ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A182
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 424/2017)
23 Απριλίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΙΣ 18 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΛΟΓΗΣ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1979 ΕΩΣ 1996 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΛΟΓΗΣ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΕΚΛΟΓΙΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 1981
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΗΜΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1985 ΕΩΣ 1997 (Ν.11/85)
Μεταξύ:
1. ΑΝΤΡΟΥ ΚΑΥΚΑΛΙΑ
2. ΚΩΣΤΑ ΚΩΣΤΑ
3. ΠΕΤΡΟΥ ΑΛΕΞΑΚΗ
4. ΘΩΜΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
5. ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΥ
Εφεσειόντων / Αιτητών
ΚΑΙ
1. ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ
3. ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ/ΜΕΛΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
4. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσιβλήτων / Καθ'ων η Αίτηση
_________________________
Χρ. Νικολάου για Π. Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και Φ. Μιχαηλίδου (κα), για τους Εφεσείοντες
Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη και Α. Σολουκίδου (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τoυς Εφεσίβλητους 1
Μ. Αναστασίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τoυς Εφεσίβλητους 2, 3 και 4
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στις 18.12.2016 διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη Δημάρχου στο Δήμο Λεμεσού. Υποψήφιοι ήταν ο Αιτητής 6 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, Εφεσείων 5 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και ο Καθ΄ου η αίτηση - Εφεσίβλητος 1. Μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας και την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων, Δήμαρχος Λεμεσού εξελέγη ο Καθ΄ου η Αίτηση - Εφεσίβλητος 1, ο οποίος έλαβε, σύμφωνα με το επίσημο τελικό αποτέλεσμα, 13.920 ψήφους έναντι 13.911 του ανθυποψηφίου του.
Στις 7.2.2017, καταχωρήθηκε εκλογική αίτηση, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία ζητούνταν, μεταξύ άλλων, οι εξής θεραπείες:
Α. Διάταγμα αναμέτρησης του συνόλου των ψηφοδελτίων των εγγεγραμμένων εκλογέων που ψήφισαν στη συγκεκριμένη εκλογή.
Β. Διάταγμα, με το οποίο να κηρύσσεται η ανακήρυξη του Εφεσίβλητου 1 ως Δημάρχου, άκυρη, εφόσον αυτός δεν έλαβε την πλειοψηφία των νόμιμων ψήφων και
Γ. Διάταγμα με το οποίο να κηρύσσεται ο Εφεσείων 5 ως Δήμαρχος Λεμεσού, εφόσον αυτός έλαβε την πλειοψηφία των νόμιμων ψήφων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στην Εκλογική Αίτηση στις 30.11.2017, δηλαδή, μετά από περισσότερους από εννέα μήνες από την καταχώρησή της. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία δώδεκα μάρτυρες των Αιτητών και έντεκα μάρτυρες των Καθ΄ων η Αίτηση. Οι πρώτοι έντεκα μάρτυρες των Αιτητών ήταν άτομα που παρακολούθησαν την εκλογική διαδικασία σε συγκεκριμένα εκλογικά κέντρα, εκ μέρους του ΑΚΕΛ Λεμεσού, ενώ ο δωδέκατος μάρτυρας των Αιτητών κατέθεσε ως εκπρόσωπος του προαναφερόμενου κόμματος στην καταμέτρηση και διαλογή των ψήφων, στις προαναφερόμενες δημοτικές εκλογές. Οι έντεκα μάρτυρες των Καθ΄ων η αίτηση ήσαν οι προεδρεύοντες στα αντίστοιχα έντεκα εκλογικά κέντρα, στα οποία παρακολούθησαν τη διαδικασία οι πρώτοι έντεκα μάρτυρες των Αιτητών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιπαρέθεσε τη μαρτυρία των έντεκα πρώτων μαρτύρων των Αιτητών με εκείνη των έντεκα μαρτύρων των Καθ' ων η αίτηση και κατέληξε ότι αξιόπιστοι ήσαν οι μάρτυρες των Καθ΄ων η αίτηση, σύμφωνα με τους οποίους, καμιά ατασθαλία δεν είχε παρατηρηθεί στα συγκεκριμένα εκλογικά κέντρα, κατά την καταμέτρηση και διαλογή των ψήφων. Ο Μάρτυρας Αιτητών 12 δεν είχε ιδίαν γνώση των όσων συνέβηκαν στα έντεκα συγκεκριμένα εκλογικά κέντρα και, επομένως, η μαρτυρία του δεν είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η κατάληξη της ευπαίδευτης πρωτόδικης Δικαστού, ήταν ότι «τα γεγονότα επισυνέβησαν όπως οι προεδρεύοντες των Εκλογικών Κέντρων (ΜΥ1 - ΜΥ11) κατέθεσαν.»
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αφού συνυπολόγισε, ότι η προφορική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν της εκ μέρους των Εφεσειόντων-Αιτητών, ήταν, σε αρκετά σημεία διιστάμενη ως προς τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και, το αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι καμία ένσταση δεν προβλήθηκε με σαφήνεια και κανένα επίσημο παράπονο δεν υποβλήθηκε, είτε για την εγκυρότητα οποιουδήποτε ψηφοδελτίου, είτε για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, είτε για το αποτέλεσμά της, κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες-Αιτητές δεν στοιχειοθέτησαν υπόθεση, με αξιόπιστη και συγκεκριμένη μαρτυρία. Στο συμπέρασμά της κατέληξε, αφού έλαβε υπόψιν και το γεγονός ότι οι Μάρτυρες των Αιτητών 1 - 11 προσυπέγραψαν και τα συγκεκριμένα φύλλα καταμέτρησης ψήφων για την εκλογή Δημάρχου Λεμεσού, στα συγκεκριμένα Εκλογικά Κέντρα, χωρίς οποιανδήποτε επιφύλαξη.
Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα προαναφερόμενα ευρήματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική Νομολογία και, συγκεκριμένα, στις αποφάσεις Evzonas v. Papadopoulos and another (1986) 1 C.L.R. 266, Χριστοδούλου (Α. Παφίτη) v. Χρυσάνθου Παφίτη και άλλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 291 και Παρισινός v. Κυριακού και άλλων (2002) 1 Α.Α.Δ. 627.
Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπόθεση Evzonas (ανωτέρω), το Εκλογοδικείο επέτρεψε την αναμέτρηση ψήφων, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, εφόσον υπήρχε μεγάλη ένταση στην αίθουσα όπου γινόταν η διαλογή των ψήφων, και κρίθηκε πως η θορυβώδης κατάσταση που κυριαρχούσε την ώρα της καταμέτρησης, ενδεχομένως να συνέδραμε στη διάπραξη λαθών, κατά τη διαλογή των ψήφων. Όπως λέχθηκε στην προαναφερόμενη απόφαση, η θορυβώδης κατάσταση που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε επιβεβαιωθεί και με την ένορκη δήλωση του Εφόρου Εκλογής. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις, ούτε και οποιαδήποτε θορυβώδης κατάσταση κατά τον ουσιώδη χρόνο, η οποία ενδεχομένως να συνέδραμε στη διάπραξη λαθών. Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο είπε ότι, η μικρή διαφορά των εννέα ψήφων υπέρ του Καθ΄ου η Αίτηση - Εφεσίβλητου 1, δεν συνιστά από μόνη της εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την επανακαταμέτρηση των ψήφων. Με αναφορά στην υπόθεση Παρισινός (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η θεραπεία της αναμέτρησης των ψήφων είναι άγνωστη στο Νόμο, εφόσον είναι μη προβλεπόμενη από το άρθρο 57(3) του Εκλογικού Νόμου (Νόμου 72/1979, όπως τροποποιήθηκε). Η αναμέτρηση των ψήφων δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε και προβλέπεται ως θεραπεία για τη διαπίστωση πιθανού λάθους στην καταμέτρηση και διαλογή των ψήφων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως παρατήρησε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, η επανακαταμέτρηση των ψήφων, είναι η κύρια θεραπεία που ζητείται, ενώ οι υπόλοιπες θεραπείες είναι συμπληρωματικές ή επικουρικές και ζητούνται εάν και εφόσον, από την επανακαταμέτρηση, φανεί ότι έγιναν τέτοια λάθη που να επιβάλλουν ακύρωση της εκλογής του Καθ΄ου η αίτηση - Εφεσίβλητου 1.
Καταληκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην, υπό εξέταση, Εκλογική Αίτηση δεν στοιχειοθετείτο βάσιμο αίτημα για την παροχή των ζητούμενων θεραπειών, δηλαδή της επανακαταμέτρησης των ψήφων και των άλλων δύο θεραπειών που, επικουρικά, ζητούνται. Κατά συνέπεια, απέρριψε την Εκλογική Αίτηση, με έξοδα υπέρ των Καθ΄ων η Αίτηση - Εφεσιβλήτων 1 και 2.
Με την παρούσα Έφεση, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με έξι λόγους έφεσης:
1. Καθότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσαν να γίνουν, κατά Νόμο, δεκτές οι ζητούμενες θεραπείες.
2. Καθότι, εσφαλμένα θεώρησε ότι η Εκλογική Αίτηση των Εφεσειόντων ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, εφόσον δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις κατά την καταμέτρηση των ψήφων, από τους Μάρτυρες των Αιτητών 1 - 11.
3. Επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τρόπο ασαφή και χωρίς αιτιολογία, έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει και/ή να στοιχειοθετείται ότι δικαιολογείτο η επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτίων.
4. Επειδή η πρωτόδικη απόφαση είναι άκυρη και τρωτή και, υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει να αντικατασταθεί με την κρίση του Εφετείου επί των ζητουμένων θεραπειών, εφόσον η πρωτόδικη διαδικασία διεξήχθη παράτυπα και αντίθετα με τις πρόνοιες του Νόμου και ολοκληρώθηκε εκπρόθεσμα και καθυστερημένα και πολύ πέραν της προβλεπόμενης από το Νόμο τρίμηνης προθεσμίας.
5. Επειδή η πρωτόδικη απόφαση είναι ασαφής και αναιτιολόγητη και
6. Επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε εξολοκλήρου την εκδοχή των Εφεσειόντων και αποδέχθηκε συλλήβδην την εκδοχή των Εφεσιβλήτων, αναιτιολόγητα και χωρίς διατύπωση δικανικής κρίσης.
Ο Καθ΄ου η Αίτηση - Εφεσίβλητος 1, καταχώρησε και αντέφεση, με την οποία ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη διαδικασία είναι άκυρη, εφόσον δεν τηρήθηκε η προθεσμία των τριών μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 42 του Περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/1985, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 30(1)/2011).
Το πρώτο θέμα που μας απασχόλησε είναι εκείνο της παράβασης της προθεσμίας των τριών μηνών που προνοείται στο άρθρο 42 (ανωτέρω). Το άρθρο 42, επιτακτικά, καθορίζει ότι, Εκλογική Αίτηση αναφορικά με Δημοτικές Εκλογές, εκδικάζεται, από το Επαρχιακό Δικαστήριο, σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, επιταγή που δεν τηρήθηκε στην προκείμενη περίπτωση, ούτε κατά προσέγγιση.
Θεωρούμε ότι η προαναφερόμενη νομοθετική πρόνοια είναι όντως επιτακτική και καταλυτική, για ευνόητους λόγους. Είναι θεμελιώδους σημασίας μια Εκλογική Αίτηση, με την οποία προσβάλλεται το αποτέλεσμα Δημοτικών Εκλογών, να εκδικάζεται και να αποφασίζεται, πρωτοδίκως, το συντομότερο δυνατό, για προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Δεν είναι νοητό μια Εκλογική Αίτηση, η οποία πρέπει να εκδικάζεται, δηλαδή πρέπει να αποπερατώνεται σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, να αποπερατώνεται μετά από παρέλευση περισσοτέρων των εννέα μηνών και η απόφαση να θεωρείται έγκυρη.
Η Νομολογία μας, αναφορικά με Εκλογικές Αιτήσεις, τονίζει τη σημασία των χρονικών πλαισίων που καθορίζονται από τους σχετικούς Νόμους, και την αυστηρότητα με την οποία επιβάλλεται να τηρούνται τέτοια χρονικά πλαίσια. Στην υπόθεση Κέττηρος κ.α. v. Kουτσού κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 828 τονίστηκε ότι, η εξουσία του Εκλογοδικείου οριοθετείται από τον Εκλογικό Νόμο που θεσπίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, κατ' εξουσιοδότηση του Άρθρου 145 του Συντάγματος. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι, αποδοχή αιτήματος, το οποίο θα ισοδυναμούσε με παράταση του χρόνου για καταχώρηση νέας Εκλογικής Αίτησης δεν μπορούσε να γίνει, επειδή η προθεσμία που προβλέπεται στον σχετικό Εκλογικό Νόμο [άρθρο 57(4) του Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979 (Ν.72/1979, όπως τροποποιήθηκε)], είναι επιτακτική. Στην υπόθεση Γεωργιάδης v. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136, το Ανώτατο Δικαστήριο, ως Εκλογοδικείο, τόνισε την επιτακτικότητα του Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981 και, συγκεκριμένα, της Διαταγής 4(2)(γ), η οποία επιτάσσει όπως αναφέρονται επακριβώς τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται μια Εκλογική Αίτηση. Στην υπόθεση Γεωργίου v. Θεμιστοκλέους κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1498, επανατονίστηκε ο επιτακτικός χαρακτήρας της χρονικής περιόδου, εντός της οποίας υποβάλλεται Εκλογική Αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 57(4) του Ν.72/1979, όπως τροποποιήθηκε.
Αναφορικά με τον επιτακτικό και καταλυτικό χαρακτήρα του χρονικού πλαισίου καταχώρησης και εκδίκασης μιας Εκλογικής Αίτησης, η Νομολογία μας βρίσκεται σε συμφωνία με τη Νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά και τις θέσεις που εκφράστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία, μέσω του Δικαίου (Επιτροπή Βενετίας). Στη Γνωμοδότηση αρ. 190/2002, ημερ. 23.5.2003 της Επιτροπής Βενετίας, στις σελίδες 29 - 31, και ειδικά στη σελίδα 30, τονίζεται ότι, οι διαδικασίες με τις οποίες προσβάλλεται ένα εκλογικό αποτέλεσμα, θα πρέπει να είναι όσο πιο σύντομες γίνεται. Συγκεκριμένα, η έκδοση αποφάσεων, ως προς τα αποτελέσματα Εκλογών, δεν θα πρέπει να χρονοτριβεί. Αυτό εξυπακούει ότι τα χρονικά πλαίσια για την καταχώρηση Εκλογικών Αιτήσεων πρέπει να είναι πολύ στενά και ότι το εκδικάζον Δικαστήριο θα πρέπει να εκδίδει την απόφασή του, το συντομότερο δυνατό. Χρονικό πλαίσιο τριών μέχρι πέντε ημερών πρωτόδικα, τόσο για την καταχώρηση όσο και για την εκδίκαση Εκλογικής Αίτησης, φαίνεται εύλογο. Για Εφέσεις ενώπιον Ανωτάτων ή Συνταγματικών Δικαστηρίων, το χρονικό πλαίσιο μπορεί να είναι λίγο μεγαλύτερο από το προαναφερόμενο.
Στην υπόθεση Aliyev v. Azerbaijan (App. No. 18705/06) (2010) ΕCHR 18705/06, ημερ. 8.4.2010, το ΕΔΔΑ, αναφερόμενο στο Άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τόνισε ότι, για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι σχετικές πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να παρέχεται πρακτική και αποτελεσματική προστασία (στα Δικαιώματα αυτά), και όχι μόνο θεωρητική και αναποτελεσματική. Στην υπόθεση εκείνη, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, δεδομένου πως το Εθνικό Δικαστήριο - Εκλογοδικείο δεν εφάρμοσε τα αυστηρά χρονικά πλαίσια που καθορίζονταν από την Εθνική Νομοθεσία, υπήρξε παράβαση του Άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Στην Αγγλία, οι χρονικές προθεσμίες για Εκλογικές Αιτήσεις τηρούνται αυστηρά. Το δημόσιο συμφέρον, όμως, για ταχεία επίλυση Εκλογικών διαφορών, αντιπαραβάλλεται (στις περιπτώσεις μη έγκαιρης καταχώρησης της Εκλογικής Αίτησης) με το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο και το δικαίωμα δίκαιης δίκης (Δέστε Miller v. Bull (2010) 1 WLR 1861).
Καθοδηγούμενοι από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, η πρόνοια του άρθρου 42 για εκδίκαση Εκλογικής Αίτησης αναφορικά με Δημοτικές Εκλογές, εντός τριών μηνών, είναι επιτακτική και καταλυτική και αυτό σημαίνει ότι η Εκλογική Αίτηση θα πρέπει να εκδικάζεται, να αποπερατώνεται και να αποφασίζεται πριν τη λήξη της προαναφερόμενης προθεσμίας, για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Παραβίαση της προθεσμίας αυτής οδηγεί στην ακυρότητα της δικαστικής διαδικασίας και της απόφασης επί της Εκλογικής Αιτήσεως. Η προθεσμία τριών μηνών για εκδίκαση Εκλογικής Αίτησης, που τίθεται από το άρθρον 42, ουδόλως επηρεάζει οποιονδήποτε δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο ή δίκαιης δίκης.
Πρωταρχικό καθήκον για τη συμμόρφωση με την προαναφερόμενη αυστηρή προθεσμία έχει, βέβαια, το εκδικάζον Δικαστήριο, το οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, παρέβηκε το καθήκον που είχε, σύμφωνα με το Νόμο, να εκδικάσει την υπόθεση εντός τριών μηνών. Όμως, συνυπεύθυνοι για την τήρηση των προθεσμιών και του αυστηρού χρονικού πλαισίου είναι και οι διάδικοι και ιδιαίτερα οι Αιτητές, σε μιαν Εκλογική Αίτηση. Οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να υπενθυμίζουν στο Δικαστήριο το καθήκον του να συμμορφωθεί αυστηρά με το χρονικό πλαίσιο που θέτει ο Νόμος και, εκεί όπου παρατηρείται οποιαδήποτε συμπεριφορά, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε παραβίαση του χρονικού πλαισίου, οι διάδικοι οφείλουν να παίρνουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να τηρηθεί αυστηρά το χρονικό πλαίσιο. Οι Εφεσείοντες-Αιτητές, στην προκείμενη περίπτωση, δεν φαίνεται να έλαβαν οποιοδήποτε μέτρο, διαδικαστικό ή άλλο, ώστε να βεβαιωθούν ότι η διαδικασία της Εκλογικής Αίτησης θα βρισκόταν, εντός του χρονικού πλαισίου, σε συμμόρφωση με τη σχετική νομοθετική επιταγή. Ούτε οποιανδήποτε προτροπή προς το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να έκαμαν, ούτε οποιανδήποτε ένσταση σε μεγάλες χρονικές προθεσμίες που εδίδονταν ήγειραν, ούτε και ζήτησαν οποιοδήποτε προνομιακό ένταλμα mandamus, με το οποίο να διαταχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να τηρήσει αυστηρά τα χρονικά πλαίσια, σύμφωνα με το Νόμο. Ούτε, βέβαια, και οι Εφεσίβλητοι πήραν οποιαδήποτε νομικά μέτρα με σκοπό τη διεξαγωγή της διαδικασίας, εντός των πλαισίων του Νόμου.
Εν όψει των προαναφερομένων, ο λόγος έφεσης 4 επιτυγχάνει μερικώς, καθώς επίσης και η Αντέφεση, εφόσον με το λόγο έφεσης 4 και την Αντέφεση, ζητείται όπως η πρωτόδικη διαδικασία κηρυχθεί άκυρη ενόψει της προαναφερόμενης παράβασης της επιτακτικής προθεσμίας των τριών μηνών για την εκδίκαση της Εκλογικής Αίτησης. Η πρωτόδικη διαδικασία και η απόφαση, η οποία βρίσκεται κατά πολύ εκτός του επιτακτικού χρονικού πλαισίου των τριών μηνών, είναι άκυρες και δεν μπορούν να διασωθούν στη βάση της αρχής της αναλογικότητας. Με τον τέταρτο λόγο Έφεσης ζητείται και η αντικατάσταση της πρωτόδικης κρίσης με την κρίση του Εφετείου. Πουθενά, όμως, δεν προβλέπεται ότι όταν η πρωτόδικη κρίση είναι άκυρη, λόγω παρανομίας, το Εφετείο ενεργεί, εκ νέου, ως πρωτόδικο Δικαστήριο.
Παρά την προαναφερόμενη κατάληξη, θεωρούμε σκόπιμο, για λόγους πληρότητας, να αναφερθούμε συνοπτικά και στην ουσία της υπόθεσης. Μας φαίνεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τα λοιπά ορθά εξετέλεσε το καθήκον του και κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν κατ' έφεση. Άκουσε τους μάρτυρες και των δύο πλευρών, αντιπαρέβαλε τη μαρτυρία τους, αναφέρθηκε λεπτομερώς σ' αυτή και κατέληξε ότι η μαρτυρία των Αιτητών ήταν διιστάμενη και αντιφατική, ενώ εκείνη των Καθ' ων η αίτηση ήταν συμπαγής και πειστική. Δέχτηκε τη μαρτυρία των Καθ' ων η αίτηση - Εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία, καμιά ουσιαστική παρατυπία δεν διαπιστώθηκε στα συγκεκριμένα έντεκα Εκλογικά Κέντρα για τα οποία οι έντεκα πρώτοι Μάρτυρες των Αιτητών είχαν ισχυριστεί ότι έγιναν κάποιες ατασθαλίες. Εν πάση περιπτώσει, και οι, κατ' ισχυρισμόν, ατασθαλίες δεν ήταν ουσιαστικές και δεν δικαιολογούσαν εύρημα ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων. Ορθό ήταν και το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν υποβλήθηκαν, επισήμως, ενστάσεις για συγκεκριμένα ψηφοδέλτια, ενώ οι έντεκα πρώτοι Μάρτυρες των Αιτητών συνυπέγραψαν και τις σχετικές καταστάσεις διαλογής των ψήφων, γεγονότα που αποδυνάμωναν ακόμα περισσότερο τη μαρτυρία των Εφεσειόντων - Αιτητών, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως.
Με αυτά τα δεδομένα, κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Αίτηση δεν είχε τεκμηριωθεί και δεν μπορούσε να επιτύχει, στη βάση του σχετικού Νόμου. Ορθή ήταν η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ως προς τις νομικές αρχές τις οποίες εφάρμοσε.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, οι λόγοι Έφεσης 1, 2, 3, 5 και 6, απορρίπτονται, ενώ επιτυγχάνει μερικώς, και στο βαθμό που ήδη αναφέραμε, ο λόγος έφεσης 4. Επιτυγχάνει επίσης η Αντέφεση του Καθ' ου η Αίτηση - Εφεσίβλητου 1. Η πρωτόδικη απόφαση κηρύσσεται άκυρη. Ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, δεν δίνουμε οποιανδήποτε διαταγή για έξοδα, τόσο στην Έφεση όσο και στην Αντέφεση.
Π. Δ. Δ.
/ΜΣ