ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Δράκος, για τους Εφεσείοντες. Δ. Καϊλής, για τους Εφεσίβλητους 1-2. Μ. Ραφαήλ, για τον Εφεσίβλητο 3. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΤΑΙΡΕΙΑ G.P. MICHAELIDES amp;amp; SONS (ESTATES) LTD ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ G.P. MICHAELIDES ESTATES LTD ν. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ M amp;amp; S CLIMATHERM MECHANICAL LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 467/2011, 3/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A156

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 467/2011)

 

3 Απριλίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΤΑΙΡΕΙΑ G.P. MICHAELIDES & SONS (ESTATES) LTD ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ G.P. MICHAELIDES ESTATES LTD

Εφεσείοντες

-         ΚΑΙ   -

 

1.   ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ M & S CLIMATHERM MECHANICAL LTD

2.   ΣΤΑΥΡΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ,

3.   ΓΙΑΝΝΟΥ ΖΕΜΠΥΛΑ,

Εφεσιβλήτων

-----------------------------------------

 

Α. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Καϊλής, για τους Εφεσίβλητους 1-2.

Μ. Ραφαήλ, για τον Εφεσίβλητο 3.

 

------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η διαφορά των διαδίκων επιλύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόρριψη της αγωγής την οποία οι εφεσείοντες ήγειραν εναντίον των εφεσιβλήτων σε σχέση με την ανακαίνιση των μηχανολογικών εγκαταστάσεων της πολυκατοικίας των εφεσειόντων που  ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι 1, με επί πλέον εργασίες.  Λόγω διαρροής που δημιουργήθηκε τουλάχιστον 13 φορές μεταξύ 3.11.1994 και 30.12.1996 από αποσύνδεση συνδέσμων διαστολής αρχικά και ακολούθως με τη διαρροή νερού, προκλήθηκαν ζημιές.  Οι εφεσείοντες ως ενάγοντες καταλόγισαν αμέλεια στους εφεσίβλητους 1 και 2, λόγω λανθασμένης τοποθέτησης  ή λανθασμένης ή καθόλου στήριξης των σωληνώσεων,  λανθασμένης εφαρμογής στη βάση των προδιαγραφών και τοποθέτησης ελλαττωματικών συνδέσμων διαστολής, καθώς και ελλαττωματικής εγκατάστασης και αφαίρεσης εξαρτημάτων διαστολής. Περαιτέρω, ότι οι εφεσίβλητοι προμήθευσαν και εγκατέστησαν ελλαττωματικό κύλινδρο, ο οποίος χρειάστηκε επιδιόρθωση και τελικώς αντικατάσταση.   Στον εφεσίβλητο 3 καταλογίστηκε αμέλεια στο ότι επέτρεψε στους εργολάβους να τροποποιήσουν τις προδιαγραφές των σχεδίων, να αλλοιώσουν τις ενώσεις και να αφαιρέσουν τα εξαρτήματα διαστολής, στο ότι παρέλαβε εργασίες παρά τις κακοτεχνίες και στο ότι προέβηκε σε αλλαγή σχεδίων. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τους μάρτυρες υπέρ και εναντίον των εφεσειόντων και στη βάση και των ισχυρισμών των εκθέσεων υπεράσπισης, έκρινε εν τέλει ότι η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Πάλμα, Μ.Ε.1, διευθύνοντα συμβούλου και μετόχου των εφεσειόντων, και του Κυριάκου Καλοψιδιώτη, Μ.Ε.2, ορκωτού επιμετρητή ποσοτήτων δεν εντυπωσίασε λόγω της ασάφειας και αοριστίας και υπερβολής όσον αφορά τον Κ. Πάλμα και λόγω του γεγονότος ότι ο Κ. Καλοψιδιώτης σε κανένα δικό του επιστημονικό κριτήριο δεν βασίστηκε για να καταλήξει στα συμπεράσματα του στην ετοιμασθείσα  υπ΄ αυτού έκθεση, ενώ, καθώς σημειώθηκε, ο ίδιος ο μάρτυρας δεν ήταν μηχανολόγος, η δε έκθεση του ετοιμάστηκε για σκοπούς της ασφαλιστικής εταιρείας.

 

  Ως προς τη μαρτυρία του Νικόλα Αριστοδήμου, Μ.Ε.3, συμβούλου ηλεκτρολόγου μηχανικού, το Δικαστήριο, παρά το ότι ήταν καλός μάρτυρας, η μαρτυρία του ήταν μηδαμινής βαρύτητας επειδή κλήθηκε να βρει τα αίτια των συχνών απωλειών νερού, διαρροές που ο ίδιος δεν είδε ποτέ, αποτυγχάνοντας επίσης να συνδέσει τα ευρήματα του με αυτές και ούτε γνώριζε κατά πόσο η εργασία που επιθεώρησε ήταν πράγματι αυτή των εφεσιβλήτων.  Κρίθηκε συναφώς ότι δεν παρέθεσε επιστημονικά κριτήρια ώστε να βοηθήσει το Δικαστήριο να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, ενώ προέκυπταν ερωτηματικά ως προς το τι ακριβώς μεσολάβησε μεταξύ της παράδοσης των εργασιών από τους εφεσίβλητους και της τελικής κατάστασης στην πολυκατοικία, εφόσον παραδεκτά είχαν εμπλοκή και άλλοι συντηρητές στους οποίους ο Μ.Ε.3 δεν έκαμε αναφορά.  

 

        Τη μαρτυρία των Χρίστου Χρυσουλιώτη, Μ.Ε.4, (η εταιρεία στην οποία εργαζόταν ήταν η γενικός αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρείας), και του Σάββα Σάββα, Μ.Ε.5, μηχανολόγου μηχανικού στην εταιρεία Airmec, το Δικαστήριο την αποδέχθη ως τυπική.  Τη μαρτυρία του John Charles Patric Elston, Μ.Ε.6, υπεύθυνου για ζημιές από ασφάλειες στη Cunningham Cyprus, το Δικαστήριο τη αποδέχθη μεν, διερωτούμενο όμως ως προς το λόγο που ο μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει εφόσον η σωλήνα που είχε κατατεθεί  ως Τεκμήριο 29 ήταν κομμένη, και, σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπήρχε, την είχε προμηθεύσει ο Μ.Ε.1, με τον Μ.Ε.6 να μην αναφέρει άλλη αιτία διαρροής πλην από το κόψιμο.  Οι μάρτυρες Κυριάκος Κτίστη, Μ.Ε.7, συντηρητής μηχανολογικών εγκαταστάσεων, Κυριάκος Μιχαηλάς, Μ.Ε.8, βαφέας και Νίκος Σάββα, Μ.Ε.9, που εντόπισε το 2000 υγρασίες στο χώρο του μπάνιου, έγιναν αποδεκτοί από το Δικαστήριο, με τη σημείωση όμως ότι η μαρτυρία τους δεν συνδέθηκε με το συμβόλαιο ή τις εργασίες των εφεσιβλήτων.

 

        Το Δικαστήριο, αντίθετα, δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία από πλευράς των εφεσιβλήτων και συγκεκριμένα του Μάριου Παντελίδη, Μ.Υ.1, διευθυντή και μετόχου της εφεσίβλητης εταιρείας 1, του Σταύρου Ορθοδόξου, Μ.Υ.2, του έτερου διευθυντή και μετόχου της εφεσίβλητης 1, και του ίδιου του εφεσίβλητου 3, η μαρτυρία του οποίου διέπετο κατά το Δικαστήριο από ακρίβεια και σαφήνεια, ήταν καθόλα λογική, πειστική και τεκμηριωμένη.  Η μαρτυρία του Δήμου Δημοσθένους μηχανολόγου, Μ.Υ.3, έγινε δεκτή  ως τυπική μαρτυρία επί τεχνικών θεμάτων, ενώ η μαρτυρία του Λοΐζου Νικολάου, Μ.Υ.5, οικοδόμου προξένησε στο Δικαστήριο σχετικά καλή εντύπωση αποδεχόμενο τη μαρτυρία του  ως παραμένουσα αναντίλεκτη.

 

        Υπό το φως της πιο πάνω αξιολογικής κρίσης, το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα μόνα ασφαλή ευρήματα ήταν ότι μεταξύ των εφεσειόντων και   της εφεσίβλητης 1, είχε υπογραφεί  συμβόλαιο ημερ. 6.5.1994    για   την  εγκατάσταση των εργασιών συντήρησης/

ανακαίνισης των μηχανολογικών εγκαταστάσεων στην πολυκατοικία των εφεσειόντων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τα σχέδια του εφεσίβλητου 3.  Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στις 24.10.1994, ενώ η δωδεκάμηνη εγγύηση είχε λήξει στις 25.10.1995,  Έγινε έλεγχος προσωρινής παραλαβής και επανέλεγχος στις 25.10.1994, στην παρουσία του Κωνσταντίνου Πάλμα.  Μέσα στην περίοδο της εγγύησης μεταξύ 25.10.1994-2.12.1994, παρουσιάστηκαν τρεις περιπτώσεις διαρροών από συνδέσμους διαστολής και ζητήθηκε από την εφεσίβλητη 1 να τις επιδιορθώσει, όπως και έγινε.  Οι ζημιές ήσαν μηδαμινές και ο Κ. Πάλμας δεν ζήτησε πληρωμή λέγοντας ότι θα αποζημιωνόταν από την ασφάλεια.  Όταν στις 25.10.1995 στάληκε επιστολή τελικής παραλαβής, οι παρατηρήσεις που είχαν καταγραφεί από τον εφεσίβλητο 3, εγγράφως, και μια πρόσθετη του Κ. Πάλμα, έγιναν αποδεκτές και επιδιορθώθηκαν και την ίδια ημέρα επαναελέγχθηκαν.  Μέχρι και τις 24.10.1995, όταν έγινε επί τόπου έλεγχος στην παρουσία του Κ. Πάλμα για σκοπούς τελικής παραλαβής, καμία διαρροή από οποιοδήποτε σύνδεσμο διαστολής δεν είχε προκύψει.  Τα μόνα αυτά ασφαλή ευρήματα στα οποία το Δικαστήριο κατέληξε, το οδήγησαν να θεωρήσει ότι οι εφεσείοντες-ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους απορρίπτοντας, ως προαναφέρθηκε, την αγωγή. 

 

        Παραπονούνται οι εφεσείοντες με αριθμό λόγων, εννέα συγκεκριμένα, για την απόφαση του Δικαστηρίου θεωρώντας ότι λανθασμένα αξιολογήθηκε η όλη μαρτυρία από πλευράς τους.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου στην ουσία αναφερόταν στην παραδεκτή ενώπιον του μαρτυρία και γεγονότα που εξιστορούσαν και παρέθεταν τη συμφωνία και την εκτέλεση της.  Δεν υπάρχει, κατά την εισήγηση τους, ουσιαστικός λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν επείσθη από τη μαρτυρία των εφεσειόντων, παραλείποντας να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα και κατά πλάνην αναζήτησε το αντικείμενο της διαφοράς μέσα στην εκτέλεση του αντικειμένου της συμφωνίας και στο χρονικό πλαίσιο της εκτέλεσης του έργου, αγνοώντας τα επακολουθήσαντα γεγονότα παρόλον που αυτά βεβαιώνονταν από ειδικούς μάρτυρες.  Το κυρίαρχο στην υπόθεση γεγονός ότι μετά τον επανασχεδιασμό των σωληνώσεων ζεστού και κρύου νερού σταμάτησαν να δημιουργούνται διαρροές ή εκρήξεις, δεν περιλαμβανόταν στα ευρήματα του Δικαστηρίου, το οποίο αγνόησε το δεδομένο αυτό, ενώ στην ουσία η σχετική μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε. 

 

        Λανθασμένα επίσης, κατά τη θέση των εφεσειόντων, έγινε αρνητική αξιολόγηση του διευθυντή των εφεσειόντων, η οποία σε πλείστα όσα σημεία επιβεβαιώθηκε από μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, η οποία όμως για ανεξήγητο λόγο δεν έγινε δεκτή.  Η πλευρά των εφεσειόντων με τη μαρτυρία της κατέδειξε ότι από την κατασκευή του το σύστημα σωληνώσεων ζεστού και κρύου νερού ήταν ελαττωματικό, προκαλώντας διαρροές από τους συνδέσμους διαστολής.  Οι εφεσίβλητοι χωρίς την έγκριση των κατασκευαστών και προμηθευτών αφαίρεσαν τους συνδέσμους διαστολής προς αντιμετώπιση των διαρροών, ενώνοντας τους σωλήνες, πλην όμως, η ενέργεια τους αυτή προκάλεσε αυξημένες πιέσεις στο σύστημα με αποτέλεσμα να προκαλούνταν εκρήξεις σε σωλήνες παντού.  Το Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις δικογραφημένες θέσεις της υπεράσπισης με αποτέλεσμα να επιτρέψει αλλαγή της γραμμής που οι εφεσίβλητοι ακολούθησαν πρωτοδίκως και επαναδιαμόρφωση της εκδοχής τους, πράγμα που έπρεπε να κλονίσει την αξιοπιστία των μαρτύρων τους και όχι να την επιβεβαιώσει.  Ούτε το Δικαστήριο αποφάνθηκε στο θέμα του κυλίνδρου που είχαν προμηθεύσει και εγκαταστήσει οι εφεσίβλητοι 1 και 2 και ενώ αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Κ. Κτίστη, Μ.Ε.7, εν τούτοις λανθασμένα έκρινε ότι η μαρτυρία του δεν συνδεόταν με το συμβόλαιο. 

 

        Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης για τον  υπολογισμό των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή ο οποίος εγκρίθηκε από το Δικαστήριο στο ποσό των €18.494,95 πλέον τόκους και Φ.Π.Α. για τους εφεσίβλητους 1 και 2 και άλλο τόσο ποσό για τον εφεσίβλητο 3, διότι στα πρακτικά που παραδόθηκαν για σκοπούς έφεσης, δεν  υπάρχει καταχωρημένη η διαδικασία υπολογισμού από τον Πρωτοκολλητή, καθώς και η διαδικασία εγκρίσεως των εξόδων από το Δικαστήριο.   Οποιαδήποτε διαδικασία έλαβε χώραν σχετικά με τα έξοδα έγινε στην απουσία των εφεσειόντων ή των δικηγόρων τους.  Ως εκ τούτου τα επιδικασθέντα έξοδα αποφασίστηκαν αντίθετα με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, τα δε ποσά που υπολογίσθηκαν και εγκρίθηκαν είναι υπερβολικά. 

 

        Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων 1 και 2 στο κοινό περίγραμμα τους, παραπέμπει στο αδιάτρητο της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την έντονη, εκτεταμένη και πολλές φορές αχρείαστη αντεξέταση που έγινε από τους εφεσείοντες.  Καθίσταται φανερό, κατά τους εφεσίβλητους, από το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι αυτό μελέτησε πλήρως, συνειδητά και επισταμένα όλο το μαρτυρικό υλικό και κατέληξε σε ορθή ανάγνωση της αντικρουόμενης μαρτυρίας δίνοντας προς τούτο ικανούς λόγους με τους οποίους απλά οι εφεσείοντες διαφωνούν.  Η αντικατάσταση των σωληνώσεων δεν αποτελούσε μέρος των εργασιών που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι με βάση το συμβόλαιο, οι οποίοι ανέλαβαν να αντικαταστήσουν με καινούργιες πλαστικές επιφανειακές σωλήνες τις υφιστάμενες γαλβανιζέ.  Η  θέση των εφεσειόντων ότι το σύστημα της υδραυλικής εγκατάστασης εργαζόταν σε πιέσεις υψηλότερες από τις ενδεικνυόμενες, οφειλόταν όχι σε αμέλεια στην εγκατάσταση και συντήρηση από πλευράς των εφεσιβλήτων, αλλά από την ανάμειξη τρίτων προσώπων μετά την τελική παραλαβή του συστήματος που εγκαταστάθηκε.  Δεν υπήρξαν προβλήματα κατά την εγκατάσταση του συστήματος και οι όποιες μικρές διαρροές έγιναν, οφείλονταν σε προβλήματα που είχαν δημιουργήσει τρίτα άτομα και όχι οι εφεσίβλητοι.  Στη δημιουργία των προβλημάτων είχε συμβάλει και ο ίδιος ο διευθυντής των εφεσειόντων, ο οποίος επενέβαινε στις εργασίες και είχε προμηθεύσει και ακατάλληλα υλικά σε μια προσπάθεια να μειώσει το κόστος.  Τα ίδια ισχύουν και όσον αφορά το θέμα του κυλίνδρου, ο οποίος είχε εξεταστεί τρεις φορές και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα πριν την εγκατάσταση του.  Επομένως, ορθά έγινε δεκτή η μαρτυρία των εφεσιβλήτων ως αξιόπιστη.  Ως προς το θέμα των εξόδων, η πρωτόδικη απόφαση αναφέρθηκε σε υπολογισμό και όχι ψήφιση, πρακτική απόλυτα θεμιτή κατά την οποία οι διάδικοι δεν είναι παρόντες.  Η πλευρά των εφεσιβλήτων κατέθεσε κανονικά στο Πρωτοκολλητείο αναλυτικό κατάλογο εξόδων, υπολογίσθηκε καθηκόντως από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο.  Στο βαθμό που τα έξοδα είναι υψηλά, ο λόγος έγκειται αποκλειστικά στην τακτική των εφεσειόντων και στον τρόπο που αχρείαστα η αντεξέταση ήταν ιδιαίτερα εκτενής, με ανάλωση πολλών δικασίμων.

 

        Στο ίδιο μήκος κύματος περιστρέφεται και η θέση του εφεσίβλητου 3, θεωρώντας ότι όλοι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων, περιλαμβανομένου και του ιδίου, ουδέποτε κλονίστηκαν με επιτυχία σε αντίθεση με τη μαρτυρία των εφεσειόντων και ιδιαίτερα του Μ.Ε.1, η μαρτυρία του οποίου ήταν ασταθής και  υπερβολική.  Δεν τεκμηριώθηκε η θέση του Μ.Ε.1 περί 13 περιστατικών διαρροής δεδομένου ότι δεν έγινε αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, λεπτομέρειες των διαρροών και σύνδεση αυτών με τους εφεσίβλητους και ιδιαίτερα με οποιαδήποτε αμέλεια του εφεσίβλητου 3, ως μελετητή του έργου.  Η μαρτυρία έδειξε ότι μόνο τρεις περιπτώσεις διαρροής υπήρξαν τις οποίες ο εφεσίβλητος 3 κλήθηκε να επιθεωρήσει, οι δε εφεσίβλητοι 1 και 2, στη βάση των παρατηρήσεων του, προέβησαν σε αντικατάσταση και όχι αφαίρεση των συνδέσμων διαρροής.  Περαιτέρω, οποιεσδήποτε διαρροές και ζημιές προέκυψαν μετά τη λήξη της εγγύησης και της τελικής παραλαβής του έργου, δεν μπορούν να συσχετιστούν με τους εφεσίβλητους και ιδιαίτερα με τον εφεσίβλητο 3, ο οποίος διενήργησε πάνω από τριάντα επισκέψεις μέχρι την αποπεράτωση του έργου και διατηρούσε άψογες σχέσεις με τους εφεσείοντες.  Όσον αφορά τα έξοδα, ο υπολογισμός και η έγκριση έγιναν σύμφωνα με τις καθιερωμένες πρακτικές και ήσαν καθόλα νομότυπες, το δε ποσό που δόθηκε στον εφεσίβλητο 3, δεν ήταν  υπερβολικό δεδομένου ότι η ακροαματική διαδικασία ήταν μακρά με την παρέλαση ενώπιον του Δικαστηρίου 14 συνολικά μαρτύρων. 

 

        Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά ως προς το δικαίωμα του Εφετείου να επεμβαίνει, με φειδώ βέβαια, στην πρωτόδικη αξιολόγηση όπου χρειάζεται, δικαίωμα που παρέχεται όταν η αξιολόγηση δεν είναι ευλόγως επιτρεπτή, αντιστρατεύεται τη λογική των πραγμάτων ή έρχεται σε αντίθεση με παραδεκτή μαρτυρία ή αδιαμφισβήτητα τεκμήρια, (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826, Λέντζας ν. Laos Brothers Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 140/2011, ημερ. 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A577 και Φρουταρία το Πανέρι Λτδ κ.ά. ν. Hellenic  Bank Public Co. Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017), ECLI:CY:AD:2017:A432.  Το κριτήριο της αξιολόγησης είναι κατά πόσο η εκδοχή ενός ενάγοντα ιδωμένη και εξεταζόμενη στη βάση ενός αντικειμενικού επιπέδου πιθανότητας είναι πιο αληθής παρά όχι και όχι κατά πόσο η εκδοχή αυτή είναι πιο πιθανή από του εναγομένου, (Μπούλος Μαρσέλ ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858 και Κύπρος Ξενοφώντος ν. K.N. Zoo Restaurant Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 447/2011, ημερ. 15.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:A554.  Αυτό σημαίνει ότι όπου η εκδοχή του ενάγοντα προκύπτει να είναι αληθής, τότε μετατοπίζεται το βάρος στον εναγόμενο για να στηρίξει τη δική του εκδοχή έναντι αυτής του αντιδίκου του. 

 

        Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή διεξέλθει όλων των πρακτικών και της μαρτυρίας που δόθηκε υπό το φως και των  κατατεθέντων τεκμηρίων, κρίνεται ότι η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ορθή.  Ενώπιον του το Δικαστήριο είχε μια αγωγή για αποζημιώσεις από λανθασμένη ή πλημμελή εγκατάσταση υπό τύπον ανακαίνισης των σωληνώσεων της πολυκατοικίας των εφεσειόντων, με μια έκθεση απαίτησης η οποία εξιστορούσε τα ουσιώδη γεγονότα καταλογίζοντας στους εφεσίβλητους-εναγόμενους διάφορες αμελείς πράξεις και/ή παραλείψεις.  Η έκθεση απαιτήσεως με τις αξιωθείσες αποζημιώσεις υποστηρίχθηκε με επάρκεια ως απαιτείται από τη νομολογία στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων από τους μάρτυρες των εφεσειόντων.

 

 Δεν είναι αντιληπτή, κατ΄ αρχάς, η συλλήβδην απόρριψη της μαρτυρίας του Κωνσταντίνου Πάλμα, Μ.Ε.1, η ένορκη μαρτυρία του οποίου  ως αποτυπώθηκε στα πρακτικά όχι μόνο είχε συνοχή και αντικειμενική φιλαλήθεια, αλλά και  επιβεβαιώθηκε από τους υπόλοιπους μάρτυρες των εφεσειόντων.  Ο Κ. Πάλμας ήταν το άτομο που διαχειριζόταν τα της πολυκατοικίας και δεν αναμενόταν από αυτόν να γνώριζε λεπτομέρειες μηχανολογικής φύσεως ή να εξηγούσε το λόγο των διαρροών και των εκρήξεων, ούτε και να ήταν σε θέση να εντοπίσει με ακρίβεια το λόγο των προβλημάτων.  Ο μάρτυρας έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μια απλή, στην ουσία, θέση, ότι στην πολυκατοικία εκείνη των 20 ετών, χρειαζόταν ανακαίνιση των μηχανολογικών εγκαταστάσεων.  Ανέθεσε, εκ μέρους των εφεσειόντων, στον εφεσίβλητο 3 την εκπόνηση μηχανολογικών σχεδίων, ο οποίος στην πορεία συνέστησε τους εφεσίβλητους 1 και 2 ως τους εργολάβους του έργου.  Οι διαρροές που σημειώθηκαν στην πορεία είχαν εντοπιστεί από το μάρτυρα, ο οποίος κατά λογικό τρόπο καλούσε τους εφεσίβλητους που είχαν προβεί στη μηχανολογική ανακαίνιση να εξετάσουν και να διορθώσουν τα προβλήματα με τη συμβολή του εφεσίβλητου 3.  Η επαναλαμβανόμενη όμως διαρροή ανάγκασε τον Μ.Ε.1 να ειδοποιήσει την ασφαλιστική εταιρεία που κάλυπτε το θέμα, η οποία με τη σειρά της απέστειλε τον Κ. Καλοψιδιώτη, Μ.Ε.2, να εξετάσει το ζήτημα και να ετοιμάσει έκθεση.  Ο μάρτυρας πράγματι ετοίμασε έκθεση για  τις ζημιές που είχαν ήδη παρουσιαστεί, αλλά λόγω του ότι αυτές συνεχίζονταν, αντιληφθείς ότι το πρόβλημα δεν ήταν μεμονωμένο, ανέθεσε στον Νικόλα Αριστοδήμου, Μ.Ε.3, εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας, να γνωματεύσει για τα αίτια στον οποίο τελικά ανατέθηκε ο επανασχεδιασμός του έργου και σύμφωνα με τον Κ. Πάλμα, έκτοτε κανένα πρόβλημα διαρροής δεν σημειώθηκε στην πολυκατοικία. 

 

        Οι θέσεις του Δικαστηρίου ότι ο Κ. Πάλμας δεν προσέφερε συγκεκριμένα στοιχεία ως προς το ποιοι σύνδεσμοι διαστολής είχαν κολληθεί, πότε έγινε αυτό και από πού το γνώριζε, δεν είναι ορθές διότι, μεταξύ πολλών άλλων, παραγνωρίστηκε, χωρίς μάλιστα να αξιολογηθεί συγκεκριμένα, η συνάντηση του μάρτυρα με τους εφεσίβλητους όπου είχε αποφασιστεί η συγκόλληση των συνδέσμων διαστολής.  Συγκεκριμένα σε συνάντηση που έγινε στις 24.5.1995, μεταξύ του Μ.Ε.1, του Μάριου Παντελίδη, Μ.Υ.1 και των εφεσιβλήτων 2 και 3 έγινε αποδεκτή εισήγηση να κολληθούν οι σωλήνες.  Τα σχετικά πρακτικά που τηρήθηκαν αποκαλύπτουν ότι ο Κ. Πάλμας είχε σημειώσει τα δεδομένα αυτά στο ημερολόγιο του.  Ο Παντελίδης εν τέλει στην αντεξέταση του δέχθηκε ότι έγινε η συνάντηση, την οποία αρχικά δεν θυμόταν, για να πει ότι ενδεχομένως ο Ορθοδόξου να είχε μια τέτοια σκέψη, δηλαδή, να κολληθούν οι σύνδεσμοι διαστολής, αλλά δεν ακολουθήθηκε αυτή η εισήγηση.  Ο Καλοψιδιώτης, όμως, στην έκθεση του και στη μαρτυρία του είχε αναφέρει ότι πράγματι οι εργολάβοι του έργου του είχαν πει ότι είχαν αποφασίσει να ενεργήσουν ως ανωτέρω, γεγονός που ο Παντελίδης  είχε αρνηθεί.  Συνδεόταν όμως η όλη μαρτυρία, η δε ουσία του πράγματος είναι ότι το Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε σφαιρικά την όλη υπόθεση.  Η απόρριψη της μαρτυρίας του Καλοψιδιώτη «άνευ ενδοιασμού», ήταν άστοχη.  Βασίστηκε σε λανθασμένη ανάγνωση της μαρτυρίας του, η οποία συμπλήρωνε τις θέσεις του Κ. Πάλμα.  Ο μάρτυρας αυτός δεν είχε σκοπό να ερευνήσει επιστημονικά το θέμα των διαρροών, αλλά να καταγράψει γεγονότα και δεδομένα προς διερεύνηση της όλης κατάστασης χάριν της ασφαλιστικής κάλυψης.  Η θέση του ήταν σαφής.  Προς αποτύπωση των θέσεων του είχε επικοινωνήσει με τους εφεσίβλητους και ό,τι κατέγραψε ήταν αποτέλεσμα των επαφών του που έγιναν σε ανύποπτο χρόνο, πριν, δηλαδή, την έγερση της αγωγής.

 

Ως προς το θέμα των διαρροών και του αριθμού τους, επετράπη στο μάρτυρα Κ. Πάλμα το φρεσκάρισμα της μνήμης του από σημειώσεις που κρατούσε την εποχή που διαπιστώνονταν τα προβλήματα και δεν είναι λίγες οι παραπομπές του μάρτυρα, όπως φαίνεται στα πρακτικά, στα ημερολόγια που κρατούσε και στην υπόδειξη συγκεκριμένων ημερομηνιών όπου είχαν σημειωθεί οι διάφορες διαρροές και εκρήξεις των σωληνώσεων, αναμφίβολα πέραν των αρχικών τριών που ήσαν δεκτές και από τους εφεσίβλητους.

 

        Κατά τον ίδιο τρόπο, η απόρριψη στην ουσία της μαρτυρίας του Νικόλα Αριστοδήμου, Μ.Ε.3, ήταν λανθασμένη και μάλιστα κατά αντιφατικό τρόπο.  Ενώ η κατάθεση του μάρτυρα αυτού θεωρήθηκε ως έχουσα δημιουργήσει καλή εντύπωση, απεδόθη σ΄ αυτή μηδαμινή βαρύτητα.  Δεν αναμενόταν όμως από τον μάρτυρα να είχε δει ο ίδιος τις συχνές απώλειες νερού από τις διαρροές, (όπως ήταν μια από τις θέσεις του Δικαστηρίου), διότι εκ των υστέρων είχε κληθεί για να εξετάσει τη μηχανολογική εγκατάσταση και να προβεί στον επανασχεδιασμό του συστήματος ώστε το πρόβλημα να λυθεί εντελώς.  Ο μάρτυρας με ειλικρίνεια είχε αναφέρει ότι δεν ήταν σε θέση να πει με ακρίβεια κατά πόσο είχαν επέμβει τρίτα άτομα, αλλά η διάγνωση του προβλήματος ήταν σαφής και ακριβής, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να ήταν στοχευμένη και να μην ισχύει το αναφερθέν από το Δικαστήριο ότι τα ευρήματα του ήσαν αόριστα και μετέωρα.  Κάθε άλλο.

 

 Παραγνώρισε το Δικαστήριο ότι κατά τη θέση του Κ. Πάλμα εκείνοι που επανακαλούνταν για επιδιόρθωση των προβλημάτων δεν ήταν τρίτα πρόσωπα άσχετα με το όλο έργο, αλλά οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι και η μαρτυρία του Αριστοδήμου φυσιολογικά συνέδεσε τα εντοπισθέντα προβλήματα στην παροχή του ζεστού και κρύου νερού ούτως ώστε έκτοτε, κατά τη θέση πάντοτε του Πάλμα, να μην είχαν σημειωθεί νέες διαρροές.  Θέση που επιβεβαιώθηκε και από τον Χρίστο Χρυσουλιώτη, Μ.Ε.4, τον ασφαλιστή που κατέθεσε απερίφραστα ότι δεν υπήρξαν περαιτέρω διεκδικήσεις μετά τις επιδιορθώσεις που έγιναν από τον Αριστοδήμου.  Η μαρτυρία του Χρυσουλιώτη δεν ήταν τυπικής φύσεως ως τη χαρακτήρισε το Δικαστήριο, μη αποδίδοντας της ουσιαστικά οποιαδήποτε σημασία, διότι πέραν της καταγραφής σε μια και μόνο πρόταση ότι η μαρτυρία ήταν τυπική, δεν συνδέθηκε με την  υπόλοιπη μαρτυρία, ούτε και αξιολογήθηκε συναφώς. 

 

        Ούτε η μαρτυρία του Σάββα Σάββα, Μ.Ε.5, μηχανολόγου ήταν απλώς τυπική ως και πάλι είπε το Δικαστήριο, αφού ο μάρτυρας εξήγησε, κατά ενισχυτικό της υπόλοιπης μαρτυρίας τρόπο, ότι η αφαίρεση των συνδέσμων διαστολής προκαλούσε έκρηξη των σωλήνων.  Όπως και στην περίπτωση του Μ.Ε.4, κανένα περαιτέρω σχόλιο ή σύνδεση της μαρτυρίας αυτής δεν έγινε με την υπόλοιπη μαρτυρία όπως αυτή παρατέθηκε συνδυαστικά από τους άλλους μάρτυρες. 

 

        Το ίδιο πρόβλημα διαπιστώνεται και με τη μαρτυρία του John Elston, Μ.Ε.6, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι εντυπωσίασε πολύ θετικά το Δικαστήριο, το οποίο και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του, εν τέλει δεν τη συνέδεσε ούτε τη συναξιολόγισε με την  υπόλοιπη μαρτυρία αποτυγχάνοντας έτσι να αντιληφθεί το σκοπό και τη σημασία της κατάθεσης του.  Ο μάρτυρας αυτός είχε καταθέσει λεπτομερώς για τις αστοχίες που σημειώθηκαν μετά τη συγκόλληση των δακτυλίων διαστολής στις 24 και 25.8.1996 και δεν είχε σχέση με «κόψιμο» σωλήνα όπως το Δικαστήριο ανέφερε λανθασμένα ούτως ώστε να  είχε αποπροσανατολιστεί από την εξέταση του προβλήματος που είχε σημειωθεί.  Η ενέργεια των εφεσιβλήτων με την αφαίρεση των συνδέσμων διαστολής δημιούργησε πιέσεις στο σύστημα με αποτέλεσμα τις εκρήξεις και ήταν αυτό το φαινόμενο που ο Μ.Ε.6 είχε εξηγήσει στη μαρτυρία του.  Μαρτυρία, επομένως, πολύ σχετική με την όλη προβληματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην πολυκατοικία των εφεσειόντων.

 

        Τα ίδια ουσιαστικά αφορούν και τη μαρτυρία των Μ.Ε.7, Μ.Ε.8 και Μ.Ε.9, η μαρτυρία των οποίων έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο προχωρώντας όμως να σημειώσει απλώς ότι η μαρτυρία αυτή δεν είχε συνδεθεί με το συμβόλαιο ή τις εργασίες των εφεσιβλήτων, χωρίς περαιτέρω εξήγηση.  Είναι λοιπόν φανερό ότι το Δικαστήριο δεν θέλησε να ασχοληθεί με την ουσία της μαρτυρίας όλων των πιο πάνω μαρτύρων διότι κάθε ένας από αυτούς κατέθεσε για συγκεκριμένες απαιτήσεις της αγωγής, επιβεβαιώνοντας έτσι τα όσα οι εφεσείοντες προώθησαν στο Δικαστήριο με την κατάθεση μάλιστα σχετικών τιμολογίων και αποδείξεων.  Ιδιαιτέρως, όσον αφορά τον Μ.Ε.7, συντηρητή μηχανολογικών εγκαταστάσεων, η μαρτυρία του οποίου σχετιζόταν με το θέμα του κυλίνδρου, η κατάθεση του συνδεόταν με το όλο συμβόλαιο και την ευθύνη των εφεσιβλήτων με δεδομένο ότι αυτοί εγκατέστησαν στη βάση και της μαρτυρίας του Αριστοδήμου, Μ.Ε.3, κύλινδρο που ήταν ελαττωματικός από την άποψη ότι ήταν κτυπημένος με κτύπημα που μπορούσε να γίνει μόνο κατά τη μεταφορά και όχι κατά τη χρήση δεδομένου ότι ο κύλινδρος αυτός ήταν στην ουσία ένας μεγάλος σιδερένιος θερμολουτήρας που δεν επιδεχόταν εύκολα αλλοίωση στο σώμα του.  Το ελάττωμα αυτό προκάλεσε στην πορεία εσωτερική οξείδωση λόγω της καταστροφής του προστατευτικού στρώματος.  Ο Μ.Ε.7 ήταν το άτομο που, με σχετικές οδηγίες των εφεσειόντων και του Ν. Αριστοδήμου, επιθεώρησε τον κύλινδρο που βρήκε «τρυπημένο» και σε «κακά χάλια» και τον αντικατέστησε συνδέοντας τον και ελέγχοντας τις ασφάλειες.  Επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία του ότι ο κύλινδρος ήταν κτυπημένος ψηλά και ήταν θέμα χρόνου να δημιουργηθεί οξείδωση και προβλήματα.  Ο μάρτυρας κατέθεσε και το σχετικό τιμολόγιο για ΛΚ1.050,52 το οποίο και πληρώθηκε.

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κακώς αποδέχθηκε την αντίθετη θέση των ιδίων των εφεσιβλήτων και των μαρτύρων τους παραλείποντας, όπως εύστοχα αναπτύσσουν οι εφεσείοντες στο περίγραμμα τους, να εντοπίσει και αλλαγές στην προώθηση των θέσεων της έκθεσης υπεράσπισης.  Η μαρτυρία των εφεσιβλήτων δεν μπορούσε να είχε γίνει αποδεκτή στην ολότητα της διαφοράς έναντι της πειστικής και αναλυτικής μαρτυρίας που έδωσαν οι εφεσείοντες.  Ως παράδειγμα μπορεί να σημειωθεί η θέση του Μάριου Παντελίδη ότι δεν είχε θεωρήσει καν αναγκαίο να απαντήσει στην επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 9.1.1996, Τεκμ. 15, στην οποία καταγράφονταν τα προβλήματα, τα οποία συνέχιζαν παρά τις προσπάθειες αντικατάστασης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος και που συνήδε πλήρως με τα διαπιστωθέντα από τους πραγματογνώμονες μάρτυρες των εφεσειόντων.  Το Δικαστήριο δεν ενήργησε εύλογα θεωρώντας την προφορική μαρτυρία του Μ. Παντελίδη ως αξιόπιστη έναντι των γραπτών και σε ανύποπτο χρόνο παρατεθέντων στοιχείων από τους μάρτυρες των εφεσειόντων.  Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο διαπιστώνεται και αλλαγή της δικογραφημένης θέσης των εφεσιβλήτων, όταν υπήρξε παραδοχή ότι οι σωληνώσεις είχαν τοποθετηθεί σε τεθλασμένες πορείες λόγω εμποδίων στην τοιχοποιΐα. 

 

        Η έφεση συνεπώς επιτυγχάνει και επομένως δεν χρειάζεται να εξεταστεί ο τελευταίος λόγος έφεσης σχετικά με τα έξοδα.  Δεν αμφισβητήθηκαν δε ουσιωδώς οι ζημιές που υποστηρίχθηκαν με την κατάθεση διαφόρων τεκμηρίων.

 

        Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 ομού και κεχωρισμένως στο ποσό των €73.813,58 (ΛΚ43.201,17) και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 ομού και κεχωρισμένως στο ποσό των €6.941,65 (ΛΚ4.077,62).

 

        Τα πιο πάνω ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης στις 18.11.2011.

 

        Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

                                               

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο