ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Η. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΗ ΚΚΟΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2017, 26/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A202

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 (Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2017)

26 Απριλίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δικαστές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64), ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 6 ΚΑΙ 12 ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΟΥ Ν.91(Ι)/2014

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 31/10/2016, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 241/2016

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΗ ΚΚΟΛΟΥ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

----------

 

Η. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για τον Εφεσείοντα.

 

----------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

 

----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων επεδίωξε τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης, με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari, για ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 31.10.2016. Με το εν λόγω διάταγμα χορηγήθηκε άδεια πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα σε σχέση με τα στοιχεία του κατόχου/χρήστη συγκεκριμένου IP address για την 21.9.2016 και ώρα 02:18 UTC.

 

Την αίτηση συνόδευε συνημμένη έκθεση και ένορκη δήλωση του αιτητή, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής είναι χρήστης του λογαριασμού Facebook με την ονομασία Αρτέμης Κκολός, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο με στοιχεία artemis kk@windowslive.com. Η Αστυνομία αιτήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την έκδοση διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, ώστε να διατάσσεται η Cablenet Communication Systems Ltd να αποκαλύψει τα στοιχεία του κατόχου/χρήστη του IP address 164.215.19.226 για τη χρήση που έγινε η ώρα 02:18 στις 21.9.2016. Το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και εξέδωσε διάταγμα πρόσβασης στη βάση του άρθρου 4(4) και 4(1) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007 (ο «Νόμος»). Στη συνοδευτική της αίτησης ένορκη δήλωση, η Γ/Αστ. Μαρία Πενταλιώτη ανέφερε ότι διερευνάτο από το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας υπόθεση απόκτησης ή κατοχής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του άρθρου 8(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Νόμος αρ. 91(Ι)/2014, απόκτησης πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία, κατά παράβαση του άρθρου 8(2) του ίδιου Νόμου, και διανομής, διάδοσης ή μετάδοσης παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του άρθρου 8(3) του εν λόγω Νόμου.

 

Στη βάση του περιεχομένου της πιο πάνω ένορκης δήλωσης, η εν λόγω αστυφύλακας εισηγήθηκε ότι υπήρχε εύλογη υποψία ότι είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Με το διάταγμα πρόσβασης η Cablenet Communication Systems Ltd θα αποκάλυπτε και παρέδιδε στο Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα αναφορικά με τα στοιχεία του συγκεκριμένου IP address τα οποία θα αποκάλυπταν, προς το δημόσιο συμφέρον, το όνομα, τη διεύθυνση και το επάγγελμα του χρήστη που κατ΄ ισχυρισμό διέπραξε τα αδικήματα αυτά.

 

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα πρόσβασης χωρίς δικαιοδοσία ή καθ' υπέρβασή της, κατά παράβαση των Άρθρων 15, 17 και 35 του Συντάγματος, όπως και του άρθρου 4 του Νόμου, ήταν δε αποτέλεσμα νομικής πλάνης. Ούτε και προέκυπτε η ύπαρξη εύλογης υποψίας από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ενώ παραβιάστηκαν επίσης τα άρθρα 7, 8, 11 και 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ο αδελφός μας Δικαστής που εξέτασε την αίτηση, την απέρριψε, κρίνοντας πως δεν πληρούνταν οι νομολογιακές προϋποθέσεις, αλλ' ούτε και καταδείχθηκαν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για κάμψη των καθιερωμένων αρχών σε σχέση με τα προνομιακά εντάλματα. Ειδικότερα, θεώρησε ότι το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε με τον όρκο της Γ/Αστ. Μ. Πενταλιώτου ήταν επαρκές για να δώσει στο κατώτερο Δικαστήριο όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Περαιτέρω, τόνισε πως τα τεθέντα στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν αόριστα και ασαφή, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, ούτε και το εκδοθέν διάταγμα ήταν αόριστο και ασαφές. Διαφώνησε, επίσης, με τη θέση ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο. Ασχολήθηκε, στη συνέχεια, με το θέμα που τέθηκε από το συνήγορο, ότι το διάταγμα παραβιάζει την αρχή του απορρήτου των επικοινωνιών, το οποίο κατοχυρώνεται από την Οδηγία 2002/58/ΕΚ, υπό το φως ιδιαίτερα της πρόσφατης απόφασης του ΔΕΕ της Μείζονος Σύνθεσης Tele2 Sverige AB και Secretary of State for the Home Department C-203/15 και C-698/15, ημερομηνίας 21.12.2016, εισήγηση που απέρριψε.

 

 Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ηγέρθηκαν τέσσερεις λόγοι έφεσης από τους οποίους, εν τέλει, διατηρήθηκαν μόνο οι τρεις.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι:

 

«Η κρίση του Δικαστηρίου ότι, υπό τις περιστάσεις του υπό κρίση Διατάγματος Αποκάλυψης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων, υπήρχε άλλο ένδικο μέσο ελέγχου ή θεραπείας (σελ. 13 και 14 απόφασης), είναι εσφαλμένη.»

 

Κατά τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο λανθασμένα εκλαμβάνει ότι θα ακολουθήσει άλλη διαδικασία στην οποία θα μπορεί να κριθεί η όποια παραβίαση των δικαιωμάτων του. Περαιτέρω, λανθασμένα κρίθηκε πως, ενόψει της ύπαρξης δικαιώματος έφεσης, το εγειρόμενο θέμα μπορεί να κριθεί σε τελικό βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας τη δευτεροβάθμιά του δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν πρέπει πρώτα ο αιτητής να καταδικαστεί πρωτοδίκως και να φυλακιστεί αφ' ης στιγμής δεν μπορεί πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει την απόφαση του ισόβαθμού του Δικαστηρίου που εξέδωσε το υπό κρίση διάταγμα. Περαιτέρω, ο Νόμος δεν δημιουργεί δικαίωμα έφεσης κατά διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείτο η προσβολή τέτοιου διατάγματος με αίτηση για την έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari. Εξάλλου, το δικαίωμα έφεσης στο οποίο αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορά στην έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης στο τέλος της δίκης.

 

Ο αδελφός μας Δικαστής που εξέτασε την αίτηση θεώρησε πως η χρήση της αποκάλυψης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με το διάταγμα πρόσβασης θα οδηγήσει ενδεχομένως σε άλλες διαδικασίες, όπου μπορεί να εγερθεί ένσταση ως προς τη χρήση αυτή. Εκεί μπορεί να ελεγχθεί το βάσιμο της έκδοσης τέτοιου διατάγματος από πλευράς ουσιαστικού δικαίου και στην απόφαση του Δικαστηρίου χωρεί έφεση. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Ellinas v. Republic (1989) 1 ΑΑΔ 17 και Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1996) 1 ΑΑΔ 171, όπου αναγνωρίστηκε η ύπαρξη δύο ένδικων μέσων για να ελεγχθεί δικαστικό διάταγμα, μέσω έφεσης και μέσω certiorari. Κατέληξε, συνεπώς, πως δεν έχει σημασία το γεγονός ότι ο Νόμος δεν προβλέπει εξειδικευμένα τη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης.

 

Στην υπόθεση Ellinas v. Republic (πιο πάνω), αναγνωρίστηκε η δυνατότητα υποβολής αιτήματος certiorari εναντίον διατάγματος έρευνας και αναφέρθηκε πως τέτοιο διάταγμα μπορεί να αναθεωρηθεί με ένα από δύο τρόπους:

 

 

 

(α) μέσω έφεσης όπου παρέχεται δικαίωμα έφεσης, ή

(β) μέσω του εντάλματος certiorari.

 

Αμφότερες οι δικαιοδοσίες ανήκουν αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η νομική αυτή αρχή επαναλήφθηκε στις Αναφορές 1/1992 και 2/1992, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1995) 3 ΑΑΔ 388.

 

Στην Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (πιο πάνω), όπου γίνεται αναφορά στην πιο πάνω νομολογία, ο Δικαστής Αρτεμίδης, όπως ήταν τότε, επεσήμανε πως πρέπει να διαχωριστούν «οι εξελίξεις και περιστάσεις που λαμβάνουν χώρα μέχρι του σημείου της εκδόσεως του εντάλματος ερεύνης, από τις μετέπειτα πιθανές περιστάσεις ή συνθήκες εκτέλεσης του», και πως είναι στο πρώτο στάδιο που ελέγχεται η εγκυρότητα της έκδοσης του εντάλματος ερεύνης ως το αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης. Άλλωστε και ο αδελφός μας Δικαστής στα πλαίσια άλλης υπόθεσης, ήτοι της Αλεξάνδρου (2010) 1 ΑΑΔ 17, κατέληξε ότι στοιχειοθετείτο η χορήγηση άδειας για καταχώρηση certiorari, ώστε να ελεγχθεί η συμβατότητα διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με το Άρθρο 1Α του Συντάγματος.

 

Ο Νόμος 183(Ι)/2007, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα του χρήστη, δυνάμει του άρθρου 4 του εν λόγω Νόμου. Ο Νόμος δεν προνοεί για δυνατότητα άσκησης έφεσης ή άλλου ένδικου μέσου ώστε να αποκλείεται η χορήγηση άδειας για καταχώρηση certiorari, ακόμα και σε περίπτωση που επιδεικνύεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.

 

Με βάση, λοιπόν, τις αρχές της νομολογίας το υπό κρίση διάταγμα θα μπορούσε να αναθεωρηθεί μέσω εντάλματος certiorari. Ο Νόμος δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης, συνεπώς, η διαδικασία της έφεσης δεν προσφέρεται. Σημειώνεται ότι η παραβίαση του συγκεκριμένου θεμελιακού δικαιώματος συντελείται με την έκδοση ή εκτέλεση του επίδικου διατάγματος, αφ΄ ης στιγμής αυτό εκδίδεται κατά παράβαση της συγκεκριμένης συνταγματικής πρόνοιας. Η αναφορά του αδελφού μας Δικαστή στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Συμιανού (Αρ.2)(1999) 2 ΑΑΔ 537, ως προς το ότι προσφέρεται υπαλλακτική θεραπεία σε τέτοιου είδους υποθέσεις, έστω και αν ο Νόμος στη βάση του οποίου εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα δεν προβλέπει εξειδικευμένα την καταχώρηση αίτησης, με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Θεωρούμε ότι το ζήτημα που εγέρθηκε σε εκείνη την υπόθεση ήταν διαφορετικό. Εκεί ζητήθηκε να γίνει με την παρέμβαση ειδικού ενεργοποίηση της μνήμης φορητού τηλεφώνου το οποίο ανευρέθη στο αυτοκίνητο που επέβαιναν οι δράστες του εγκλήματος και το οποίο αυτοκίνητο εγκαταλείφθηκε στη σκηνή του εγκλήματος. Εδώ αμφισβητείται η νομιμότητα έκδοσης του διατάγματος και αυτό ανεξάρτητα από τις μετέπειτα πιθανές περιστάσεις εκτέλεσής του. Υπό αυτές τις περιστάσεις θεωρούμε ότι δεν παρέχεται εναλλακτική θεραπεία στον εφεσείοντα και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει ότι:

 

«Η κρίση του Δικαστηρίου (σελ. 20 Απόφασης), ότι δεν μπορεί να παρέμβει στη βάση της μεταγενέστερης, του εκδοθέντος επίδικου Διατάγματος, της 31.10.2016, νομολογίας του ΔΕΕ, στην υπόθεση Tele2 Sverige AB, επειδή «το κατώτερο Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα δεν είχε κατά νουν τη μεταγενέστερη αυτή νομολογία του ΔΕΕ», είναι λανθασμένη. Περαιτέρω, και συναφώς, λανθασμένη, κατά την ταπεινή μας εισήγηση, είναι και η κρίση του Δικαστηρίου ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός της εξουσίας του επειδή στην ήδη υπάρχουσα νομολογία των υποθέσεων Μάτσιας και Ησαΐας, «βεβαιώθηκε η δυνατότητα της καθιέρωσης του μηχανισμού που προνοείται από το άρθρο 4 .».»

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε πως η απόφαση της διευρυμένης σύνθεσης του ΔΕΕ στην υπόθεση Tele2 Sverige ΑΒ, ανωτέρω, «δεν επηρεάζει ρυθμίσεις που λαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο για την καταστολή εγκληματικών ενεργειών» (σελ. 21 απόφασης). Συναφώς, κρίνεται ως λανθασμένη και η περαιτέρω κρίση του Δικαστηρίου (σελ. 22) ότι «. σαφώς δεν είναι αυτού του είδους τις παρεμβάσεις που ήθελε να καλύψει η νομολογία όπως εξελίχθηκε με την Tele2 Sverige AB, όπου το ερώτημα, όπως τέθηκε, δεν αφορούσε στην εφαρμογή της Οδηγίας σε άτομα όπως τον αιτητή, αλλά τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούσαν την πολιτική που πρέπει να διέπει τις αρχές που τηρούν τηλεπικοινωνιακά δεδομένα».

 

Κατά τον εφεσείοντα, ενόψει ακριβώς της υπεροχής του Κοινοτικού Κεκτημένου έναντι ακόμα και του ιδίου του Συντάγματος, δεν έχει σημασία αν η ερμηνεία που δίνεται σε ένα νομοθέτημα ή Οδηγία επήλθε μετά το εκδοθέν επίδικο διάταγμα. Και αυτό γιατί η ερμηνεία που δίδεται στην προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον Χάρτη, θεωρείται πως υπήρχε ήδη από την θέσπιση της Οδηγίας ή του όποιου νομοθετήματος σε ισχύ. Περαιτέρω, με το προνομιακό ένταλμα της φύσης Certiorari κρίνεται η εγκυρότητα των διατάξεων νόμων όπως στην παρούσα, εφόσον με το επίδικο διάταγμα εξουσιοδοτείται κατ' ουσία πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, τα οποία διατηρούνται βάσει διατάξεων του Νόμου οι οποίες αντίκεινται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της πιο πάνω απόφασης του ΔΕΕ.

 

Είναι η θέση του εφεσείοντα πως η απόφαση του ΔΕΕ επηρεάζει κάθε ρύθμιση του εθνικού δικαίου για την καταστολή εγκληματικών ενεργειών, η οποία αφορά στη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των πολιτών. Η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από τους παρόχους υπηρεσιών, βάσει εθνικής νομοθεσίας, δεν δικαιολογείται. Συνεπώς, εφόσον εθνική νομοθεσία περιέχει τέτοια πρόνοια, παραβιάζεται ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Σε αντίθεση με τα κριθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε «πολιτική», αλλά παραβίαση του ενωσιακού δικαίου. Ούτε η πάταξη της βαριάς εγκληματικότητας, του οργανωμένου εγκλήματος, ή της τρομοκρατίας, δικαιολογεί τη λήψη τέτοιου γενικού μέτρου, δηλαδή της χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων από τους παρόχους υπηρεσιών, βάσει της απόφασης του ΔΕΕ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η απόφαση του ΔΕΕ στην Tele2 Sverige AB εκδόθηκε, κατά πρώτον, σε κατοπινό στάδιο της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται πεδίο επέμβασης εκ των υστέρων. Περαιτέρω, η πιο πάνω απόφαση δεν επηρεάζει ρυθμίσεις που λαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο για την καταστολή εγκληματικών ενεργειών. Το Δικαστήριο τόνισε πως η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει στη γενικότητα των διαπιστώσεων του ΔΕΕ, το οποίο και δεν εξήγησε πώς μπορεί να γίνεται προληπτικός έλεγχος, ώστε να διατηρούνται μόνο τα δεδομένα εκείνων των ατόμων που φέρονται να έχουν ανάμειξη σε σοβαρές εγκληματικές ενέργειες. Η δε πρόσβαση σε προσωπικά στοιχεία και δεδομένα δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

 

Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε πως το γεγονός ότι η απόφαση του ΔΕΕ εκδόθηκε μετά την ημερομηνία έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να προσδώσει νομιμότητα στο διάταγμα εάν η έκδοσή του με βάση την απόφαση του ΔΕΕ δεν συνάδει με τις σχετικές πρόνοιες του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Στεφάνου, ο έλεγχος της νομιμότητας περιλαμβάνει και την κρίση της εγκυρότητας διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας ως προς τη συμβατότητά τους με το Κοινοτικό Κεκτημένο, το οποίο, με βάση το Άρθρο 1Α του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι του Συντάγματος. Η ερμηνεία της σχετικής Οδηγίας που δόθηκε από το ΔΕΕ στην προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Χάρτη θεωρείται πως υπήρχε από τη θέσπιση της Οδηγίας.

 

Στην υπόθεση Tele2 Sverige AB, πιο πάνω, το ΔΕΕ εξέτασε προδικαστική παραπομπή από τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ειδικότερα, εξετάστηκαν οι Νόμοι στα πιο πάνω δύο κράτη-μέλη βάσει των οποίων απαιτείτο η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών η οποία αφορούσε όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι Νόμοι αυτοί περιόριζαν τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρα 7 και 8 του Χάρτη). Δεδομένης της ευρείας εμβέλειας και των περιορισμένων διασφαλίσεών τους, κανένας από τους περιορισμούς αυτούς δεν θεωρήθηκε δικαιολογημένος, ακόμη και στις περιπτώσεις που ο σκοπός ήταν η καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος. Ωστόσο, ο σκοπός αυτός μπορεί να δικαιολογήσει τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, υπό την προϋπόθεση ότι η διατήρησή τους περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο όσον αφορά τις κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων, τα μέσα επικοινωνίας που επηρεάζονται, τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα διατηρούνται, καθώς και το διάστημα διατήρησης.

 

Κατ΄ ακολουθία της πιο πάνω απόφασης του ΔΕΕ, εκ πρώτης όψεως, ενδεχομένως να επηρεάζεται η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος, υπό την έννοια ότι με αυτό εξουσιοδοτήθηκε πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία διατηρήθηκαν βάσει διατάξεων Νόμου που δυνατό να αντίκεινται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνο μέσα από μία λεπτομερή εξέταση της απόφασης και των επιπτώσεών της στη συνταγματικότητα του δικού μας Νόμου μπορεί να αποφασιστεί το εγειρόμενο ζήτημα. Ενόψει του σταδίου στο οποίο ευρίσκεται η υπόθεση και με στόχο να αποφευχθεί η διπλή κρίση επί ενός σοβαρού νομικού ζητήματος, δε θα προχωρήσουμε στην περαιτέρω εξέτασή του.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, η οποία να υποβληθεί εντός 20 ημερών και να τεθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος θα τη χειρισθεί.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο