ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
YIOLA A. SKALIOTOU ν. CHRISTOFOROS PELEKANOS (1976) 1 CLR 251
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A180
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 229/2012
20 Απριλίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
Ν. Α. CHANCE LIMITED,
Εφεσειόντων/Εναγόντων,
- ΚΑΙ -
ΕLECTROMONTAJ S.A.,
Eφεσιβλήτων/Εναγομένων
--------------------------
Μάρκος Γρηγόρης Δράκος για Παναγιώτου & Πελεκάνου, για τους Εφεσείοντες.
Δέσπω Αντρέου (κα) για Χρίστος Βάκης & Σία, για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------------------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από εμένα και με αυτή συμφωνεί και ο Γιασεμής, Δ. Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η εφεσείουσα-ενάγουσα εταιρεία ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εφεσίβλητης-εναγόμενης, επίσης νομικό πρόσωπο, διεκδικώντας διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η τελευταία όπως παράσχει κατάσταση λογαριασμού για όλες τις παραγγελίες για υλικά και υπηρεσίες που ανέλαβε και εκτέλεσε στην Κύπρο από πελάτες που «εξεύρε, υπέδειξε και/ή συνέβαλε» η εφεσείουσα και το ποσό της σχετικής προμήθειας που η τελευταία δικαιούται, δυνάμει «γραπτής και/ή προφορικής συμφωνίας» μεταξύ των διαδίκων. Αξιώνει, επίσης, πληρωμή της προμήθειας υπολογιζόμενης στη βάση ποσοστού 5.5% του ποσού που θα διαπιστωθεί ότι της οφείλεται δυνάμει του πιο πάνω λογαριασμού.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αποδεχόμενο σχετική αίτηση που υπέβαλε η εφεσίβλητη με βάση, κυρίως, το άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ.4, ανέστειλε τη διαδικασία στην παραπάνω αγωγή, βάσει όρου στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, αντίγραφο της οποίας επισυνάφθηκε ως τεκμήριο στη συνοδευτική της αίτησης ένορκη δήλωση. Ο όρος αυτός προνοούσε για τη φιλική επίλυση οποιωνδήποτε διαφορών που προέκυπταν μεταξύ των δύο συμβαλλομένων και την παραπομπή τους σε διαιτησία σε περίπτωση που δεν κατέληγαν σε συνεννόηση. Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Βασική θέση της εφεσείουσας πρωτοδίκως ήταν η μη κατάδειξη ύπαρξης «διαφοράς» από την εφεσίβλητη. Υποστήριξε συναφώς ότι η εφεσίβλητη δεν εξήγησε ποια ήταν η «διαφορά» που προέκυψε και γιατί η αγωγή ενέπιπτε στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας. Εξάλλου, η εφεσίβλητη είχε προβεί σε διαβήματα στα πλαίσια της αγωγής με αποτέλεσμα να στερείται του δικαιώματος να αξιώνει την αναστολή της διαδικασίας, ενώ υπήρξε και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για αναστολή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις παραπάνω θέσεις της εφεσείουσας. Θεώρησε ότι ο όρος της συμφωνίας που προέβλεπε για παραπομπή σε διαιτησία κάλυπτε «όλες τις διαφορές» («any disputes»). Αφού επεσήμανε το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, ειδικά των παραγράφων 10 και 12 αυτής, καθώς επίσης ότι οι αξιούμενες με την αγωγή θεραπείες στηρίζονταν στη συμφωνία των διαδίκων, έκρινε πως οι διαφορές τους καλύπτονταν από τη ρήτρα διαιτησίας. Η καταχώρηση δε εμφάνισης και η υποβολή αιτήματος από την εφεσίβλητη για παραχώρηση χρόνου με σκοπό την υποβολή ένστασης στην αίτηση της εφεσείουσας για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης, δεν δείκνυε, κατά το Δικαστήριο, παραίτηση του δικαιώματος της να αιτηθεί την αναστολή της διαδικασίας και αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση.
Με την έφεση που άσκησε η εφεσείουσα κατά της πρωτόδικης απόφασης προωθούνται τρεις λόγοι προς ανατροπή της. Η πρωταρχική θέση της προβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο θεωρεί λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δικαστική διαδικασία αφορούσε αμφισβήτηση ή διαφορά που συμφωνήθηκε να παραπεμφθεί σε διαιτησία. Με τον λόγο αυτό συναρτάται και ο δεύτερος λόγος έφεσης, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέρριψε την αίτηση της εφεσίβλητης ως αβάσιμη λόγω έλλειψης επαρκούς πραγματικού υπόβαθρου. Ο τρίτος λόγος αφορά στον μη προβληματισμό του Δικαστηρίου για το πως θα έπρεπε να ασκηθεί η διακριτική του ευχέρεια, συνεκτιμώντας τους διάφορους παράγοντες που συνηγορούσαν εναντίον της αναστολής της αγωγής που είχαν τεθεί ενώπιον του από την εφεσείουσα.
Η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας σε σχέση με τους πρώτους δυο λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια, όπως αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του, στηρίζεται στις υποθέσεις Skaliotou v Pelekanos (1976) 1 CLR 251 και Oteram Limited v Χριστοδουλίδη (2002) 1 ΑΑΔ 1081, ως καλύπτουσες πλήρως την παρούσα περίπτωση. Σε αυτές, υποδεικνύει, βασίστηκαν οι εισηγήσεις της εφεσείουσας και πρωτοδίκως αλλά δεν έτυχαν σχολιασμού στην πρωτόδικη απόφαση. Σύμφωνα με τη νομολογία, η εφεσίβλητη όφειλε, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, να καταδείξει την ύπαρξη διαφοράς η οποία να εμπίπτει στη ρήτρα διαιτησίας, εξηγώντας γιατί δεν αποδεχόταν την απαίτηση της εφεσείουσας. Εν προκειμένω, η ένορκη δήλωση η οποία υποστήριζε την αίτηση της εφεσίβλητης «δεν αναφέρει οποιαδήποτε διαφορά ή τι αμφισβητεί, αν αμφισβητεί, οτιδήποτε από την απαίτηση της Εφεσείουσας, και γιατί το αμφισβητεί». Η δε αναδρομή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην έκθεση απαίτησης, για το ζήτημα, είναι λανθασμένη, καθώς το δικόγραφο της εφεσείουσας δεν περιέχει τις διαφορές των μερών αλλά την απαίτηση της.
Από την άλλη πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επισημαίνοντας ότι αποκλειστική βάση αγωγής είναι σαφέστατα η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία.
Θα εξετάσουμε μαζί τους πρώτους δύο λόγους έφεσης επειδή έτσι συζητήθηκαν και λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. Το κυριότερο θέμα είναι ο τρόπος προσέγγισης του Δικαστηρίου σε αιτήσεις του είδους τούτου. Για το ζήτημα αυτό διατυπώνονται τα ακόλουθα στη Skaliotou (ανωτέρω) στις σελ. 255-256:
«We think we can state at the outset that the law permits the parties to a contract to include in it as one of its terms an agreement to refer to arbitration disputes which may arise in connection with it. Where, therefore, proceedings are instituted by one of the parties to a contract, containing an arbitration clause and the other party, founding on the clause, applies for a stay, the first thing to be ascertained is the precise nature of the dispute which has arisen; and the next question is whether the dispute is one which falls within the terms of the arbitration clause.»
Και στη σελ.263:
«The question is what is the present dispute about. We think that the answer has to be gathered from the affidavits filed in the application to stay and from the endorsement of the writ and of the statement of claim, as well as the accounts.
[..]
With respect to counsel's argument, a mere reference to arbitration is not sufficient, and it was up to the affiant to point out clearly what was actually the dispute in more specific language, because once the plaintiff instituted proceedings, and the defendant was relying on paragraph 14(1)(c) containing the arbitration clause, it was up to him to pinpoint to the trial Judge the precise nature of dispute which has arisen between the parties in order to obtain a stay of proceedings.
We would, reiterate that, in such cases, there must be a dispute in fact, that is to say, there must be some issue joined between the parties which the arbitrator would have to try at the end. The effect of there being no dispute between the parties within an arbitration agreement is, of course, that the Court has no power to stay an action. See Monro v. Bongor U.D.C. [1915] 3 K.B. 167 at p. 171).»
Συναφές, βέβαια, είναι και το ερώτημα, πότε μια διαφωνία ή αντιπαράθεση μετατρέπεται σε «διαφορά»; Επί του προκειμένου, θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από τη μελέτη του Christoph Schreuer[1], What is a Legal Dispute?: International Law between Universalism and Fragmentation, Festschrift in Honour of Gerhard Hafner (I. Buffard, J. Crawford, A.Pellet, S.Wittich eds.) 959 (2008):
«The existence of a dispute presupposes a certain degree of communication between the parties. The matter must have been taken up with the other party, which must have opposed the claimant's position if only indirectly. Practice demonstrates that the threshold required in terms of communication between the parties for the existence of a dispute is fairly low. In certain situations a dispute may exist even in the absence of active opposition by one party to the claim of the other party»
Επισημαίνεται δε στην Tradax Graanhandel B.V. v. Queensea Marine Company Limited (1986) 1 C.L.R. 559:
«A dispute presupposes disagreement about facts relevant to liability of the parties or the implications of such facts in law.»
Σημειώνουμε συναφώς και τα λεχθέντα από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice) στις υποθέσεις γνωστές ως οι South West Africa cases [2]:
«.it is not sufficient for one party to a contentious case to assert that a dispute exists with the other party. A mere assertion is not sufficient to prove the existence of a dispute any more than a mere denial of the existence of the dispute proves its nonexistence. Nor is it adequate to show that the interests of the two parties to such a case are in conflict. It must be shown that the claim of one party is positively opposed by the other.»
Προσεγγίζοντας, λοιπόν, μίαν αίτηση για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας λόγω ρήτρας διαιτησίας, το πρώτο που πρέπει να διαπιστωθεί είναι κατά πόσο υπάρχει διαφορά και η ακριβής της φύση. Η ύπαρξη διαφοράς προϋποθέτει κάποιο βαθμό επικοινωνίας μεταξύ των μερών. Πρέπει δηλαδή να τεθεί το θέμα στο άλλο μέρος και να συναντήσει την αντίρρηση του, έστω και εμμέσως. Η άρνηση από μόνη της όμως, χωρίς να παρέχεται δικαιολογία, δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωτικά ότι ισοδυναμεί με την ύπαρξη διαφοράς γιατί μπορεί να οφείλεται σε κάποιο άλλο λόγο, ο οποίος δεν συνιστά διαφορά [βλ. Skaliotou και Tradax Graanhandel B.V. (ανωτέρω)]. Εναπόκειται στον αιτούντα την αναστολή να προσδιορίσει τη διαφορά με ακρίβεια. Απλή αναφορά στη ρήτρα διαιτησίας δεν επαρκεί. Εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη διαφοράς, τότε εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η διαφορά εμπίπτει στη ρήτρα διαιτησίας.
Εν προκειμένω, ως έχει αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεξε στην έκθεση απαίτησης για να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε μεταξύ των διαδίκων «διάφορά» η οποία καλυπτόταν από τη ρήτρα διαιτησίας ή όχι, χωρίς όμως να στρέψει την προσοχή του στο ερώτημα κατά πόσο από το ενώπιον του υλικό προέκυπτε πράγματι «διαφορά» και εν τοιαύτη περιπτώσει ποια ήταν η φύση της.
Δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι η εξέταση της έκθεσης απαίτησης από το Δικαστήριο προς το σκοπό διαπίστωσης της ύπαρξης ή όχι «διαφοράς» είναι λανθασμένη. Όπως είδαμε από τη Skaliotou, το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης αποτελεί μέρος του υλικού που, μαζί με ό,τι άλλο σχετικό τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, μπορεί να βοηθήσει στο να απαντηθεί το πιο πάνω ερώτημα. Θα συμφωνήσουμε, όμως, ότι στην προκειμένη περίπτωση οι διαζευκτικοί ισχυρισμοί στις παραγράφους 10 και 12 της έκθεσης απαίτησης, στις οποίες γίνεται ειδική αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν καταδείκνυαν την ύπαρξη «διαφοράς» με την έννοια της πιο πάνω νομολογίας. Τις παραθέτουμε:
«10. Η εναγόμενη κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων και/ή της συμφωνίας αποκλειστικής αντιπροσώπευσης και/ή του Νόμου αρνείται και/ή αμελεί και/ή αδιαφορεί να επικοινωνήσει με την ενάγουσα και/ή να την προμηθεύσει με την κατάσταση πληρωμών για τις εργασίες του έργου της Α.Η.Κ. και/ή για τις υπόλοιπες δραστηριότητες της στη Κύπρο σε μια προσπάθεια να αποφύγει τη πληρωμή της οφειλόμενης προμήθειας στην ενάγουσα που ανέρχεται σε 5.5%.
[.]
12. Είναι περαιτέρω η θέση της ενάγουσας ότι και εάν ήθελε αποδειχθεί ότι η συμφωνία αντιπροσώπευσης τερματίστηκε νόμιμα δικαιούται προμήθεια 5.5% για το συμβόλαιο που υπογράφηκε μεταξύ της εναγομένης και της Α.Η.Κ. με αρ. 127/2008 γιατί συνέβαλε στην επίτευξη της συμφωνίας και/ή οφείλετο στις προσπάθειες της και/ή η Α.Η.Κ. ήταν πελάτης που τον εξεύρε η ενάγουσα κατά την διάρκεια της συμφωνίας και η Α.Η.Κ. συνεργάστηκε επανειλημμένα με την εναγομένη.»
Η παρατήρηση εκ μέρους της εφεσείουσας ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση της εφεσίβλητης περί ύπαρξης διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, είναι ορθή. Ό,τι ουσιαστικά προβάλλεται από τον ομνύοντα, Barbu Rosoiu, είναι η ύπαρξη ρήτρας στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ημερομηνίας 20.1.1994 για επίλυση των οποιωνδήποτε διαφορών των μερών με φιλικό τρόπο αλλιώς θα παραπέμπονται σε διαιτησία. Ως προς τις αξιώσεις της εφεσείουσας ο ομνύων ουσιαστικά τηρεί σιγή, αφού ό, τι αναφέρει περιορίζεται στην έκφραση της ειλικρινούς πεποίθησης του ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος γιατί η διαφορά και οι αξιώσεις της εφεσείουσας δεν μπορούν ή δεν πρέπει να παραπεμφθούν σε διαιτησία ως έχει συμφωνηθεί[3]. Καμία αναφορά δεν γίνεται σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενεργή αντίρρηση (positive opposition) σε όσα με την αγωγή αξιώνονται ή ως αμφισβήτηση της υποχρέωσης της εφεσίβλητης να παράσχει την ζητούμενη με την αγωγή κατάσταση λογαριασμού, ή των λοιπών αξιώσεων της εφεσείουσας ή των γεγονότων επί των οποίων αυτές εδράζονται.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 ευσταθούν, διαπίστωση η οποία καθιστά μη αναγκαία την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα κατ' έφεση και πρωτοδίκως επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 229/2012
20 Aπριλίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
Ν. Α. CHANCE LIMITED
Εφεσειόντων/Εναγόντων
- ΚΑΙ -
ELECTROMONTAJ S.A.
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
-------------------------
Μ. Δράκος, για Εφεσείοντες
Δ. Αντρέου (κα), για Εφεσίβλητους
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:- Με κάθε σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η πλειοψηφία.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η οποία αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας, το πρώτο θέμα που πρέπει να διαπιστωθεί σε αίτηση για αναστολή δικαστικής διαδικασίας λόγω ρήτρας διαιτησίας είναι - όπως παρατηρεί και η πλειοψηφία και επ΄ αυτού δεν διαφωνώ - κατά πόσο έχει προκύψει διαφορά και η ακριβής φύση της διαφοράς.
Υπό τα περιστατικά της παρούσας περίπτωσης «η διαφορά και η ακριβής φύση της» προσδιορίστηκε από την εφεσείουσα/ενάγουσα στην έκθεση απαίτησης της, όπου καταλόγισε στην εφεσίβλητη/εναγόμενη ότι «. κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων και/ή της συμφωνίας αποκλειστικής αντιπροσώπευσης και/ή του Νόμου αρνείται και/ή αμελεί και/ή αδιαφορεί να επικοινωνήσει με την ενάγουσα και/ή να την προμηθεύσει με την κατάσταση πληρωμών για τις εργασίες που έργου της Α.Η.Κ. και/ή για τις υπόλοιπες δραστηριότητες της στην Κύπρο σε μια προσπάθεια να αποφύγει την πληρωμή της οφειλόμενης προμήθειας στην ενάγουσα που ανέρχεται σε 5.5%».
Πρόκειται κατά την άποψή μου για σαφή προσδιορισμό «της διαφοράς και της φύσης της» εφόσον στο επίκεντρο της βρίσκεται η κατ΄ ισχυρισμό παράβαση όρων της συμφωνίας αποκλειστικής αντιπροσωπείας δυνάμει των οποίων η εφεσείουσα θεμελίωσε και τις απαιτήσεις της εναντίον της εφεσίβλητης. Το κατά πόσο οι απαιτήσεις της εδράζονται και επί διαζευκτικών ισχυρισμών είναι κατά την άποψή μου άνευ σημασίας καθότι αυτές - όπως σημειώνεται πιο πάνω - έχουν στο επίκεντρο τους την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση όρων της συμφωνίας, η οποία περιείχε ρήτρα διαιτησίας σύμφωνα με την οποία «Any dispute shall be solved by the parties in an amicable way. In case the parties do not reach understanding, the case shall be deferred to an Arbitration».
Η μεταξύ λοιπόν των διαδίκων «διαφορά και η φύση της» προσδιορίστηκε από την εφεσείουσα/ενάγουσα στην έκθεση απαίτησης της και ο ενόρκως δηλών της εφεσίβλητης/εναγόμενης, δηλώνοντας στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση του για αναστολή της διαδικασίας λόγω ρήτρας διαιτησίας «. ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος γιατί η διαφορά και οι απαιτήσεις της ενάγουσας δεν μπορούν ή δεν πρέπει να παραπεμφθούν σε διαιτησία ως συμφωνήθηκε», δέχτηκε ότι η διαφορά μεταξύ ων διαδίκων ήταν ως την είχε προσδιορίσει στην έκθεση απαίτησης της η εφεσείουσα. Επομένως το να την επαναλάβει στην ένορκη του δήλωση δεν θα προσέθετε ή αφαιρούσε οτιδήποτε στο όλο ζήτημα. Συνεπώς δεν θεωρώ ορθή τη θέση της εφεσείουσας ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση της εφεσίβλητης περί ύπαρξης και προσδιορισμού της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων εφόσον - επαναλαμβάνεται - η «διαφορά» προσδιορίστηκε από την ίδια στην έκθεση απαίτησης της και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεξε επί τούτου στην εν λόγω έκθεση.
Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
[1] Πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης και μέλος του Μόνιμου Δικαστηρίου Διαιτησίας
[2] South West Africa (Ethiopia v South Africa; Liberia v South Africa), 1962 ICJ Rep. 319, 328.
[3] «I truly believe that there is no reason why the dispute and the Plaintiff's claims cannot or should not be referred to arbitration as agreed»