ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ.Φλώρου, για Λυσάνδρου amp;amp;amp; Θωμά ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες Χρ.Χρυσάνθου, για Μ.Κυπριανού, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο K.G.D. GRAPHICS DESIGNS LTD κ.α. ν. ΜΑΡΙΑ ΝΕΑΡΧΟΥ, Πολιτική Εφεση Αρ. 35/2011, 18/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A174

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 35/2011)

 

18 Απριλίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.   K.G.D. GRAPHICS DESIGNS LTD

2.   ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΝΑΡΗΣ

Εφεσείοντες

και

ΜΑΡΙΑ ΝΕΑΡΧΟΥ

Εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

Χρ.Φλώρου, για Λυσάνδρου & Θωμά ΔΕΠΕ,  για τους εφεσείοντες

Χρ.Χρυσάνθου, για Μ.Κυπριανού, για την εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Οι  εφεσείοντες είχαν, ως ενάγοντες, καταχωρήσει αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης (ως εναγομένης 1 και του εναγομένου 2) αξιώνοντας αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν, όταν οι εναγόμενοι απέκοψαν τη σύνδεση της ηλεκτρικής εγκατάστασης που παρείχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χώρο των εφεσειόντων.  Ταυτόχρονα οι εναγόμενοι δι΄ανταπαιτήσεως ζητούσαν διάταγμα ανάκτησης κατοχής χώρων που κατείχαν οι εφεσείοντες, παράνομα, καθώς και διάφορα κονδύλια αποζημιώσεων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, έκρινε πως οι εναγόμενοι είχαν δικαίωμα για έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής και το εξέδωσε, όπως επίσης εξέδωσε απόφαση υπέρ αυτών στην ανταπαίτηση για το ποσό των €513.  Αναφορικά δε με την απαίτηση των εφεσειόντων έκρινε ότι δεν αποδείχτηκαν οι αξιώσεις για αποζημιώσεις, αποδίδοντας σ΄αυτούς μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις €100.

 

Είναι αναγκαίο όπως διευκρινισθούν οι ιδιότητες των μερών από τις αδιαμφισβήτητες πτυχές της υπόθεσης.

 

Ο εφεσείων 2 και η εφεσίβλητη υπήρξαν σύζυγοι.  Ο εναγόμενος 2 ήταν ο πατέρας της τελευταίας.  Εναντίον του δεν προωθήθηκε έφεση λόγω του ότι απεβίωσε.  Η εφεσίβλητη ήταν συνιδιοκτήτρια στην πολυκατοικία επί της λεωφόρου Ομονοίας 30, στη Λεμεσό, σε διαμέρισμα της οποίας βρισκόταν ο συζυγικός οίκος των διαδίκων.

 

Στην ίδια πολυκατοικία ο εφεσείων 2 διατηρούσε γραφείο στο ρετιρέ και η εφεσείουσα 1 εργαστήριο στο υπόγειο.

 

Ως αδιαμφησβήτητα, από την πρωτόδικη απόφαση, προκύπτουν και τα ακόλουθα:

(1)     Ο εφεσείων 2 από το έτος 1996 και αργότερα, μετά τη σύστασή της, η εφεσείουσα 1, ασκούσαν επιχείρηση εκτυπωτικών και γραφικών εργασιών στο υπόγειο της πολυκατοικίας επί της οδού Ομονοίας αρ. 30.

 

(2)     Την παραχώρηση της χρήσης του χώρου έκανε η εφεσίβλητη,  στα πλαίσια των συζυγικών της σχέσεων με τον εφεσείοντα.

 

(3)     Τον Απρίλιο του 2006 (μετά τη διάσταση στη σχέση τους ως σύζυγοι), η εφεσίβλητη κάλεσε τους εφεσείοντες να αποχωρήσουν από το χώρο. Ουσιαστικά η άδεια ανακλήθηκε.

 

(4)     Ο υπόγειος χώρος δεν είχε δικό του μετρητή ηλεκτρικού ρεύματος, ούτε ανεξάρτητη παροχή. Δεν διέθετε επίσης ούτε παροχή νερού, αλλά ούτε και τουαλέτα.

 

(5)     Ο χώρος αυτός τροφοδοτείτο με ηλεκτρικό ρεύμα από την παροχή ρεύματος του διαμερίσματος 202, ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης.

 

(6)     Για τη σύνδεση αυτή, δεν λήφθηκε άδεια ούτε και έγκριση από την ΑΗΚ. Ούτε βέβαια προέβη στη σύνδεση η ΑΗΚ.

 

(7)     Η εφεσίβλητη γνώριζε, ενέκρινε και παραχώρησε άδεια για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από το μετρητή του διαμερίσματος 202 προς τον υπόγειο χώρο.

 

(8)     Πελάτης της ΑΗΚ, παρουσιάζετο ο εναγόμενος 2, ο οποίος φαίνεται ως ιδιοκτήτης του μετρητή.

 

Πέραν των πιο πάνω αποδεκτών γεγονότων το Δικαστήριο αποδέχτηκε πως:

 

(9)  Η σύνδεση η οποία παρείχε και τροφοδοτούσε με ηλεκτρικό ρεύμα το υπόγειο εργαστήριο των εφεσειόντων έγινε από τον εφεσείοντα 2, κατά το χρόνο που διαβιούσε με την εφεσίβλητη και πληρωνόταν κοινός λογαριασμός για το διαμέρισμα και το υπόγειο.

 

(10)  Ο εφεσείων 2 πληροφορήθηκε από τον ΜΥ1 Τζιωρτζή (επιθεωρητή εγκατάστασης της ΑΗΚ) στις 31.5.2006 ότι η σύνδεση της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος από το διαμέρισμα 202 προς το υπόγειο εργαστήριο είναι παράνομη και πρέπει να αποσυνδεθεί.  Η εφεσίβλητη ουδέποτε ενημέρωσε τον εφεσείοντα 2 ότι θα αποκοπεί η σύνδεση σε συγκεκριμένη ημερομηνία.  Εκείνο που έκανε, ήταν να τον καλέσει να εγκαταλείψει το υπόγειο και την πολυκατοικία.

 

(11)  Στις 31.5.2006 έγινε αποσύνδεση των καλωδίων με ευθύνη της πλευράς της εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν επεμβασίες στο χώρο, πλην όμως, θεώρησε ότι δέον να τύχουν προστασίας έναντι του ιδιοκτήτη του ακινήτου ο οποίος έχει καθήκον επιμέλειας «έναντι κινδύνου που επικρέμεται και υπάρχει  στην περιουσία του και που ενδεχομένως να προκαλέσει ζημιά σε τρίτο» (Δημοκρατία ν. Παπαζισήμου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 599, Φραγκεσκίδης ν. Μάμα (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 70).

 

Οι εφεσείοντες επικαλούνται κυρίως ζημιές ως εκ της μη ενημέρωσης τους για την αποκοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, ζημιές που επεσυνέβησαν σε ηλεκτρικά μηχανήματα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές.  Εν αντιθέσει, η πλευρά της Υπεράσπισης εισάγει ότι η οποιαδήποτε ζημιά δεν προήλθε από τη διακοπή αλλά τη διακοπή και την επαναφορά του ηλεκτρικού ρεύματος.  Σχετική ήταν η μαρτυρία του ΜΕ2 Χρ.Κεντή, τεχνικού σε εταιρεία εκτυπωτών, ο οποίος κατάθεσε ότι ουσιαστικά ο εκτυπωτής των εφεσειόντων υπέστη βλάβη από τη διακοπή και την επαναφορά του ηλεκτρικού ρεύματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του και δέχθηκε πως η ζημιά συνίστατο σε ΛΚ4.300.  ΄Αλλα κονδύλια ειδικών αποζημιώσεων ή παραδειγματικών αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τα αποδέχθηκε.  Ωστόσο, εντέλει,  θεώρησε ότι η αξίωση των εφεσειόντων θα έπρεπε να απορριφθεί με την εξής συλλογιστική.

 

«Σίγουρα αν δεν προηγείτο η διακοπή του ρεύματος δεν θα χρειαζόταν να γίνει επαναφορά του. Όμως, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι από μόνη της η διακοπή προκάλεσε ζημιά στον εκτυπωτή. Ο μάρτυς ήταν ξεκάθαρος. Απαιτείται διακοπή και επαναφορά του. Και μάλιστα εξήγησε το λόγο. Διοχέτευση μεγαλύτερης τάσης. Ενδεχομένως κάποιος να μην επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και δεξιότητα κατά την επαναφορά του ρεύματος».

 

Οι δύο λόγοι έφεσης (1ος και 3ος) που διατυπώνονται εναντίον της πρωτόδικης κρίσης, αφορούν τα κάτωθι: (σημειώνεται ότι οι λόγοι έφεσης 2 και 4 αποσύρθηκαν).

 

Ο 1ος λόγος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται σε αποζημιώσεις για προκληθείσα στον εκτυπωτή ζημιά η οποία υπολογίστηκε σε ΛΚ4.300.- και/ή το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ.

 

΄Εχουμε μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις των δύο πλευρών σε συνάρτηση με το πιο πάνω θέμα.

 

Κρίνουμε ότι οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο.  Είναι φανερό ότι η πρωτογενής αιτία της ζημιάς υπήρξε η διακοπή του ρεύματος που αποδίδεται στην πλευρά της εφεσίβλητης ως αδιατάρακτο εύρημα.  Η επαναφορά του ρεύματος ήταν παρεπόμενη πράξη, ως αναγκαιότητα που προέκυψε από τη διακοπή.  Η αιτιώδης συνάφεια της ενέργειας της εφεσίβλητης (της διακοπής του ρεύματος) δεν ανετράπη από την ενέργεια της επαναφοράς, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ότι οι δύο πράξεις ήταν άμεσα συνδεδεμένες, ως ενιαίο σύνολο, με τη ζημιά.  Aυτά δε που ανέφερε ο ΜΕ2, με όλο το σεβασμό, ήσαν ικανοποιητικά για να στοιχειοθετηθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης και του αποτελέσματος της ζημιάς.  (Βλ. Fairchild v. Glenhaven Funeral Services Ltd (2003) 1 AC 32, όπου ελέχθη:   In the normal way, in order to recover damages for negligence, a plaintiff must prove that but for the defendant's wrongful conduct he would not have sustained the harm or loss in question.  He must establish at least this degree of causal connection between his damage and the defendant's conduct before the defendant will be held responsible for the damage.  Exceptionally this is not so..." ).

 

Εξάλλου, δεν ετέθη δικογραφικά ή άλλως πως από την εφεσίβλητη ότι υπήρξε ανατροπή ή διακοπή της αιτιώδους συνάφειας ζημίας και αποτελέσματος από άλλη πράξη, εκτός της πρωτογενούς ζημιογόνου ενεργείας, κατ΄εφαρμογήν της νομικής αρχής novus actus interveniens (βλ. The Οropesa [1943]1 All E.R.211 και Νεάρχου ν. Στεφανίδη κ.ά. (2003)1 Α.Α.Δ. 351).

Συνεπώς το συναφές συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο και χωρεί επέμβαση μας.  Ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Ο έτερος λόγος έφεσης (3ος) αφορά στη μη επιδίκαση παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων.  Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι, εφόσον επιτύχει ο 1ος λόγος έφεσης όσον αφορά τη ζημιά που υπέστη ο εκτυπωτής τους, τότε δικαιούνται και θα πρέπει να επιδικαστούν υπέρ τους παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια γενικής υφής αναφορά ότι οι συνθήκες της υπόθεσης θα επέτρεπαν παραδειγματικές αποζημιώσεις επειδή η συμπεριφορά των εναγομένων ήταν μειωτική προς τους εφεσείοντες.  Ωστόσο δεν προχώρησε να αναλύσει και να αξιολογήσει τα δεδομένα,  που η ίδια η νομολογία επιτάσσει πως πρέπει να εξεταστούν, εφόσον θεώρησε ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει στην επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων επειδή και οι λοιπές αξιώσεις ζημιών δεν αποδείχθησαν.

 

Στην Κωνσταντίνου ή Μήτα ν. Γ. & Κ. Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. σελ.1952) λέχθηκαν τα εξής:

«Στην θεμελιακή απόφαση Papakokkinou and Others vKanther (1982) 1 C.L.R. 65 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) διατυπώθηκαν οι αρχές που επιτρέπουν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Αναφορικά με το ύψος των παραδειγματικών αποζημιώσεων λέχθηκε (βλ. σελ. 78-79) ότι οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του εναγομένου και η οικονομική του κατάσταση. Λέχθηκε, επίσης, ότι όπου επιδικάζονται παραδειγματικές αποζημιώσεις δικαιολογείται η επιδίκαση ενός μόνο ποσού και ότι είναι εσφαλμένος ο διαχωρισμός των παραδειγματικών αποζημιώσεων από τις συνήθεις αποζημιώσεις. Στο τέλος πρέπει να γίνεται μια επιδίκαση βασισμένη επί της συνολικής θεώρησης των γεγονότων της υπόθεσης.

 

Στον McGregor on Damages, 15th ed., παραγ. 428, με αναφορά κυρίως στην υπόθεση Rookes v. Barnard [1964] A.C. 1129, αναφέρονται τα εξής:

 

"While the assessment of compensation can never be affected by the amount awarded by way of exemplary damages, the converse is not true. The size of an exemplary award may indeed be influenced by the size of the compensatory one. Thus Lord Devlin in Rookes v. Barnard [1964] A.C. 1129 indicated that, in a case where exemplary damages were appropriate, 'a jury should be directed that if, but only if, the sum which they have in mind to award as compensation (which may, of course, be a sum aggravated by the way in which the defendant has behaved to the plaintiff) is inadequate to punish him for his outrageous conduct, to mark their disapproval of such conduct and to deter him from repeating it, then it can award some larger sum'; and there is no reason why the same principle should not apply to awards made by judges sitting alone. This principle was fully endorsed by all seven of their lordships in Broome v. Cassel & Co. [1972] Α.C. 1027, 1089, and its operation is well illustrated by Drane v. Evangelou [1978] 1 W.L.R. 455 (C.A.)."

 

Σε μετάφραση:

 

«Ενώ ο καθορισμός των αποζημιώσεων δεν μπορεί ποτέ να επηρεασθεί από το ποσό που επιδικάζεται με τη μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων, το αντίστροφο δεν είναι αληθές. Το ύψος μιας επιδίκασης παραδειγματικών αποζημιώσεων μπορεί πράγματι να επηρεασθεί από το ύψος της συνήθους αποζημίωσης. Έτσι ο Lord Devlin στην Rookes vBarnard [1964] A.C. 1129υπέδειξε ότι σε μια υπόθεση όπου οι παραδειγματικές αποζημιώσεις αποτελούσαν το ορθό μέτρο 'οι ένορκοι πρέπει να καθοδηγούνται ότι αν, και μόνο αν, το ποσό το οποίο έχουν υπόψη τους να επιδικάσουν ως αποζημίωση (το οποίο βεβαίως μπορεί να είναι ένα ποσό επαυξημένο λόγω του τρόπου με τον οποίο ο εναγόμενος έχει συμπεριφερθεί στον ενάγοντα) είναι ανεπαρκές να τον τιμωρήσει για την αποτρόπαια συμπεριφορά του, να σημειώσουν την απαρέσκεια τους για τη συμεπριφορά του και να τον αποτρέψουν από του να το επαναλάβει τότε μπορεί να επιδικάσουν κάποιο μεγαλύτερο ποσό'· και δεν υπάρχει λόγος γιατί η ίδια αρχή να μην εφαρμόζεται σε επιδικάσεις από Δικαστές που συνεδριάζουν χωρίς ενόρκους. Αυτή η αρχή έχει τύχει της πλήρους επιδοκιμασίας και των 7 Δικαστών στην Broome vCassel & Co. [1972] Α.C.1027, 1089, και η εφαρμογή της επεξηγείται καλώς στην Drane vEvangelou [1978] 1 W.L.R. 455 (C.A.).»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Lord Devlin και ειδικά η φράση «ifbut only if,» επεξηγήθηκε από τον Lord Reid στην Broome (πιο πάνω) στη σελ. 1089:

 

"The next passage in Lord Devlin's speech which has caused some difficulty is what has been called the "if, but only if,", paragraph on p. 1228. I see no difficulty in it but again I shall set out the substance of it in my own words. The difference between compensatory and punitive damages is that in assessing the former the jury or other tribunal must consider how much the plaintiff ought to receive, whereas in assessing the latter they must consider how much the defendant ought to pay. It can only cause confusion if they consider both questions at the same time. The only practical way to proceed is first to look at the case from the point of view of compensating the plaintiff. He must not only be compensated for proved actual loss but also for any injury to his feelings and for having had to suffer insults, indignities and the like. And where the defendant has behaved outrageously very full compensation may be proper for that. So the tribunal will fix in their minds what sum would be proper as compensatory damages. Then if it has been determined that the case is a proper one for punitive damages the tribunal must turn its attention to the defendant and ask itself whether the sum which it has already fixed as compensatory damages is or is not adequate to serve the second purpose of punishment or deterrence. If they think that that sum is adequate for the second purpose as well as for the first they must not add anything to it. It is sufficient both as compensatory and as punitive damages. But if they think that sum is insufficient as a punishment then they must add to it enough to bring it up to a sum sufficient as punishment. The one thing which they must not do is to fix sums as compensatory and as punitive damages and add them together. They must realize that the compensatory damages are always part of the total punishment."

 

Σε μετάφραση:

 

«Το επόμενο απόσπασμα από την απόφαση του Lord Devlin, το οποίο έχει προκαλέσει κάποια δυσκολία, είναι εκείνο που έχει ονομασθεί η παραγ. "if butonly if," στη σελ. 1228. Δεν βλέπω οποιαδήποτε δυσκολία σ' αυτό αλλά και πάλι θα παραθέσω την ουσία με δικά μου λόγια: η διαφορά μεταξύ των συνήθων αποζημιώσεων και τον τιμωρητικών είναι ότι κατά τον καθορισμό των πρώτων οι ένορκοι ή το άλλο δικαστήριο πρέπει να εξετάσουν πόσα έπρεπε να λάβει ο ενάγων ενώ κατά τον καθορισμό των τελευταίων πρέπει να εξετάσουν πόσα θα έπρεπε να πληρώσει ο εναγόμενος. Δημιουργείται μόνο σύγχυση αν εξετάσουν και τα δύο ζητήματα ταυτοχρόνως. Ο μόνος πρακτικός τρόπος για να προχωρήσουν είναι πρώτα να εξετάσουν την υπόθεση από την άποψη της αποζημίωσης του ενάγοντα. Δεν πρέπει μόνο να αποζημιωθεί για την αποδειχθείσα πραγματική απώλεια αλλά επίσης για οποιαδήποτε βλάβη στα αισθήματα του και επειδή έχει υποστεί ύβρεις, ταπεινώσεις και τα παρόμοια. Και όπου ο εναγόμενος έχει συμπεριφερθεί με τρόπο αποτρόπαιο μια πλήρης αποζημίωση θα είναι το ορθό μέτρο. Έτσι το δικαστήριο θα καθορίσει στο μυαλό του το ποσό που θα ήταν ορθό ως συνήθης αποζημίωση. Τότε, εάν έχει αποφασίσει ότι η υπόθεση είναι η πρέπουσα για τιμωρητικές αποζημιώσεις, το δικαστήριο πρέπει να στρέψει την προσοχή του στον εναγόμενο και να διερωτηθεί κατά πόσο το ποσό το οποίο έχει ήδη ορίσει ως συνήθεις αποζημιώσεις είναι ή δεν είναι επαρκές να εξυπηρετήσει το δεύτερο σκοπό της τιμωρίας ή αποτροπής. Αν νομίζουν ότι εκείνο το ποσό είναι επαρκές για το δεύτερο σκοπό καθώς και για τον πρώτο δεν πρέπει να προσθέσουν οτιδήποτε σ' αυτό. Είναι αρκετό τόσο ως συνήθεις όσο και ως τιμωρητικές αποζημιώσεις. Πλήν, όμως, αν νομίζουν ότι το ποσό είναι ανεπαρκές ως τιμωρία τότε πρέπει να προσθέσουν σ' αυτό αρκετά για να το καταστήσουν ως ποσό επαρκές για τιμωρία. Ένα πράγμα που δεν πρέπει να κάμουν είναι να καθορίσουν ένα ποσό ως συνήθεις και ως τιμωρητικές αποζημιώσεις και να τα προσθέσουν. Πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι οι συνήθεις αποζημιώσεις είναι πάντοτε μέρος της συνολικής τιμωρίας.»

 

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία για τον καθορισμό της πραγματικής απώλειας - της συνήθους ζημιάς. Δεν μπορούσε, επομένως, να εξετάσει κατά πόσο το ποσό που θα επεδίκαζε με τη μορφή των συνήθων αποζημιώσεων ήταν ανεπαρκές (Rookes, πιο πάνω). Τούτων δοθέντων δεν υπήρχε περιθώριο για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Επομένως η επιδίκαση αποζημιώσεων παραμερίζεται. Πρόσθετα ένας από τους παράγοντες που λαμβάνεται υπόψη είναι η οικονομική κατάσταση του εναγομένου. Ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος ζεί με μια σύνταξη, και ενώ δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία για το ύψος της σύνταξης και τις ανάγκες διαβίωσης του, προχώρησε στην επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.

 

Έχει, επομένως, λειτουργήσει με τρόπο αντίθετο προς τις αρχές που διέπουν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Η επί του προκειμένου απόφαση του κρίνεται εσφαλμένη και γι' αυτό το λόγο".

 

Παρά την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως προς τη μη επιδίκαση του ποσού των ΛΚ4.300 ως κονδύλι ειδικής ζημιάς, δεν βρίσκουμε πως οι συνθήκες της παρούσας περίπτωσης επέτρεπαν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.  Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι εξ αρχής η παροχή του ρεύματος στο χώρο των εφεσειόντων δεν ήταν νόμιμη και η διακοπή θα συντελείτο.  Εν πάση περιπτώσει, είναι η μη προειδοποίηση προς τους εφεσείοντες που δημιούργησε το πρόβλημα.

 

Ο 3ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Το χρηματικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης υπέρ των εφεσειόντων τροποποιείται και εκδίδεται απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης, για το ποσό των ΛΚ4.300.-  ή το ισάξιο σε ευρώ (€7.347,00), πλέον νόμιμο τόκο.  Ως εκ τούτου, η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων στο ποσό των ΛΚ100 ακυρώνεται.  Σαν συνέπεια των πιο πάνω η επιδίκαση εξόδων της αγωγής υπέρ των εφεσειόντων τροποποιείται σε ανάλογη κλίμακα.

 

Νοείται ότι το λοιπό μέρος της απόφασης που αφορά την ανταπαίτηση και το διάταγμα ανάκτησης κατοχής υπέρ των εναγομένων παραμένει.

 

Αναφορικά δε με τα έξοδα της έφεσης, ενόψει της μερικής επιτυχίας αυτής, θεωρούμε ότι πρέπει να επιδικαστούν και επιδικάζονται €1.000 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

                                                          ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                                                          ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.        

                                                         ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο