ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΑΒΡΙΔΟΥ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 60/2021, 27/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D174
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΑΒΡΙΔΟΥ , Πολιτική Έφεση Αρ. 129/2021, 15/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:A510
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΟΙΖΟΥ , Πολιτική Έφεση Αρ. 138/2018, 20/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A373
ECLI:CY:AD:2018:A154
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 413/2016)
3 Απριλίου, 2018
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ 2(1), 58(9.vi) ΚΑΙ 58(13) ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΟΥ 1984, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 83, 84(ε), 84(ια), 84(ιζ) ΚΑΙ 88 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΔΗΜΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1985 ΜΕΧΡΙ 1997 (111/1985), ΤΟ ΑΡΘΡΟ 33 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 1), ΤΟ ΑΡΘΡΟ V. ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΕΖΟΥ∙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 17, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ PALM-MOUNT HOLDINGS LTD ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ Ο ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΝΑ ΣΕΒΑΣΤΕΙ, ΝΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΥΣ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΜΕΣΩ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΕΚΔΟΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΥΝΑΜΕΙ ΝΟΜΟΥ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΕΡΜΑΤΙΣΘΕΙ Η ΔΙΕΥΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΣΤΑΘΜΕΥΣΗ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΥΣ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΟΔΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΗΡΥΧΘΕΙ ΩΣ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΙ ΜΕΣΟΝ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΧΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΜΕΣΟΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝ ΛΟΓΩ ΔΗΜΟΥ ΤΟ ΕΤΟΣ 1992∙ ΩΣ ΤΕΤΟΙΑΝ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝ ΕΧΕΙ Ο ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
PALM-MOUNT HOLDINGS LTD,
Eφεσειόντων/Αιτητών,
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση.
----------------------
Λουκής Λουκαίδης, για την Εφεσείουσα.
----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη μονομερής αίτηση της εφεσείουσας εταιρείας για παραχώρηση άδειας προς το σκοπό υποβολής αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus.
Η επιδίωξη της εφεσείουσας, όπως καταγράφεται στην ένορκη δήλωση διευθυντή της που συνόδευε την αίτηση (στο εξής «η ένορκη δήλωση της εφεσείουσας»), ήταν όπως με το εν λόγω ένταλμα, διαταχθεί ο Δήμος Λευκωσίας (στο εξής «ο Δήμος»), να διατηρεί τους πεζόδρομους της Λευκωσίας για την αποκλειστική χρήση των πεζών και να μην επιτρέπει την είσοδο, τη στάθμευση και τη διακίνηση αυτοκινήτων και άλλων οχημάτων σε αυτούς, όπως αυτό ορίζεται και απαγορεύεται, κατά την εφεσείουσα, από τους Κανονισμούς 2(1)[1], 58(9)(vi)[2] και 58(13)[3] των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 οι οποίοι είναι σε απόλυτο συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Δικαιωμάτων του Πεζού, ο οποίος υιοθετήθηκε με την απόφαση/ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 14.11.1988.[4] Κατά την εφεσείουσα εταιρεία, «ως τέτοιαν ευθύνη και καθήκον» έχει ο Δήμος όπως ορίζουν τα άρθρα 83, 84(ε),(ια) και (ιζ) των περί Δήμων Νόμων του 1985 μέχρι 1997 (Ν.111/1985) και υποστηρίζονται από τις εξουσίες που δίδει το άρθρο 88 του ιδίου Νόμου. Δέον να σημειωθεί ότι το αίτημα περιορίστηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης πρωτοδίκως στον πεζόδρομο της οδού Λήδρας.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την έκθεση γεγονότων και την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, το 1992 η οδός Λήδρας, καθώς επίσης διάφοροι άλλοι οδοί και τμήματα οδών στην εντός των τειχών Λευκωσία, κηρύχθηκαν από το Δήμο ως πεζόδρομοι. Σε σχετική Δημόσια Γνωστοποίηση του Δήμου, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» στις 24.12.1992, αναφέρεται ότι η απόφαση αυτή λήφθηκε από το Δήμο «ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι περί Τροχαίας Δημοτικοί Κανονισμοί Λευκωσίας και με τη συγκατάθεση του Αρχηγού Αστυνομίας.». Στην ίδια Γνωστοποίηση παρατίθεται η εξαίρεση της απαγόρευσης για οχήματα τροφοδοσίας, στα οποία επιτρέπεται η κυκλοφορία στους πεζόδρομους «από τις 7.00-10.00 το πρωί καθημερινά περιλαμβανομένης της Κυριακής» και «από τις 1.00-3.00 εκτός Κυριακής», με συγκεκριμένη κατεύθυνση και ταχύτητα καθώς και η στάθμευση «όχι περισσότερο από τριάντα λεπτά». Από την απαγόρευση εξαιρούνται οχήματα συγκεκριμένων υπηρεσιών, για σκοπούς άμεσης ανάγκης. Ο Δήμος τοποθέτησε αναδυόμενους πασσάλους όπου πεζόδρομος εφάπτεται με κανονική οδό, με σκοπό να ελέγχει ή να απαγορεύει την είσοδο οχημάτων σε πεζόδρομο. Ωστόσο, κατά την εφεσείουσα, παράνομα καθιστά δυνατή, επιτρέπει και παροτρύνει την είσοδο, τη διέλευση και/ή τη στάθμευση οχημάτων κάθε τύπου, βάρους και λειτουργίας στους πεζόδρομους της πόλης της Λευκωσίας, τουλάχιστο μεταξύ των ωρών 7:00π.μ. και 10:00 π.μ. καθημερινά. Κατά τις ώρες εκείνες, η είσοδος, διέλευση και στάθμευση οχημάτων στους πεζόδρομους είναι ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη για τους πεζούς καθώς και για την επιχείρηση κέντρου αναψυχής που η εφεσείουσα διατηρεί στην οδό Λήδρας.
Απορρίπτοντας την αίτηση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, το γενικό ενδιαφέρον ή το δημόσιο συμφέρον, όπως το επικαλείτο η εφεσείουσα, δεν της παρείχε αυτομάτως locus standi. Με βάση τη νομολογία η νομιμοποίηση ενός αιτητή εξαρτάτο από το ιδιαίτερο του ενδιαφέρον για την εφαρμογή του Νόμου «over and above the interests of the community as a whole to support their application»[5]. Σημείωσε, εν προκειμένω, ότι η επιδίωξη της εφεσείουσας ήταν η «επιβολή νέου σχεδιασμού πεζοδρόμησης ή νέων ρυθμίσεων, ζητήματα που άπτονται της ευρύτερης πολιτικής του Δήμου και εξέρχονται της εμβέλειας της υπό κρίση αίτησης». Συγχρόνως επεσήμανε πως τα όσα η εφεσείουσα πρόβαλλε με την ένορκη δήλωση «εξιστορούν διαφορές της εταιρείας με το Δήμο Λευκωσίας και αντιδικίες οι οποίες έχουν καταλήξει στα Δικαστήρια.που ουδόλως .θέτουν νομιμοποιητικό υπόβαθρο ή δυνατόν να ορίσουν τις παραμέτρους του δημόσιου συμφέροντος το οποίο επικαλείται, αλλά αντιθέτως προσωπικά συμφέροντα και ελατήρια όσον αφορά το σύννομο της λειτουργίας της επιχείρησης στα υποστατικά που διατηρεί στον πεζόδρομο της οδού Λήδρας.».
Κατά της απορριπτικής πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση η οποία προωθήθηκε στη βάση τριών λόγων έφεσης οι οποίοι άπτονται διαφόρων πτυχών της, περιλαμβανομένης και της κρίσης του Δικαστηρίου περί μη νομιμοποίησης της εφεσείουσας την οποία η τελευταία θεωρεί εσφαλμένη. Δεν φαίνεται να απασχόλησε στην πρωτόδικη απόφαση κατά πόσο ο Δήμος υπέχει το καθήκον που του αποδίδει η εφεσείουσα, ούτε παρουσιάζεται ως αναγκαία η εξέταση του για τους σκοπούς της έφεσης.
Εφόσον η νομιμοποίηση της εφεσείουσας αφορά σε θέμα δημόσιας τάξης και μπορεί ως τέτοιο να προδικάσει το αποτέλεσμα της έφεσης, θα μας απασχολήσει κατά προτεραιότητα.
Υποστηρίζει η εφεσείουσα ότι αφού λειτουργεί επιχείρηση στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία, γεγονός που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει ιδιαίτερο άμεσο συμφέρον να προασπίσει την απαγόρευση διέλευσης τροχοφόρων από το δρόμο που έχει την έδρα της η επιχείρηση της.
Η νομιμοποίηση ενός αιτητή να αιτηθεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος συναρτάται με το ενδιαφέρον του. Η φύση του ενδιαφέροντος που απαιτείται για υποστήριξη αίτησης για mandamus διαχρονικά εκφράστηκε ποικιλοτρόπως, όπως καταδεικνύει η Αγγλική νομολογία.[6] Στην περίπτωση, όμως, που το επιβαλλόμενο εκ του Νόμου καθήκον, του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση, δεν συναρτάται με οποιαδήποτε ατομικά δικαιώματα αλλά έχει προβλεφθεί προς όφελος του κοινού γενικά, όπως στην προκείμενη περίπτωση, τα Αγγλικά δικαστήρια, αναγνωρίζοντας ότι η παράλειψη εκτέλεσης δημόσιου καθήκοντος δεν πρέπει να είναι ανέλεγκτη, σταθερά παρέχουν locus standi σε αιτητή του οποίου το ενδιαφέρον για την εφαρμογή του νόμου είναι ιδιαίτερο με την έννοια ότι είναι μεγαλύτερο από αυτό της κοινότητας ως τέτοιας (βλ. R v Commissioners of Customs and Excise (ανωτέρω)[7] και R v Manchester Corporation [1911] 1 K.B. 560)[8]. Το κριτήριο αυτό έχει υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία (βλ. BNK East Med Limited (1997) 1 ΑΑΔ 1302). Αιτητής δε ο οποίος ανήκει σε τάξη ανθρώπων η οποία επηρεάζεται πιο πολύ από τη μη εκτέλεση του καθήκοντος παρά το ευρύ κοινό, θα πρέπει να δείξει ότι το ενδιαφέρον του είναι μεγαλύτερο από αυτό της τάξης στην οποία αυτός ανήκει (βλ. State (Modern Homes Limited) v Dublin Corporation (1953) I.R. 202[9]).
Η λειτουργία επιχείρησης στην οδό Λήδρας από μόνη της δεν νομιμοποιεί την εφεσείουσα στην καταχώρηση και προώθηση της αίτησης της για mandamus. Δεν καθιστά το ενδιαφέρον της μεγαλύτερο από αυτό των άλλων χρηστών του πεζόδρομο της οδού Λήδρας ή των άλλων προσώπων που επίσης λειτουργούν επιχειρήσεις στην ίδια οδό, στην τάξη των οποίων ανήκει και η εφεσείουσα. Ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας περί νομιμοποίησης της λόγω της μη τήρησης της απαγόρευσης της κυκλοφορίας «σε πεζόδρομο» με άμεσες και αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της επιχείρησης της, επίσης δεν την περιβάλλει με το απαραίτητο ενδιαφέρον. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί, βέβαια, ότι η μη εφαρμογή του νόμου «αυτομάτως παραβλάπτει τη λειτουργία της επιχείρησης» της, όπως εισηγείται στο περίγραμμα αγόρευσης της, και, εν πάση περιπτώσει σε βαθμό μεγαλύτερο από άλλους που λειτουργούν επιχειρήσεις στον εν λόγω πεζόδρομο. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση και προώθηση της αίτησης για mandamus.
Παρόλο που η έφεση έχει κριθεί, θεωρούμε χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η ενεργοποίηση της εξουσίας του Δικαστηρίου για την παραχώρηση του εντάλματος mandamus εξαρτάται από την ικανοποίηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Μια από αυτές είναι η υποβολή διακριτής απαίτησης προς την αρμόδια αρχή για εκτέλεση του καθήκοντός της σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται, ακολούθως, το αίτημα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση της στο μεταξύ.[10] Δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα αλλά για ζήτημα ουσίας. Η αρμόδια αρχή πρέπει να γνωρίζει τι απαιτείται από αυτή να πράξει ώστε να έχει την ευκαιρία να εξετάσει κατά πόσο θα συμμορφωθεί ή όχι[11].
Η ένορκη δήλωση της εφεσείουσας παραπέμπει σε αριθμό επιστολών που απεστάλησαν στο Δήμο. Μας ενδιαφέρει η επιστολή ημερομηνίας 22.12.2015, στην οποία αφορά η έφεση, για την οποία το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι συνιστούσε σαφή και συγκεκριμένη απαίτηση της εφεσείουσας προς το Δήμο προς εκτέλεση δημόσιου καθήκοντος, θεωρώντας ότι αφορούσε στην ακύρωση υποάδειας της εφεσείουσας «για χρήση δημόσιου χώρου για υπαίθρια εστίαση από το Δήμο». Την ίδια θεώρηση είχε και για άλλη επιστολή, την οποία λανθασμένα θεώρησε ότι ήταν επίσης ημερομηνίας 22.12.2015, «όπου και πάλι γίνεται συζήτηση περί του ιδίου ζητήματος».
Η εφεσείουσα, προσβάλλοντας την κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο έφεσης, ορθά παρατηρεί ότι το Δικαστήριο σύγχυσε το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 22.12.2015, όπου υπάρχει απαίτηση προς το Δήμο για άμεση επιβολή της απαγόρευσης της κυκλοφορίας στα φορτηγά, με το περιεχόμενο άλλης επιστολής. Καίτοι συμφωνούμε ότι η εν λόγω επιστολή περιείχε σαφή υπόδειξη προς το Δήμο για άμεση επιβολή απαγόρευσης ως ανωτέρω, και απαίτηση «να επανέλθει και να διατηρηθεί η τάξη, η νομιμότητα, η λογική, η ηθική και η ασφάλεια», εντούτοις αφορούσε «στους πεζόδρομους» γενικά και όχι στο συγκεκριμένο πεζόδρομο της οδού Λήδρας, - όπως επιβεβαιώνεται με την παράγραφο 57 της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας εταιρείας[12] - στον οποίο περιορίστηκε, τελικά, το αίτημα ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ο τύπος της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος mandamus απαιτεί την αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που τίθενται στη νομολογία για τη χορήγηση του. Εν προκειμένω, λοιπόν, ενώ υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ της απαίτησης προς το Δήμο και της αιτούμενης με την αίτηση θεραπείας, όπως αυτή είχε αρχικά υποβληθεί στο Δικαστήριο, δεδομένου του περιορισμού του αιτήματος στη συνέχεια σε συγκεκριμένο πεζόδρομο, δηλαδή της οδού Λήδρας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε συμμόρφωση με το προαπαιτούμενο υποβολής σαφούς και διακριτής απαίτησης προς το Δήμο για την εκτέλεση του δημόσιου καθήκοντος για το οποίο προωθήθηκε το αίτημα. Επομένως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επιστολή ημερομηνίας 22.12.2015 δεν συνιστούσε σαφή και διακριτή απαίτηση προς το Δήμο, με άλλο, όμως, σκεπτικό. Να σημειωθεί επίσης ότι η εν λόγω επιστολή απευθύνεται στο Δήμο από φυσικό πρόσωπο (τον ομνύοντα στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας), το οποίο και την υπογράφει. Πουθενά δεν φαίνεται στην επιστολή ότι αυτή απεστάλη από ή για λογαριασμό της εφεσείουσας εταιρείας, η οποία υπέβαλε το αίτημα στο Δικαστήριο. Διαπίστωση η οποία επίσης αποβαίνει μοιραία για την τύχη της έφεσης.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Με αναφορά στον ορισμό του όρου «πεζόδρομος»:
«"πεζόδρομος" σημαίνει δρόμο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από πεζούς»
[2] «(9) Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο, οφείλει να η σταθμεύει το όχημα ούτε εγκαταλείπει αυτό -
[..]
(στ) πάνω σε πεζοδρόμιο ή πεζόδρομο»
[3] «(13) Απαγορεύεται η οδήγηση, η (sic) οχήματος πάνω σε πεζοδρόμιο, πεζόδρομο, ποδηλατόδρομο ή ποδηλατολωρίδα»
[4] OJ C290, 14.11.1988 σελ.51
[5] R v Commissioners of Customs and Excise [1970] 1 All ER 1068.
[6] «legal right» (νόμιμο δικαίωμα), R v Lewisham Union [1897] 1 Q.B 498, «special interest» (ειδικό ενδιαφέρον), R v Manchester Corporation [1911] 1 K.B. 560, «sufficient interest» (ικανοποιητικό ενδιαφέρον), R v Commissioner of Police of the Metropolis, Ex parte Blackburn [1968] 2 Q.B. 118 at p.137 per Lord Denning MR
[7] Στην οποία κρίθηκε ότι: "The applicants had failed to show that they had some interest over and above the interests of the community as a whole to support their application; their only interest or motive was the ulterior one of putting their competitors out of business; accordingly, their application failed."
[8] Στην υπόθεση εκείνη, οι αιτητές απέσυραν την ένσταση που είχαν αρχικά διατυπώσει σε σχέση με νομοσχέδιο, μετά τη συμπερίληψη διάταξης την οποία είχαν απαιτήσει για την προστασία του κοινού γενικά και, μέσω του τελευταίου, των δικών τους εμπορικών συμφερόντων. Κρίθηκε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές δεν μπορούσε να λεχθεί πως οι αιτητές ήταν στην ίδια θέση όπως κάθε άλλο μέλος του κοινού ούτε ότι δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκτέλεση του καθήκοντος που επέβαλλε η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη.
[9] "All owners of property are in theory affected by the decision of the Council to prepare and submit a planning scheme. It is clear, however, that an individual owner would not be entitled to apply for mandamus. The prosecutors, - - - - have shown that they have in fact been affected by action taken by the corporation in exercise of their powers of interim control and that they have suffered by the failure of the Council to make and submit a planning scheme. It is not necessary to attempt a precise definition of the nature and extent of the right or interest with which an applicant for mandamus must be clothed before he is entitled to apply to the court for this form of relief. This court does not accept the contention that an applicant must have a right to recover damages in an action. If this contention were correct it could mean that an alternative remedy would exist in every case, and the court would in general in the exercise of its discretion refuse an order of mandamus. The prosecutors have shown that they are prejudiced to an extent greater than other property owners in the planning district. In the view of this court it has been shown that they have a sufficient interest to entitle them to apply for an order of mandamus and it has not been shown that there is any alternative specific remedy at law available to them which is not less convenient, beneficial, or effective." (σελ. 228 από δικαστή Maguire J)
[10] Halsbury's Laws of England (3rd edition) Vol.11, p. 106.
[11] Βλ. R v The Bristol and Exeter Railway Company 12 L.J.Q.B., στην οποία λέχθηκε (από το δικαστή Λόρδο Denman C.J.): "It is necessary, before a rule is applied for, that a distinct demand should be made upon those who are required to do an act, and that it should be distinctly pointed out to them what it is that they are required to do".
[12] Στην παράγραφο 57 αναφέρεται, μεταξύ άλλων: «Την 22η Δεκεμβρίου 2015, η Αιτήτρια απέστειλε επιστολή ως μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον Καθ' ου η Αίτηση, καλώντας τον Δήμο Λευκωσίας να επιβάλει την απαγόρευση κυκλοφορίας στους πεζόδρομους στα φορτηγά κ.τ.λ. άμεσα και αμέσως και να εφαρμοστεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των οχημάτων τροφοδοσίας, στους πεζόδρομους.»
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)