεξαρτήτως τoυ κατά πόσo εκκρεμεί ή όχι αγωγή:
Νoείται έτι περαιτέρω ότι oυδέv τωv εv τω παρόvτι εδαφίω πρoβλεπoμέvωv θα εφαρμόζεται εις oιαvδήπoτε απόφασιv εκδoθείσαv πρo της 16ης Νoεμβρίoυ, 1944, και πάσα τoιαύτη απόφασις θα φέρη τoιoύτov τόκov ως εξειδικεύεται εv αυτή και συμφώvως πρoς τoυς όρoυς αυτής.»
Στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 475, τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο επιδίκασης τόκου ως ακολούθως:
«Τονίζεται πως τα πιο πάνω, ως καθοδήγηση σε σχέση με τον τρόπο άσκησης διακριτικής εξουσίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, δεν αποτελούν ούτε κανόνα δικαίου ούτε κανόνα πρακτικής έτσι που να αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων που δεν θα κατάτασσαν μια υπόθεση στην κατηγορία των συνηθισμένων υποθέσεων του είδους, μπορούν να ληφθούν υπόψη και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια διαφορετική προσέγγιση*. Συναφώς, σημειώνουμε πως σ' όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση. Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα. (Birkett v. Hayes and Another [1982] 2 All E.R. 710 και Spittole v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031.)»
Στην υπόθεση Bettabilt Services Ltd κ.ά. v. Judy Dawes (Αρ.2), πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επιδικάσει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, κάτι που κρίθηκε ορθό κατ΄ έφεση, έχοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης ένα περίπου μήνα πριν την έκδοση της απόφασης.
Η ύπαρξη καθυστέρησης στην προώθηση της υπόθεσης αποτελεί λόγο αποστέρησης του τόκου από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και σύμφωνα με την προσέγγιση των Αγγλικών Δικαστηρίων. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το Blackstone's Civil Practice 2015, σελίδα 1080, παρ. 64.28:
«Where either part is guilty of unjustified delay, the court may increase or reduce the rate of interest, or alter the period over which interest is payable, to reflect this fact (Firkett v. Hayes (1982) 1 WLR 816; Spittle v. Bunney (1988) 1 WLR 847). In Beaham v. Stoneham (2001) LTL 16/5/2001 it was held that the judge had been wrong not to reduce the interest awarded on the claim for damages as the claimant had been guilty of delay. It is unnecessary for the defendant to establish prejudice.»
Στην υπόθεση Novichkova v. Βλάβη, πιο πάνω, που μας παρέπεμψε η εφεσίβλητη, εξετάστηκε ζήτημα επιδίκασης τόκου σε σχέση με την προκληθείσα καθυστέρηση που προέκυψε λόγω των τροποποιήσεων της έκθεσης απαίτησης. Το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε πως η εφεσείουσα δεν ευθύνεται αποκλειστικά για την καθυστέρηση καθώς σ΄ αυτήν συνέβαλε και ο εφεσίβλητος. Τονίστηκε σ΄ αυτή την υπόθεση πως οποιαδήποτε ζημιά προκλήθηκε από τις τροποποιήσεις είχε εξισορροπηθεί με την επιδίκαση εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης κάθε φορά που εγκρίνονταν τα αιτήματα τροποποίησης και δεν χρειαζόταν να επιβαρυνθεί η εφεσείουσα με την παρέκκλιση του κανόνα για την επιδίκαση του τόκου. Επρόκειτο για υπόθεση όπου η τροποποίηση αφορούσε προσθήκη λεπτομερειών σωματικών βλαβών που είχαν αποκρυσταλλωθεί μεταγενέστερα, καθώς και ειδικών ζημιών που προκλήθηκαν στη συνέχεια.
Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της νομολογίας που παρατίθεται πιο πάνω. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε καθυστέρηση στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης λόγω του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων αιτήσεων που καταχωρήθηκαν. Δεν πρόκειται να απαριθμήσουμε τις αιτήσεις αυτές, παρά μόνο περιοριζόμαστε να σημειώσουμε ότι και οι δύο πλευρές καταχώρησαν αριθμό ενδιάμεσων αιτήσεων με αποτέλεσμα η ακροαματική διαδικασία της αγωγής η οποία καταχωρήθηκε στις 9.2.2002 να αρχίσει το Δεκέμβριο του 2009.
Η ίδια η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης υπήρξε ιδιαίτερα μακρά. Η φύση της υπόθεσης, το γεγονός ότι οι μάρτυρες έπρεπε να προσέλθουν από το εξωτερικό και ότι απαιτείτο μαρτυρία ξένων εμπειρογνωμόνων, ήταν ορισμένοι από τους παράγοντες που οδήγησαν σ΄ αυτή την καθυστέρηση. Ιδιαίτερο θα λέγαμε ρόλο στην καθυστέρηση είχε η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης έντεκα χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής και τρεις μήνες πριν την ολοκλήρωση της ακρόασης. Μετά από αυτή την τροποποίηση, καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες των αποζημιώσεων που αξιώνονταν από την εφεσίβλητη και που τελικά επιδικάστηκαν υπέρ της. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση και επιτρέποντας την τροποποίηση, σημείωσε ότι επρόκειτο για είδος ζημιάς, στοιχεία της οποίας δικογραφούνται κατά τρόπο όμως γενικό λόγω, προφανώς, της λανθασμένης εντύπωσης που είχε η εφεσίβλητη ότι επρόκειτο περί γενικών αποζημιώσεων και δεν απαιτείτο λεπτομερής δικογράφησή τους.
Παραμένει, όμως, ως στοιχείο σημαντικό για τον καθορισμό του χρόνου έναρξης καταβολής τόκου το γεγονός ότι μόλις στις 16.3.2013 κατέστη γνωστό στην εφεσείουσα ποιες ήταν οι λεπτομέρειες των αξιούμενων αποζημιώσεων. Σημειώνουμε ότι υπήρξαν και προηγουμένως τροποποιήσεις της έκθεσης απαίτησης.
Η όλη πορεία της υπόθεσης με τις αλλεπάλληλες αιτήσεις που καταχωρούντο και κυρίως με την τελευταία τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης η οποία, όπως ορθά τονίστηκε από την εφεσείουσα, επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στο αιτητικό των αποζημιώσεων με την προσθήκη δύο και πλέον σελίδων λεπτομερειών, δεν αντικατοπτρίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο ο οποίος, με βάση το σχετικό Νόμο, ξεκινά από την καταχώρηση της αγωγής.
Το γεγονός ότι το ζήτημα δεν εγέρθηκε πρωτοδίκως δεν αλλοιώνει τα πράγματα. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης θα έπρεπε να επηρέαζαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, έτσι ώστε η έναρξη καταβολής τόκου να αντικατοπτρίζει τα στοιχεία αυτά.
Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η απόφαση σε συνάρτηση με τον τόκο τροποποιείται έτσι ώστε το ποσό της απόφασης να φέρει τόκο από την ημερομηνία της απόφασης.
Δεύτερος λόγος έφεσης
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του κατά το στάδιο της επιδίκασης αποζημιώσεων το ότι η Ουκρανική εταιρεία ANIT δεν ήταν σε θέση να τηρήσει την όποια κατ΄ ισχυρισμό συμβατική της υποχρέωση αφού δεν είχε την αναγκαία φαρμακευτική άδεια που ήταν προαπαιτούμενο για να μπορεί η εν λόγω εταιρεία να εμπορεύεται σε φαρμακευτικά προϊόντα. Η εφεσείουσα, με παραπομπή σε μαρτυρία που δόθηκε από τους αντιπροσώπους των εταιρειών CERTA και MEDICAL COMMERCE, εισηγείται πως προκύπτει ότι οι μόνες συμβάσεις που μπορούσαν να ενεργοποιηθούν και οι μόνες που ενεργοποιήθηκαν ήταν αυτές μεταξύ της εφεσίβλητης και των υποδιανομέων CERTA και MEDICAL COMMERCE. Γίνεται αναφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΑΝΙΤ δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει την όποια συμβατική της δέσμευση, εφόσον δεν είχε την αναγκαία φαρμακευτική άδεια. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε τη συλλογιστική για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, θεωρώντας ότι η ΑΝΙΤ δεν θα μπορούσε να αποτελεί τον κεντρικό κρίκο της αλυσίδας που συνιστούσε την πυραμίδα των συμφωνιών. Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι στη βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα έπρεπε να είχε απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης. Πέραν του ότι η ΑΝΙΤ θα έπρεπε να αγνοηθεί στον υπολογισμό των ζημιών, εφόσον δεν είχε την αναγκαία άδεια εμπορίας φαρμάκων, το Δικαστήριο αγνόησε τις δαιδαλώδεις διευθετήσεις μεταξύ πολλών εμπλεκομένων προσώπων των οποίων μοναδικός σκοπός ήταν η μεγιστοποίηση των αποζημιώσεων που ενδεχόμενα θα επεδίκαζε το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, εισηγείται ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη είναι διάτρητη. Βασίζεται σε υποτιθέμενες πωλήσεις προϊόντων, σε μια εταιρεία που δεν νομιμοποιείτο να αγοράζει τα προϊόντα, στη βάση υποτιθέμενης τιμής πώλησης και, συνεπώς, η αξίωση για αποζημιώσεις θα έπρεπε να απορριφθεί.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη εισηγείται ότι ο λόγος μη υποβολής παραγγελιών εκ μέρους της ΑΝΙΤ με βάση τις συμφωνηθείσες ποσότητες οφείλετο αποκλειστικά και μόνο σε υπαιτιότητα της εφεσείουσας και, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί ανικανότητας της ΑΝΙΤ να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Σε κάθε περίπτωση, εισηγούνται, η επιδίκαση του ποσού των αποζημιώσεων έγινε στη βάση υποβληθεισών παραγγελιών σε αδιαμφισβήτητες και πραγματικές τιμές αγοράς και πώλησης του σκευάσματος. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδικάσει και αποζημιώσεις με βάση τις ελάχιστες ποσότητες παραγγελιών ως προβλέπεται από τις συμφωνίες με τις οποίες δεσμεύτηκαν τα εμπλεκόμενα μέρη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εντοπισθείσα παραβίαση της επίδικης συμφωνίας εκ μέρους της εφεσείουσας καλύπτει διάρκεια έντεκα περίπου μηνών από τον Οκτώβριο του 1997 μέχρι 23.8.1998. Οι αποζημιώσεις υπολογίστηκαν στη βάση του οφέλους που θα είχε η εφεσίβλητη για το εν λόγω χρονικό διάστημα, κάτι που συνιστά την εύλογη και αναμενόμενη προσδοκία, σε περίπτωση που το συμβόλαιο τηρείτο από την εφεσείουσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τη νομική προσέγγιση για τον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης. Αφού ανέλυσε τη μαρτυρία των ΜΕ11, ΜΕ16 και ΜΥ2 κατέληξε στην απόρριψη της όλης συλλογιστικής για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, κάτι που θα μας απασχολήσει κατά την εξέταση της έφεσης της Kayat. Προχώρησε, όμως, και επεδίκασε αποζημιώσεις στη βάση του ύψους των παραγγελιών που έλαβαν χώρα κατά τα έτη 1997 και 1998. Παραθέτουμε αυτούσια την κατάληξη του Δικαστηρίου επί του εγειρόμενου ζητήματος:
«Με βάση τις νομικές αρχές που καλύπτουν το ζήτημα των αποζημιώσεων, όπως έχουν εκτεθεί σε προηγούμενο στάδιο της απόφασης, και λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά δεδομένα, ήτοι το ύψος των παραγγελιών που έλαβαν χώρα κατά τα έτη 1997 και 1998 − πιο συγκεκριμένα μεταξύ Οκτωβρίου 1997 και Αυγούστου 1998 − είναι δυνατή η αποτίμηση της απώλειας. Απαραίτητο, περαιτέρω, στοιχείο είναι η διαφορά της τιμής αγοράς του επίδικου προϊόντος από τους Ενάγοντες και της τιμής πώλησης του. Όπως παραμένει χωρίς αμφισβήτηση, οι Ενάγοντες αγόραζαν κατά το έτος 1997 το εν λόγω προϊόν στην τιμή των Δολαρίων Αμερικής 3,50 το μπουκάλι από τους Εναγόμενους και κατά το έτος 1998, στην τιμή των Δολαρίων Αμερικής 3,00, τεκμήριο 128. Η τιμή πώλησης από τους Ενάγοντες στην ΑΝΙΤ συμφωνήθηκε στο ποσό των Δολαρίων Αμερικής 15,00 το μπουκάλι, στοιχείο που, παρά την εκ μέρους των Εναγομένων αμφισβήτηση, δεν αντικρούστηκε με οποιαδήποτε περί του αντιθέτου μαρτυρία.
Όπως προκύπτει από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, ο όγκος των παραγγελιών κατά το έτος 1997 ήταν 321.600 μπουκάλια ή 69 παλέτα. Όπως εξειδικεύεται στην παράγραφο 10 της έκθεσης απαίτησης, και τεκμηριώθηκε μέσα από τη μαρτυρία του ΜΕ2 με την παρουσίαση σχετικών στοιχείων επιστολογραφίας, οι υπό αναφορά παραγγελίες δόθηκαν εντός του 1997 και μέρος τους, 20 παλέτα, αφορούσαν και το μήνα Ιανουάριο του 1998. Ο αντίστοιχος όγκος παραγγελιών για το έτος 1998, όπως δικογραφείται στην παράγραφο 13 της έκθεσης απαίτησης, και επίσης επιβεβαιώθηκε μέσα από τη μαρτυρία του ΜΕ2, και πάλι με παρουσίαση σχετικής αλληλογραφίας, ήταν 60.000 μπουκάλια ή 12 παλέτα, εκ των οποίων, όμως, τα 20.000 μπουκάλια αφορούσαν αντικατάσταση προηγούμενης προβληματικής παραλαβής. Συνεπώς, η συνολική παραγγελία για το έτος 1998 ήταν 40.000 μπουκάλια.
Με βάση τα πιο πάνω, απλή μαθηματική πράξη οδηγεί στο ύψος των αποζημιώσεων που δικαιούνται επί του προκειμένου οι Ενάγοντες. Ήτοι, και υπό την αίρεση της ορθότητας του μαθηματικού υπολογισμού, 321.600 Χ 11.50 = 3.698.400 και 40.000 Χ 12.00 = 480.000. Σύνολο Δολάρια Αμερικής 4.178.400.»
Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς τις αρχές που διέπουν τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων. Όπως προκύπτει τόσο από τα δικόγραφα, όσο και από την προσκομισθείσα μαρτυρία, η Kayat είχε συνάψει συμφωνία με την Anit την οποία διόρισε ως αποκλειστικό διανομέα των επίδικων προϊόντων, η οποία αναλάμβανε να αγοράζει τουλάχιστον 96.000 μπουκάλια προς Δολ. ΗΠΑ 15 το μπουκάλι. Η Anit είχε, επίσης, υπογράψει συμφωνίες με τις εταιρείες Certa και Medical Commerce για την προμήθεια συγκεκριμένων ποσοτήτων του φαρμάκου έναντι της τιμής των Δολ. ΗΠΑ 19. Το γεγονός ότι η τιμή πώλησής του στην Anit ανέρχετο σε Δολ. 15 ήταν σε γνώση του Sparrow ο οποίος ενεργούσε εκ μέρους της Genzyne κατά τον επίδικο χρόνο. Προέκυψε από τη μαρτυρία ότι η Anit δεν είχε την αναγκαία φαρμακευτική άδεια, με αποτέλεσμα σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις να γίνουν συμφωνίες απευθείας μεταξύ Kayat και Certa - Medical Commerce όπου η τιμή πώλησης ανέρχετο στα Δολ. ΗΠΑ 15. Το σύνολο των παραγγελιών κατά τον επίδικο χρόνο ανερχόταν σε 69 παλέττες σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης η οποία δεν αντικρούστηκε από την εφεσείουσα. Ως προς την τιμή πώλησης των παραγγελθέντων προϊόντων, από την Kayat, η μαρτυρία που δόθηκε και, επίσης, δεν αντικρούστηκε ήταν ότι θα ανερχόταν σε ΗΠΑ Δολ. 15. Αυτό συνάδει και με το ποσό που προνοείται στις δύο συμφωνίες που έγιναν με τις Certa και Medical Commerce. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι υπήρχε στέρεη βάση για υπολογισμό των αποζημιώσεων που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνάρτηση με τις υφιστάμενες παραγγελίες. Το γεγονός ότι η Anit δεν είχε την αναγκαία φαρμακευτική άδεια, δεν επηρέαζε αυτό το είδος αποζημιώσεων. Τόσο οι παραγγελίες, όσο και η τιμή πώλησης προκύπτουν σαφώς από τη μαρτυρία, το ίδιο και ο τρόπος εκτελώνισης των υφιστάμενων παραγγελιών. Συνακόλουθα, θεωρούμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας.
Τρίτος λόγος έφεσης
Η φύση της επίδικης συμφωνίας αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών, τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιόν μας. Η πλευρά της εφεσείουσας ισχυρίζεται ότι πρόκειται για συμφωνία πώλησης αγαθών, ενώ η εφεσίβλητη ότι αποτελεί αποκλειστική συμφωνία διανομής προϊόντων. Το ζήτημα αυτό καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό, καθότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι πρόκειται για συμφωνία πώλησης αγαθών, οι θεραπείες που θα δικαιούτο η πλευρά της εφεσίβλητης είναι περιορισμένες με βάση τον περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμο, όπως περιορισμένος είναι και ο χρόνος παραγραφής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με στόχο να καθορίσει τη φύση της επίδικης συμφωνίας, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων που κλήθηκαν από την κάθε πλευρά, ήτοι του δικηγόρου Coher, ΜΕ14, και του πρώην Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασσαχουσέτης Van Gestel, ΜΥ1. Αφού παρέθεσε τις αρχές με βάση τις οποίες αποδεικνύεται ο ξένος Νόμος από τα Δικαστήρια και τις αρχές αξιολόγησης μαρτύρων εμπειρογνωμόνων, κατέληξε ως ακολούθως:
«Με όλο το σεβασμό προς την αντίθετη γνώμη, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η προσέγγιση του ΜΕ14 και η άποψη του ότι το επίδικο συμβόλαιο είναι συμβόλαιο αποκλειστικής διανομής, η οποία περιλαμβάνει παρεμπιπτόντως και την πώληση αγαθών, είναι ορθή. Επιβεβαιώνεται μέσα από το σύνολο του περιεχομένου του τεκμηρίου 76, όπου καθορίζονται εκατέρωθεν υποχρεώσεις, και προβάλλει ως κυρίαρχο στοιχείο της επίδικης συμφωνίας η καθιέρωση αποκλειστικής σχέσης διανομής σε έναν εκτεταμένο αριθμό χωρών και η παροχή άδειας χρησιμοποίησης των εμπορικών επωνυμιών των Εναγομένων. Περαιτέρω, ο δικαστικός λόγος της αυθεντίας Wolverine World Wide Inc v. Wolverine Canada Inc, 653 F. Supp. 2d (2009) δίδει στήριξη στην άποψη του εμπειρογνώμονα των Εναγόντων. Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της υπό εκδίκαση. Αφορούσε συμφωνία αποκλειστικής διανομής και αποφασίστηκε ότι η συμφωνία αυτή δεν ενέπιπτε στα πλαίσια της καθοριζόμενης από το άρθρο 2 του Κώδικα «πώλησης αγαθών». Λέχθηκε, συγκεκριμένα:
«distribution agreement between shoe company and distributor was not ´transaction in goods´ covered by Article 2 of Uniform Commercial Code (UCC), where parties´ distributorship agreement required distributor to purchase goods from authorized manufactures... purchase orders sent by distributor to company did not constitute contracts for sale of goods».
Συνεπώς, η επίδικη συμφωνία δεν αφορά κατά κύριο λόγο την πώληση αγαθών, αλλά συνιστά συμφωνία διανομής και, ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται και/ή δεν καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από τον Κώδικα. Συνακόλουθα, δεν τυγχάνει εφαρμογής η περίοδος παραγραφής των τεσσάρων χρόνων, αλλά περίοδος έξι χρόνων που διέπει γενικά τις συμφωνίες κατά το εφαρμοστέο δίκαιο. Ανάλογες είναι, βεβαίως, και οι επιπτώσεις σε σχέση με τις απορρέουσες θεραπείες και το ζήτημα της αποδοχής ή απόρριψης των εμπορευμάτων που διέπεται − όπως ήδη λέχθηκε σε προηγούμενο στάδιο − από τον Κώδικα σε σχέση με συμφωνίες πώλησης αγαθών.»
Η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο έσφαλε κατά την επιλογή της μαρτυρίας του ΜΕ14 έναντι του ΜΥ1. O εμπειρογνώμονας δεν επιτρέπεται να υποκαθιστά το δικαστή στα αμφισβητούμενα γεγονότα, ενώ στην περίπτωση του ΜΕ14 η μαρτυρία του βασίζεται σε εικασίες και υποθέσεις για γεγονότα, κάτι που την καθιστά μετέωρη και απορριπτέα και ουσιαστικά προσπαθεί να ποδηγετήσει το Δικαστήριο, εκφράζοντας θέσεις επί των πραγματικών επιδίκων θεμάτων, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο.
Η εφεσείουσα εισηγείται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να υιοθετήσει το συλλογισμό και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΥ1 και στη βάση αυτής να κρίνει ότι η επίδικη συμφωνία είναι συμβόλαιο για αγορά αγαθών, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Uniform Commercial Code, όπως υιοθετήθηκε από την πολιτεία της Μασσαχουσέτης, με αποτέλεσμα να οδηγείτο σε ενεργοποίηση ορισμένων υπερασπίσεων. Περαιτέρω, θα ετύγχανε εφαρμογής η περίοδος παραγραφής των τεσσάρων ετών, γι΄ αυτό και η κατηγοριοποίηση της επίδικης συμφωνίας ήταν ένα τόσο σημαντικό θέμα στην όλη υπόθεση.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούμενη ότι ορθά αξιολογήθηκε η μαρτυρία των δύο εμπειρογνωμόνων. Προέβαλε, περαιτέρω, ότι ο ΜΕ14, αναφέροντας τον τρόπο που θα προσέγγιζε την παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο της Μασσαχουσέτης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου, αλλά ως υποβοήθηση του Δικαστηρίου στο έργο του, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τη θέση του μάρτυρα. Ο τρόπος που δόθηκε η μαρτυρία στην προκείμενη περίπτωση είναι σαφής και δεν τίθεται θέμα καθοδήγησης ή παραπλάνησης του Δικαστηρίου.
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε την καθιερωμένη αρχή της νομολογίας, όπως ορθά υιοθετήθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο ξένος νόμος εκλαμβάνεται από τα Κυπριακά Δικαστήρια ως απλό πραγματικό γεγονός και αποδεικνύεται όπως κάθε άλλο πραγματικό γεγονός της υπόθεσης. Ο εμπειρογνώμονας περί αλλοδαπού δικαίου εκφράζει τη γνώμη του, η οποία βασίζεται στις γνώσεις και τις πρακτικές εμπειρίες που έχει, και στα πλαίσια της μαρτυρίας του είναι ελεύθερος να παραπέμψει σε νόμους, νομολογία και αυθεντίες. Παρά το ότι δεν είναι επιτρεπτό στο Δικαστήριο να προβεί σε δικές του έρευνες ως προς το αλλοδαπό δίκαιο, εν τούτοις, διατηρεί το δικαίωμα να εξετάσει τις παραπομπές τις οποίες θέτει ένας εμπειρογνώμονας. Παραπέμπουμε σχετικά στη νομολογία και συγγράμματα που παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co. Ltd. κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 753, Cheshire Private International Law, 1957, 5th Edition, p. 132 και Dicey & Morris, The Conflict of Laws, 10th Edition, p. 1211.
Η αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα διέπεται από τους ίδιους κανόνες που καλύπτουν την αξιολόγηση οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα, παρόλο που λόγω της φύσης της μαρτυρίας τους η συμπεριφορά τους στο εδώλιο δεν έχει τόση σημασία για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους. Όπως ορθά επισήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, έχει ιστορικά καθιερωθεί ως κανόνας του κοινοδικαίου ότι ένας μάρτυρας δεν μπορεί να καταθέτει άποψη η οποία ανάγεται σε τελικά συμπεράσματα. Ο κανόνας αυτός, σε συνάρτηση με τις πολιτικές αγωγές, έχει καταργηθεί στην Αγγλία, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3 του Civil Evidence Act του 1972. Σε περίπτωση που εμπειρογνώμονας προχωρεί σε έκφραση γνώμης επί του τελικού συμπεράσματος, τότε μπορεί το Δικαστήριο να εξηγήσει ή να αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους θα προβεί σε αποδοχή και χρησιμοποίηση τέτοιας μαρτυρίας. Είναι, επίσης, σημαντικό να τονιστεί ότι σε περιπτώσεις εμπειρογνωμόνων επί θεμάτων αλλοδαπού δικαίου, όπου η μαρτυρία είναι αλληλοσυγκρουόμενη, όπως στην παρούσα περίπτωση, τότε το Δικαστήριο μπορεί να αναφερθεί στις πηγές επί των οποίων στηρίχθηκε η μαρτυρία του κάθε εμπειρογνώμονα, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα να προβεί σε δική του έρευνα ή να αναφερθεί σε πηγές που δεν τέθηκαν από τους μάρτυρες.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι δύο εμπειρογνώμονες κατέθεσαν τη γνώμη τους αναφορικά με τη φύση της επίδικης συμφωνίας. Είναι γεγονός ότι ο ΜΕ14 έκανε αναφορά και σε διάφορες ρήτρες της εν λόγω συμφωνίας κατά τη μαρτυρία του και προς επεξήγηση της γνώμης που εξέφρασε ως προς το ζήτημα αυτό. Βέβαια, ο μάρτυρας έκανε αναφορά και σε σχετική νομολογία της Μασσαχουσέτης, επεξηγώντας την κρίση του. Από την άλλη, ο ΜΥ1, επίσης καθόρισε την άποψή του ως προς τη φύση της επίδικης συμφωνίας, στηρίζοντάς την στον Ενιαίο Εμπορικό Κώδικα (UCC) των Γενικών Κανόνων της Μασσαχουσέτης.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η κατάληξή του ως προς τη φύση του επίδικου συμβολαίου στηρίχθηκε τόσο στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 76, όσο και σε αυθεντία που τέθηκε από τον εμπειρογνώμονα της εφεσίβλητης, αφού έκρινε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης προσομοιάζουν με τα γεγονότα της υπό εκδίκαση υπόθεσης. Η επεξήγηση που δόθηκε από το Δικαστήριο για την επιλογή του είναι αρκούντως αιτιολογημένη και δεν διαπιστώνουμε σφάλμα. Ακόμα και σε περίπτωση κατά την οποία ο ΜΕ14 προέβη σε ανεπίτρεπτη έκφραση γνώμης επί της μαρτυρίας και των επίδικων πραγματικών θεμάτων, δεν προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου ότι αυτή η μαρτυρία λήφθηκε υπόψη και αποτέλεσε βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων. Είναι σαφές σε ποια στοιχεία επικέντρωσε την απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σε περιπτώσεις ερμηνείας εγγράφων συμφωνιών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως πρωταρχικό στοιχείο κρίσης το περιεχόμενο του υπό εξέταση εγγράφου.
Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Τέταρτος λόγος έφεσης
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία η παραγγελία των 55 εκ των 69 παλετών για το έτος 1997 δεν ήταν έγκυρη και πως τροχιοδρομήθηκε προς μεγιστοποίηση των αποζημιώσεων. Η θέση της εφεσείουσας εδράζεται στα όσα αναφέρθηκαν από τον ΜΕ2, Mechkov, κατά την αντεξέτασή του, ότι όλες οι παραγγελίες της εφεσίβλητης προς την εφεσείουσα προπληρώνονταν, ισχυρισμός ο οποίος ήταν λανθασμένος με βάση την υπόλοιπη μαρτυρία. Συνεπώς, σύμφωνα πάντοτε με την εφεσείουσα, ο Mechkov είπε ψέματα και παραπλάνησε το Δικαστήριο, η δε μαρτυρία του θα έπρεπε να αγνοηθεί. Το ζήτημα της προπληρωμής είναι μεγάλης σημασίας για το ύψος των αποζημιώσεων. Το κυριότερο μέρος των αποζημιώσεων που επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούν τα μπουκάλια της υπό αμφισβήτηση παραγγελίας 55 παλέτων και, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας, η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα σε συνάρτηση με το εγειρόμενο ζήτημα:
«Ολοκληρώνοντας επί του θέματος, παρεμβάλλω ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων, με αναφορά στη μαρτυρία του ελεγκτή Χατζηρούσου, ΜΥ4, αμφισβήτησε το αξιόπιστο της εκδοχής των Εναγόντων ως προς την προπληρωμή των παραγγελιών. Η αμφισβήτηση όμως αυτή, είναι άσχετη και δεν επηρεάζει το ζήτημα του αν όντως υποβλήθηκαν σχετικές παραγγελίες, υπό το φως του υπολογισμού των αποζημιώσεων. Όπως δε έχει ήδη αναφερθεί, η υποβολή των παραγγελιών τεκμηριώνεται μέσα από τη σχετική μαρτυρία του ΜΕ2, η οποία και δεν αντικρούστηκε.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε για σκοπούς επιδίκασης αποζημιώσεων στις υποβληθείσες παραγγελίες. Από τη στιγμή που η μαρτυρία του ΜΕ2 ως προς το ζήτημα αυτό δεν αντικρούστηκε, θεωρούμε, σε συμφωνία με την πρωτόδικη κρίση, ότι το θέμα τελειώνει εδώ.
Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Πέμπτος λόγος έφεσης
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παραβίασε την επίδικη συμφωνία. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου:
«Προκύπτει αβίαστα μέσα από το σύνολο της αποδεκτής αυτής μαρτυρίας ότι, όντως, ουσιώδεις όροι της επίδικης συμφωνίας παραβιάστηκαν. Συγκεκριμένα − και πάντα κατά την περίοδο ισχύος της επίδικης συμφωνίας, όπως ήδη αποφασίστηκε στο αμέσως προηγούμενο στάδιο − εντοπίζεται αντισυμβατική καθυστέρηση στην εκτέλεση των παραγγελιών, κατά παράβαση της ρήτρας 4.2 του τεκμηρίου 76. Εντοπίζεται, περαιτέρω, παράβαση του πίνακα 1 του τεκμηρίου 76, σε σχέση με την εμπορική επωνυμία των επίδικων προϊόντων, καθώς επίσης και παράβαση της ρήτρας 10 του τεκμηρίου 76, δεδομένου ότι τα προϊόντα που παραδόθηκαν δεν ανταποκρίνονταν από όλες τις απόψεις με την περιγραφή τους στην επίδικη συμφωνία. Ήτοι, κατά παράβαση του δείγματος, το οποίο και ενεγράφη, ήταν διαφορετικά σε σχήμα, μορφή, χρώμα, ποιότητα, μέγεθος αλλά και χώρα προέλευσης.»
Αναφορικά με το εύρημα ότι υπήρξε καθυστέρηση στην εκτέλεση των παραγγελιών, η εφεσείουσα προβάλλει ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να υποστηρίζει τέτοιο εύρημα. Ακόμα και σε περίπτωση που υπήρχε τέτοια παράβαση, θα έπρεπε να είχε διαφανεί ότι η καθυστέρηση προκάλεσε συγκεκριμένη ζημιά, ενώ στην έκθεση απαίτησης ως τροποποιήθηκε, δεν εξειδικεύονται ειδικές αποζημιώσεις που αφορούν την καθυστέρηση, ούτε και θα μπορούσε το Δικαστήριο να αποφασίσει από μόνο του ποια θα ήταν η εύλογη αποζημίωση για τέτοια παράβαση.
Αναφορικά με τη μη ανταπόκριση των παραδοθέντων προϊόντων στην περιγραφή τους στην επίδικη συμφωνία, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ο αντιπρόσωπος και διευθυντής της εφεσίβλητης εξέτασε και ενέκρινε τις σχετικές ετικέτες πριν την αποστολή τους στην Ουκρανία το Μάρτιο του 2008 και ότι αυτές οι μπουκάλες, έστω και αν παρουσίαζαν κάποια συμβατική απόκλιση, οι σχετικές πρόνοιες του αλλοδαπού δικαίου επέβαλλαν όπως ο αποδέκτης, δηλαδή η εφεσίβλητη, θα έπρεπε να δώσει ειδοποίηση εντός εύλογου χρόνου, ότι τα προϊόντα δεν ήταν σύμφωνα με τις συμβατικές προδιαγραφές. Στην παρούσα περίπτωση η πρώτη διαμαρτυρία που έγινε ήταν το Νοέμβριο του 1998 και αναφερόταν σε παράπονο για παραδόσεις που έγιναν τον Απρίλιο και τον Ιούλιο, δηλαδή εκτός του εύλογου χρόνου.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τις παραβάσεις της επίδικης συμφωνίας προκύπτουν, σύμφωνα με την απόφαση, από το σύνολο της αποδεκτής μαρτυρίας. Τονίζεται, περαιτέρω, από το Δικαστήριο ότι η μαρτυρία ως προς τις διαφορές που υπήρχαν στα μπουκάλια-συσκευασίες του φαρμάκου προέρχεται από μία σειρά μαρτύρων, ανεξάρτητων μεταξύ τους και ατόμων που κανένα συμφέρον δεν είχαν από την έκβαση της υπόθεσης, πέραν από το ότι επιβεβαιώνεται από τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο. Έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Παρατηρείται, επίσης, και η απουσία αντικρουστικής μαρτυρίας από μέρους της εφεσείουσας. Ακόμα, η καθυστέρηση προκύπτει από σειρά τεκμηρίων που παρουσιάστηκαν και από τη μαρτυρία διαφόρων μαρτύρων και δεν θεωρούμε ότι υπάρχει έδαφος για ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αναφορικά με τις αποζημιώσεις, αυτές αξιώνονται για παράβαση του συμβολαίου μέσω της μεθοδολογίας που παρατίθεται στην παράγραφο 35 της έκθεσης απαίτησης με βάση το εφαρμοστέο δίκαιο και με δεδομένο ότι επρόκειτο περί συμφωνία αποκλειστικής διανομής.
Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Πολιτική Έφεση Αρ. 200/2014
Με τρεις λόγους έφεσης η εφεσείουσα/ενάγουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) κατέληξε στην απόφασή του, ευρισκόμενο σε πλάνη, σε σχέση με το Νόμο, τη νομολογία και τις αρχές, ως αυτές πηγάζουν από το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο της Μασσαχουσέτης και από το Διεθνές Ιδιωτικό Δίκαιο (πρώτος λόγος έφεσης), (β) προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από γεγονότα και τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του, τα οποία σχετίζονται με τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, το ύψος των αποζημιώσεων και την εφαρμογή του Κεφ. 93Α των Γενικών Νόμων της Μασσαχουσέτης (δεύτερος λόγος έφεσης), και, (γ) δεν αιτιολόγησε επαρκώς και δεόντως την απόφαση και τα ευρήματά του (τρίτος λόγος έφεσης).
Θα εξετάσουμε τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης μαζί, λόγω της συνάφειάς τους. Η εφεσείουσα προβάλλει διάφορα ζητήματα επί των οποίων, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αυτά απαριθμούνται ως ακολούθως:
(α) Διάρκεια σύμβασης
(β) Ανανέωση σύμβασης
(γ) Ύψος αποζημιώσεων
(δ) Επιδίκαση αποζημιώσεων με βάση τα νομοθετήματα της Μασσαχουσέτης RICO και Κεφ. 93Α.
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας, όπως προωθήθηκε και πρωτοδίκως, πως η συμφωνία προέβλεπε βασική διάρκεια τριών χρόνων με ημερομηνία έναρξης από την ημερομηνία εξασφάλισης της σχετικής άδειας κυκλοφορίας του επίδικου σκευάσματος στην Ουκρανία, ήτοι 25.4.1997 με βάση τα Τεκμ. 74 και 76. Η βασική διάρκεια δεν τύγχανε τερματισμού, επομένως, θα έληγε στις 25.4.2000. Για τα επόμενα χρόνια υπήρχε αυτόματη ανανέωση από χρόνο σε χρόνο, εκτός και αν γινόταν εξάμηνη προειδοποίηση τερματισμού. Στη βάση του ότι δεν δόθηκε εξάμηνη γραπτή προειδοποίηση μετά τη λήξη της βασικής περιόδου, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπήρχε εξασφαλισμένη εγγυημένη διάρκεια σύμβασης πέντε ετών, ήτοι μέχρι τις 25.4.2002 και οι αποζημιώσεις θα έπρεπε να δοθούν γι΄ αυτή την περίοδο. Προς επίρρωση των θέσεών της, η εφεσείουσα παραπέμπει στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Cohen, την ισχύουσα νομολογία, καθώς και στο περιεχόμενο των Τεκμ. 74 και 76. Η αξιολόγηση του Τεκμ. 74 έγινε λανθασμένα, εισηγείται. Το εν λόγω Τεκμήριο δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αναπόσπαστο μέρος του Τεκμ. 76, χωρίς να μειώνεται η σημασία που είχαν τα όσα προηγήθηκαν της σύναψης της επίδικης συμφωνίας, τα οποία επίσης θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και όχι να παραγνωριστούν με την αιτιολογία πως επρόκειτο για εξωγενή μαρτυρία η οποία είναι ανεπίτρεπτη. Πρόκειται για τις ίδιες θέσεις που προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η επίδικη συμφωνία, Τεκμ. 76, φέρει ημερομηνία 25.6.1996. Από την τελευταία σελίδα της συμφωνίας είναι εμφανές ότι η εφεσίβλητη την υπέγραψε την 1.7.1997, ενώ η εφεσείουσα στις 15.7.1997. Στην εν λόγω συμφωνία προνοείται η διάρκειά της στο εδάφιο (3) ως ακολούθως:
«The appointment shall commence on the date of this Agreement and shall continue for a period of two years. Thereafter, the Appointment shall continue from year to year unless or until terminated by either party giving to the other at least 6 calendar months prior notice in writing.»
Αποτελεί, επίσης, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι στις 7.7.1997 απεστάλη τηλεομοιότυπο, Τεκμ. 74, από τον Sparrow, αντιπρόσωπο της Genzyme, προς την Achtar, ιδρυτικό στέλεχος και πρώην Πρόεδρο της Kayat (ΜΕ1), ως ακολούθως:
«Just a note to clarify the agreement you have with Genzyme.
The terms and conditions for the signed contract have been confirmed by Boston on the signed agreement of 1 July 1997.
However certain local conditions have been agreed with the supplying company Genzyme Pharmaceuticals England. These are as follows:
Contract will run for 3 years from the date of the issue of the license.
Payment terms will be agreed through letter of credit, payable into a UK Bank 90 days.
Please add this amendment to your copy of the contract.»
Είναι, επίσης, σημαντικό να σημειώσουμε τον όρο 11 της συμφωνίας, ο οποίος προνοεί ως εξής:
«This Agreement embodies the entire understanding between the parties in relation to the Products and there are no promises terms or conditions or obligations oral or written expressed or implied other than those expressed herein.»
Όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι βασικές αρχές ερμηνείας εγγράφων ως προς το ζήτημα της διάρκειας της επίδικης σύμβασης καθορίζονται από το δίκαιο της Μασσαχουσέτης που αποτελεί το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι καθιερωμένες αρχές ερμηνείας συμβάσεων είναι πανομοιότυπες με αυτές του δικού μας νομικού συστήματος με βάση τις αδιαμφισβήτητες αρχές ερμηνείας ως προκύπτουν από τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν φαίνεται να υπάρχει αμφισβήτηση ότι το Δικαστήριο, επιχειρώντας να ερμηνεύσει μία έγγραφη συμφωνία, στόχο έχει την ανεύρεση της πρόθεσης των μερών όπως αυτή συνάγεται από τη συνήθη λογική γραμματική έννοια των λέξεων. Κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Αποτελεί, επίσης, αναγνωρισμένη νομολογιακά αρχή ότι δεν είναι επιτρεπτό να διαφοροποιηθεί γραπτή συμφωνία με εξωγενή μαρτυρία. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο εξετάζει όλη τη μαρτυρία στο σύνολό της προκειμένου να διαπιστώσει την πραγματική φύση της μεταξύ των μερών συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις νομικές αρχές με βάση το δίκαιο της Μασσαχουσέτης, που εφαρμόζονται με στόχο την ερμηνεία μίας μη αμφίσημης συμφωνίας, ως ακολούθως:
«Με βάση το δίκαιο της Μασαχουσέτης η ερμηνεία μιας μη αμφίσημης συμφωνίας αποτελεί νομικό ζήτημα για το Δικαστήριο. Η διατύπωση των συμβάσεων γενικά πρέπει να ερμηνεύεται με τη συνήθη και κανονική τους έννοια (116 Commonwealth Condo. Trust v. Aetna Cas. & Surety Co., 433 Mass. 373, 376 (2001), Citation Ins. Co. v. Gomez, 426 Mass. 379, 381 (1998). Μια συμβατική διάταξη είναι αμφίσημη «μόνο αν υπόκειται σε περισσότερες από μια έννοιες και αν εύλογα ευφυείς άνθρωποι θα διαφωνούσαν σχετικά με το ποια έννοια είναι η σωστή» [President & Fellows of Harvard Coll. v. PECO Energy Co., 57 Mass. App. Ct. 888, 896 (2003)]. Στην πιο πάνω υπόθεση αποφασίστηκε ότι η γλώσσα των συμβάσεων είναι αμφίσημη μόνο όταν η φρασεολογία μπορεί να στηρίξει εύλογη διαφορά απόψεων σχετικά με τη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούνται και των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται. Το γεγονός και μόνο ότι τα μέρη διαφωνούν για την ορθή ερμηνεία της γλώσσας των συμβάσεων δεν δημιουργεί αμφισημία [Lumbermans Mut. Cas. Co. v. Offices Unlimited, Inc., 419 Mass. 462, 466 (1995)]. Σύμφωνα με το Δίκαιο της Μασαχουσέτης το Δικαστήριο πρέπει να προσέξει να μην επιβάλει τα δικές του απόψεις στους συμβαλλόμενους ή να επιτρέψει σε ζητήματα εκτός του πλαισίου ολοκλήρου του εγγράφου (the four corners of the instrument) που αναμένονται συγκεκριμένα και καλύπτονται σε μια σύμβαση, να κυριεύσουν ή να αλλάξουν το ίδιο το έγγραφο. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Rogaris v. Albert, 431 Mass. 833, 835 (2000), «Δεν είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου να αλλοιώσει τη συμφωνία των μερών». Αν η διατύπωση δεν περιέχει αμφισημίες, η ευθύνη του Δικαστηρίου είναι να εφαρμόσει τους σαφείς της όρους [Suffolk Const. Co., Inc. v. Illinois Union Ins. Co., 80 Mass. App. Ct.90, 94 (2011)]. Ένα Δικαστήριο μπορεί να στραφεί προς εξωγενή μαρτυρία μόνο αν διαπιστωθεί ότι ένα συμβόλαιο είναι αμφίσημο, με σκοπό να δώσει λογική ερμηνεία υπό το φως των προθέσεων των συμβαλλομένων κατά το χρόνο της δημιουργίας του συμβολαίου (President, ανωτέρω). Ο στόχος του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύσει ένα συμβόλαιο στο σύνολο του, με λογικό και πρακτικό τρόπο, που να συνάδει με τη γλώσσα, το υπόβαθρο και το σκοπό του [USM Corp. v. Arthur D. Little Sys., Inc., 28 Mass. App. Ct. 108, 116 (1989)]. Ακόμα και στην περίπτωση μιας αμφίσημης συμφωνίας, η ερμηνεία αποτελεί νομικό ζήτημα για το δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από γεγονότα για τα οποία υπάρχει γνήσια διαφωνία [Gross v. Prudential Ins. Co. of America, Inc., 48 Mass. App. Ct. 115, 119 (1999)]. Είναι μόνο στην περίπτωση μιας αμφισημίας στη διατύπωση μιας σύμβασης που το Δικαστήριο μπορεί να ερμηνεύσει τη διατύπωση εναντίον του συντάκτη της συμφωνίας. Στην εφαρμογή αυτού του κανόνα, προϋπόθεση είναι ότι η εναλλακτική ερμηνεία που δίδεται για την ισχυριζόμενη αμφισημία από το άλλο μέρος να είναι, υπό όλες τις συνθήκες, εύλογη και πρακτική [Shea v. Bay State Gas Co., 383 Mass. 218, 225 (1981)]. Πρωταρχικός και κεφαλαιώδης κανόνας είναι ότι τα συμβόλαια πρέπει να ερμηνεύονται με τέτοιο τρόπο ώστε να διαπιστώνεται η πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων.»
Η εφεσείουσα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιόν μας, στηρίχθηκε στο ιστορικό που προηγήθηκε, καθώς επίσης και στους λόγους που τελικά ώθησαν τη ΜΕ1 να υπογράψει τη σύμβαση εκ μέρους της εφεσείουσας. Όπως επεξηγήθηκε από την εν λόγω μάρτυρα, προτού τα μέρη καταλήξουν στο Τεκμ. 76, προηγήθηκαν προσχέδια συμφωνίας, Τεκμ. 43, 44 και 52. Επειδή, όμως, το τελικό κείμενο προνοούσε για διάρκεια δύο ετών και είχε ήδη παρέλθει ένας χρόνος από την ημερομηνία που έφερε η συμφωνία και στο μεταξύ είχε, στις 25.4.1997, εγγραφεί το επίδικο φάρμακο στην Ουκρανία, η ΜΕ1 αρνήθηκε να υπογράψει το Τεκμ. 76. Τελικά, η υπογραφή της τέθηκε αφού προηγήθηκε η επιστολή του Sparrow, Τεκμ. 74. Η ΜΕ1 υπέγραψε και εκτέλεσε τη συμφωνία μετά την πιο πάνω διαβεβαίωση στις 15.7.1997, προσθέτοντας ως παράρτημα την επιστολή Τεκμ. 74.
Ο εμπειρογνώμονας της εφεσείουσας ΜΕ14 εξέφρασε την άποψη ότι το Τεκμ. 74 συνιστούσε προσφορά της εφεσίβλητης, η οποία έγινε αποδεκτή από την εφεσείουσα, διαμορφώνοντας έτσι το τελικό κείμενο της επίδικης συμφωνίας. Στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης η γνώμη του ήταν ότι η ελάχιστη διάρκεια της συμφωνίας ήταν τρία χρόνια από την ημερομηνία εγγραφής του φαρμάκου στην Ουκρανία και παρατεινόταν αυτόματα από χρόνο σε χρόνο σύμφωνα με τη ρήτρα 3 του Τεκμ. 76. Θεώρησε ότι έπρεπε η εν λόγω ρήτρα να τύχει αυστηρής ερμηνείας σε περίπτωση αμφισβήτησης εις βάρος της εφεσίβλητης ως συντακτών της συμφωνίας διανομής σύμφωνα με το Δίκαιο της Μασσαχουσέτης.
Από την άλλη, ο εμπειρογνώμονας της εφεσίβλητης, ΜΥ1, στηριζόμενος στη ρήτρα 11 του Τεκμ. 76, κατέληξε ότι τα μέρη θα βασίζονταν μόνο στα όσα περιέχοντο στη συμφωνία.
Εξετάζοντας το κατά πόσο η επιστολή Τεκμ. 74 συνιστά τροποποίηση της επίδικης συμφωνίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην πιο πάνω ρήτρα ολικής και τελεσίδικης συμφωνίας (integration clause) και στη μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς της εφεσείουσας, η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου συγκρούεται με τους λόγους ύπαρξης της εν λόγω ρήτρας. Κρίθηκε, επομένως, ότι ήταν ανεπίτρεπτη η διαφοροποίηση γραπτού κειμένου με βάση εξωγενή μαρτυρία, με δεδομένο ότι οι προθέσεις των συμβαλλομένων μερών αποτυπώνονται με σαφήνεια και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ερμηνείας μέσα από το όλο περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας. Κατέληξε, συναφώς, το Δικαστήριο ως ακολούθως:
«Στην απουσία, λοιπόν, οιασδήποτε αμφισημίας, προβάλλει ως τελική υποχρέωση του Δικαστηρίου η εφαρμογή των ξεκάθαρων όρων του τεκμηρίου 76.
Ούτως ή άλλως, η προώθηση της θέσης των Εναγόντων για συνολική διάρκεια της συμφωνίας για πέντε χρόνια στηρίζεται σε ανεπίτρεπτο συνδυασμό του περιεχομένου του όρου 3 του τεκμηρίου 76 και της σχετικής αναφοράς του τεκμηρίου 74 περί διάρκειας τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας (εγγραφής του φαρμάκου στην Ουκρανία). Διαφεύγει της πλευράς των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εναγόντων − και υπό την αίρεση ορθότητας της προσέγγισής τους περί τροποποίησης του τεκμηρίου 76 με το τεκμήριο 74 - ότι δεν θα υπήρχε πλέον περιθώριο επίκλησης ανανέωσης της αρχικής περιόδου διάρκειας της επίδικης συμφωνίας. Καθότι στο τεκμήριο 74 καταγράφεται, απλά και ξεκάθαρα, χρόνος διάρκειας τριών ετών, χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω. Συνεπώς, εάν το τεκμήριο 74 συνιστούσε τροποποίηση του όρου 3 του τεκμηρίου 76, δεν θα μπορούσε να προωθηθεί βάσιμα ισχυρισμός περί ερμηνείας του κατά τρόπο που να περιλαμβάνει και πρόβλεψη για παράταση ισχύος πέραν των τριών ετών. Η διατύπωση του τεκμηρίου 74 σε σχέση με το υπό αναφορά ζήτημα της διάρκειας δεν περιέχει οποιαδήποτε αμφισημία ούτως ώστε να υπόκειται σε περισσότερες από μία έννοιες και να χρήζει ερμηνείας πέραν της ξεκάθαρης που αποτυπώνει. Συνεπώς, έστω και αν γινόταν αποδεκτή η θέση των Εναγόντων περί τροποποίησης της επίδικης συμφωνίας μέσω του τεκμηρίου 74, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, ούτως ή άλλως, η εισήγησή τους περί συνολικής διάρκειας πέντε ετών των μεταξύ των διαδίκων συμβατικών σχέσεων.
Υπό το φως των πιο πάνω, ούτε η προσέγγιση των Εναγόντων − σύμφωνα με την οποία, εν πάση περιπτώσει, εξαπατήθηκαν από την επιστολή, τεκμήριο 74, και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές περί ρήτρας ολικής και τελεσίδικης συμφωνίας − έχει περιθώρια επιτυχίας. Καθότι, στην απουσία από το τεκμήριο 74 πρόνοιας για ανανέωση, είναι άγνωστο και αμφίβολο ποιά από τις περιόδους διάρκειας - δηλαδή των δύο ετών με πρόνοια ανανέωσης του τεκμηρίου 76 ή των τριών ετών χωρίς οποιαδήποτε πρόνοια του τεκμηρίου 74 - ήταν η πλέον συμφέρουσα για την πλευρά των Εναγόντων. Πέραν τούτου, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία της, η ΜΕ1 δεν ήταν ικανοποιημένη από τις διαβεβαιώσεις του Sparrow και η ίδια ζητούσε επιβεβαίωση από την έδρα των Εναγομένων, στις Η.Π.Α., για την επέκταση της διάρκειας της σύμβασης. Δεδομένου, όμως, ότι τέτοια διαβεβαίωση ουδέποτε έλαβε, δεν συμβαδίζει με τη λογική ότι, ως αποτέλεσμα του τεκμηρίου 74, εξαπατήθηκε και υπέγραψε το τεκμήριο 76.»
Η προσέγγιση του όλου ζητήματος από το Δικαστήριο παραγνωρίζει το ιστορικό πριν την εκτέλεση της συμφωνίας και το γεγονός ότι η Kayat δεν ήταν διατεθειμένη να υπογράψει τη συμφωνία παρά μόνο μετά την αποστολή του Τεκμ. 74. Στην τελευταία παράγραφο του εν λόγω εγγράφου δίδονται οδηγίες για προσθήκη στη συμφωνία των διαλαμβανομένων σε αυτό το έγγραφο. Όπως δε ανέφερε η ΜΕ1, πρόσθεσε την εν λόγω επιστολή ως παράρτημα της συμφωνίας. Η υπογραφή της συμφωνίας από την εφεσείουσα έγινε μετά τη λήψη του Τεκμ. 74 και με βάση το λεκτικό του εν λόγω εγγράφου τα όσα διαλαμβάνονται στην επιστολή αποτελούν μέρος της συμφωνίας. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν υπέγραψε την εν λόγω επιστολή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των τροποποιήσεων που επέφερε από τη στιγμή που προσετέθη στη συμφωνία προτού υπογραφεί από αυτούς και αποτέλεσε εν τη πράξη αναπόσπαστο μέρος της. Άλλωστε, αυτό είναι που υπαγόρευε και η επιστολή, Τεκμ. 74. Η ύπαρξη όρου ολικής τελεσίδικης συμφωνίας δεν αποκλείει την ύπαρξη συνοδευτικών επιστολών (βλ. Cheverny Consulting Ltd v. Whitehead Mann Ltd [2006] EWCA Civ 1303).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της ανανέωσης της αρχικής περιόδου της σύμβασης και της εισήγησης της εφεσείουσας ότι αυτή ανανεώθηκε για δύο περαιτέρω έτη κατ΄ ακολουθία των προβλεπομένων από τον όρο 3 του Τεκμ. 76, στη βάση των δύο επιστολών που απέστειλε ο Sparrow, ο οποίος ενεργούσε καθ΄ όλο τον ουσιώδη χρόνο εκ μέρους της εφεσίβλητης. Τις παραθέτουμε αυτούσιες:
«Τεκμήριο 137
Dear Konstantin
Please find a letter following confirming the exit from Melatonin by Genzyme.
Boston have asked me to send this to you today for legal reasons of your contract.
You of course know that the intention is to continue this product under new ownership as from 30th June.
I, as you know, leave Genzyme on this date and details of new ownership of the brand will be discussed with you. I am not sure at this time of my future involvement because of the recent troubles I seem to have caused.
I will speak with you tomorrow.
Anyhow don't get too hung up on the letter, it is just confirmation of a situation you are already aware of.»
«Τεκμήριο 138
Dear Konstantin
I received a call from Genzyme Boston who have been reviewing all contracts we have in place with distributors for the sale of our products.
Your contract with Genzyme USA clearly states that we are obliged to give you six months written notice of our intention to cease the supply of MelaPure Melatonin due to the re-focus of our Division and its products.
Genzyme Pharmaceuticals are therefore giving you notice as of today´s date 23 February 1998 that we will cease supply of MelaPure Melatonin as from 30th June 1998.
The product will be de-listed from that date.»
Κατέληξε δε το Δικαστήριο ως ακολούθως:
«Με βάση το περιεχόμενο των πιο πάνω τεκμηρίων, και ιδιαίτερα τη σαφή αναφορά του τεκμηρίου 138, καθίσταται ξεκάθαρο ότι την 23/2/1998 δόθηκε γραπτή ειδοποίηση τερματισμού με χρονικό ορίζοντα την 30/6/1998, τερματίζοντας έτσι, στη λήξη των δύο πρώτων ετών, την επίδικη συμφωνία.
Είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι η επίδικη συμφωνία δεν καθορίζει περίοδο ειδοποίησης τερματισμού στο τέλος της αρχικής διετούς ισχύος της. Ο όρος 3 προνοεί για εξάμηνη γραπτή ειδοποίηση τερματισμού στα μεταγενέστερα χρόνια. Όπως με πειστικότητα γνωμάτευσε ο ΜΥ1, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία [RGJ Assocs. Inc. v. Stainfafe, Inc., 300 F, Supp. 2d 250, 251-54 (D. Mass. 20040], στο Δίκαιο της Μασαχουσέτης όταν δεν προνοείται χρόνος εντός του οποίου πρέπει να δίδεται ειδοποίηση τερματισμού, η ειδοποίηση πρέπει να δίδεται εντός εύλογου χρόνου. Εύλογη ειδοποίηση στα πλαίσια μιας συμφωνίας διανομής, είναι ειδοποίηση η οποία παρέχει στο διανομέα επαρκή χρόνο για να εξασφαλίσει εναλλακτικό κατασκευαστή/προμηθευτή. Ακόμα και όπου η ειδοποίηση τερματισμού δεν είναι αποτελεσματική, το Δικαστήριο δεν πρέπει να την αγνοεί εντελώς, αλλά μπορεί να περιορίσει τις ζημιές σε αυτές που αποδίδονται στην ελλιπή ειδοποίηση (RGJ Assocs. Inc., ανωτέρω).
Mε βάση τα πιο πάνω, και στην απουσία αντίθετης προσέγγισης, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η παρασχεθείσα προθεσμία των τεσσάρων περίπου μηνών ήταν εύλογη. Εν πάση, δε, περιπτώσει - και στην καλύτερη για τους Ενάγοντες προσέγγιση - η περίοδος εύλογης προειδοποίησης δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει τη χρονική διάρκεια των έξι μηνών, την οποία και τα δύο μέρη καθόρισαν ως επαρκή και αποτελεσματική με βάση τα διαλαμβανόμενα στον όρο 3 του τεκμηρίου 76.»
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυρία του ΜΥ1, εμπειρογνώμονα της εφεσίβλητης, και δεν έλαβε υπόψη τα όσα ανέφερε κατά την αντεξέτασή του στη σελίδα 911 των πρακτικών:
«Ε. Είναι αλήθεια, ότι αυτή η απόφαση, η RGJ, αφορά Κανόνα Τερματισμού, όπου δεν υπήρχε συμφωνημένη διάρκεια και ούτε συμφωνημένη περίοδος προειδοποίησης;
Α. Πιστεύω ότι είναι σωστό.
Ε. Συμφωνείτε μαζί μου ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρχε συμφωνημένη διάρκεια συμφωνίας προειδοποίησης;
Α. Ναι.»
Ισχυρίζεται, περαιτέρω, λανθασμένη εφαρμογή της υπόθεσης RGJ Associates, Inc. v. Stainsafe, Inc., πιο πάνω, η οποία σύμφωνα με την εισήγηση εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η συμφωνία δεν περιλαμβάνει πρόνοια για περίοδο τερματισμού.
Η εφεσίβλητη από την άλλη, παραπέμπει στις παραγράφους 43 μέχρι 45 της δήλωσης του ΜΥ1 προς απόρριψη των θέσεων της εφεσείουσας:
«43. The determination of whether a proper termination or assignment occurred is heavily dependent on the evidence. There are, however, some general principles of law that may be helpful to the Court.
44. The Agreement does not set forth a notice period for termination at the end of the initial two-year period, although it does require six-month' notice to terminate in subsequent years.
In Massachusetts, when the time within which notice of termination must be given is not specified in a contract involving the sale of goods, notice must be provided within a reasonable time. See M.G.L. c. 106, para2-309(3) [Tab 14].
Under case interpreting para 2-309(3), reasonable notice in the context of a distribution is notice that provides the distributor sufficient time to find an alternative manufacturer/supplier. Cherick Distribs. Inc. V. Polar Corp., 669 N.E.2d 218, 220-21 (Mass. App. Ct. 1996) (four-day notice unreasonable where distributor did not have sufficient time to secure another supplier) [Tab 24]; Teitelbaum v. Hallmark Cards, Inc., 520 N.E.2d 1333, 1335-37 (Mass. App. Ct. 1988) (two-month notice reasonable with respect to greeting card distribution agreement [Tab 25].
45. Even where notice of termination is ineffective3, the Court should not disregeard it altogether rather, the Court may limit damages to those attributable to the defective notice. See RGJ Assocs. Inc. v. Stainsafe, Inc., 300 F. Supp. 2d 250, 251-54 (D. Mass. 2004) (amount of damages following the termination date was limited to the time period of what constitutes reasonable notice, thereby placing the supplier in the same position it would have been in but for the failure to give proper notice)».
Κατ΄ αρχάς σημειώνεται ότι στην υπόθεση RGJ Associates Inc. v. Stainsafe, Inc., πιο πάνω, δεν υπήρχε συμφωνημένη διάρκεια σύμβασης, ούτε περίοδος προειδοποίησης. Κρίθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να δοθεί εύλογη περίοδος τερματισμού της σύμβασης. Το δικαίωμα τερματισμού είναι σύμφυτο στη σύμβαση. Ούτε και επιδρά το ότι ο συμβαλλόμενος, ως αποτέλεσμα του τερματισμού, θα υποστεί απώλειες. Ακόμα και εκεί όπου η ειδοποίηση τερματισμού δεν είναι αποτελεσματική, το Δικαστήριο δεν πρέπει να την αγνοεί εντελώς, αλλά μπορεί να περιορίσει τις ζημιές σε αυτές που αποδίδονται στην ελλιπή προειδοποίηση, τοποθετώντας το ζημιωθέντα διάδικο στην ίδια θέση που θα ήταν εάν δεν υπήρχε παράλειψη στο να δοθεί η δέουσα ειδοποίηση.
Στην παρούσα περίπτωση η συμφωνία είχε χρονική διάρκεια τριών ετών από της εγγραφής του φαρμάκου, χωρίς όμως να καθορίζεται περίοδος τερματισμού της αρχικής περιόδου. Ως εκ τούτου, συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, σε τέτοια περίπτωση και στη βάση της υπόθεσης RGJ Associates Inc. v. Stainsafe, Inc., πιο πάνω, εξετάζεται κατά πόσο η περίοδος που δόθηκε με τον τερματισμό ήταν εύλογη, υπό την έννοια ότι δίδεται με αυτή επαρκής χρόνος για να εξασφαλίσει ο διανομέας εναλλακτικό κατασκευαστή/προμηθευτή. Η διάρκεια της σύμβασης χρήζει εξέτασης με στόχο να καθοριστούν οι αποζημιώσεις που δικαιούται να λάβει η εφεσείουσα στη βάση της απώλειας κερδών επί των μελλοντικών πωλήσεων που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει. Ακόμα και σε περίπτωση όπου η ειδοποίηση τερματισμού δεν είναι αποτελεσματική, το Δικαστήριο δεν πρέπει να την αγνοεί εντελώς αλλά μπορεί να περιορίσει τις ζημιές σε αυτές που αποδίδονται στην ελλιπή ειδοποίηση.
Στην πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι η περίοδος της σύμβασης ήταν για δύο χρόνια και πως η ειδοποίηση τερματισμού που στάληκε ήταν εύλογη. Το Δικαστήριο θεώρησε, επί του προκειμένου, ότι, ανεξαρτήτως της διάρκειας της σύμβασης, οι αποζημιώσεις περιορίζονται στις υφιστάμενες παραγγελίες, θέση που προωθήθηκε και από την εφεσίβλητη. Ως εκ τούτου, με στόχο να αποφασιστεί κατά πόσο η επιδίκαση των αποζημιώσεων ήταν ορθή ή όχι, θα εξετάσουμε πρώτα κατά πόσο όντως, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης, η διάρκεια της σύμβασης δεν επηρέαζε το ύψος των αποζημιώσεων.
Εσφαλμένη επιδίκαση ύψους αποζημιώσεων
Η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και ορθά ανέλυσε τη θεωρία για επιδίκαση αποζημιώσεων με βάση το αναμενόμενο κέρδος της πλευράς που υπέστη ζημιά, ώστε να παρασχεθεί στο αναίτιο μέρος το πλεονέκτημα που θα είχε εάν η σύμβαση εξακολουθούσε απρόσκοπτα την πορεία της, επιδικάζοντας αποζημιώσεις για περίοδο έντεκα μηνών, εσφαλμένα δεν συμπεριέλαβε αποζημιώσεις για όλη τη διάρκεια της σύμβασης και στη βάση των παραγγελιών που αναμενόταν να υποβληθούν ή έστω με βάση τον ελάχιστο αριθμό που προνοούσαν οι συμφωνίες.
Από την άλλη η πλευρά της εφεσίβλητης, με αναφορά στα πρακτικά της υπόθεσης σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που δόθηκε, εισηγείται ότι ο υπολογισμός των αποζημιώσεων στη βάση που εισηγείται η εφεσείουσα θα βασίζετο σε εικασίες και αστήρικτες θεωρίες, ανεξαρτήτως της διάρκειας της επίδικης σύμβασης.
Δεν υπάρχει διαφωνία ως προς τη νομική προσέγγιση του θέματος των αποζημιώσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι ότι στόχος των αποζημιώσεων σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι να τοποθετηθεί ο ζημιωθείς διάδικος στην ίδια θέση που θα ήταν εάν ο αντισυμβαλλόμενός του εκτελούσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Οι αποζημιώσεις βασίζονται συνήθως στο «αναμενόμενο συμφέρον της πλευράς που υπέστη τη βλάβη, και στοχεύουν στην παροχή του πλεονεκτήματος που θα είχε εάν η σύμβαση εξακολουθούσε απρόσκοπτα την πορεία της». Προς υπολογισμό των αποζημιώσεων, δόθηκε μαρτυρία από οικονομικούς εμπειρογνώμονες.
Η εφεσείουσα παρουσίασε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, ΜΕ16, ο οποίος στηρίχθηκε στα όσα κατέθεσε η ΜΕ11, προκειμένου να καταλήξει στις συνολικές πωλήσεις που αναμενόταν να πετύχει το επίδικο προϊόν στην Ουκρανική λιανική αγορά την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 1997 και Απριλίου 2002 και στην πυραμίδα συμβολαίου που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων και, ακολούθως, μεταξύ της εφεσείουσας και ΑΝΙΤ, CERTA και MEDICAL COMMERCE. Σύμφωνα με το μάρτυρα, η αποζημίωση θα έπρεπε να αποτιμηθεί στο σύνολο των συμφωνημένων πωλήσεων προς τις εταιρείες CERTA και MEDICAL COMMERCE. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εν λόγω μαρτυρία, καθώς και αυτή που παρουσιάστηκε από τον οικονομικό εμπειρογνώμονα της εφεσίβλητης, ΜΥ2, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όπως ορθά εντόπισε ο ΜΥ2, και τεκμηρίωσε με το ανάλογο μέρος της μαρτυρίας που έδωσε ενώπιον του Δικαστηρίου, η πρόβλεψη της ΜΕ11 δεν λαμβάνει υπόψη θεμελιώδεις παράγοντες τιμής και αποτελεσματικότητας, στοιχείο που συνιστά μέρος της βασικής διαδικασίας για την πρόβλεψη της επιτυχούς εισαγωγής νέων προϊόντων σε κάθε αγορά. Είναι αυθαίρετη η υπόθεση της ΜΕ11 ότι το επίδικο φάρμακο θα πετύχαινε αμέσως μερίδιο 10% στην ουκρανική αγορά, το οποίο και θα διατηρούσε. Η υπόθεση αυτή, όπως με πειστικότητα εξήγησε ο ΜΥ2, δεν συνάδει με την πραγματική εμπειρία της αγοράς, αφού στη συγκεκριμένη αγορά κανένα άλλο προϊόν δεν κέρδισε μερίδιο τέτοιας έκτασης. Επίσης, όπως και πάλι ορθά εντόπισε ο ΜΥ2, η πιο πάνω υπόθεση της ΜΕ11 παραμένει στο επίπεδο της θεωρίας και παραβλέπει το γεγονός ότι η ουκρανική οικονομία αντιμετώπισε, κατά τον επίδικο χρόνο, οικονομική κρίση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η σημαντική υποτίμηση του νομίσματος της χώρας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η τιμή του επίδικου φαρμάκου ήταν πλέον συγκριτικά δυσανάλογη με τους μισθούς των πολιτών της Ουκρανίας. Στοιχείο που αναπόφευκτα θα επηρέαζε και τον όγκο των πωλήσεων. Συνεπώς, η αντίθετη προσέγγιση της ΜΕ11 στερείται πειστικότητας.
Από την άλλη πλευρά, η έκθεση του ΜΕ16 παραβλέπει ουσιαστικά δεδομένα, άρρηκτα συνδεδεμένα με τη μεθοδολογία που τη χαρακτηρίζει. Καταρχάς, το διάτρητο της μαρτυρίας της ΜΕ11 επηρεάζει και την υπό εξέταση έκθεση, αφού επιδρά άμεσα στον όγκο της υπολογιζόμενης κατανάλωσης, όπως αυτός αποτυπώνεται και στις συμφωνίες μεταξύ Εναγόντων και υποδιανομέων. Ακόμα, η όλη συλλογιστική για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων είναι έκθετη σε απόρριψη, δεδομένου ότι, όπως διαφάνηκε από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, η ΑΝΙΤ δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει την όποια συμβατική της δέσμευση, αφού δεν είχε την αναγκαία φαρμακευτική άδεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα μπορούσε να αποτελεί και τον κεντρικό κρίκο της αλυσίδας που συνιστούσε την πυραμίδα των προαναφερθέντων συμφωνιών. Το πλέον όμως σημαντικό, είναι ότι η θεωρητική προσέγγιση του ΜΕ16 ανατρέπεται από τα δεδομένα, όπως αυτά έλαβαν χώρα κατά τον ουσιώδη χρόνο ισχύος της επίδικης συμφωνίας, ήτοι κατά τα έτη 1997 και 1998. Καθότι, στην πραγματικότητα, οι ποσότητες που παραγγέλθηκαν ήταν, ουσιαστικά και σημαντικά, χαμηλότερες από αυτές που καλύπτουν οι συμφωνίες που αποτέλεσαν τη βάση του υπολογισμού των συμβατικών ζημιών της έκθεσης του συγκεκριμένου μάρτυρα των Εναγόντων. Συνεπώς, η ίδια η πραγματικότητα είναι από μόνη της αρκετή για να ανατρέψει τα συμπεράσματα και την όποια αποτίμηση αποτυπώνεται στην έκθεση του ΜΕ16, τεκμήριο 253. Ως αποτέλεσμα, η εξεταζόμενη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά των Εναγόντων για απόδειξη του ύψους της απώλειας, είναι διάτρητη και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για υπολογισμό της ζημιάς για τους λόγους που έχουν πιο πάνω εξηγηθεί, και, επιπρόσθετα, με δεδομένη πλέον την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τη διάρκεια ισχύος της επίδικης συμφωνίας.»
Κατέληξε δε στον υπολογισμό των επιδικασθέντων αποζημιώσεων ως αναφέρεται στο σχετικό απόσπασμα που καταγράψαμε στις σελίδες 21-22 της απόφασής μας, πιο πάνω.
Η αξίωση της εφεσείουσας βασίζεται σε μία πυραμίδα των ουσιωδών συμβολαίων μεταξύ των διαδίκων και τρίτων εταιρειών, ήτοι συμφωνία των διαδίκων για πωλήσεις προς $3.50 το μπουκάλι και $3.00 το 1998, συμφωνία μεταξύ εφεσείουσας και ΑΝΙΤ προς $15 το μπουκάλι και ΑΝΙΤ με CERTA και MEDICA COMMERCE προς $19 το μπουκάλι. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα συμβόλαια που αποτελούν την πυραμίδα δεν συνιστούν στέρεη βάση για επιδίκαση αποζημιώσεων, εφόσον η ΑΝΙΤ δεν κατέχει άδεια να εμπορεύεται το φάρμακο. Όπως, επίσης, ορθή είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του ΜΕ16 ανατρέπεται από τα δεδομένα όπως αυτά έλαβαν χώρα κατά τα έτη 1997 και 1998 που ίσχυε η επίδικη συμφωνία. Οι ποσότητες των παραγγελθέντων προϊόντων στην πραγματικότητα ήταν πολύ χαμηλότερες από τις συμφωνηθείσες και αυτό ορθά διαπιστώθηκε ότι καθιστά τη μαρτυρία του ΜΕ16 θεωρητική. Η εισήγηση της εφεσείουσας περί δυσκολίας παράδοσης των προϊόντων από πλευράς Gengyme δεν ανατρέπει αυτό το δεδομένο, καθώς αφορά τα παραγγελθέντα προϊόντα. Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως της διάρκειας της σύμβασης, θεωρούμε ορθό τον υπολογισμό των αποζημιώσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν κρίνουμε ότι τέθηκε ο,τιδήποτε από την εφεσείουσα που να ανατρέπει την κατάληξή του ότι η έκθεση του ΜΕ16 δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Ακριβώς γιατί η πραγματικότητα αναιρεί τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο εν λόγω μάρτυρας.
ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ
Η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε πραγματικά έξοδα σε σχέση με διαφημίσεις, όπως αξιώνονται στην παράγραφο 8.3 και 34.2 της έκθεσης απαίτησης. Προς τούτο παρέπεμψε στη μαρτυρία του ΜΕ10 και στο Τεκμ. 241, το οποίο κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας, σύμφωνα με το οποίο τα έξοδα για διαφημίσεις ανέρχονται στα 417,850 δολλ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απόδοση των ποσών αυτών, τόσο στη βάση της παράληψης απόδειξής τους με την απαραίτητη αυστηρότητα και σαφήνεια, όσο και στο ακόλουθο σκεπτικό:
«Δεν είναι, επίσης, επιτρεπτή νομικά η απόδοση των αξιούμενων, στην παράγραφο 8.3 της έκθεσης απαίτησης, ποσών.
.. συνιστούν δαπάνες οι οποίες έγιναν προκειμένου να καταστεί δυνατή η υλοποίηση και εφαρμογή της επίδικης συμφωνίας και συνακόλουθα η απόλαυση των καρπών της από τους Ενάγοντες. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράβαση εκ μέρους των Εναγομένων της μεταξύ των μερών συμφωνίας, και η ενεργοποίηση, πλέον, δικαιώματος παροχής θεραπείας αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας στη βάση που αξιώνεται από τους Ενάγοντες, δεν παρέχει περιθώρια απόδοσης και αποζημιώσεων σε σχέση με ποσά που καταβλήθηκαν προς υλοποίηση της εν λόγω συμφωνίας.»
Θεωρούμε ότι η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ορθή και, συνεπώς, η εξέταση του κατά πόσο τα αξιούμενα ποσά έχουν αποδειχθεί με την απαραίτητη αυστηρότητα και σαφήνεια παραμένει θεωρητική.
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦ. 93A ΚΑΙ ΤΟΥ RICO.
Η εφεσείουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημιώσεις με βάση το Κεφ. 93Α και το RICO τα οποία αποτελούν μέρος του Δικαίου της Μασσαχουσέτης στη βάση των οποίων το επιδικασθέν ποσό μπορεί να διπλασιαστεί ή να τριπλασιαστεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την αξίωση της εφεσείουσας για το πιο πάνω είδος αποζημιώσεων, κατέληξε ότι «το κυπριακό Δικαστήριο δεν πρέπει να εφαρμόσει στη χώρα του ποινικούς, τιμωρητικούς, φορολογικούς ή άλλους νόμους που χαρακτηρίζονται από έντονο το στοιχείο της «δημόσιας πολιτικής» μιας άλλης χώρας. Ιδίως, όταν προβάλλει έντονο το στοιχείο της ποινικής τιμωρίας (Halsbury's Laws of England, Fourth Edition, Volume 8(3), pages 28-29).»
Περαιτέρω, έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχαν περιθώρια εφαρμογής των δύο πιο πάνω νομοθετημάτων, λόγω έλλειψης ουσιαστικών προϋποθέσεων. Επεξηγώντας τη θέση του αναφέρθηκε στο αδιαμφισβήτητο γεγονός που προκύπτει από τη μαρτυρία των δύο εμπειρογνωμόνων ΜΕ14 και ΜΥ1 ότι το Κεφ. 93Α προνοεί για μεγάλη ποικιλία διαφορετικών ειδών πράξεων, οι οποίες θα ήταν δυνατό να συνιστούν παραβίαση του υπό αναφορά Κεφαλαίου. Όμως, συνήθης αθέτηση συμβολαίου δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Σε περίπτωση που η αθέτηση αυτή συντελείται με απώτερο σκοπό την απόκτηση ιδιαίτερου οφέλους από το άτομο που προβαίνει σε τέτοια αθέτηση, το στοιχείο αυτό μπορεί να είναι αρκετό για να οδηγήσει σε παράβαση του Κεφ. 93Α. Σύμφωνα με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προϋπόθεση έγερσης απαίτησης, δυνάμει του εν λόγω νομοθετήματος, είναι η διάπραξη της ζημιογόνας παράνομης πράξης «κυρίως και ουσιωδώς στην πολιτεία της Μασσαχουσέτης». Στην παρούσα περίπτωση κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε το εν λόγω στοιχείο.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η σχετική πρόνοια του Κεφ. 93Α έχει ως ακολούθως:
«No action shall be brought or maintained under this section unless the actions and transactions constituting the alleged unfair method of competition or the unfair or deceptive act or practice occurred primarily and substantially within the commonwealth. For the purposes of this paragraph, the burden of proof shall be upon the person claiming that such transactions and actions did not occur primarily and substantially within the commonwealth.»
Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι εμφανές ότι η οποιαδήποτε μεμπτή πράξη θα πρέπει να έχει συντελεστεί «πρωταρχικά και ουσιαστικά εντός της πολιτείας της Μασσαχουσέτης». Το βάρος απόδειξης ευρίσκετο στους ώμους της εφεσείουσας να πείσει το Δικαστήριο ότι με βάση τα γεγονότα, η ισχυριζόμενη μεμπτή συμπεριφορά της εφεσίβλητης έλαβε χώρα «πρωταρχικά και ουσιαστικά» εντός της πολιτείας της Μασσαχουσέτης (Kuwait Danish Computer Co. v. Digital Equip. Corp., 438 Mass. 459 (2003)). Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι κατ΄ ισχυρισμό επιλήψιμες ενέργειες και πράξεις δεν έλαβαν χώρα εντός της εν λόγω πολιτείας. Η επίδικη σύμβαση συνομολογήθηκε στην Κύπρο και η παράδοση των προϊόντων που κατά την εφεσείουσα δεν ήταν σύμφωνα με τις συμβατικές προδιαγραφές και με την άδεια εγγραφής που είχαν εκδώσει οι αρχές της Ουκρανίας, έλαβε χώρα στην Ουκρανία, όπου προέκυψαν και οι κατ΄ ισχυρισμό απώλειες και ζημιές. Συνεπώς, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το «κέντρο βάρους» δεν είναι η πολιτεία της Μασσαχουσέτης ως απαιτείται από το Κεφ. 93Α.
Περαιτέρω, αποτελεί αρχή του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου ότι το ημεδαπό Δικαστήριο δεν πρέπει να εφαρμόζει στη χώρα του τιμωρητικούς νόμους που χαρακτηρίζονται από έντονο το στοιχείο της «δημόσιας πολιτικής» της άλλης χώρας, όπως ορθά έχει επισημάνει η πλευρά της εφεσίβλητης, με αναφορά στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4th Edition, Vol. 8(3), pages 28-29, και Cheshire and North, Private International Law, 13η Έκδοση, σελίδα 106.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της εφεσείουσας για αποζημιώσεις κατ΄ επίκληση παραβίασης του νομοθετήματος RICO. Το εν λόγω νομοθέτημα, όπως έχει αναλυθεί πρωτοδίκως με αναντίλεκτη μαρτυρία συνιστά ομοσπονδιακό νόμο και θεσπίστηκε από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Μεταξύ άλλων, προνοεί για θεραπείες αστικής φύσεως οι οποίες παρέχουν το δικαίωμα σε ιδιώτες να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για βλάβη στις επιχειρήσεις τους λόγω παραβίασης του RICO. Σχετική είναι η ακόλουθη πρόνοια από το εν λόγω νομοθέτημα:
«It shall be unlawful for any person employed by or associated with any enterprise engaged in, or the activities of which affect, interstate or foreign commerce, to conduct or participate, directly or indirectly, in the conduct of such enterprise's affairs through a pattern of racketeering activity or collection of unlawful debt.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με αναφορά στην υπόθεση U.S. v. Turkette, 452, U.S. 576 (1981), ότι ο κύριος σκοπός του νομοθετήματος αυτού είναι η αντιμετώπιση της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος σε νόμιμες επιχειρήσεις. Σκοπός του εν λόγω νομοθετήματος είναι η καταστολή και καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και, συνεπώς, η εφαρμογή του σε μια εμπορική διαφορά, όπως είναι η υπό κρίση, δεν εμπίπτει στο γράμμα και στο πνεύμα του Νόμου. Η πλευρά της εφεσείουσας διαφωνεί με αυτή τη θέση, προβάλλοντας πως, με βάση μεταγενέστερη νομολογία, στην οποία αναφέρθηκε ο δικός τους εμπειρογνώμονας επί αλλοδαπού δικαίου, κατέστη σαφές ότι παρόλο που το Κογκρέσο κατά το χρόνο θέσπισης του Νόμου είχε υπόψη του την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος «προτύπου δραστηριοτήτων» δεν είχε στόχο να περιορίσει την ευρεία εφαρμογή του Νόμου, γι΄ αυτό και υιοθέτησε ένα «πρότυπο δραστηριοτήτων».
Ανεξαρτήτως του κατά πόσο οι αποζημιώσεις που προνοούνται από το πιο πάνω νομοθετικό πλαίσιο εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις μη οργανωμένου εγκλήματος, και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ιδιωτικής διαφοράς που προκύπτει από συμφωνία, και πάλι δεν θα ήταν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ορθό να επιδικαστούν τέτοιου είδους αποζημιώσεις. Τα όσα έχουν αναφερθεί σε συνάρτηση με το Κεφ. 93Α και τις αρχές του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου ζητείται η εφαρμογή ξένου νομοθετήματος, ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση. Πρόκειται για νομοθέτημα όπου υπάρχει έντονο το στοιχείο της δημόσιας πολιτικής της πολιτείας της Μασσαχουσέτης και δεν θεωρούμε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόσουν αυτού του είδους τις νομοθετικές πρόνοιες σε υπόθεση που εκδικάζεται στη χώρα μας. Ειδικότερα, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που δόθηκε στην υπόθεση, όπως αυτή έχει γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, δεν κρίνουμε ότι θα μπορούσαν να υπαχθούν στις πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας.
Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε δεόντως την απόφαση και τα ευρήματά του. Ουσιαστικά ο λόγος έφεσης επεκτείνεται σε στοιχεία τα οποία έχουν ήδη εξεταστεί με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, και ειδικότερα με την ορθή διάρκεια της συμφωνίας και τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για τα οποία έχουμε ήδη αποφανθεί πιο πάνω. Εν πάση περιπτώσει, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση των εφεσειόντων. Κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εξετάσει όλα τα εγειρόμενα ζητήματα και έχει αιτιολογήσει την κάθε πτυχή της απόφασης επί της οποίας εξέφρασε κρίση.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Κατά συνέπεια, η έφεση 199/2014 επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως προς τον τόκο, έτσι ώστε το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων να φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης. Η έφεση 200/2014 απορρίπτεται. Ενόψει του αποτελέσματος, τα έξοδα της έφεσης 199/2014 επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας (Genzyme), όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα κατά τα 2/3. Τα έξοδα της έφεσης 200/2014 επιδικάζονται εναντίον της εφεσείουσας (Kayat), όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Λόγω της συνεκδίκασης των εφέσεων, θα δοθεί μόνο ένα σετ εξόδων.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 199/2014)
(σχ. με 200/2014)
25 Μαΐου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
GENZYME CORPORATION,
Εφεσείουσα/Εναγομένη
ΚΑΙ
KAYAT TRADING LIMITED,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
-----------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 200/2014)
(σχ. με 199/2014)
KAYAT TRADING LIMITED,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
ΚΑΙ
GENZYME CORPORATION,
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης
--------------------------------------
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 199/2014
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα) και Γ. Μίτλεττον, για την Εφεσείουσα.
Γ. Γεωργιάδης με Ν. Βαρωσιώοτυ (κα) και Στ. Γεωργιάδου (κα),
ασκούμενη δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 200/2014
Γ. Γεωργιάδης με Ν. Βαρωσιώτου (κα) και Στ. Γεωργιάδου (κα),
ασκούμενη δικηγόρο, για την Εφεσείουσα.
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα) και Γ. Μίτλεττον, για την Εφεσίβλητη.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας ως προς όλα τα θέματα και στις δύο εφέσεις πλην του ζητήματος των αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν στην Πολιτική Έφεση υπ΄ αρ. 199/2014. Είναι, κατά την κρίση μου, αντιφατικό το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε απορρίψει τη χρήση της Anit για την προώθηση των παραγγελιών στην Ουκρανική αγορά λόγω της μη εκ μέρους της κατοχής φαρμακευτικής άδειας προς υπολογισμό των αποζημιώσεων και από την άλλη να καταλήγει κατά τον υπολογισμό σ΄ αυτή ακριβώς την εμπλοκή και χρήση της Anit από την Kayat.
Αναφέρεται στην απόφαση σελ. 66-67:
«Ακόμα, η όλη συλλογιστική για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων είναι έκθετη σε απόρριψη, δεδομένου ότι, όπως διαφάνηκε από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, η ANIT δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει την όποια συμβατική της δέσμευση, αφού δεν είχε την αναγκαία φαρμακευτική άδεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα μπορούσε να αποτελεί και τον κεντρικό κρίκο της αλυσίδας που συνιστούσε την πυραμίδα των προαναφερόμενων συμφωνιών.
Ως αποτέλεσμα, η εξεταζόμενη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά των εναγόντων για απόδειξη του ύψους της απώλειας είναι διάτρητη και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για υπολογισμό της ζημιάς για τους λόγους που έχουν πιο πάνω εξηγηθεί, και επιπρόσθετα, με δεδομένη πλέον την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την διάρκεια ισχύος της επίδικης Συμφωνίας.»
Παρά τα ανωτέρω, στο τέλος το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την Anit ως βάση για υπολογισμό όπως εμφανώς προκύπτει από το ακόλουθο κείμενο:
«... λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά δεδομένα, ήτοι το ύψος των παραγγελιών που έλαβαν χώρα κατά τα έτη 1997 και 1998 - πιο συγκεκριμένα μεταξύ Οκτωβρίου 1997 και Αυγούστου 1998 - είναι δυνατή η αποτίμηση της απώλειας. Απαραίτητο, περαιτέρω, στοιχείο είναι η διαφορά της τιμής αγοράς του επίδικου προϊόντος από τους Ενάγοντες και η τιμή πώλησης του. Όπως παραμένει χωρίς αμφισβήτηση, οι Ενάγοντες αγόραζαν κατά το έτος 1997 το εν λόγω προϊόν στην τιμή των Δολαρίων Αμερικής 3.50 το μπουκάλι από τους Ενάγοντες και κατά το έτος 1998, στην τιμή των Δολαρίων Αμερικής 3.00, τεκμήριο 128. Η τιμή πώλησης από τους Ενάγοντες στην ANIT συμφωνήθηκε στο ποσό των Δολαρίων 15.00 το μπουκάλι, στοιχείο που, κατά την εκ μέρους των Εναγομένων αμφισβήτηση, δεν αντικρούστηκε με οποιαδήποτε περί του αντιθέτου μαρτυρία.
Όπως προκύπτει από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, ο όγκος των παραγγελιών κατά το έτος 197 ήταν 321.600 μπουκάλια ή 69 παλέτα. Όπως εξειδικεύεται στην παράγραφο 10 της έκθεσης απαίτησης, και τεκμηριώθηκε μέσα από τη μαρτυρία του ΜΕ2 με την παρουσίαση σχετικών στοιχείων επιστολογραφίας οι υπό αναφορά παραγγελίες δόθηκαν εντός του 1997 μια μέρος τους, 20 παλέτα, αφορούσαν το μήνα Ιανουάριο του 1998. Ο αντίστοιχος όγκος παραγγελιών για το έτος 1998, όπως δικογραφείται στην παράγραφο 13 της έκθεσης απαίτησης, και επίσης επιβεβαιώθηκε μέσα από τη μαρτυρία του ΜΕ 2, και πάλι με την παρουσίαση σχετικής αλληλογραφίας ήταν 60.000 μπουκάλια ή 12 παλέτα, εκ των οποίων, όπως τα 20.000 μπουκάλια αφορούσαν αντικατάσταση προηγούμενης προβληματικής παραλαβής. Συνεπώς η συνολική παραγγελία για το έτος 1998 ήταν 40.000 μπουκάλια.
Με βάση τα πιο πάνω, απλή μαθηματική πράξη οδηγεί στο ύψος των αποζημιώσεων που δικαιούνται επί του προκειμένου οι Ενάγοντες. Ήτοι, και υπό την αίρεση της ορθότητας του μαθηματικού υπολογισμού, 321.600 x 11.50 = 3.698,400 και 40.000 x 12.00 = 480.000. Σύνολο Δολάρια Αμερικής 4.178.400.»
Το πλαίσιο των αποζημιώσεων στο συμβατικό δίκαιο τέθηκε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το αναίτιο μέρος δικαιούται σε εκείνες τις αποζημιώσεις που θα το αποκαθιστούσαν στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν η σύμβαση των διαδίκων διεκπεραιωνόταν ομαλά και απρόσκοπτα. Σε τέτοια περίπτωση οι αποζημιώσεις ισούνται με εκείνο το καθαρό κέρδος που θα απεκόμιζε το αναίτιο μέρος. Αυτή είναι η θεωρία στην απλότητα της. Στην πράξη παρουσιάζονται δυσκολίες στην απόδειξη των αποζημιώσεων. Αυτό γιατί χρησιμοποιούνται διαφορετικές φόρμουλες υπολογισμού τους αφενός και η απόδειξη τους μπορεί να προσκρούσει σε διάφορα προβλήματα αφετέρου. Το σίγουρο είναι ότι το αναίτιο μέρος πρέπει να αποδείξει το δικαίωμα του σε αποζημιώσεις όχι μόνο ως νομικό δικαίωμα διότι αυτό επέρχεται με την κρίση επί της ευθύνης για τη διάρρηξη της σύμβασης. Το σημαντικό είναι να αποδειχθεί ότι πράγματι θα πραγματοποιείτο κέρδος. Το αυτονόητο δεδομένο ότι ένας εμπορευόμενος συμβάλλεται με σκοπό το κέρδος και τη μεγιστοποίηση του πρέπει να πιστοποιηθεί στην πράξη ώστε να συγκεκριμενοποιηθούν οι αποζημιώσεις και βεβαίως το κόστος στο υπαίτιο μέρος.
Η Kayat εδώ χρησιμοποίησε πράγματι ένα περίεργο μηχανισμό για να προωθήσει τα εμπορεύματα στην εγχώρια Ουκρανική αγορά εφόσον η ίδια ως Κυπριακή εταιρεία χρειαζόταν ένα μεσάζοντα στη χώρα διάθεσης. Αυτός ο μεσάζων ήταν η Anit. Αποδείχθηκε, όμως, ότι δεν είχε φαρμακευτική άδεια εισαγωγής των προϊόντων στην Ουκρανία και αυτό έγινε παραδεκτό και από τη μαρτυρία του Tsvetkov, Μ.Ε.3, διευθυντή της Certa, η εμπλοκή της οποίας αναφέρεται αμέσως πιο κάτω, (δέστε πρακτικά σελ. 275-276). Επομένως η Kayat ως η αγοράστρια των προϊόντων από την Genzyme δεν θα μπορούσε να πραγματοποιούσε οποιοδήποτε κέρδος μέσω της. Η έκθεση απαίτησης δεν απεκάλυψε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ο ισχυρισμός που καταγράφηκε ήταν ότι στις 18.8.1997 είχε συναφθεί έγγραφη συμφωνία μεταξύ της Kayat και της Anit με την οποία η τελευταία είχε διοριστεί αποκλειστικός υποδιανομέας της MelaPure στην Ουκρανία για την περίοδο που υπήρχε εγγραφή του προϊόντος ως φαρμάκου στην Ουκρανία, δηλαδή, μέχρι τις 25.4.2002. Σύμφωνα με τη σχετική παράγραφο της έκθεσης απαίτησης (παρ. 8.1(β)), η Anit είχε αναλάβει υποχρέωση να αγοράζει τουλάχιστον 20 παλέτες, ήτοι, 96.000 μπουκάλια των 60 δισκίων κάθε μήνα προς Δολάρια Αμερικής 15, εκάστη. Η αγορά βέβαια θα γινόταν από την Kayat.
Εδώ έγκειται το πρόβλημα. Η Kayat διεκδίκησε αποζημιώσεις όχι στη βάση απευθείας πωλήσεων που η ίδια θα διεκπεραίωνε στην Ουκρανική αγορά, αλλά στη βάση μεσάζοντος. Αφήνοντας κατά μέρος την τεράστια διαφορά μεταξύ $3.50 και $15, η βασική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν ο καθορισμός της Kayat ως αποκλειστικής αντιπροσώπου στην Ουκρανία. Έπεται ότι κατά το κλασσικό δίκαιο των αποζημιώσεων, η Kayat θα δικαιούτο σε απώλεια κέρδους που η ίδια θα αποδείκνυε ότι θα πραγματοποιούσε στη βάση δικών της μεταπωλήσεων στην Ουκρανία. Δεν πρέπει να ξεχνάται ότι στην αρχή τα Δικαστήρια θεωρούσαν την αποζημίωση αυτή ως πολύ απομακρυσμένη και άδικο να την επωμίζεται ο πωλητής. Ο κίνδυνος της απώλειας κέρδους δεν θεωρείτο αυτονόητος, (Ogus: The Law of Damages σελ. 314-315). Στην εξέλιξη του δικαίου, όμως, ο αυστηρός αυτός κανόνας υποχώρησε όταν ο πωλητής γνώριζε την ύπαρξη μεταπώλησης και, μετέπειτα, όταν θα έπρεπε να υποτεθεί ότι στις περιβάλλουσες συνθήκες ενός συμβολαίου, η μεταπώληση θα έπρεπε να θεωρείτο από τους διαδίκους ως αναμενόμενη.
Εδώ, η Kayat ως γενικός αποκλειστικός αντιπρόσωπος δικαιούτο βεβαίως στην εκ μέρους της Genzyme παράδοση των παραγγελθέντων προϊόντων με αναμενόμενη την πραγμάτωση κέρδους από την μεταπώληση αφού δεν αγόραζε απλώς για αποθήκευση, αλλά για την προώθηση τους στην αγορά.
Το συμβόλαιο μεταξύ των διαδίκων προνοούσε με τον όρο 2 ότι το προνόμιο αποκλειστικής διανομής διδόταν στην Kayat άμεσα («directly») ή μέσω τοπικών υποδιανομέων εγκεκριμένων από την Genzyme. Πουθενά στην έκθεση απαίτησης δεν υπήρξε άμεσος ισχυρισμός ότι η Anit, πόσο μάλλον οι Certa και Medical Commerce, έτυχαν της συγκατάθεσης («approval») της Genzyme. Εκείνο που διατείνετο η Kayat στην παρ. 18 της έκθεσης απαίτησης, ήταν μόνο ότι η Genzyme «γνώριζε» την ύπαρξη της συμφωνίας της Kayat με την Anit.
Το βασικό όμως είναι ότι η Anit δεν είχε άδεια εισαγωγής του προϊόντος γι΄ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν σε κάποιο χρόνο αργότερα το 1997-1998, οι εταιρείες Certa και Medical Commerce οι οποίες ήταν αυτές που είχαν τοποθετήσει τελικώς απευθείας παραγγελίες με την Kayat. Η χρησιμοποίηση αυτών των δύο εταιρειών έγινε, όπως έδειξε η μαρτυρία, όχι λόγω των όσων αναφέρονται στην παρ. 8(1)(β) της έκθεσης απαίτησης, δηλαδή, κατ΄ ισχυρισμόν, (που δεν αποδείχθηκε), «.. μετά από αίτημα των αγοραστών για διευκόλυνση τους στη διαδικασία εισαγωγής, εκτελώνισης και/ή πληρωμής της MelaPure», αλλά απλά διότι η Anit δεν μπορούσε καν να εκτελωνίσει πόσο μάλλον στην ουσία να προωθήσει τη MelaPure στην αγορά. Το ότι η Anit έδωσε κατά τον ισχυρισμό της πιο πάνω παραγράφου, τη συγκατάθεση της προς τις Certa και Medical Commerce για τις παραγγελίες αυτές, ποσώς ενδιαφέρει την Genzyme ως προς την απόδειξη αποζημιώσεων, εφόσον η Genzyme είχε νομική-συμβατική σχέση μόνο με την Kayat και η Anit υπεισερχόταν στην εικόνα μόνο εάν και εφόσον η ίδια μπορούσε να ενεργοποιήσει την προώθηση των προϊόντων. Άλλωστε, οι συμφωνίες Certa και Medical Commerce με την Anit, ανέβασαν την τιμή πώλησης στην Ουκρανική αγορά στα $19 το μπουκάλι μεγιστοποιώντας έτσι την αναζήτηση αποζημιώσεων από την Genzyme.
Στον Ogus - πιο πάνω - σελ. 316, αναγράφεται ότι εάν υπάρχει πτώση της τιμής στην αγορά μεταξύ της ημερομηνίας που o πωλητής θα έπρεπε να παρέδιδε και της ημερομηνίας που πραγματικά παρέδωσε, το αναμενόμενο κέρδος του αγοραστή θα μειώνεται ανάλογα. Εδώ, τα προϊόντα δεν είχαν ακόμη διατεθεί και δεν υπήρξε τέτοιο ενδεχόμενο. Όμως, συνεχίζει το σύγγραμμα, ακόμη και όπου η πώληση των εμπορευμάτων μέσω τρίτου («subsale»), μπορεί να θεωρείται ως ευλόγως αναμενόμενη και στη σκέψη των διαδίκων, «... profits at an unusual high rate may not be". Και εδώ ακριβώς η χρήση των Certa και Medical Commerce εκτόξευσαν την επιδιωκόμενη αποζημίωση εφόσον στις λεπτομέρειες των ζημιών που αναζητούνται στις παρ. 35.2 και 35.3, εμπεριέχεται αξίωση που καλύπτει και τις αγορές που οι δύο αυτές εταιρείες έκαμαν στην αυξημένη τιμή των $19 το μπουκάλι. Ενώ, βεβαίως, τη διαφορά στην τιμή των $4 μεταξύ Anit και Certa/Medical Commerce θα έπρεπε να την επωμιζόταν η Anit, η οποία δεν μπορούσε η ίδια να θέσει στην αγορά το φαρμακευτικό αυτό προϊόν.
Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Anit δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον υπολογισμό οποιασδήποτε αποζημίωσης προς την Kayat, ως εργαλείο, δηλαδή, με το οποίο η Kayat θα πραγματοποιούσε στην πράξη το κέρδος της από τη συμφωνία με την Genzyme. Άλλωστε η Anit, γι΄ αυτό το λόγο, δεν παράγγειλε ποτέ οτιδήποτε η ίδια προς την Kayat. Αλλά ούτε και η Certa και Medical Commerce παράγγειλαν ποτέ οτιδήποτε από την Anit. Οι παραγγελίες ήταν από την Kayat, (μαρτυρία Tsvetkov σελ. 276-276). Επομένως, πράγματι στήθηκε ένας όψιμος μηχανισμός για την προώθηση των προϊόντων στην Ουκρανική αγορά που δεν ήταν αυθεντικός από την άποψη ότι ήταν συνήθης και κανονικός στη ροή του εμπορίου. Ήταν προσπάθειες διείσδυσης στην αγορά που δεν πέτυχαν. Γι΄ αυτό και στην Έκθεση Απαίτησης, παρ. 20.1, αναφέρεται ότι η Anit ήγειρε απαίτηση εναντίον της Kayat για παράβαση συμβολαίου και των Ουκρανικών νόμων και κανονισμών, ενώ και οι Certa/Medical Commerce, ήγειραν και οι ίδιες απαιτήσεις εναντίον της Anit, αλλά και εναντίον της Kayat. Αυτές οι απαιτήσεις όμως ουδόλως εμπλέκουν την Genzyme και κακώς ζητήθηκε με την Έκθεση Απαίτησης να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων που η Kayat αναζήτησε από την Genzyme.
Από όλα τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι η Kayat απέτυχε να αποδείξει ζημιές, ήτοι, απώλεια κέρδους από τη μεταπώληση των προϊόντων αφού αυτή η μεταπώληση θα γινόταν μέσω της Anit, υποδιανομέα της Kayat, η οποία δεν μπορούσε να εκτελωνίσει καν τα προϊόντα στην Ουκρανική αγορά. Το γεγονός ότι η Kayat όντως έθεσε συγκεκριμένο αριθμό παραγγελιών με την Genzyme δεν της δίδει αυτόματα και έρεισμα για απώλεια κέρδους. Έπρεπε να αποδειχθούν αυτές οι κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές με την αναγκαιότητα που απαιτεί το δίκαιο. Μάλιστα, ιδιαιτέρως εφόσον στην ουσία οι εκτεταμένες τροποποιήσεις που εν τέλει προέκυψαν ως αποτέλεσμα της απόφασης του Εφετείου στην Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1 Α.Α.Δ. 543, επιτρέποντας την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, θεωρήθηκαν ως «ειδικές ζημιές» που θα έπρεπε να επιτραπούν να προωθηθούν και τις οποίες η Kayat, εντελώς λανθασμένα βέβαια, είχε αρχικά θεωρήσει ότι ενέπιπταν στη γενικότητα της αρχικής τους δικογράφησης. Και γι΄ αυτό ορθά δεν είχε επιτραπεί η παράθεση της ίδιας ουσιαστικά μαρτυρίας πρωτοδίκως χωρίς την προηγούμενη τροποποίηση, απόφαση που είχε επικυρωθεί με την Kayat Trading Limited n. Genzyme Corporation (2012) 1 Α.Α.Δ. 1855.
Έπεται ότι η Kayat με τις τροποποιήσεις που επέφερε και που ήταν πλέον στοχευμένες στο να αποδείξουν «ειδικές ζημιές», όφειλε να το έπραττε με την αναμενόμενη βεβαιότητα που επιτάσσει το δίκαιο, έχοντας υπόψη την τεράστια διαφορά μεταξύ γενικών και ειδικών αποζημιώσεων και αρκεί στο θέμα να υπομνησθεί η παραπομπή στο σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings 12η Έκδ. σελ. 60, που χρησιμοποίησε το Εφετείο στην αμέσως προαναφερθείσα απόφαση.
Υπήρξε όμως σύγχυση στο όλο θέμα και αυτό φαίνεται και από την εναλλακτική μορφή διεκδίκησης αποζημιώσεων που καταγράφουν οι παρ. 35.2 και 35.3, πολύ διαφορετικές στον τρόπο υπολογισμού τους και αναμφίβολα έξω από κάθε πρότυπο μιας καθαρής και λιτής δικογράφησης όπου αναμένεται η καταγραφή σαφών και συγκεκριμένων ποσών χωρίς να περιέχονται στη δικογραφία μαρτυρία και προβλέψεις εμπειρογνωμόνων όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Άλλωστε οι προβλέψεις που υποστηρίχθηκαν με μαρτυρία είναι στον τομέα των γενικών αποζημιώσεων που παραπέμπουν και όχι στις ειδικές.
Η μόνη ζημιά που, κατά την εκτίμηση μου, απέδειξε η Kayat ήταν μέσω των παραγγελιών που συνομολόγησαν οι Certa και Medical Commerce μαζί της. Εκεί όντως η Kayat θα απεκόμιζε κέρδος από τη διοχέτευση των προϊόντων εν τη πράξει στην Ουκρανική αγορά. Όχι όμως στην τιμή των $19 το μπουκάλι, τιμή που αφορούσε τη σχέση Anit - Certa/Medical Commerce, αλλά, κατ΄ οικονομίαν, στην τιμή των $15 που ήταν η συμφωνηθείσα τιμή μεταπώλησης μεταξύ Kayat και Anit.
Στη βάση των πραγματικών παραγγελιών που όντως τέθηκαν από τις Certa/Medical Commerce, ήτο, 30.000 μπουκάλια για τη Certa και 60.000 για τη Medical Commerce, το κέρδος της Kayat θα ήταν 90.000x$11.50=$1.035,000.
Αυτές τις αποζημιώσεις θα απέδιδα προσωπικά στην Kayat σ΄ αυτό το κεφάλαιο της έφεσης.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ