ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A153
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2017)
3 Απριλίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ «ΖΑΒΡΑΝΤΩΝΑΣ»
Εφεσείων
ΚΑΙ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητοι
---------
Γ. Πολυχρόνης, για τον εφεσείοντα.
Μ. Δρυμιώτου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Κατά την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία που αφορούσε σε αίτηση Habeas Corpus, ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κράτησης του από 31.7.2017 και εντεύθεν, επικαλούμενος παραβίαση των δικαιωμάτων του: στέρηση της ελευθερίας του, Άρθρο 5.4 της ΕΣΔΑ και Άρθρα 11 και 12 του Συντάγματος.
Ό,τι αποτελεί τον κύριο άξονα της θέσης του εφεσείοντος αφορά σε δήλωση της δικηγόρου για τη Δημοκρατία στις 27.5.2016, κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης[1] την οποία ήσκησε ο αιτητής εναντίον της ανωτέρω απόφασης του Κακουργιοδικείου σχετικά με την ημερομηνία αποφυλάκισης του εφεσείοντος: «η πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισης του . είναι η 31.7.2017. Έχω γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.» Υπεύθυνη δήλωση από αρμόδια αρχή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία έδωσαν πίστη ο εφεσείων και ο συνήγορος του με αποτέλεσμα να αποσυρθεί η έφεση. Επειδή ο αιτητής δεν αποφυλακίστηκε την 31.7.2017, ως ανέμενε και πίστευε, καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση για Habeas Corpus, επιζητώντας την άμεση αποφυλάκιση του λόγω της «παρανομίας και αυθαιρεσίας που υφίσταται από την αποστέρηση της ελευθερίας του» και την παραβίαση των ατομικών του δικαιωμάτων.
Η καταληκτική απόφανση του Δικαστηρίου ως κατωτέρω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση προνομιακού διατάγματος Habeas Corpus και ότι η στέρηση της ελευθερίας του εφεσείοντος-αιτητή ήταν το απότοκο της επιβολής ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο[2] σε κατηγορίες που αφορούσαν παράνομη κατοχή φυσιγγίων, πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και παράνομης μεταφοράς όπλου που διατάχθηκε να συντρέχουν από τις 27.3.2014 με ποινές που είχαν επιβληθεί σε άλλες υποθέσεις[3] και «όχι επακόλουθο της δήλωσης της δικηγόρου της Δημοκρατίας ενώπιον του Εφετείου ή οποιασδήποτε αυθαίρετης ενέργειας εκ μέρους των αρχών του κράτους» βάλλεται ως εσφαλμένη:
«Η παρούσα, δεν είναι περίπτωση στέρησης ελευθερίας ως επακόλουθο της δήλωσης της δικηγόρου της Δημοκρατίας ενώπιον του Εφετείου ή οποιασδήποτε αυθαίρετης ενέργειας εκ μέρους των αρχών του κράτους, όπως ήταν οι περιπτώσεις Stoichkov, Bozano και Čonka (ανωτέρω)[4]. Κατά το χρόνο της δήλωσης αλλά και μεταγενέστερα, ο αιτητής τελούσε υπό νόμιμη κράτηση βάσει καταδικαστικών αποφάσεων αρμοδίων Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες καθόριζαν την έκταση της φυλάκισής του. Η δήλωση της δικηγόρου της Δημοκρατίας δεν επιδρά στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών. Καμία δε αιτιώδης συνάφεια δεν υπάρχει μεταξύ της δήλωσης της δικηγόρου της Δημοκρατίας και της κράτησης του αιτητή, ούτε μεταξύ της δήλωσης και της έκτασης της κράτησης, όπως ουσιαστικά εισηγείται ο αιτητής με τη θέση ότι συνεπεία της δήλωσης η κράτηση του από την 31.7.2017 κατέστη αυθαίρετη και παράνομη. Η εν λόγω δήλωση δεν είχε τέτοια δυναμική. Ούτε, βέβαια, οι αναφορές του Εφετείου με βάση τη δήλωση της δικηγόρου, στις οποίες παραπέμπει ο αιτητής, παρέχουν έρεισμα για αποφυλάκιση του.»
Η νομιμότητα της ποινής την οποία εκτίει ο εφεσείων δεν αμφισβητείται. Ό,τι αμφισβητείται είναι η συνέχιση της, ή επί το ορθότερο η «διάρκεια» της.[5] Δεν έχουμε πειστεί από τα ενώπιον μας τεθέντα, ότι παρά το νόμιμο της κράτησης η συνέχιση της κατέστη αυθαίρετη λόγω παραπλάνησης εκ μέρους των εθνικών αρχών[6], Άρθρο 5.1(α) της ΕΣΔΑ. Ορθή λοιπόν η τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:
«Σε περιπτώσεις που η κράτηση διενεργείται ως συνέπεια ποινής φυλάκισης που επιβάλλεται από Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 11.2(α) του Συντάγματος (Άρθρο 5.1(α) της ΕΣΔΑ), η νομιμότητα της τερματίζεται με τη λήξη της περιόδου φυλάκισης[5]. Η έκταση δε ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να προσβληθεί με βάση το Άρθρο 5.1 της ΕΣΔΑ. Κράτηση, όμως, που είναι αυθαίρετη, παραβιάζει το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ έστω και αν είναι νόμιμη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. .»
Και ορθή η διαφοροποίηση της παρούσας από την Stoichkov (ανωτέρω). Στην εν λόγω υπόθεση ό,τι εξετάστηκε συναρτήθηκε με την ανυπαρξία αρμόδιου Δικαστηρίου και την αδυναμία λήψης δικαστικού διαβήματος για να τύχει, όπως καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, επανακρόαση της ποινικής υπόθεσης στην οποία καταδικάστηκε ερήμην (in absentia) με αποτέλεσμα όπως σχολιάζει το πρωτόδικο Δικαστήριο να κριθεί ότι:
«.συνιστούσε έκδηλη παραβίαση των αρχών που ενσωματώνονται στο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ώστε η στέρηση της ελευθερίας του η οποία αρχικά ήταν δικαιολογημένη για σκοπούς εκτέλεσης της ποινής που του είχε επιβληθεί, με την άρνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court of Cassation) να επανανοίξει την υπόθεση, κατέστη παράνομη. .»[7]
Σημειώνουμε με αναδρομή στα πρακτικά για ό,τι αξίζει, ότι πρωτοδίκως δεν ηγέρθη θέμα κακοπιστίας αλλά το «λανθασμένο» της επίμαχης δήλωσης, ζήτημα το οποίο αντικρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ακολούθως:
«.Με τα δεδομένα που προέκυψαν μετά την καταδίκη του αιτητή στην υπόθεση 796/14, η πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισης του είναι η 24.5.2019. Στις 6.7.2016 οι Αρχές των Φυλακών έλαβαν επιστολή από τη Νομική Υπηρεσία ζητώντας όπως ο αιτητής ενημερωθεί πως η πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισης του είναι η 24.5.2019. Κατά τη συζήτηση της παρούσας αίτησης, ο κ. Πολυχρόνης βεβαίωσε ότι ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με «την ημερομηνία που αναγράφει η επιστολή», στις 7.7.2016. Σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή, συγγραφέας της οποίας είναι η δικηγόρος που προέβη στην υπό αναφορά δήλωση ενώπιον του Εφετείου, «από λάθος» αναφέρθηκε στο Εφετείο ότι πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισης του αιτητή ήταν η 31.7.2017, ενώ η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα δόθηκε πριν την επιβολή της ποινής και όχι μετά, όπως αυτή νόμιζε. Στη δήλωση της δικηγόρου της Δημοκρατίας δεν διαπιστώνεται κακή πίστη, όπως εισηγείται ο αιτητής. Προφανώς, όμως, ήταν λανθασμένη.»
Αγγλική νομολογία στην οποία παραπέμπει ο εφεσείων, R. v. Wring Re Cook (1960) 1 W.L.R. 138 και R. v. Odham Justices ex parte Cawley (1997) Q.B. 1 (DC), ουδόλως υποστηρίζει τη θέση του εφεσείοντος. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αποφάσεις, το Habeas Corpus δεν παραχωρείται σε περίπτωση που ο αιτητής εκτίει ποινή φυλάκισης επιβληθείσας από αρμόδιο όργανο, εκτός αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι παρανόμως κρατείται μετά που η ποινή έχει εκπνεύσει.
Το ένταλμα Habeas Corpus «.lies only in cases of unlawful deprivation of liberty. But here the person concerned is lawfully confined because the term of imprisonment to which he has been sentenced is still in force. Therefore, on the facts of this case, habeas corpus does not lie.» (Haritonos v. Chief of Police and another (1979) 1 C.L.R. 616, 619). (Bλ. σχετικά Γεωργιάδης (Αρ.3) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1455, Συμιανός (2005) 1 Α.Α.Δ. 932 και Χρυσάνθου Πέτρος κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1616).
Η απόρριψη του 1ου και 2ου λόγου έφεσης ορίζει και την τύχη του ερωτήματος: κατά πόσο εφαρμόζεται ή όχι η αρχή του κωλύματος σε ποινική δικαιοδοσία και δεν θα πρέπει να μας απασχολήσει. Η εμβέλεια του «estoppel» κωλύματος εκ της συμπεριφοράς ή εκ της δηλώσεως της δικηγόρου δεν εξικνείται στο όριο που επιθυμεί ο δικηγόρος του εφεσείοντος: ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί να αρνείται την αποφυλάκιση του ή να ενίσταται στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ή να αναφέρεται σε «λάθος». Επί του τελευταίου σημειώνουμε ότι η Δημοκρατία δεν αναίρεσε την ως άνω δήλωση, ότι προώθησε ήταν εξηγήσεις για το πώς προέκυψε το λανθασμένο της δήλωσης. Ότι η δήλωση συνέτεινε στη μόρφωση λήψης απόφασης της έφεσης δεν αμφισβητήθηκε. Η εξομοίωση όμως της δήλωσης με κώλυμα, που σε σύζευξη με την παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος καθιστούν υπόχρεη τη Δημοκρατία να αποφυλακίσει τον εφεσείοντα με την έννοια της αναθεώρησης τελεσίδικης απόφασης ποινικού Δικαστηρίου, δεν βρίσκει υπό τις περιστάσεις έρεισμα στο δικαϊκό μας σύστημα. Και επ΄ αυτού συμφωνούμε με το λόγο του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Στην Κύπρο το θέμα της αποφυλάκισης ενός καταδικασθέντος ρυθμίζεται με το άρθρο 53.4 του Συντάγματος και τον περί Φυλακών Νόμο 62(Ι)/96. Η δήλωση της δικηγόρου της Δημοκρατίας δεν μπορούσε να επιφέρει και δεν επέφερε τη μεταβολή της νομικής βάσης της κράτησης του αιτητή από την 31.7.2017 και εντεύθεν, η οποία έχει σαν έρεισμα την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και να είναι ισχυρή. Για τους ίδιους, πιο πάνω λόγους, και αφήνοντας κατά μέρος κατά πόσο η αρχή του κωλύματος όπως προωθείται από τους συνηγόρους του αιτητή μπορεί να έχει εφαρμογή στο ποινικό δίκαιο προς την κατεύθυνση που εισηγούνται, θεωρώ ότι η δήλωση δεν μπορεί να επενεργήσει υπέρ της αποφυλάκισης του αιτητή. Ό,τι προκάλεσε η υπό αναφορά δήλωση ήταν την απόσυρση της έφεσης.»
Η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τη δήλωση της δικηγόρου για τη Δημοκρατία, δεν αναδύεται κακοπιστία, όπως εισηγείται ο εφεσείων αλλά «προφανές λάθος», δεν έχει τέτοια εμβέλεια ώστε να πλήξει την ορθή, κατά τα άλλα, κατάληξη του Δικαστηρίου ως ανωτέρω, ούτε και να εδραιώσει τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι η συνδρομή του στοιχείου της παραπλάνησης, από πλευράς της Δημοκρατίας, στοιχειοθετούσε ικανοποιητικό λόγο για παραχώρηση του προνομιακού διατάγματος Habeas Corpus, λόγω παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντος.
Εν πάση περιπτώσει η επίμαχη δήλωση δεν ηδύνατο αφ΄ εαυτής να καταστήσει την κράτηση αυθαίρετη, ως οι αιτιάσεις του συνηγόρου του εφεσείοντος, ως «.an element of bad faith or deception on the part of the authorities.», Čonka (ανωτέρω). Μόνη επενέργεια της εν λόγω δηλώσεως δυνατόν να ιχνηλατηθεί στη μόρφωση της απόφασης για απόσυρση της έφεσης, ζήτημα που επαφίετο στον εφεσείοντα και τον συνήγορο αν και εφόσον έκριναν, ότι τούτο ήταν επωφελές, εν όψει της επιβολής συντρεχουσών ποινών φυλάκισης ως ανωτέρω.
Αδιαμφισβήτητα «Kαμμιά εξασφάλιση δικαιωμάτων δεν είναι αποτελεσματική εάν δεν παρέχει τα μέσα για δικαστική προστασία με τις καθιερωμένες θεραπείες του δικαίου. Τοσούτω μάλλον η προστασία των θεμελιωδών και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Χωρίς την προστασία αυτή τα δικαιώματα θα απέβαλλαν όχι μόνο το θεμελιώδη, αλλά και αυτό τούτο το χαρακτήρα τους ως δικαιώματα· μετατρεπόμενα σε διακηρύξεις καλής συμπεριφοράς.» (Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558). Όπως αδιαμφισβήτητο είναι και εν προκειμένω το δικαίωμα έφεσης, το οποίο εξήσκησε μεν ο αιτητής αλλά δεν το προώθησε μέχρι τέλους, για τους λόγους που προβάλλει.
Τα γεγονότα δεν αλλοιώνουν τη νομιμότητα της κράτησης του εφεσείοντος, ούτε υποστηρίζουν αδυναμία πρόσβασης του εφεσείοντος στο κατάλληλο Δικαστήριο για θεραπεία. Κρίνουμε καλό να αποφύγουμε να τοποθετηθούμε με το ζήτημα της ύπαρξης ή μη άλλου ένδικου βοηθήματος ενώπιον αρμόδιου καθ΄ ύλην Δικαστηρίου, όχι μόνο γιατί το ζήτημα πλέον καθίσταται θεωρητικό αλλά και για να μην προκαθορίσουμε και να περιορίσουμε τις επιλογές του εφεσείοντος ή τις ενέργειες αρμόδιου Δικαστηρίου.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω κρίνουμε ότι η αίτηση Habeas Corpus δεν προσφέρετο, υπό τας περιστάσεις, ως το κατάλληλο ένδικο μέσο προς το σκοπό προάσπισης των όποιων, κατά τον εφεσείοντα παραβιασθέντων δικαιωμάτων του, ή προς αποκατάσταση της όποιας βλάβης έχει υποστεί συνεπεία της λανθασμένης δηλώσεως της δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/φκ
[1] Ποινική Έφεση Αρ. 209/14.
[2] Υπόθεση αρ. 796/14.
[3] Υπ, αρ. 475/05 Ε.Δ. Λ/σίας και 8061/10 Κακουργιοδικείο Λ/σίας.
[4] Stoichkov v. Bulgaria - 9808/02 [2005] ECHR 186 (24 Μαρτίου 2005), Bozano v France - 9990/82 [1986] ECHR 16 (18 Δεκεμβρίου 1986), και Čonka v Belgium - 51564/99 [2002] ECHR 14 (5 Φεβρουαρίου 2002).
[5] Καθ΄ υπολογισμό λήγει στις 24.5.2019.
[6] Bozano v France (ανωτέρω) και Saadi v United Kingdom - 13229/03 [2008] ECHR 79 (29 Ιανουαρίου 2008).
[7] Jacobs, White and Ovey, «Τhe European Convention on Human Rights» (7η έκδοση) σελ.254.