ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A168
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 98/2014
4 Απριλίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΚΟΥ
Εφεσείων/ενάγοντας
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος/εναγόμενος
......
Σ. Αγγελίδης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης και Λεωνίδου ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Χ. Καραολίδου (κα) για το Γενικό Εισαγγελέα
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσείων/ενάγων ηλικίας τότε 34 ετών, στις 23/9/06 ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο Τμήμα Α΄Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Κατά την εξέταση διεγνώσθη διάστρεμμα του αυχένα και εγκεφαλική διάσειση και κρατήθηκε για νοσηλεία για δύο μέρες. Συνέχισε όμως να επισκέπτεται το Γενικό Νοσοκομείο ως εξωτερικός ασθενής. Στις 29/11/07 υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη κατάγματος «στη βάση του οδόντος του άξονα Α2 (Τύπου Π)». Ακολούθησε χειρουργική επέμβαση σε εξειδικευμένο κέντρο στη Σουηδία όπου έτυχε «οπισθίας καθήλωσης και στεροποίησης του Α1-Α2 με την τεχνική του Harms."
Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων προέβη στην καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με την οποία καταλογίζει στη Δημοκρατία αμέλεια για τη μη έγκαιρη διάγνωση του κατάγματος και τη μη υποβολή του εφεσείοντα έγκαιρα σε αποτελεσματική θεραπεία και/ή χειρουργική επέμβαση, γεγονός που προκάλεσε αναλγειονέκρωση και άλλες ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες και επιπλοκές. Με την αγωγή του αξίωνε αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που υπέστη και άλλα έξοδα και απώλειες στις οποίες υποβλήθηκε.
Με την Έκθεση Απαίτησης ο εφεσείων αποδίδει στους ιατρούς και άλλους λειτουργούς του Γενικού Νοσοκομείου ότι παρέλειψαν να προβούν στις δέουσες ιατρικές εξετάσεις και απέτυχαν στην ορθή διάγνωση με αποτέλεσμα να παραμείνει χωρίς θεραπεία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που προκάλεσε ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες και αναπηρία θέτοντας επιπρόσθετα σε κίνδυνο τη ζωή του.
Με την Υπεράσπιση της η Δημοκρατία αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη για αμέλεια ή παράβαση των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων της, δίνοντας τη δική της εκδοχή ότι κατά την εισαγωγή του εφεσείοντα στο Νοσοκομείο οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε δεν κατέδειξαν κάταγμα στον αυχένα. Παραδέχεται όμως την παρουσία κατάγματος στη βάση του οδόντος του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου το οποίο πορώθηκε ατελώς και παρουσίασε ανάγγεια-άσηπτη νέκρωση του οδόντα με ανάπτυξη ψευδάρθρωσης στην περιοχή του κατάγματος ως επίσης ρήψη των σπονδυλικών συνδέσμων, στένωση των Α2-Α3, Α3-Α4, την παρεκτόπιση του Α1 δίσκου και την πίεση του μηνιγγικού σάκκου τα οποία αποδίδει σε γεγονότα που επεσυνέβησαν μετά τις 25/9/06 και πριν τις 19/11/07 που μόνο ο εφεσείων γνωρίζει και δεν τα ανέφερε στους ιατρούς. Αποδίδει τέλος στο ίδιο τον εφεσείοντα την ευθύνη για τις βλάβες αυτές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, κυρίως επιστημονική, κατέληξε στα εξής ευρήματα:
«Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου καταλήγω ότι όταν ο ενάγοντας μεταφέρθηκε, την 23.9.2006, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, μετά από τροχαίο ατύχημα υπήρχε κάταγμα στον οδόντα του αυχένα και αυτός ήταν προφανώς και ο λόγος που στις ακτινογραφίες στις οποίες υποβλήθηκε τη συγκεκριμένη μέρα απεικονίζεται μια γραμμοειδής διαύγαση. Οι γιατροί του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας απέτυχαν να αξιολογήσουν με τον ορθό τρόπο τη γραμμοειδή αυτή διαύγαση που απεικονιζόταν στις επίδικες ακτινογραφίες. Το πιο πάνω στοιχείο, ως είναι και η κοινή θέση και των δύο πλευρών θα έπρεπε να είχε θέσει τον θεράποντα γιατρό ή τους θεράποντες γιατρούς σε επιφυλακή ότι υπήρχε πιθανότητα κατάγματος. Οι συνέπειες δε ενός κατάγματος στο συγκεκριμένο σημείο που είναι κοινώς αποδεκτό ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον ευαίσθητα σημεία του σώματος ήταν εύλογα προβλεπτές. Οι γιατροί που περιέθαλψαν τον ενάγοντα κατά τη διήμερη παραμονή του στο νοσοκομείο όφειλαν να εντοπίσουν τη γραμμοειδή διαύγαση και να παραπέμψουν τον ενάγοντα για περαιτέρω εξέταση και συγκεκριμένα σε αξονική τομογραφία. Η παράλειψη τους αυτή συνιστά αμέλεια.
Για την περίοδο από 25.9.06 και μετέπειτα καμία θετική μαρτυρία έχει προσκομισθεί. Η μόνη μαρτυρία ήταν αυτή του ενάγοντα που κρίθηκε αναξιόπιστη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή. Το μόνο στοιχείο στο οποίο μπορώ να καταλήξω είναι ότι κατά την επίσκεψη της 12.12.2006 ο ενάγοντας παρέλειψε να πάρει μαζί του τις ακτινογραφίες, ημερομηνίας 23.9.2006 και ότι εκείνη ήταν η τελευταία επίσκεψη του ενάγοντα στο νοσοκομείο κατά την εν λόγω περίοδο. Η επόμενη επίσκεψη ήταν ένα περίπου χρόνο αργότερο τον Οκτώβρη του 2007. Ενόψει τούτου, δεν μπορώ να καταλήξω ότι οι γιατροί που τον εξέτασαν μετά την 25.9.2006 ήταν αμελείς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Ο ενάγοντας στην υπεράσπιση που κατεχώρησε ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι ο εναγόμενος υπήρξε αμελής καθότι παρέλειψε να παρέχει στον ενάγοντα «εξειδικευμένη και ή κατάλληλη θεραπεία». Με βάση τη μαρτυρία του δόκτορα Νεοφύτου η μόνη θεραπεία που θα μπορούσε να παρασχεθεί στον ενάγοντα ήταν η επέμβαση που θα γινόταν από το μπροστινό μέρος του αυχένα. Καμία μαρτυρία έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας διενεργούνταν τέτοιου είδους επεμβάσεις και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη ότι δεν διενήργησαν μια επέμβαση που δεν θα ήταν πρακτικώς εφικτό να διενεργηθεί, εν πάση περιπτώσει.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε στη συνέχεια με τη θέση της Δημοκρατίας ότι οι σωματικές βλάβες του εφεσείοντα οφείλοντο στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια του ίδιου με την παράλειψη αναφοράς στους ιατρούς του Νοσοκομείου των συνθηκών κάτω από τις οποίες υπέστη το κάταγμα, που ήταν ασύνδετες με το αυτοκινητιστικό ατύχημα και του γεγονότος της εξακολούθησης άσκησης των εργασιών του οικοδόμου που επιδείνωσε την κατάσταση του και/ή προκάλεσε το κάταγμα, την οποία θέση απέρριψε τελικά το Δικαστήριο.
Αν και ήταν διαπίστωση του ότι η γραμμοειδής διαύγαση που απεικονίζετο στις ακτινογραφίες ημερ. 23/9/06 αποτελούσε ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη του κατάγματος, έκρινε ότι το κάταγμα προκλήθηκε από λόγους ανεξάρτητους από τους ιατρούς του Νοσοκομείου γι' αυτό και δεν φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη γι΄ αυτό.
Προβαίνει στη συνέχεια, αξιολογώντας την επιστημονική μαρτυρία, στη διαπίστωση ότι λόγω της μη έγκαιρης διάγνωσης του κατάγματος και χειρουργικής αντιμετώπισης του, η κατάσταση του εφεσείοντα επιδεινώθηκε θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Αν η διάγνωση του κατάγματος γινόταν έγκαιρα τότε η χειρουργική επέμβαση θα ήταν διαφορετική από αυτή στην οποία υποβλήθηκε τελικά ο ενάγοντας. Η επέμβαση θα γινόταν από το μπροστινό μέρος της αυχενικής σπονδυλικής στήλης με ένα κοχλία ο οποίος θα έμπαινε μέσα στον οδόντα και θα τον εστήριζε. Με τη μέθοδο αυτή τα υπόλοιπα στοιχεία της αυχενικής σπονδυλικής στήλης, οι μυς, οι αρθρώσεις και οι συνδέσμοι θα έμεναν ανέπαφοι. Η μη έγκαιρη διάγνωση δημιούργησε, σύμφωνα με την έκθεση του δρ. Νεοφύτου παθολογικές ανατομικές αλλοιώσεις με οστεοχόνδρωση και πρόωρες εκφυλιστικές αλλοιώσεις, κήλες δίσκων στο Α2/3 και Α3/4 με ανάστροφη κυρτότητα στο επίπεδο Α.1 και Α2. Σαν αποτέλεσμα της παραμόρφωσης προκλήθηκε στένωση του σπονδυλικού σωλήνα με πίεση του μηνιγγικού σάκκου στο ύψος Α2/3. Ο νωτιαίος μυελός εμφάνισε «ελίκωση για προσαρμογή του στην παθολογική ανατομία της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης». Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι η πιθανότητα τα πλάγια τμήματα των σπονδύλων να παρουσιάσουν στένωση και ο σπονδυλικός σωλήνας να τύχει περαιτέρω στένωσης είναι μεγάλη. Υπάρχει μεγάλο «ρίσκο», ως ανέφερε χαρακτηριστικά, παραπληγίας ή τετραπληγίας και την επόμενη δεκαετία θα χρειασθεί να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση. Η πιο πάνω μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε και γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο, επισημαίνω όμως ότι υπάρχει κενό στη μαρτυρία ως προς το χρόνο ή τους χρόνους που παρουσιάσθηκαν τα πιο πάνω, κατά πόσο ήταν λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες ή λίγους μήνες μετά το ατύχημα.»
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη νομική πτυχή σ' όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας που επιδείξαν οι ιατροί του Νοσοκομείου και των ζημιών που υπέστη ο εφεσείων και με αναφορά σε νομολογία έκρινε ότι στην περίπτωση που το κάταγμα εντοπιζόταν έγκαιρα η χειρουργική επέμβαση στην οποία θα έπρεπε να υποβληθεί προς αντιμετώπιση του, ήταν εξειδικευμένη και δεν υπήρχε μαρτυρία ότι μπορούσε να γίνει στο Γενικό Νοσοκομείο ή σε άλλο Ιατρικό Κέντρο στην Κύπρο ή στη Σουηδία τον Σεπτέμβριο του 2006. Ενόψει της απουσίας μαρτυρίας ότι ήταν αντικειμενικά εφικτή άμεσα ή εντός σύντομου χρονικού διαστήματος κατέληξε, με αναφορά σε αγγλική νομολογία, ότι δεν στοιχειοθετείτο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των ιατρών της Δημοκρατίας και των ανατομικών αλλοιώσεων της σπονδυλικής στήλης, που θα αποφεύγοντο μόνο με τη διενέργεια της συγκεκριμένης επέμβασης, με κοχλία.
Έκρινε περαιτέρω ότι δεν είχε αποδειχθεί ποια θα ήταν η κατάσταση του εφεσείοντα αν υποβάλλετο έγκαιρα στην επέμβαση και ότι ήταν δύσκολος ο υπολογισμός των ζημιών. Με αναφορά στην υπόθεση Gregg v. Scott (2005) 4 All E.R. 812, που έκρινε ότι τα γεγονότα της προσομοιάζουν με της παρούσας, κατέληξε ότι δεν ήταν πρακτικά δυνατός ο υπολογισμός των αποζημιώσεων γενικών ή ειδικών ή τιμωρητικών και απέρριψε την αγωγή.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με οκτώ (8) λόγους έφεσης που μπορούν να διαχωριστούν σε ενότητες. Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 5 προσβάλλουν ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν εφικτή η άμεση διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης στην Κύπρο και άλλα ευρήματα ή παραλείψεις του. Ο λόγος έφεσης 6 αφορά στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 προσβάλλουν την παράλειψη του Δικαστηρίου να προβεί σε υπολογισμό των αποζημιώσεων και την καθοδήγηση που άντλησε από την υπόθεση Gregg ν. Scott (ανωτέρω) στο θέμα των αποζημιώσεων, ως εσφαλμένες.
Με την πρώτη ενότητα των λόγων έφεσης (1-5) καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα διαπίστωσε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό που απαιτείτο ότι ήταν εφικτή η χειρουργική επέμβαση, με τον τρόπο και κατά το χρόνο που εισηγείτο ο ιατρός Νεοφύτου (Μ.Ε.2), δηλαδή τη στήριξη του οδόντα με κοχλία μέσω τομής στο μπροστινό μέρος του αυχένα, γεγονός που τον οδήγησε στην κατάληξη ότι δεν στοιχειοθετείτο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των ιατρών και των ανατομικών αλλοιώσεων της σπονδυλικής στήλης του εφεσείοντα (λόγοι έφεσης 1 και 2).
Ειδικότερα είναι εισήγηση του ότι αγνόησε παντελώς τη μαρτυρία του Νεοφύτου ότι τέτοια επέμβαση, δηλαδή μέσω του μπροστινού μέρους του αυχένα, διενεργείτο τόσο από τον ίδιο όσο και από το Νευροχειρουργικό Τμήμα του Νοσοκομείου κατά το χρόνο του τραυματισμού, που αν γινόταν άμεσα δεν θα παρέμενε η βλάβη που έχει σήμερα αλλ' ούτε και θα υπήρχε ο κίνδυνος της τετραπληγίας.
Σ' όσον αφορά τον Νεοφύτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε αρχικά ότι ήταν ο μοναδικός νευροχειρουργός που κλήθηκε ως μάρτυρας. Εκρινε περαιτέρω ότι ήταν απόλυτος στις θέσεις του και ότι προσπάθησε να σκιαγραφήσει με τα πιο μελανά χρώματα τη κατάσταση του εφεσείοντα. Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του χρησιμοποίησε τη μαρτυρία του ως βάση των ευρημάτων του.
Συγκεκριμένα αποδέχθηκε από τη μαρτυρία του ότι «η γραμμοειδής διαύγαση που απεικονίζεται στις επίδικες ακτινογραφίες θα έπρεπε να είχε προβληματίσει το γιατρό ή τους γιατρούς που τις εξέτασαν και θα έπρεπε να είχαν παραπέμψει τον ενάγοντα για περαιτέρω εξετάσεις και συγκεκριμένα σε αξονική τομογραφία» και ότι η θέση αυτή υποστηρίζετο και από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1. Αποδέχθηκε επίσης όλα τα κατάλοιπα και τις δυσμενείς συνέπειες που επέφερε η μη έγκαιρη διάγνωση, σύμφωνα με το απόσπασμα της απόφασης που παραθέσαμε πιο πάνω. Ενώ όμως αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του Νεοφύτου ότι αν ο εφεσείων υποβαλλόταν άμεσα σε χειρουργική επέμβαση στήριξης του οδόντα από το μπροστινό μέρος, τότε η κατάσταση του θα ήταν καλύτερη απ' ότι σήμερα μετά τη σπονδυλοδεσία, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε θετικό εύρημα ως προς το βαθμό της καλυτέρευσης, εφόσον έκρινε τη μαρτυρία του Νεοφύτου για το θέμα αόριστη και ότι χρειαζόταν περαιτέρω διευκρινίσεις: δηλαδή σ' ένα σημείο ισχυρίστηκε ότι η επέμβαση στήριξης του οδόντα με κοχλία μέσω του μπροστινού μέρους του αυχένα θα ήταν «αποτελεσματικότερη», σε άλλο ότι θα αποφευγόταν «κατά μεγάλο μέρος» η παραμόρφωση της αυχενικής μοίρας ή ότι θα υπήρχε «μεγάλη πιθανότητα» να ήταν σε θέση να επιστρέψει στη δουλειά του και τέλος ότι θα θεραπευόταν με «απόλυτη επιτυχία». Μετά την παράθεση της πιο πάνω μαρτυρίας, που έκρινε κάπως αόριστη, κατέληξε ότι οι θέσεις αυτές του Νεοφύτου δεν συνάδουν μεταξύ τους.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, στη σελ. 1566, για το θέμα, που επίσης αφορούσε σε ιατρική αμέλεια,
«...Tο Δικαστήριο πρωτοδίκως είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. (δέστε Baloise Insurance Co Ltd. V. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 1275). Επεμβαίνει, όμως, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγηση των δεδομένων. (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 ΑΑΔ 236, και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 705).»
Από την αιτιολογία των λόγων έφεσης 1-5 προκύπτει ότι δεν είναι η αξιολόγηση αυτή καθ΄ εαυτή της μαρτυρίας του Νεοφύτου που πλήττεται αλλά κυρίως τα νομικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς τα επίδικα θέματα. Προσεκτική εξέταση της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ιδιαίτερα εκείνης του Νεοφύτου, που όπως αναφέραμε πιο πάνω ήταν και ο μοναδικός νευροχειρουργός που κλήθηκε ως μάρτυρας, αποκαλύπτει μια τάση αρνητικής προσέγγισης της μαρτυρίας του τελευταίου, ιδιαίτερα στα σημεία που μπορούν να κατατείνουν σε απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας των βλαβών με τη μη έγκαιρη διάγνωση του κατάγματος, που δεν δικαιολογείτο. Παράδειγμα, οι πιο πάνω διαπιστώσεις του ως προς το βαθμό καλυτέρευσης του εφεσείοντα, που κατ΄ αρχάς δεν κρίνουμε αντιφατικές αλλ΄ ούτε και αόριστες. Ήταν απόλυτα σαφής στη μαρτυρία του ο Νεοφύτου ότι αν υπήρχε έγκαιρη διάγνωση και ο εφεσείων υποβαλλόταν άμεσα ή εντός μερικών ημερών σε χειρουργική επέμβαση με κοχλία μέσω του μπροστινού μέρους του αυχένα, παραμένουν ανέπαφα όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της αυχενικής σπονδυλικής στήλης, οι μυς, αρθρώσεις και σύνδεσμοι και θα μπορούσε στη συνέχεια να θεραπευθεί χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος σήμερα της τετραπληγίας (λόγος έφεσης 3). Θα μπορούσε δε να επιστρέψει στην εργασία του σε έξη μήνες. Οι πιο πάνω θέσεις έδιναν την απαιτούμενη ακρίβεια για να κριθεί ότι αν η επέμβαση διενεργείτο άμεσα θα ήταν απόλυτα επιτυχής και δεν θα παρέμεναν μόνιμες βλάβες και δεν χρειάζοντο περαιτέρω διευκρινίσεις. Το γεγονός ότι ήταν επιβεβλημένη διαφορετική ιατρική αντιμετώπιση στην περίπτωση κατάγματος επιβεβαιώνει και ο ιατρός Παρτασίδης (Μ.Υ.1) στη μαρτυρία του, που ήταν μάρτυρας της υπεράσπισης, ότι «έστω και η παραμικρή υποψία, δηλαδή και 10% πιθανότητα να υπάρχει κάταγμα ο ασθενής πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν και έχει κάταγμα...» και να υποβληθεί σε αξονική τομογραφία που στην περίπτωση κατάγματος υπερέχει έναντι της μαγνητικής τομογραφίας που υπερέχει στο θέμα αξιολόγησης πιθανών βλαβών στο νωτιαίο μυελό. Ως προς το κατά πόσο ήταν εφικτή η διενέργεια τέτοιας επέμβασης στην Κύπρο κατά το χρόνο του τραυματισμού του εφεσείοντα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νεοφύτου, αν η διάγνωση για την ύπαρξη του κατάγματος γινόταν άμεσα θα παραπέμπετο στο Νευροχειρουργικό Τμήμα του Νοσοκομείου, οι ιατροί του οποίου θα τον υπέβαλλαν στην ανάλογη θεραπεία. Αντίθετα ο εφεσείων υπεβλήθη σε θεραπεία για αντιμετώπιση του διαστρέμματος στον αυχένα και της εγκεφαλικής διάσεισης, που ήταν η διάγνωση των τραυματισμών του στις Α΄ Βοήθειες. Σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι οι πιο πάνω θέσεις του Νεοφύτου ως προς τις συνέπειες της υποβολής άμεσης χειρουργικής επέμβασης, κρίθησαν αντιφατικές εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαπίστωση ότι αν ο εφεσείων υποβαλλόταν άμεσα σε επέμβαση τότε η κατάσταση του θα ήταν καλύτερη. Σ΄ όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Νεοφύτου ως προς τα κατάλοιπα της μη έγκαιρης διάγνωσης του κατάγματος συμφωνούν με τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας (τεκμ. 1(στ)) ημερ. 29/11/07 του Γενικού Νοσοκομείου, τα οποία εξάλλου έγιναν αποδεκτά από το Δικαστήριο.
Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να δώσει σημασία στο ότι το αρχικό κάταγμα δεν εμφάνιζε μετατόπιση και ότι η κύφωση του οδόντα και οι σοβαρές συνέπειες προκλήθηκαν ακριβώς γιατί δεν αντιμετωπίστηκε άμεσα το κάταγμα (λόγος έφεσης 4). Η σημασία του θέματος έγκειται στο ότι λόγω της μη μετατόπισης θα μπορούσε άμεσα να υποβληθεί στην κατάλληλη θεραπεία και να επιστρέψει στην εργασία του. Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά όπου εντοπίζουμε από τη μαρτυρία των ιατρών Νεοφύτου (Μ.Ε.2) και Παρτασίδη (Μ.Υ.1), διευθυντή του Ακτινολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, το σημείο ότι οι ακτινογραφίες που λήφθηκαν κατά την εισαγωγή του εφεσείοντα στις Α΄ Βοήθειες κατέδειξαν ότι το κάταγμα δεν εμφάνιζε μετατόπιση και ότι η μη έγκαιρη διάγνωση του κατάγματος δημιουργούσε παθολογικές ανατομικές αλλοιώσεις, που δεν προέρχοντο από το κάταγμα αλλά από τη μη έγκαιρη αντιμετώπιση του κατάγματος. Βασική είναι η τοποθέτηση του Παρτασίδη ότι «απουσιάζει έστω και η ελάχιστη μετατόπιση των δυο τμημάτων του κατάγματος.»
Συνεπώς, η μη μετατόπιση ήταν στοιχείο που συνηγορούσε υπέρ της εκδοχής του εφεσείοντα ότι ήταν δυνατή και εφικτή η αντιμετώπιση του κατάγματος με την απλή χειρουργική επέμβαση με τη χρήση κοχλία. Η μη έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του τότε, προκάλεσε τη μετατόπιση με τις δυσμενείς συνέπειες που περιέγραψε ο Νεοφύτου στη μαρτυρία του. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του καταλογίζει στη Δημοκρατία παραδοχή στην υπεράσπισή της ότι το κάταγμα «πορώθηκε ατελώς» με αποτέλεσμα να παρουσιάσει ανάγγεια-άσηπτη νέκρωση του οδόντα. Συνεπώς η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι αλλοιώσεις οφείλοντο άμεσα στο κάταγμα εξ ου και δεν υπέχουν ευθύνη οι ιατροί του Νοσοκομείου μόνο αυθαίρετη μπορεί να χαρακτηριστεί. Σημασία ενέχει ότι σε άλλο σημείο της απόφασης συνιστά εύρημά του ότι οι αλλοιώσεις στη σπονδυλική στήλη προήλθαν από τη μη έγκαιρη διάγνωση του κατάγματος. Παρά τα τρωτά σημεία που επισημάναμε σ΄ όσον αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Νεοφύτου που κρίνουμε ασήμαντα, και παράθεσης των ευρημάτων του, κρίνουμε ορθά τα ευρήματα στα οποία καταλήγει, ως προς το θέμα της αμέλειας που επέδειξαν οι ιατροί και άλλοι λειτουργοί του Νοσοκομείου με τη μη έγκαιρη διάγνωση του κατάγματος, τόσο από νομική όσο και επιστημονική άποψη.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε το λόγο έφεσης που αφορά στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα (λόγος έφεσης 6). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Στρεφόμενη στη μαρτυρία του ενάγοντα θα ήθελα να παρατηρήσω ότι υπάρχει ένα πέπλο σκότους για μια μεγάλη περίοδο της ζωής του, ήτοι από τις 12.12.06 που επισκέφθηκε τα εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας μέχρι και την 29.10.2007 που επισκέφθηκε εκ νέου το νοσοκομείο μετά το ατύχημα. Ήταν η θέση του ότι καθ΄ όλο αυτό το διάστημα παρέμενε στο σπίτι υποφέροντας από πόνους. Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι κατά την πιο πάνω περίοδο συνέχισε να επισκέπτεται το νοσοκομείο, οι γιατροί όμως τον έδιωχναν με συστάσεις όπως λαμβάνει panadol. Όταν του ζητήθηκε να κατονομάσει τους γιατρούς που τον εξέτασαν την περίοδο εκείνη, απέφυγε να δώσει μια σαφή απάντηση. Ανέφερε το όνομα του Δρ. Συμεωνίδη, χωρίς όμως να είναι σίγουρος και στη συνέχεια εδήλωσε ότι δεν γνωρίζει τα ονόματα όλων των γιατρών, ούτε θυμόταν τις ημερομηνίες που επισκέφθηκε το νοσοκομείο. Η μαρτυρία του κάθε άλλο παρά πειστική ήταν επί του συγκεκριμένου σημείου. Απορρίπτω τη θέση ότι κατά την πιο πάνω περίοδο είχε επισκεφθεί γιατρό του νοσοκομείου. Αν είχε επισκεφθεί το νοσοκομείο θα ήταν σε θέση να δώσει κάποιες πληροφορίες και να προσκομίσει κάποια στοιχεία.
Απορρίπτω επίσης και τη θέση του ότι όλο αυτό το διάστημα, δέκα και πλέον μήνες παρέμεινε στο σπίτι με έντονους πόνους και ενοχλήσεις και ανέμενε ότι θα βελτιωνόταν η κατάσταση του λαμβάνοντας panadol. Αν είχε τους πόνους και τις ενοχλήσεις που ισχυρίσθηκε ότι είχε, οι οποίοι τον ταλαιπωρούσαν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, λογικά θα αναμένετο ότι θα αναζητούσε βοήθεια και από γιατρούς ιδιώτες, εφόσον οι θεραπείες με τα panadol, που κατ΄ ισχυρισμό του εσύστησαν οι γιατροί του νοσοκομείου δεν τον θεράπευσαν, ως έπραξε στη συνέχεια όταν τελικά εντοπίσθηκε το κάταγμα.
.....................................................................
Το ίδιο πέπλο σκότους σκεπάζει και την επίσκεψη του στα εξωτερικά ιατρεία τη 12.12.2006. Δυστυχώς τα αρχεία του νοσοκομείου δεν ήταν καταρτισμένα με το δέοντα τρόπο έτσι ώστε το Δικαστήριο να έχει μια θετική εικόνα ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώραν την ημέρα εκείνη. Υπενθυμίζω ότι το έντυπο, τεκμήριο 19 που παρουσιάσθηκε αρχικά ως το έντυπο που είχε συμπληρωθεί από το γιατρό Φοίβο Κυνηγό κατά την εξέταση του ενάγοντα, δεν περιλάμβανε τα στοιχεία του τελευταίου και ο γιατρός Φοίβος Κυνηγός δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο το έντυπο αυτό να μην αφορούσε τον ενάγοντα. Η μαρτυρία του ενάγοντα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθότι, ως διαφαίνεται και από τα ό,σα καταγράφω ανωτέρω, έντονη ήταν η προσπάθεια του να επιρρίψει όλες τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση του στους γιατρούς του νοσοκομείου. Πέραν τούτου όμως η μαρτυρία του όσο αφορά τη συγκεκριμένη επίσκεψη διαψεύδεται σε κάποιο σημείο από τη μαρτυρία του δόκτορα Νεόφυτου Νεοφύτου. Ενώ ο ενάγοντας ήταν σίγουρος, απόλυτος ότι την ημέρα εκείνη, ήτοι τη 12.12.2006 είχε πάρει μαζί του τις ακτινογραφίες ημερομηνίας 23.9.2006, ο γιατρός του Νεόφυτος Νεοφύτου αντεξεταζόμενος δήλωσε στο Δικαστήριο ότι από την ενημέρωση που είχε λάβει από τον ίδιο τον ενάγοντα κατά τη συγκεκριμένη επίσκεψη δεν είχε πάρει μαζί του τις ακτινογραφίες. Την παράλειψη του ενάγοντα δεν μπορώ να την αποδώσω στο κακό μνημονικό του καθότι πρόκειται για γεγονός το οποίο ο ίδιος ανέφερε στο γιατρό του. Πέραν τούτου, παρακολουθώντας τον καθ΄ όλη τη διάρκεια της εξέτασης και αντεξέτασης του διαπίστωσα ότι το μνημονικό του ήταν επιλεκτικό. Ενώ ήταν σε θέση να αναφέρει ολόκληρη στιχομυθία που είχε με τη γιατρό Φλουρέντζου, δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία όσον αφορά την περίοδο Δεκέμβριο του 2006 με Οκτώβριο του 2007. Καταλήγω ότι κατά τη συγκεκριμένη επίσκεψη στο νοσοκομείο ο ενάγοντας δεν πήρε μαζί του τις ακτινογραφίες και εσκεμμένα απέκρυψε από το Δικαστήριο το γεγονός αυτό, στην προσπάθεια του να μεγιστοποιήσει την αμέλεια των γιατρών και να απαλλαγεί ο ίδιος από οποιανδήποτε ευθύνη. Τα πιο πάνω τα αναφέρω για να καταδείξω ότι ο ενάγοντας ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας και όχι για να του αποδώσω οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης. Το γεγονός αυτό για να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως συντρέχουσα αμέλεια θα έπρεπε να είχε δικογραφηθεί, τέτοιος ισχυρισμός όμως δεν περιλαμβάνεται στην υπεράσπιση του.»
΄Εχουμε ανατρέξει στα πρακτικά και δεν διαπιστώνουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό σ΄ όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Σίγουρα καταδεικνύουν μια τάση υπερβολής από μέρους του, ιδιαίτερα σ΄ όσον αφορά τις επισκέψεις του στο Νοσοκομείο λόγω των αφόρητων πόνων. Ακόμα και να εκρίνετο ως αξιόπιστος μάρτυρας και να γινόταν δεκτή η μαρτυρία του, δεν προσθέτει ο,τιδήποτε άλλο απ΄ όσα μαρτύρησε ο Νεοφύτου σ΄ όσον αφορά τα προβλήματα που αντιμετώπισε ενόψει της μη έγκαιρης διάγνωσης και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει. Μπορεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να ήταν λίγο υπερβολικό στο να θεωρήσει ως έντονη την προσπάθειά του να επιρρίψει όλες τις ευθύνες για τη σημερινή του κατάσταση στους ιατρούς του Νοσοκομείου γιατί δεν ήταν σε θέση να δώσει ακριβείς ημερομηνίες για τις επισκέψεις του στο Νοσοκομείο, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να χρειάζεται η επέμβασή μας. Στην προκείμενη περίπτωση έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας διαπιστώνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ήταν μεν αυστηρή αλλά όχι λανθασμένη, έχοντας κατά νουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε κατά βάση τις σωματικές του βλάβες και ότι προέρχοντο από τη μη έγκαιρη διάγνωση του κατάγματος. Αναμφίβολα, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Τα ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τον εφεσείοντα ήταν εύλογα επιτρεπτά γι΄ αυτό και ο λόγος έφεσης 6 αποτυγχάνει. Σημειώνουμε όμως ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ως επί το πλείστον περιστράφηκε γύρω από τις σωματικές του βλάβες και δεν πρόσθεσε ο,τιδήποτε στις θέσεις του Νεοφύτου.
Στην υπόθεση Glannibanta (1876) LR 1 PD 283, αναφέρθηκε ότι ευρήματα γεγονότων ανάγονται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υπογραμμίζεται η απροθυμία του Εφετείου να επέμβει μ' αυτά. Ως προς τα συμπεράσματα όμως τα οποία μπορεί να εξαχθούν από τα πρωτογενή γεγονότα, το Εφετείο είναι στην ίδια θέση, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο και απολαμβάνει την ίδια ελευθερία να αχθεί στα δικά του συμπεράσματα (βλ. επίσης Αθανασίου ν. Κουνούνη (1998) 1 ΑΑΔ 614).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εξαγωγή των συμπερασμάτων του παρέθεσε τη νομική πτυχή ως προς την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και των βλαβών που υπέστη ο εφεσείων και κατέληξε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί στην περίπτωση του εφεσείοντα, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω στην απόφαση μας.
Το σημείο αυτό κρίνεται κατάλληλο να εξεταστεί η νομική θεώρηση των αξιώσεων του εφεσείοντα.
Η βάση της Αγωγής του ήταν η επίδειξη ιατρικής και επαγγελματικής αμέλειας του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε την παράλειψη των ιατρών και λειτουργών του Νοσοκομείου να εντοπίσουν τη γραμμοειδή διαύγαση και να παραπέμψουν τον εφεσείοντα για περαιτέρω εξέταση στο Νευροχειρουργικό Τμήμα και συγκεκριμένα σε αξονική τομογραφία ότι συνιστούσε αμέλεια. Το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με αντέφεση.
Με δεδομένη τη διαπίστωση επίδειξης αμέλειας από πλευράς της Δημοκρατίας θα προχωρήσουμε στην εξέταση κατά πόσο η πρωτόδικη κρίση περί μη απόδειξης αιτιώδους συνάφειας της αμέλειας με τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα είναι ορθή (λόγος έφεσης 1). Διαφωνούμε πλήρως με την πρωτόδικη κρίση ως προς τη μη στοιχειοθέτηση της αιτιώδους συνάφειας. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα είναι αντιφατικές μεταξύ τους. Ενώ από τη μια προβαίνει σε εύρημα ότι οι ιατροί που τον περιέθαλψαν κατά τη διήμερη παραμονή του στο Νοσοκομείο παρέλειψαν να εντοπίσουν τη γραμμοειδή διαύγαση και να παραπέμψουν τον εφεσείοντα σε περαιτέρω εξέταση, παράλειψη που συνιστούσε αμέλεια εκ μέρους τους, αμέσως πιο κάτω με το δικαιολογητικό ότι για την περίοδο από 25.9.06 ημέρα εισαγωγής του εφεσείοντα στο Νοσοκομείο και μετέπειτα δεν προσφέρθηκε καμιά μαρτυρία, καταλήγει ότι οι ιατροί που τον εξέτασαν μετά τις 25.9.06 δεν ήταν αμελείς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Από την άλλη παραγνωρίζει εντελώς τη σαφή τοποθέτηση του Νεοφύτου ότι για την κατάσταση σήμερα του εφεσείοντα δεν ευθύνεται μόνο η μη έγκαιρη διάγνωση αλλά και η μη έγκαιρη χειρουργική επέμβαση. ΄Οπως εξήγησε, θα διενεργείτο με τη χρήση ενός κοχλία από το μπροστινό μέρος της αυχενικής σπονδυλικής στήλης, ο οποίος θα έμπαινε μέσα στον οδόντα, που ήταν τεχνική με τεράστια πλεονεκτήματα, και δεν χρειάζετο η σπονδυλοδεσία κατ' εκείνο το χρόνο. Όπως ανέφερε, με την πάροδο του χρόνου το ρίσκο της μη θεραπείας αυξάνεται γι' αυτό και στη Σουηδία προχώρησαν με τη σπονδυλοδεσία. Ο Νεοφύτου δεν αντεξετάστηκε στο μέρος αυτό της μαρτυρίας του και ούτε του υποβλήθηκε ότι τέτοια χειρουργική επέμβαση με τη χρήση κοχλία δεν ήταν εφικτή στην Κύπρο. Ούτε επίσης προσκομίστηκε αντίθετη μαρτυρία. Εν πάση περιπτώσει από τη μαρτυρία του Νεόφυτου διαφάνηκε ότι η χειρουργική αυτή επέμβαση ήταν αντικειμενικά εφικτή κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Κύπρο.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1(Γ) ΑΑΔ 1541 που επίσης αφορούσε σε ιατρική αμέλεια είναι ανάγκη να καταδεικνύεται πάντοτε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς που προκύπτει. Η απόδειξη του συνδετικού αυτού στοιχείου στην αλυσίδα του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος βαρύνει τον ενάγοντα (βλ. Maynard v. West Midlands Regional Health Authority (1985) 1 All E.R. 635) και η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιατρική μαρτυρία.
Κατά την άποψη μας ο εφεσείων με τη μαρτυρία που είχε προσκομίσει και ιδιαίτερα του Νεοφύτου, που επιβεβαιώνεται από τα τεκμήρια, την οποία αποδέχθηκε το Δικαστήριο στα βασικά σημεία, απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό ότι οι βλάβες που υπέστη για τις οποίες κρίθηκε αναγκαία η διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης σπονδυλοδεσίας στην Σουηδία, με τα δυσμενή επακόλουθα τέτοιας επέμβασης, και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ήταν αποτέλεσμα της μη έγκαιρης διάγνωσης του κατάγματος και της μη έγκαιρης αντιμετώπισης του, που ήταν εφικτή με τον τρόπο που περιέγραψε ο Φωτίου στη μαρτυρία του στην Κύπρο.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 5 επιτυγχάνουν.
Ο λόγος έφεσης 7 αφορά στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων με το δικαιολογητικό ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν εφικτή η χειρουργική επέμβαση με την τοποθέτηση κοχλία για στήριξη του οδόντα, αμέσως μετά το ατύχημα. Επίσης έκρινε τη μαρτυρία του ως προς ποια θα ήταν η κατάσταση του αν υποβαλλόταν άμεσα στην επέμβαση ασαφή και αόριστη. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι έστω και με τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σε θέση και θα έπρεπε να προχωρήσει με τον υπολογισμό των αποζημιώσεων που δικαιούτο ο εφεσείων, εφόσον υπήρχαν τα δεδομένα για υπολογισμό τους με τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιόν του και αποδεχθεί, ιδιαίτερα του Νεοφύτου, και τα παραδεκτά γεγονότα ως προς μέρος των ειδικών αποζημιώσεων που ζητούντο (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Κουλία (2012) 1 ΑΑΔ 76).
Ο Νεοφύτου στο ιατρικό πιστοποιητικό του (τεκμ. 7) καταγράφει επακριβώς την τωρινή κατάσταση του εφεσείοντα, που έκρινε ότι ήταν αποτέλεσμα της μη έγκαιρης αντιμετώπισης του κατάγματος, όπως καταδεικνύεται στην μαγνητική τομογραφία. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την έκθεσή του:
«Οι συνέπειες δηλαδή της μη έγκαιρης διάγνωσης, δημιούργησαν παθολογικές ανατομικές αλλοιώσεις με οστεοχόνδροση και πρόωρες εκυφλιστικές αλλοιώσεις, κήλες δίσκων στο Α2/3 και Α3/4 με ανάστροφη κυρτότητα στο επίπεδο των Α1 και Α2. Σαν αποτέλεσμα της παραμόρφωσης προκαλείται στένωση του σπονδυλικού σωλήνα με πίεση του Μηνιγγικού σάκου στο ύψος Α2/3. Ο νωτιαίος μυελός εμφανίζει ελίκωση για προσαρμογή του στη παθολογική ανατομία της Αυχενικής Μοίρας της Σπονδυλικής Στήλης.»
Για υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων αντλήσαμε καθοδήγηση από αριθμό υποθέσεων με παρόμοια περιστατικά όπου χρειάστηκε η διενέργεια σπονδυλοδεσίας, που ήταν η χειρουργική επέμβαση που υπεβλήθη ο εφεσείων για αντιμετώπιση των αλλοιώσεων της σπονδυλικής του στήλης. Στην υπόθεση Καρδάνας κ.α. ν. Καραμούζη (2007) 1 (Α) ΑΑΔ 191 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκαν Λ.Κ. 25.000 στον ενάγοντα για σοβαρή κάκωση στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης που προκάλεσε στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα των σπονδύλων επιπρόσθετη αποσταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης. Χρειάστηκε χειρουργική επέμβαση σπονδυλόδεσης με τη χρήση μεταλλικής πλάκας και βίδων καθώς και χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση μετεγχειρητικού αιματώματος. Βέβαια οι βλάβες στην περίπτωση του εφεσείοντα είναι σοβαρότερες από της πιο πάνω υπόθεσης, εφόσον η επέμβαση της σπονδυλοδεσίας επίσπευσε τις εκφυλιστικές αλλοιώσεις στην αυχενική σπονδυλική στήλη και ο εφεσείων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να υποστεί τετραπληγία ενόψει πιθανής μυελοπάθειας, παθήσεις που τον κατέστησαν ανίκανο να ασκεί το επάγγελμα του οικοδόμου. Κρίνουμε το ποσό των €100.000 ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία λογικό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.
Σ΄ όσον αφορά τις γενικές αποζημιώσεις για την απώλεια ικανότητας εργασίας στο μέλλον σχετική είναι η μαρτυρία του Νεοφύτου ο οποίος έκρινε τον εφεσείοντα ως παντελώς ανίκανο για την εργασία που διεξήγαγε, του οικοδόμου, ενόψει ισχυρών πόνων στην αυχενική μοίρα ακόμη και σε ηρεμία ή για άλλη εργασία που απαιτεί σωματική δραστηριότητα. Το ίδιο επιβεβαιώνει και η Βεβαίωση του Ιατροσυμβουλίου (τεκμήριο 9) ημερ. 24.6.10, ότι ο εφεσείων είναι ανίκανος για εργασία και ότι βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Το τεκμήριο 9 ήταν μεταξύ των άλλων τεκμηρίων που κατατέθηκαν στις 26.3.13 κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, εκ συμφώνου με την επιφύλαξη της δικηγόρου της Δημοκρατίας να αντεξετάσει, πράγμα που δεν έπραξε και ούτε ζήτησε την προσαγωγή των μελών του Ιατροσυμβουλίου που υπέγραψαν το τεκμήριο 9 για σκοπούς αντεξέτασης. Συνεπώς κρίνουμε ότι ως αποτέλεσμα των σωματικών βλαβών του εφεσείοντα κατέστη ανίκανος για εργασία. Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της ακρόασης είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι ο καθαρός μισθός του εφεσείοντα ανέρχετο σε €1.537,00 πλέον €400,00 από δεύτερη και/ή πρόσθετη απασχόληση που δεν καλύπτετο από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις.
Κρίνουμε ότι ο υπολογισμός της απώλειας αυτής μπορεί να γίνει με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου. Ενόψει της ηλικίας του εφεσείοντα που γεννήθηκε το 1971 υπολογίζουμε την απώλεια αυτή ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων σε €232.440,00 δηλαδή €1.937,00 μηνιαίως για 10 χρόνια.
Σ΄ όσον αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι έχουν συμφωνηθεί και δηλωθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και ότι δεν έχρηζαν εξέτασης. Από το σχετικό πρακτικό της πρωτόδικης διαδικασίας ημερ. 12.7.13 διαφαίνεται ότι δηλώθηκαν ως παραδεκτά ορισμένα κονδύλια από τις ειδικές αποζημιώσεις και για άλλα δηλώθηκε η βάση υπολογισμού τους. ΄Αλλα κονδύλια δεν εξετάστηκαν καθόλου πρωτόδικα. Στη βάση των παραδεκτών ειδικών ζημιών ο εφεσείων δικαιούται απόφασης για τα ποσά των €150,00 ιατρικά έξοδα του Κουγιάλη, €60,00 έξοδα ακτινολογικού ελέγχου, €250,00 ιατρικά έξοδα Παναγιώτου, €50,00 ιατρικά έξοδα Κωνσταντινίδη, €50,00 έξοδα μετάφρασης ιατρικού πιστοποιητικού, €50,00 ιατρικά έξοδα Χαραλάμπους, €100,00 έξοδα Διαγνωστικού Ακτινολογικού Κέντρου, €51,26 έξοδα Αρεταίειου Ιατρικού Κέντρου, €580,00 αεροπορικό εισιτήριο, €600,00 έξοδα διαμονής της συζύγου και €400,00 έξοδα φροντίστριας, δηλαδή σύνολο €2.341,26.
Δικαιούται επίσης στο ποσό των €20.000,00 ως έξοδα μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης για αντικατάσταση του αυχενικού δίσκου και αντιμετώπιση των αλλοιώσεων της σπονδυλικής στήλης, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νεοφύτου. Σχετική επίσης είναι και η Βεβαίωση του Ιατροσυμβουλίου (τεκμήριο 9) ότι «υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υποβληθεί σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση». Σημειώνεται ότι άνκαι στη μαρτυρία του ο Νεοφύτου ανέφερε ότι τέτοια επέμβαση στοιχίζει €30.000,00 εντούτοις θα πρέπει να περιοριστεί στις €20.000,00 που είναι το ποσό που αξιώνεται υπό τύπο ειδικής ζημιάς στην ΄Εκθεση Απαίτησης.
Δικαιούται επίσης στο ποσό των €60,00 το μήνα για φυσιοθεραπεία από 24/5/08 ημερομηνία διενέργειας της χειρουργικής επέμβασης στη Σουηδία μέχρι τις 19/3/14, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, σύνολο €4.200,00 και €60,00 το μήνα για την ίδια περίοδο για υδροθεραπεία σύνολο €4,200,00. Η τιμή μονάδας των €60,00 ήταν μεταξύ των κονδυλίων που συμφωνήθηκαν για το συγκεκριμένο σκοπό. Δικαιούται επίσης σε €190,00 το μήνα για φάρμακα, που επίσης είχε συμφωνηθεί, για την ίδια περίοδο, σύνολο €13.300,00.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νεοφύτου ο εφεσείων θα πρέπει να υποβάλλεται σε υδροθεραπεία, φυσιοθεραπεία και λήψη φαρμακευτικής αγωγής εφ΄ όρου ζωής. Από τα δεδομένα της Στατιστικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, στα οποία έχουμε ανατρέξει, η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής αντρών που γεννήθηκαν το 1973, που είναι ο πλησιέστερος χρόνος στην ημερομηνία γέννησής του εφεσείοντα, είναι 70 χρόνια. Συνεπώς θα πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των €190,00 μηνιαίως για φάρμακα για 27 χρόνια, δηλαδή από τις 19.3.14 μέχρι το 2041 που αναμένεται να συμπληρώσει τα 70 του χρόνια, δηλαδή €61.560,00, για υδροθεραπεία ποσό εκ €19.440,00 και για φυσιοθεραπεία €19.440,00, δηλαδή σύνολο €100.440,00.
Παραμένει ο υπολογισμός της απώλειας απολαβών ως ειδικής ζημιάς. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι κατά την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο, ο εφεσείων είχε απολαβές από την εργασία του ως οικοδόμου €1.937,00 μηνιαίως. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νεοφύτου ο εφεσείων θα μπορούσε να επιστρέψει στην εργασία του μετά την επέμβαση με τη χρήση κοχλία, σε έξι μήνες. Συνεπώς δικαιούται σε €1.937,00 μηνιαίως από 1.4.07 που θα ήταν ικανός να επιστρέψει στην εργασία του ως οικοδόμος μετά την επέμβαση με κοχλία, μέχρι τις 19.3.14 ημερομηνία απόφασης δηλαδή 83½ μήνες, σύνολο €161.740,00.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας η εξέταση του λόγου έφεσης 8 καθίσταται περιττή.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης Δημοκρατίας για τα εξής ποσά:
1. Για το ποσό των €100.000,00 γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία με νόμιμο τόκο από τις 19.3.14, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι εξόφλησης.
2. Για το ποσό των €2.341,26 συμφωνηθείσες ειδικές ζημιές, με νόμιμο τόκο από τις 19.3.14 μέχρι εξόφλησης.
3. Για το ποσό των €21.700,00 έξοδα φυσιοθεραπείας, υδροθεραπείας και φάρμακα μέχρι 19.3.14, με νόμιμο τόκο από 19.3.14 μέχρι εξόφλησης.
4. Για το ποσό των €20.000,00 έξοδα μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης με νόμιμο τόκο από σήμερα.
5. Για το ποσό των €100.440,00 έξοδα φυσιοθεραπείας, υδροθεραπείας και φάρμακα από 19.3.14 μέχρι 19.3.2041, με νόμιμο τόκο από 19.3.14 μέχρι εξόφλησης.
6. Για το ποσό των €161.740,00 για απώλεια απολαβών από 1.4.07 μέχρι 19.3.14 με νόμιμο τόκο από 19.3.14 μέχρι εξόφλησης.
7. Για το ποσό των €232.440,00 για απώλεια μελλοντικών απολαβών υπό τύπο γενικών αποζημιώσεων με νόμιμο τόκο από 19.3.14 μέχρι εξόφλησης.
Επιδικάζονται επίσης υπέρ του εφεσείοντα τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και έφεσης όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΚΑ/ΣΦ