ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λούκος Λτδ (Εμπορική Εταιρεία) ν. Εταιρείας Ρέινμποου Πλήτσιγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 2055
Σοφοκλέους Σοφοκλής ν. Kυριακής Tσεσμέλογλου (Αρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 773
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Luchian Marina Tudor (2011) 1 ΑΑΔ 1176
Makushin Victor (2013) 1 ΑΑΔ 2144
C.L.R. Stockbrokers Limited ν. N.K. Shakolas (Holdings) Ltd (2015) 1 ΑΑΔ 1303, ECLI:CY:AD:2015:A418
Ιωάννου Αντώνης (2016) 1 ΑΑΔ 1770, ECLI:CY:AD:2016:D355
ARAOUZOS & SON ν. POLICE (1980) 2 CLR 131
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Γαβριήλκαι Άλλων (2004) 2 ΑΑΔ 596
Κονέ Τασούλλα ν. Χαράλαμπου Φλουρή και Άλλης (2015) 2 ΑΑΔ 80, ECLI:CY:AD:2015:B156
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ SITTIKA ABBAS, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 19/2019, 4/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:A34
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ κ.α. ν. ΟΔΥΣΣΕΩΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 212/2018, 15/3/2019, ECLI:CY:AD:2019:B89
ECLI:CY:AD:2018:A155
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 423/2017
3 Απριλίου 2018
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1) ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, 2) ΑΝΤΡΕΑ ΑΡΤΕΜΗ, 3) ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, 4) ΚΩΣΤΑ ΣΕΒΕΡΗ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘ. 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/4/17 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 17977/15 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΟΤΙ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 1-4 ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘ. 12.1 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
-------------------------------
Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας, κ. Κ. Κληρίδης με Π. Ευθυβούλου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα), για τους Εφεσίβλητους 1.
Χρ. Τριανταφυλλίδης και Δ. Αραούζος, για τον Εφεσίβλητο 2.
Χρ. Τριανταφυλλίδης με Ε. Μάνουλο, για τον Εφεσίβλητο 3.
Μ. Ζήρα (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία, για τον Εφεσίβλητο 4.
---------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:- Σύμφωνα με τα ουσιώδη και αδιαμφισβήτητα γεγονότα που απορρέουν από την παρούσα υπόθεση, οι Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ανδρέας Αρτέμης, Γεώργιος Γεωργιάδης και Κώστας Σεβέρης αντιμετώπιζαν στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, με την Ποινική Υπόθεση Αρ. 17977/15, μαζί με άλλα πρόσωπα, αριθμό κατηγοριών, μεταξύ άλλων, και για χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση προνοιών του Περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 και της Οδηγίας 3/2005, Κ.Δ.Π. 445/2005 και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Κατά το στάδιο απάντησης στις κατηγορίες, οι κατηγορούμενοι υπέβαλαν διά των συνηγόρων τους, ότι οι κατηγορίες δεν αποκαλύπτουν αδίκημα, γνωστό στο Νόμο, κατά παράβαση του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η εισήγηση αυτή προχώρησε σε ακρόαση και το Κακουργιοδικείο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 7.4.2017 την απέρριψε για διάφορους λόγους. Οι πιο πάνω κατηγορούμενοι/εφεσείοντες προχώρησαν με την καταχώρηση αίτησης για certiorari, αφού εξασφάλισαν προηγουμένως τη σχετική άδεια, θεωρώντας ότι η ενδιάμεση απόφαση εμπεριείχε έκδηλα νομικό σφάλμα ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, στις 6.12.2017 εξέδωσε την αιτιολογημένη απόφαση του, με την οποία αφού έκρινε την Κ.Δ.Π 445/05, επί της οποίας στηρίζοντο οι κατηγορίες, παράνομη και άκυρη εξ υπαρχής, συνεπεία του ανυπόστατου οργάνου που την είχε εκδώσει, προέβη στην έκδοση εντάλματος certiorari, στο πλαίσιο του οποίου διατάχθηκε η ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερ. 7.4.2017.
Με την υπό κρίση έφεση που καταχωρήθηκε στις 13.12.2017, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, ημερ. 6.12.2017 ως εσφαλμένης, προβάλλοντας επτά (7) λόγους έφεσης, με τους οποίους αμφισβητεί κυρίως τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την παροχή άδειας για καταχώριση certiorari και ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική θεραπεία. Εκκρεμούσης της έφεσης, κατά τη δικάσιμο της 18.12.2017 της Ποινικής Υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να συμμορφωθεί με την απόφαση για certiorari ημερ. 6.12.2017 γι΄ αυτό και προχώρησε στην απαλλαγή των κατηγορουμένων σ΄ όσον αφορά τις κατηγορίες 1-4 που τους αφορούσαν, οι οποίοι ήδη είχαν αρνηθεί ενοχή από τις 2.5.2017. Κατά την ακρόαση της έφεσης ηγέρθηκε από το Εφετείο αυτεπάγγελτα το θέμα κατά πόσο εξακολουθεί να υφίσταται το αντικείμενο της έφεσης και συνακόλουθα λόγος συνέχισης της διαδικασίας, ενόψει της εν τω μεταξύ απόρριψης της ποινικής υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο και της απαλλαγής των κατηγορουμένων από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Κάλεσε δε τους δικηγόρους των δύο πλευρών να αγορεύσουν σχετικά, οι οποίοι και καταχώρισαν γραπτές αγορεύσεις.
Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως διατυπώθηκε με το περίγραμμα αγόρευσης του, είναι ότι με την απαλλαγή των κατηγορουμένων δεν έχει εκλείψει το αντικείμενο της έφεσης, εφόσον η παρούσα δεν είναι η περίπτωση ακαδημαϊκής επίλυσης ζητημάτων, αλλά το αποτέλεσμα της έφεσης θα του παράσχει τη δυνατότητα να προσμετρήσει όλα τα στοιχεία και να αποφασίσει αν θα προχωρήσει με την εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης.
Διαμετρικά αντίθετη ήταν η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, με ξεχωριστά περιγράμματα αγόρευσης, πρόβαλαν τη θέση ότι ενόψει της απαλλακτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου και της μη καταχώρησης έφεσης εναντίον της, η Ποινική Υπόθεση Αρ. 17997/15 έχει τερματιστεί, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό την υπό κρίση έφεση ως άνευ αντικειμένου. Ήταν εισήγηση τους ότι η Δημοκρατία με το να επιμένει στην έκδοση απόφασης ως προς την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για certiorari, με σκοπό να προχωρήσει εκ νέου με νέα υπόθεση, αποδεικνύει ότι η όποια απόφαση εκδοθεί δεν θα έχει κανένα αντίκτυπο στην ποινική υπόθεση, αλλά θα χρησιμοποιηθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα για μελλοντικές επιδιώξεις του. Τονίζουν ότι με τη μη καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερ. 18.12.2017, με την οποία απάλλαξε τους κατηγορούμενους, κατέστησε την απόφαση τελεσίδικη, γεγονός που καθιστά την απόφαση στην υπό κρίση έφεση ακαδημαϊκού και μόνο χαρακτήρα.
Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι μία έφεση, κατά κανόνα, δεν μπορεί να προωθείται, αλλά διαγράφεται αν μετά την καταχώρηση της και πριν την εκδίκαση της παραμείνει χωρίς αντικείμενο (βλ. υπόθεση Makushin Victor (2013) 1(Γ) A.Α.Δ. 2144, Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490). Σε τέτοιες περιπτώσεις η συνέχιση της δίκης δεν εξυπηρετεί οποιονδήποτε σκοπό, και για το λόγο αυτό η δίκη πρέπει να διακόπτεται γιατί τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176, που αφορούσε σε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση έκδοσης φυγόδικης, η έφεση δεν εξετάστηκε στην ουσία της λόγω του ότι κρίθηκε από το Εφετείο ότι απώλεσε το αντικείμενο της ενόψει απέλασης εν τω μεταξύ της φυγόδικης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, στις σελ. 1183 και 1184, που αναφέρεται στο σκεπτικό του Εφετείου:
«Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα. Στην υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν. Εταιρείας Ρέϊνμοου Πλήτσιγκ και Ντάϊγκ Κο Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2055, κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Όπως τέθηκε:
«Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασης του.»
Στην ουσία εκείνο που επιδιώκεται με τη συνέχιση της έφεσης είναι, όπως άλλωστε δηλώθηκε, σε περίπτωση προσφυγής της φυγόδικου στο Ε.Δ.Α.Δ, οι όποιοι χειρισμοί και άλλες ενέργειες της Δημοκρατίας να φαίνεται εκ των υστέρων ότι έγιναν με καλή πίστη. Αυτή η θέση της Δημοκρατίας αποτελεί σαφώς κατάχρηση της διαδικασίας ενόψει του ότι ενσυνείδητα προωθείται η έφεση για αλλότριο σκοπό. Όπως λέχθηκε στη Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2011) 1 Α.Α.Δ. 773, αίτηση που επιδίωκε στα πλαίσια οικογενειακής διαφοράς την αναζήτηση εκ των προτέρων καλυπτικής άδειας ότι η ήδη καταχωρηθείσα έφεση εναντίον απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου ήταν εμπρόθεσμη, αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εφόσον ήδη είχε καταχωρηθεί η έφεση και επομένως το εμπρόθεσμο ή εκπρόθεσμο της θα εξεταζόταν στη διαδικασία της ίδιας της έφεσης. Δεν ήταν δυνατό για το Εφετείο να καταστεί γνωμοδοτικό όργανο ώστε να δώσει εκ των προτέρων καλυπτική άδεια στους όποιους χειρισμούς έγιναν από τον εκεί εφεσείοντα.»
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στις 18.12.2017 το Κακουργιοδικείο απάλλαξε τους κατηγορούμενους/εφεσίβλητους, ενόψει της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία απερρίφθη προδικαστική ένσταση των κατηγορουμένων, οι οποίοι κλήθηκαν στη συνέχεια να απαντήσουν στις κατηγορίες, ήταν παράνομη και άκυρη. Η απαλλακτική αυτή απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν εφεσιβλήθηκε και κατέστη συνεπώς τελεσίδικη.
Σίγουρα με την απαλλαγή των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση η δίκη περατώθηκε και δεν απομένει πλέον οτιδήποτε προς εκδίκαση από την ποινική υπόθεση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η υπό κρίση έφεση να καταστεί άνευ αντικειμένου. Η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα ότι απόφαση επί της έφεσης, σε περίπτωση που επιτύχει, θα τον βοηθήσει να προσμετρήσει όλα τα στοιχεία για να αποφασίσει κατά πόσο θα προβεί στην καταχώρηση νέας ποινικής υπόθεσης, επιβεβαιώνει τη θέση της άλλης πλευράς ότι με τη συνέχιση της έφεσης επιδιώκεται αλλότριος σκοπός. Η έφεση έχει ήδη απωλέσει το αντικείμενό της με την απαλλαγή των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση. Οποιαδήποτε απόφαση πλέον επί της εφέσεως θα έχει μόνο ακαδημαϊκό χαρακτήρα, χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό της περατωθείσας ήδη, ποινικής υπόθεσης, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η ενδιάμεση απόφαση, ως προς την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου.
Το επιχείρημα του Γενικού Εισαγγελέα ότι η έφεση δεν έχασε το αντικείμενο της, εφόσον η απαλλαγή των εφεσιβλήτων και η μή ύπαρξη πλέον της ποινικής υπόθεσης είναι αποτέλεσμα της έκδοσης του προσβαλλόμενου προνομιακού εντάλματος, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Θα μπορούσε, αν θεωρούσε λανθασμένη την τροπή που πήρε η υπόθεση στο Κακουργιοδικείο με κατάληξη την απαλλαγή των κατηγορουμένων, να καταχωρούσε έφεση, αλλά δεν το έπραξε. Συνεπώς, δεν μπορεί να χρησιμοποιεί το γεγονός της απαλλαγής των κατηγορουμένων ένεκα της έκδοσης του προνομιακού εντάλματος certiorari, προς υποστήριξη της θέσης του ότι η έφεση δεν απώλεσε το αντικείμενο της.
Ο Γενικός Εισαγγελέας στην αγόρευση του εισηγήθηκε ότι δεν ήταν εφικτή η καταχώρηση έφεσης από πλευράς του, εφόσον η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν απαλλακτική και όχι αθωωτική. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Το δικαίωμα για έφεση σε ποινική υπόθεση πηγάζει από το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) και αναφέρεται σε αθωωτικές ή καταδικαστικές αποφάσεις.
Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Alexander Rubtsov v. Dimitri Ivantchenko, Yπόμνημα Αρ. 370, ημερ. 28.2.2018, αντικείμενο εξέτασης ήταν κατά πόσο μπορούσε να καταχωρηθεί έφεση δυνάμει του άρθρου 25(2) του Νόμου 14/60 εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε την υπόθεση χρησιμοποιώντας τη φράση «ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται». Το Ανώτατο Δικαστήριο απαντώντας θετικά στο ερώτημα, ανέφερε τα εξής στην απόφαση του:
«Ισχύει αυτό που λέχθηκε στην υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.ά. (2004)2 Α.Α.Δ. 596, όπου επίσης στην εκκαλούμενη απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε χρησιμοποιηθεί ομοίως η φράση «απαλλάσσεται».
Το Εφετείο επί του ερωτήματος κατά πόσο η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν εφέσιμη ανέφερε τα εξής σχετικά:
«Στην υπόθεση που εξετάζουμε το κακουργιοδικείο σταμάτησε τη δίκη, για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω. Σημειώνεται δε στην απόφαση του πως οι κατηγορούμενοι «απαλλάσσονται», προφανώς δε επειδή δεν έγινε διάγνωση της αθωότητας ή ενοχής των μετά τη λήψη μαρτυρίας δεν χρησιμοποίησε τη φράση «αθωώνονται». Το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε, υπό τις περιστάσεις, δεν έχει σημασία. Η δίκη άρχισε και σε κάποιο στάδιο διεκόπη με την επίμαχη απόφαση του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα είναι πως το κατηγορητήριο απορρίφθηκε τελεσίδικα, με τη διάγνωση μάλιστα πως παραβιάστηκε θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσιβλήτων. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν, ως εκ τούτου, αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. Όταν κατηγορούμενος αθωώνεται είναι πλεονασμός η χρήση της λέξης «και απαλλάσσεται», γιατί, αν είναι υπό κράτηση, η απελευθέρωση του είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της αθώωσης του».
Ως εκ των πιο πάνω, στη Γαβριήλ κρίθηκε ότι υπήρχε δικαίωμα έφεσης.
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και προσφάτως στην υπόθεση Κονέ ν. Φλουρή κ.ά. Ποινική έφ. 209/13, 5.3.2015, όπου επίσης αναλύονται οι έννοιες «απαλλαγή» και «αθώωση». Στη δε μεταγενέστερη απόφαση Αναφορικά με την αίτηση του Αντώνη Ιωάννου, πολιτική έφ. 132/15, 13.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D355 αναφέρθηκε ότι η κρίση επί της ουσίας δεν εξυπακούει ακρόαση με μάρτυρες. Γίνεται δεν παραπομπή στην έννοια της απαλλαγής σε συνάρτηση με το Άρθρο 12(2) του Συντάγματος και αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«Ο όρος «acquittal» κατά το Jowitt΄s Dictionary of English Law, 2nd Ed. Vol. 1, περιλαμβάνει όχι μόνο την ετυμηγορία της αθώωσης επί της ουσίας από την κατηγορία, αλλά και την επιτυχή προβολή των ειδικών απαντήσεων της απονομής χάριτος ή του autrefois acquit ή του autrefois convict. Ο ίδιος ορισμός δίδεται και στο Osborn΄s Concise Law Dictionary 12th Ed. Σε αντιδιαστολή, η απαλλαγή ως αποτέλεσμα καταχώρισης ποινικής δίωξης (nolle prosequi), δεν αποτελεί «απαλλαγή» εν τη εννοία του Άρθρου 12.2 (G. Araouzos and Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131)».
Το ίδιο, όπως καθορίστηκε στη Γαβριήλ και στις επόμενες υποθέσεις, ακριβώς ισχύει και εν προκειμένω, αφού η απαλλαγή, εν τοις πράγμασι, οδήγησε σε αθώωση και σε απόρριψη της ποινικής υπόθεσης. Η απόφαση ήταν αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι.»
Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης είναι όμοια με της παρούσας, όπου και εδώ δεν διεξήχθηκε ακρόαση με την προσκόμιση μαρτύρων, αλλά η απαλλαγή των κατηγορουμένων οδήγησε τελικά σε απόρριψη της ποινικής υπόθεσης, που εξυπακούει ότι ήταν αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. Συνεπώς, ο Γενικός Εισαγγελέας εδικαιούτο να καταχωρήσει έφεση, αλλά δεν το έπραξε.
Ενόψει των πιο πάνω, η προώθηση της έφεσης μετά που η ποινική υπόθεση απορρίφθηκε και απαλλάχθησαν οι εφεσίβλητοι των κατηγοριών, καθιστώντας έτσι την έφεση ως άνευ αντικειμένου, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και ως τέτοια δεν πρέπει να συνεχιστεί. Παρεμβάλλουμε ότι το Εφετείο, δεν μπορεί να καταστεί γνωμοδοτικό όργανο ώστε να προδιαγράψει οποιουσδήποτε περαιτέρω χειρισμούς από τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα, όπως ουσιαστικά επιζητεί.
Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου