ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.22
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A116
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΙΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 98/2012)
14 Μαρτίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΑΝΔΡΕΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΙΛΟΤΤΟΥ,
Εφεσιβλήτου
------------------------------------
Χρ. Χρυσάνθου για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Δημητριάδης για Δ. Ανδρέου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά από άδεια που δόθηκε από το Εφετείο στις 24.1.2012 στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 144/2011, καταχωρήθηκε η υπό κρίση έφεση η οποία αφορά αποκλειστικά στο θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένης διαταγής εξόδων που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Αγωγή υπ΄ αρ. 521/2018, ημερ. 18.10.2011.
Το πρόβλημα προέκυψε ως εξής: Ο εφεσείων ήταν εναγόμενος στην πιο πάνω Αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αντιμετωπίζοντας απαίτηση του ενάγοντα - εφεσίβλητου - για ειδικές ζημιές που το όχημα του υπέστη σε τροχαίο δυστύχημα ύψους €1.463,42. Στην υπεράσπιση του ο εφεσείων αποδέχθηκε την ευθύνη, αλλά ισχυρίστηκε ότι οι αξιωθείσες ειδικές ζημιές ήταν εξόχως διογκωμένες εισηγούμενος ότι οι ζημιές δεν υπερέβαιναν τα €200, ποσό το οποίο προσφέρθηκε στον εφεσίβλητο από την ασφαλιστική εταιρεία του εφεσείοντος, πλην όμως δεν έγινε αποδεκτό. Το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και για τους λόγους που κατέγραψε, εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου για το ποσό των €171 με τόκο 8% από 28.5.2007 μέχρι 14.10.2008 και 5.5% από 15.10.2008 μέχρι εξόφλησης πλέον δικηγορικά έξοδα. Η απόφαση αυτή δεν αμφισβητήθηκε, ούτε εφεσιβλήθηκε από τον ενάγοντα.
Το Δικαστήριο όμως έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούτο σε όλα τα έξοδα της δίκης παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων ως εναγόμενος είχε καταθέσει στις 8.5.2008 ειδοποίηση και πιστοποιητικό πληρωμής στο ποσό των €762, που κατά τη θέση του ήταν ικανοποιητικό για την απαίτηση, αλλά και τα έξοδα του αντιδίκου του, ενάγοντα. Το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να μην αναφερθεί, όπως είπε, «στις λεπτομέρειες των διαφόρων εκφάνσεων που μπορούν να επέλθουν ως απόρροια πληρωμής στο Δικαστήριο, όπως αυτές επεξηγούνται στο Annual Practice 1958 σελ. 535, υπό τον τίτλο «General Rules as to Costs». Στη συνέχεια, θεώρησε ότι δεν έγινε, ως η Δ.22 θ.1(2) επέβαλλε, διαχωρισμός μεταξύ απαίτησης και εξόδων και επομένως δεν ήταν σαφές για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα σε ποιο ποσό αναφερόταν ο εφεσείων-εναγόμενος ως προς την απαίτηση. Συνεπώς, καθώς κρίθηκε, δεν πρόκειτο για καθαρή περίπτωση όπου το Δικαστήριο μπορούσε να επιδικάσει προς όφελος του ενάγοντα έξοδα μέχρι την κατάθεση της ειδοποίησης πληρωμής στο Δικαστήριο και έξοδα προς όφελος του εναγομένου για τη χρονική περίοδο μετά την πληρωμή στο Δικαστήριο. Με αυτό το σκεπτικό, επιδίκασε τα έξοδα της δίκης καθ΄ ολοκληρίαν εναντίον του εναγομένου-εφεσείοντος.
Με αναφορά σε αυθεντίες και συγγράμματα, αλλά και στη φιλοσοφία που διέπει τη διαδικασία κατάθεσης ποσού στο Δικαστήριο («payment into Court»), ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε το λανθασμένο της απόφασης του Δικαστηρίου με δύο λόγους έφεσης που σχετίζονται με την εσφαλμένη εφαρμογή της Δ.22 θ.1(2) και ότι το Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης, του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Η σφαιρική εισήγηση του εφεσείοντος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκμηδένισε στην ουσία την όλη φιλοσοφία της Δ.22, διότι παρά την κατάθεση εκ μέρους του εφεσείοντος ενός ποσού που εκ του αποτελέσματος της δίκης φάνηκε ότι ήταν λογικό και δίκαιο, εφόσον δεν επιδικάστηκε μεγαλύτερο ποσό στον εφεσίβλητο, εν τούτοις υποχρεώθηκε, χωρίς να ευθύνεται για τη συνέχιση της δικαστικής διαμάχης μετά την κατάθεση του ποσού στο Δικαστήριο, να καταβάλει όλα τα έξοδα στην πλευρά του εφεσίβλητου ανερχόμενα σε €1.324 πλέον τόκους πλέον Φ.Π.Α., επιβραβεύοντας έτσι τον εφεσίβλητο-ενάγοντα για την σπατάλη χρόνου του Δικαστηρίου. Ούτε και ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτυχών διάδικος υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης εφόσον ανέκτησε πολύ μικρότερο ποσό και από το ποσό που του προσφέρθηκε πριν την έγερση της αγωγής και από το ποσό που κατατέθηκε των €762 στο Δικαστήριο. Περαιτέρω, έστω και αν δεν έγινε διαχωρισμός του κατατεθέντος ποσού σε ποσό που κάλυπτε την απαίτηση και σε ποσό που αφορούσε τα έξοδα της αγωγής, εν τούτοις ήταν φανερό, και έτσι έπρεπε να το εκλάβει το Δικαστήριο, ότι εφόσον είχε προσφερθεί πριν την έγερση της αγωγής το ποσό των €200, το οποίο σημειώθηκε και στην υπεράσπιση, έπετο ότι το ποσό των €762, εύλογα διασπάτο σε έξοδα και κάλυψη της απαίτησης.
Η αντίθετη θέση το εφεσίβλητου είναι ότι ορθά ερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η Δ.22 και η κατάληξη ως προς τα έξοδα δικαιολογείτο εφόσον ο εφεσείων ως εναγόμενος δεν διαχώρισε στην ειδοποίηση πληρωμής την απαίτηση και τα έξοδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όσον αφορά τα έξοδα της δίκης είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία ασκήθηκε δικαστικά με καταγραφή των λόγων που το οδήγησαν στην απόφαση. Η διαδικασία κατάθεσης των χρημάτων δεν έγινε ορθά και ούτε προσφέρθηκε μαρτυρία ώστε να διαχωριστεί το ποσό σε απαίτηση και έξοδα με αναφορά στο ποσό των €200 που σημειώθηκε στην υπεράσπιση ως προσφερθέν από την ασφαλιστική εταιρεία του εφεσείοντος πριν την καταχώρηση της αγωγής.
Εξετάζοντας το ζήτημα που προέκυψε, είναι γνωστό ότι η Δ.22 αφορά γενικώς τη διαδικασία πληρωμής της απαίτησης επί Δικαστηρίω σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της περαιτέρω πορείας της δίκης, ή συντόμευσης της, θέτοντας τον ενάγοντα προ των ευθυνών του σε περίπτωση που εγείρει αγωγή με το να τεθεί προ του διλήμματος κατά πόσο να δεχθεί ή όχι την πληρωμή την οποία προσφέρει ο εναγόμενος. Όπως αναφέρεται στον Odgers' Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 233, ένας εναγόμενος ο οποίος δεν έχει στην ουσία υπεράσπιση, ορθά πράττει εάν πληρώσει χρήματα στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατό σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως και πριν την έκδοση απόφασης.
Το δικαίωμα αυτό θεωρείται πολύτιμο για την προστασία των εναγομένων γενικώς εφόσον στοχεύει στην πράξη να διασφαλίσει ότι ο ενάγων δεν θα συνεχίζει καταπιεστικά μια αγωγή εναντίον ενός εναγομένου, ο οποίος αποδέχεται την αξίωση και την απαίτηση του. Αυτό, διότι ο κανόνας είναι ότι το Δικαστήριο, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια επί των εξόδων, θα διατάξει τον ενάγοντα που επιμένει να συνεχίσει την αγωγή, αλλά στο τέλος δεν καταφέρνει να λάβει περισσότερα από το ποσό που έχει καταθέσει ο εναγόμενος, να καταβάλει όλα τα έξοδα και των δύο πλευρών που δημιουργούνται μετά την πληρωμή επί Δικαστηρίω. Ιδιαίτερα χρήσιμη αποδεικνύεται η καταβολή ενός ποσού στο Δικαστήριο από τον εναγόμενο σε υποθέσεις δυστυχημάτων, όπου η αξίωση μεταφέρει απαίτηση για ειδικές ζημιές, αλλά και γενικές αποζημιώσεις, ούτως ώστε ο ζήλος ενός ενάγοντα να ανακτήσει ενδεχομένως μεγάλα ποσά αποζημιώσεων περιορίζεται από την κίνηση του εναγομένου να προσφέρει ένα ουσιαστικό ποσό στον ενάγοντα, ο οποίος ενδεχομένως δεν θα επιθυμεί να λάβει τον κίνδυνο να προχωρεί με την αγωγή και να εκτεθεί στην πληρωμή όλων των εξόδων μετά την προσφορά.
Η πληρωμή επί Δικαστηρίω είναι μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμβιβασμός και, αυστηρώς ομιλούντες, δεν αποτελεί υπεράσπιση. Η πληρωμή αυτή ήταν άγνωστη στο κοινοδίκαιο και είναι εξ ολοκλήρου νομοθετικό δημιούργημα. Αρχίζοντας από το 1834, η πληρωμή επί Δικαστηρίω έγινε δεκτή σε αγωγές επί συμβάσεων, μετά, το 1843, επεκτάθηκε σε αγωγές δυσφήμισης από εφημερίδα και το 1852 επετράπη και σε ορισμένες αγωγές αστικών δικαιωμάτων. Το 1875 επετράπη η πληρωμή να κατατίθεται σε όλες τις αγωγές αναφορικά με χρέη ή αποζημιώσεις και είναι επιτρεπτή είτε ο εναγόμενος αποδέχεται, είτε αρνείται ευθύνη. Η πληρωμή επί Δικαστηρίω έχει χαρακτηριστεί από τον Devlin L.J. στην A. Martin French v. Kingswood Hill Ltd (1961) Q.B. 96 ως «. simply an offer to dispose of the claim on terms». Με την αποδοχή του προσφερθέντος ποσού, η διαφορά επιλύεται ως να λύετο με συμβιβασμό, πλην όμως δεν δημιουργεί δεδικασμένο, ούτε και υποδεικνύει αποδοχή ευθύνης. Η προσφορά μεταφέρεται στους τίτλω διαδόχους ή εκχωρητές του εναγομένου (Toprak Emerji Sanayi AS v. Sale Tilney Technology Plc (1994) 1 W.L.R. 840), ενώ θεωρείται όχι ως συμβατική διευθέτηση, αλλά ως ένα εντελώς διαδικαστικό θέμα, (Cumper v. Pothecary (1994) 2 K.B. 58).
Λόγω της διαχρονικής αξίας της χρήσης της δυνατότητας προσφοράς πληρωμής στο Δικαστήριο, η όλη φιλοσοφία διατηρήθηκε στους νέους Αγγλικούς Θεσμούς με το Part 36 Offers to Settle and Payments into Court, όπου η διαδικασία επεκτάθηκε και επεξηγήθηκε περαιτέρω, ενώ ρητώς θεσμοθετήθηκε και το ζήτημα των εξόδων, (δέστε Civil Procedure, Volume 1, The White Book Service 2006 Part 36.20 και 36.21, σελ. 995-998). Ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης του θέματος παραμένει ο ίδιος, (Factortame v. Secretary of State (2002) EWCA Civ 22).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί λέξει κατέγραψε τα εξής σε σχέση με το θέμα που τώρα εγείρεται προς επίλυση:
«Τέλος επισημαίνεται πως υπάρχει ακόμη ένα ζήτημα για την υπόθεση αυτή που αφορά στα έξοδα της δίκης. Ο εναγόμενος κατέθεσε στις 08.05.2008 ειδοποίηση και πιστοποιητικό πληρωμής (διαδικασία Payment into Court) για το ποσό των €762.00 ως ικανοποιητικό ποσό για την απαίτηση αλλά και τα έξοδα του ενάγοντα. Το Δικαστήριο δεν θα αναφερθεί στις λεπτομέρειες των διαφόρων εκφάνσεων που μπορούν να επέλθουν ως απόρροια πληρωμής στο Δικαστήριο, όπως αυτές επεξηγούνται στο The Annual Practice του 1958, σελ. 535 (υπό τον τίτλο General Rules as to Costs). Με βάση το στοιχείο ότι επί του ποσού που κατατέθηκε δεν γίνεται διαχωρισμός μεταξύ απαίτησης και των εξόδων, κάτι που όφειλε να πράξει ο εναγόμενος κατ΄ εφαρμογή της Δ.22 Κ. 1(2) κρίνεται ότι δεν ήταν ξεκάθαρο για τον ενάγοντα σε ποιο ποσό αναφερόταν ο εναγόμενος για την απαίτηση του, συνεπώς δεν πρόκειται για καθαρή περίπτωση όπου το Δικαστήριο θα μπορούσε να επιδικάσει προς όφελος του ενάγοντα έξοδα μέχρι τη πληρωμή στο Δικαστήριο, και έξοδα προς όφελος του εναγόμενου για τη χρονική περίοδο μετά την πληρωμή στο Δικαστήριο. Υπό αυτές τις περιστάσεις κρίνεται ότι ο εναγόμενος δικαιούται όλα τα έξοδα της δίκης.»
Το πρώτο που παρατηρείται είναι ότι ερμηνεύθηκε λανθασμένα η Δ.22 θ.1(2), διότι ο θεσμός αυτός δεν σχετίζεται, ούτε και αναφέρει οπουδήποτε, ότι κατά την πληρωμή επί Δικαστηρίω θα πρέπει ο εναγόμενος να διαχωρίζει το κατατεθέν ποσό μεταξύ απαίτησης και εξόδων. Η συγκεκριμένη πρόνοια αφορά την επί Δικαστηρίω πληρωμή ποσού προς ικανοποίηση μίας ή περισσοτέρων αξιώσεων, σε τέτοια δε περίπτωση η ειδοποίηση που αποτυπώνεται στο έντυπο 14 των Θεσμών, θα πρέπει να προσδιορίζει την αιτία αγωγής για την οποία γίνεται η πληρωμή και το ποσό το οποίο προσφέρεται αναφορικά με εκείνη την αιτία αγωγής. Δεν έχει καμία σχέση με διαχωρισμό ποσού μεταξύ της απαίτησης και των εξόδων και ούτε η αναφορά που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Annual Practice του 1958, εάν και εφόσον εμμέσως το Δικαστήριο ήθελε να την συνδέσει με το ζήτημα των εξόδων, περιέχει τέτοια αναγκαιότητα. Αυτό που εξηγείται στο συγκεκριμένο απόσπασμα, επεξηγηματικό του r.6 του Order 22, με υπότιτλο «Non-disclosure of payment into Court», είναι ότι αν ο εναγόμενος σε αγωγή για γενικές αποζημιώσεις αρνείται ευθύνη, αλλά παρά ταύτα πληρώνει χρήματα στο Δικαστήριο, ο δε ενάγοντας συνεχίζει με την αγωγή, τότε τίθενται προς συζήτηση δύο ξεχωριστά επίδικα θέματα, δηλαδή, (α) κατά πόσο ο εναγόμενος υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη στον ενάγοντα και (β) εάν το ποσό το οποίο έχει πληρωθεί είναι ικανοποιητικό να καλύψει την ευθύνη, αν αυτή, υπάρχει. Αν ο ενάγοντας επιτύχει εναντίον του εναγομένου για ποσό το οποίο φέρει έξοδα, τότε αν και το ποσό το οποίο επιδικάστηκε είναι λιγότερο από το ποσό το οποίο καταβλήθηκε στο Δικαστήριο, τότε θεωρείται ότι επιτυγχάνει στο πρώτο των επιδίκων θεμάτων και δικαιούται σε όλα τα έξοδα της αγωγής μέχρι την πληρωμή και τα επόμενα έξοδα επί του θέματος επί του οποίου έχει επιτύχει. Αυτή η επεξήγηση αφορά γενικό κανόνα ως προς τα έξοδα και δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε διαχωρισμό μεταξύ ποσού και εξόδων.
Η αντίστοιχη πρόνοια στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας είναι η Δ.22 θ. 7. Εκείνο το οποίο προνοεί ο θ. 7, είναι ότι δεν επιτρέπεται να μνημονευθεί το γεγονός της καταβολής χρημάτων επί Δικαστηρίω στα δικόγραφα, ούτε και επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί το γεγονός στο Δικαστήριο κατά τη δίκη μέχρις ότου όλα τα ζητήματα ευθύνης και επιδίκασης ποσού χρέους ή αποζημιώσεων, έχουν αποφασισθεί. Το Δικαστήριο όμως θα λάβει υπόψη και το γεγονός ότι έχει πληρωθεί ποσό στο Δικαστήριο, καθώς και το ύψος αυτού. Όπως δε επεξηγείται στο The Supreme Court Practice 1970, Τόμος Ι, σελ. 349-350, κάτω από τον υπότιτλο «Discretion as to costs», το Δικαστήριο θα πρέπει να ενεργήσει δικαστικά ασκώντας την ευχέρεια του ως προς το θέμα των εξόδων έτσι ώστε ένας εναγόμενος που έχει καταβάλει ποσό στο Δικαστήριο που υπερβαίνει το ποσό που έχει επιδικαστεί στον ενάγοντα, να θεωρείται ως επιτυχών διάδικος και ως τέτοιος να δικαιούται στην πληρωμή των δικών του εξόδων από την ημερομηνία της κατάθεσης των χρημάτων στο Δικαστήριο, (Findlay v. Railway Executive (1950) 2 All E.R. 969).
Ο εναγόμενος δεν θα πρέπει να αποστερηθεί των εξόδων του, εκτός επί ορθής αποτίμησης του όλου υλικού κατά τη δίκη ή τη διεξαγωγή αυτής και τη συμπεριφορά των διαδίκων. Προστίθεται στο σχετικό απόσπασμα ότι η σύγχρονη πρακτική δεν επιβάλλει στο Δικαστήριο να διαχωρίσει μεταξύ των επιδίκων θεμάτων της ευθύνης και των αποζημιώσεων ή να εκδώσει οποιοδήποτε ειδικό ή συγκεκριμένο διάταγμα αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης επί του οποίου επιτυγχάνει ο ενάγοντας. Η σύγχρονη λοιπόν πρακτική είναι να εξετάζεται η θέση των διαδίκων στο τέλος της ημέρας ως προς το κατά πόσο το καταβληθέν χρηματικό ποσό είναι περισσότερο ή λιγότερο από το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντα. Εάν έχει επιδικαστεί στον ενάγοντα χαμηλότερο ποσό από το πληρωθέν από τον εναγόμενο ποσό, τότε ο ενάγων δικαιούται στα έξοδα του μέχρι την ημερομηνία της πληρωμής και μετά ταύτα ο εναγόμενος δικαιούται στα δικά του έξοδα χωρίς να παρίσταται ανάγκη να γίνει αναφορά επί του θέματος της ευθύνης μετά την ημερομηνία πληρωμής.
Όπως πρόσθετα επεξηγείται, οι προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν πλέον αυθεντία δεδομένου ότι το όλο θέμα των εξόδων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στη σελ. 350 του Annual Practice του 1970, γίνεται αναφορά στις προηγούμενες αυτές αποφάσεις που διαχωρίζουν μεταξύ των επιδίκων θεμάτων της ευθύνης και των αποζημιώσεων με παραπομπή στο Annual Practice 1962 σελ. 536, υπό τον τίτλο «General Rules as to Costs», που είναι στην ουσία το ίδιο απόσπασμα στο οποίο αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο από το Annual Practice 1958. Το θέμα τίθεται και από τον Odgers', πιο πάνω, στις σελ. 372-373, ότι ενώ κατά κανόνα ο ενάγων δικαιούται σε όλα τα έξοδα της αγωγής εάν ανακτήσει ποσό μεγαλύτερο από αυτό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, θα του αποστερηθούν τα έξοδα μετά την πληρωμή όταν ανακτά χαμηλότερο ποσό από το καταβληθέν στο Δικαστήριο. Το όλο ζήτημα παραμένει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να συνυπολογίσει όλη την ενώπιον του διαφορά και να συνεκτιμήσει κατά πόσο η αξίωση περιέχει πέραν του ενός επιδίκων θεμάτων επί των οποίων υπάρχουν διακριτά έξοδα τα οποία μπορούν να επιδικαστούν.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Όχι μόνο παρερμήνευσε τη σχετική πρόνοια της Δ.22 θ.1(2), αλλά και αποστέρησε αδίκως τον εφεσείοντα-εναγόμενο από τα έξοδα του μετά την καταβολή του ποσού των €762. Ήδη από την υπεράσπιση του, ημερ. 5.5.2008, ο εφεσείων είχε αναφερθεί στο ποσό των €200 που η ασφαλιστική εταιρεία είχε προσφέρει με τη θέση-ισχυρισμό ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα δεν το υπερέβαινε. Αμέσως μετά στις 8.5.2008, κατατέθηκε μεγαλύτερο ποσό, €762, ενώ η απαίτηση αφορούσε €1.463,42 με νόμιμο τόκο από 28.5.2007, πλέον €249 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. Εύκολα κάποιος θα μπορούσε να συναγάγει ότι εάν ο εφεσίβλητος ως ενάγων αποδεχόταν το ποσό, αφαιρουμένων των εξόδων του, θα λάμβανε το ποσό των €513, ως ποσό ικανοποιούν την αξίωση του. Συνέχισε όμως τη δίκη για να ανακτήσει τελικώς μόνο €171. Δεν χρειαζόταν καμιά μαρτυρία, ως εισηγείται ο εφεσίβλητος, ως προς τα δεδομένα της υπόθεσης, τα οποία ομιλούσαν αφ΄ εαυτών.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη διαταγή εξόδων ακυρώνεται και αντικαθίσταται με διαταγή όπως τα έξοδα της δίκης μετά τις 8.5.2008 επωμισθεί ο εφεσίβλητος-ενάγοντας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ