ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A191
24 Aπριλίου 2018
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
2. INSTANTANIA HOLDINGS LTD
3. KAMARA LTD
4. BAIRIKI INC
Εφεσείουσες/Αιτήτριες
ν.
2. URALCHEM FREIGHT LIMITED
3. HAVENPORT INVESTMENTS LIMITED
4. CI -CHEMICAL INVEST LIMITED
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η αίτηση
-------------
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22.12.2017
-------------
Μενέλαος Κυπριανού, για τις εφεσείουσες-αιτήτριες.
Ανδρέας Καραμανώλης για Χριστόδουλου Βασιλειάδη, για τους εφεσίβλητους-καθ΄ων η αίτηση.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Η κύρια διαδικασία στην υπό εξέταση υπόθεση είναι η αγωγή 2016 Νο. 115 ΙΑ που εκκρεμεί ενώπιον του High Court της Ιρλανδίας (εν τοις εφεξής «η αγωγή»).
Ενάγουσες στην αγωγή είναι οι τέσσερεις εφεσείουσες εταιρείες οι οποίες είναι ιδιοκτήτριες κατά 71,51% των μετοχών της ρωσικής εταιρείας OJSC, Togliattiazot, TOAZ.
Είναι η εκδοχή των εναγουσών, που στην παρούσα έφεση είναι εφεσείουσες/αιτήτριες, ότι η ΤΟΑΖ, μια μεγάλη και επικερδής εταιρεία με κύρια δραστηριότητα την παραγωγή και πώληση ορυκτών λιπασμάτων, έγινε στόχος επιδρομής με σκοπό τη μείωση της αξίας των μετοχών της και την απόκτηση τελικά της ιδιοκτησίας και του ελέγχου της. Ως επιδρομείς προσδιορίζονται με την εν λόγω αγωγή οι εναγόμενοι και ειδικά ως εγκέφαλος της επιδρομής, ο εναγόμενος 1. Στη δε εναγόμενη 3 αποδίδεται ότι ενεργεί με τους επιδρομείς ως μέτοχος μειοψηφίας στην ΤΟΑΖ, δοθέντος ότι συνήθως τέτοιες επιδρομές αρχίζουν με την απόκτηση από τους επιδρομείς μειοψηφικού πακέτου στην εταιρεία που αποτελεί στόχο. Είναι δε η θέση των εναγόντων ότι λόγω των παράνομων πράξεων των εναγομένων, η αξία των μετοχών τους έχει μειωθεί σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό, ενώ ο σχεδιασμός των εναγομένων είναι να τους αποστερήσουν τελικά από τις μετοχές τους.
Το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) Αρ. 1215/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις παρέχει τη δυνατότητα παροχής ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων από τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους για αγωγή που εκδικάζεται σε άλλο κράτος μέλος, ορίζοντας τα ακόλουθα:
«Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού, έστω και εάν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.»
Όπως δε διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη (33):
«Σε περίπτωση που τα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα διατάσσονται από δικαστήριο κράτους μέλους που δεν έχει αρμοδιότητα επί της ουσίας της υπόθεσης, οι συνέπειες των μέτρων θα πρέπει να περιορίζονται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.
Τέτοια ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα (παγοποίηση περιουσίας) ζήτησαν επικαλούμενες το άρθρο 35 οι ενάγουσες στην Ιρλανδική αγωγή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον των νυν εφεσιβλήτων τεσσάρων εταιρειών με έδρα στη Λεμεσό, μεταξύ των οποίων η εναγόμενη 3 στην αγωγή (καθ΄ης η αίτηση 1). Οι ενάγουσες επικαλούνται συσχετισμό της υπόθεσης υπό την έννοια της ανάγκης συντηρητικής θεραπείας με τις εφεσίβλητες εταιρείες στην Κύπρο.
Τούτου δοθέντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις παροχής ασφαλιστικών μέτρων, όπως τίθενται από το κυπριακό δίκαιο, σε σχέση με τις εναγόμενες 2 και 3. Έτσι ανεφύη προς εξέταση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και οι προϋποθέσεις του όπως εξηγήθηκαν νομολογιακά. Μεταξύ αυτών η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι αυτά ήταν ζητήματα που θα έπρεπε να απαντηθούν με γνώμονα το ουσιαστικό δίκαιο της Ιρλανδίας. Εφόσον όμως δεν προσφέρθηκε μαρτυρία για το δίκαιο της Ιρλανδίας, το δικαστήριο εφάρμοσε τα ισχύοντα στην Κύπρο επί της αρχής ότι το αλλοδαπό δίκαιο είναι θέμα πραγματικό που πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία, σε περίπτωση δε που δεν αποδεικνύεται, τεκμαίρεται ότι είναι το ίδιο με το ημεδαπό (Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ, 753).
Ως ισχύουσα δε νομική αρχή στην Κύπρο θεώρησε, με αναφορά στην υπόθεση Jonson v. Gore Wood & Co [2001] 1 All E.R. 481, H.L., όπου αναφέρεται η Prudential Assurance Co Ltd v. Newman Industries Ltd (No 2) [1982] 1 All E.R. 354, την αρχή της «αντανακλώμενης ζημίας» («the reflective loss principle») κατ΄εφαρμογή της οποίας έκρινε ότι οι ζημίες των εναγόντων αποτελούν απλή αντανάκλαση των ζημιών της ΤΟΑΖ όπου είναι μέτοχοι. Τούτο γιατί το ποσοστό της ιδιοκτησίας τους στην ΤΟΑΖ (71,51%) θα παρέμενε το ίδιο, μόνο που θα άξιζε λιγότερα, όπως το έθεσε. Υπό το πρίσμα δε αυτό κατέληξε στο ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 δεν είχαν ικανοποιηθεί.
Ακολούθησε έφεση με την οποία προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η ζημία που κατ΄ισχυρισμό υπέστησαν οι ενάγοντες αποτελούσε απλή αντανάκλαση της ζημίας που υπέστη η ΤΟΑΖ, ότι εφάρμοσε λανθασμένα την αρχή της αντανακλώμενης ζημίας, ότι επενέβη ανεπίτρεπτα σε αλλοδαπή αγωγή και αποφάσισε νομικό ζήτημα που εναπόκειτο στο ιρλανδικό δικαστήριο ν΄αποφασίσει και ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων που είχαν ζητηθεί.
Εκκρεμούσης της εφέσεως, στις 23.11.2017, εκδόθηκε στην Ιρλανδία ενδιάμεση απόφαση στα πλαίσια της αγωγής με την οποία, κατά τις ενάγουσες/εφεσείουσες, το ιρλανδικό δικαστήριο απέρριψε εξ ολοκλήρου αίτηση η οποία είχε καταχωριστεί από τους εναγόμενους 4 και 5 για διαγραφή της αγωγής για διαφόρους λόγους. Μεταξύ αυτών, περιλαμβανόταν η θέση ότι τυχόν ζημία των εναγουσών δεν είναι ανακτήσιμη λόγω του ότι συνιστά αντανακλώμενη ζημία της εταιρείας στην οποία είναι μέτοχοι, της ΤΟΑΖ.
Οι ενάγουσες/εφεσείουσες επιδιώκουν τώρα με την παρούσα αίτηση η οποία στηρίζεται στη Δ.35, κ.8 όπως παρουσιάσουν ως περαιτέρω μαρτυρία ενώπιον του Εφετείου την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση ημερ. 23.11.2017, από την οποία, όπως λέγουν χαρακτηριστικά «φαίνεται με τρόπο ξεκάθαρο ότι το ιρλανδικό δικαστήριο έχει διαφορετική άποψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο όσον αφορά την εφαρμογή της αντανακλώμενης ζημίας στα γεγονότα της υπόθεσης». Οι καθ΄ων η αίτηση/εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι στην πραγματικότητα η επιδίωξη της άλλης πλευράς είναι να παρουσιάσουν μαρτυρία αναφορικά με το ιρλανδικό δίκαιο που δεν προσκόμισαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου.
Η αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εναγουσών/εφεσειουσών υπήρξε αναλυτική. Με σεβασμό όμως στην προσπάθεια αμφοτέρων των δικηγόρων δεν θα υπεισέλθουμε επί κάθε πτυχής που αναπτύχθηκε ώστε να μην προδιαγραφεί, ούτε εμμέσως, οτιδήποτε σε σχέση με την ουσία της έφεσης.
Προϋπόθεση αποδοχής περαιτέρω μαρτυρίας αποτελεί η διαπίστωση ότι πρόκειται για μαρτυρία που είναι πιθανό να έχει σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης. Δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοια έννοια στην απόφαση του ιρλανδικού δικαστηρίου ημερ. 23.11.2017. Η υπό έφεση απόφαση θα κριθεί κατά νόμο, με κριτήριο το εφαρμοστέο δίκαιο.
Πέραν τούτου, ναι μεν η Δ.35, κ.8 αναφέρεται στη δυνατότητα πρόσθετης μαρτυρίας για γεγονότα που ανέκυψαν μετά τη δίκη ή την ακρόαση, όμως η δυνατότητα αυτή είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Ενδεικτική είναι η περιοριστική αναφορά στο Annual Practice 1958, υπό το αντίστοιχο O.58, r.9, σελ. 1679:
«Proviso to subr. (2).- The exception of "evidence as to matters which have occurred after the date of the trial or hearing" enables the Court to be informed, for example, of the subsequent history of the plaintiff's injuries, where his damages are in issue, or, where an injunction has been granted in the Court below, whether, by reason of what has happened since, an injunction is still necessary (A.-G. v. Birmingham, Tame, etc., Drainage Board, [1912] A. C. 788). The words do not relate to evidence coming to light after the trial, as to matters which occurred before it.»
H αίτηση απορρίπτεται με €1000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων/καθ΄ων η αίτηση.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π