ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή amp;amp;amp; Σία, για τον εφεσείοντα. Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για την εφεσίβλητη. Γ.Λουκαϊδης, για τον εφεσείοντα Στ.Ερωτοκρίτου, (κα), για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-03-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΟΝΤΙΚΟΣ ν. SVETLANA RAILEANY, Πολιτική Έφεση Αρ. 84/2012, 8/3/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A103

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 84/2012)

 

 8 Μαρτίου 2018

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΟΝΤΙΚΟΣ

Εφεσείοντας

ν.

SVETLANA RAILEANY

Εφεσίβλητη

-------------

 

Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή & Σία, για τον εφεσείοντα.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για την εφεσίβλητη.

 

----------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ., με την οποία συμφωνώ και εγώ.  Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από την Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ:  Γύρω στις 05:00 στις 3.9.2006, πριν ακόμα ξημερώσει, στον αυτοκινητόδρομο, παρά τον κυκλικό κόμβο Καλού Χωριού με κατεύθυνση από τον κόμβο Καλού Χωριού προς τον κυκλικό κόμβο της Ριζοελιάς, έλαβε χώρα σύγκρουση των οχημάτων του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης. 

 

Η εφεσίβλητη είχε εισέλθει στον αυτοκινητόδρομο από το Καλό Χωριό και αφού συγκρούστηκε στο διαχωριστικό  τοίχωμα του αυτοκινητοδρόμου στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, το όχημα της ακινητοποιήθηκε σχεδόν «κολλημένο» στο διαχωριστικό τοίχωμα.  Η εφεσίβλητη άφησε το όχημά της ακινητοποιημένο εκεί, χωρίς φώτα πίσω ή μπροστά, χωρίς προειδοποιητικά τρίγωνα ή άλλο φως ή προειδοποίηση και πήγε στη λωρίδα ασφαλείας, απέναντι, αριστερά.  Είχε τραυματιστεί μόνο από τη ζώνη ασφαλείας.  Ένοιωθε πόνο και ξάπλωσε στο έδαφος.  Διατηρούσε τις αισθήσεις της και «σκεφτόταν απόλυτα κανονικά».

 

Ακολούθως σταμάτησε, στην απέναντι λωρίδα ασφαλείας, ένα αυτοκίνητο van με διερχόμενο οδηγό και πιο ύστερα ένα αυτοκίνητο φίλων της στο οποίο είχαν ανάψει και τα φώτα κινδύνου.  Τέλος κατέφθασε και ασθενοφόρο το οποίο στάθμευσε στην αριστερή πλευρά του δρόμου έχοντας αναμμένους τους φάρους.

 

Βρίσκονταν όλοι στην απέναντι λωρίδα ασφαλείας όταν 20-30 λεπτά αργότερα εμφανίστηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα με κατεύθυνση από το αεροδρόμιο (κόμβο Καλού Χωριού) να κινείται ζικ ζακ, να συγκρούεται πλευρικά με το ακινητοποιημένο όχημα της εφεσίβλητης και ακολούθως να καταλήγει στην αριστερή πλευρά του δρόμου προς τη λωρίδα ασφαλείας.

 

Mε την Έκθεση Απαίτησης του ο εφεσείοντας είχε αποδώσει στην εφεσίβλητη αμέλεια, αφενός για τις περιστάσεις που συγκρούστηκε με το προστατευτικό τοίχωμα και, αφετέρου, για το ότι εγκατέλειψε ακινητοποιημένο το όχημά της στον αυτοκινητόδρομο κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση ή άλλο μέτρο, ώστε να καθίστατο ορατό.  Ως προς την πρώτη πτυχή, ήταν ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι έχασε τον έλεγχο του οχήματός της, στην προσπάθεια της να αποφύγει σκύλο, ισχυρισμός ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά, παρά τη διατύπωση κάποιας επιφύλαξης κατά την αντεξέτασή της.  Το Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό της και, περαιτέρω, ότι σε εκείνη την προσπάθεια της βρέθηκε μπροστά σε κατάσταση αγωνίας.  Δεν είναι αυτή η πτυχή που προσβάλλεται με την έφεση.

 

Είναι η δεύτερη, ως άνω, πτυχή που εγείρεται με την έφεση, ήτοι η ακινητοποίηση του οχήματος της εφεσίβλητης στη δεξιά λωρίδα, εν καιρώ νυκτός, σε στροφή με περιορισμένη ορατότητα, χωρίς φωτεινή ένδειξη ή λήψη μέτρων, ώστε να ήταν ορατό.  

 

Η πτυχή αυτή δεν εξετάστηκε επαρκώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που έκρινε ότι ο εφεσείοντας ήταν αναξιόπιστος, ως προς τους ισχυρισμούς του ότι κρατούσε την αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου και σε σχέση με το κατά πόσο είχε προηγουμένως συγκρουστεί με το διαχωριστικό τοίχωμα του δρόμου.  Κρίνοντας τον εφεσείοντα αναξιόπιστο στα δύο αυτά σημεία, το Δικαστήριο θεώρησε ότι «δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει ότι η παρουσία στον αυτοκινητόδρομο στη δεξιά λωρίδα επιτάχυνσης του ακινητοποιημένου οχήματος της Εναγόμενης συνέτεινε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος».

 

Σημειώνεται κατ΄αρχάς ότι η αξιολόγηση του εφεσείοντα ως μη αξιόπιστου μάρτυρα, δεν αναιρούσε, ούτως ή άλλως, τα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν εύρημα του Δικαστηρίου ότι:

(α)   Το όχημα της εφεσίβλητης είχε ακινητοποιηθεί μέσα στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου.

(β)   Στο σημείο του ατυχήματος, λόγω ελαφράς στροφής προς τα δεξιά, η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη, τόσο στην αριστερή λωρίδα, όσο και, ακόμα περισσότερο, στη δεξιά, ώστε το Δικαστήριο να τη χαρακτηρίσει ελάχιστη.

(γ)   Παρά το ότι ήταν νύχτα και δεν υπήρχε οδικός φωτισμός, το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, όπως η ίδια παραδέχθηκε, είχε σβηστά τα φώτα του και δεν υπήρχαν τρίγωνα ασφαλείας, ούτε οτιδήποτε άλλο που να αντανακλά το φως συνιστώντας, ουσιαστικά, οχληρία μέσα στο δρόμο.

(δ)   Η παραπάνω απόφραξη της δεξιάς λωρίδας του αυτοκινητόδρομου διήρκεσε για σημαντικό χρόνο, εφόσον παρήλθαν 20-30 λεπτά, μέχρι που ο εφεσείων συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης.  

 

Με δεδομένες τις περιστάσεις αυτές, το ερώτημα ήταν κατά πόσον ο εφεσείοντας βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε απρόσμενο κίνδυνο, υπό την έννοια ότι δεν είχε επαρκή ορατότητα και, ως εκ τούτου, επαρκή χρόνο και ευχέρεια να αντιληφθεί έγκαιρα και να εκτιμήσει τη φύση και την έκταση του εμποδίου.

 

Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά τη νομολογία, για να αποδοθεί αμέλεια ή αστική ευθύνη για οχληρία, στον οδηγό που προκάλεσε την απόφραξη, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί αιτιώδης συνάφεια των ενεργειών του με τις ενέργειες του επερχομένου οδηγού, ο οποίος προκαλεί το δυστύχημα.  Αν τέτοια αιτιώδης συνάφεια δεν στοιχειοθετηθεί, τότε η απόφραξη του δρόμου, όσο αλόγιστη και αν είναι, δεν προσδίδει ευθύνη στον πρώτο οδηγό για επακόλουθο ατύχημα.  Σε τέτοια περίπτωση, δημιουργείται κενό στην αλυσίδα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αρχικής αμέλειας του πρώτου οδηγού που προκάλεσε την απόφραξη και της μεταγενέστερης αμέλειας του άλλου οδηγού που προκάλεσε το δυστύχημα (Κυριάκου ν. Κανάρη (1997) 1 ΑΑΔ 1436,  Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 1 Α.Α.Δ. 75 και Rouse v. Squires and others (1973) 2 All E.R. 903, Τσολάκης ν. Ανδρέου (2007) 1 ΑΑΔ 129). 

 

Ήταν η ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος ότι κρατούσε τη δεξιά λωρίδα.  Υπήρχε διαφορά ως προς τούτο από δήλωσή του στην προηγούμενη κατάθεσή του στην αστυνομία ότι κρατούσε την αριστερή λωρίδα.  Επίσης στην κατάθεσή του προς την αστυνομία είχε αναφέρει ότι προσπάθησε να αποφύγει το ακινητοποιημένο όχημα που είδε μπροστά του στρίβοντας δεξιά χωρίς να τα καταφέρει με αποτέλεσμα να κτυπήσει στο κούγκρινο διαχωριστικό του δρόμου, ενώ αντεξεταζόμενος αρνήθηκε ή δεν ήταν πλέον σίγουρος ότι είχε κτυπήσει πριν στο διαχωριστικό.

 

Αυτά όμως δεν τα εξέτασε το Δικαστήριο υπό τη σκοπιά της αγωνιώδους έντασης των ελαχίστων δευτερολέπτων της πραγματικής σκηνής του ατυχήματος.  Είναι υπ΄αυτή τη σκοπιά που θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί, περαιτέρω και η εξήγηση που είχε δώσει ο εφεσείοντας, ότι όταν έδιδε την κατάθεσή του ήταν συγχυσμένος και σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω του ότι είχε χάσει το μάτι του.  Εκ των πραγμάτων είναι που προκύπτει ότι κρατούσε τη δεξιά λωρίδα, παρά την προηγούμενη του αναφορά, που εύλογα εξήγησε ενόρκως ως εσφαλμένη, εφόσον μάλιστα του αποδίδεται ότι είχε συγκρουστεί και με το διαχωριστικό στο δεξιό άκρο της δεξιάς λωρίδας. 

 

Η ουσία έγκειται στο ότι με περιορισμένη ορατότητα βρέθηκε εξ απροόπτου μπροστά σε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση. 

 

Η μαρτυρία του για το τί συνέβη όταν αντελήφθη το όχημα της εφεσίβλητης «ακινητοποιημένο μπροστά του», όπως το Δικαστήριο το έθεσε και το πώς αντέδρασε, κρίθηκε ως πλήρως αντιφατική και ασαφής. 

 

Συμφωνούμε ότι αναφορικά πλέον με την κρίσιμη εκείνη στιγμή η μαρτυρία του ελέγχεται.  Ναι μεν το όχημα της εφεσίβλητης ήταν αφώτιστο, υπό περιστάσεις που να στοιχειοθετούν αμέλεια εναντίον της, όμως υπήρχαν στη σκηνή τα άλλα οχήματα, το αυτοκίνητο των φίλων της εφεσίβλητης με τα φώτα κινδύνου σε λειτουργία και οι φάροι του ασθενοφόρου που αναβόσβηναν περιστρεφόμενοι σε ύψος.

 

Δεν ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι, λόγω της περιορισμένης ορατότητας δεν μπορούσε να δει τα φώτα εκείνα και άρα δεν είχε κανένα περιθώριο αντίδρασης.  Εκείνο που ισχυρίστηκε ήταν πως το ασθενοφόρο δεν ήταν στη σκηνή, διότι αν υπήρχε θα το έβλεπε.  Τούτο δεν αποτελεί πλέον λάθος κρίσης ή περιγραφής, αλλά προσπάθεια να καταδείξει ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να μπορούσε να του δώσει εύλογη προειδοποίηση για το ενδεχόμενο κινδύνου.  Του αποδόθηκε δε με το δικόγραφο της υπεράσπισης ότι ήταν αμελής γιατί παρέλειψε να αντιληφθεί το ασθενοφόρο ως ενδεικτικό μιας έκτακτης ανάγκης.

 

Ακόμα και υπό τις παραπάνω δυσχερείς περιστάσεις, ο εφεσείων όφειλε να είχε αντιληφθεί ενωρίτερα την ύπαρξη κινδύνου ή έκτακτης ανάγκης, όπως ο ίδιος κατ΄ουσία παραδέχθηκε λέγοντας πως εάν υπήρχε ασθενοφόρο θα το έβλεπε.  Ασθενοφόρο όμως υπήρχε, όπως και τα άλλα οχήματα με φώτα και είτε δεν τα είδε εγκαίρως, είτε δεν τα έλαβε υπόψη ως προειδοποιήσεις κινδύνου.

 

Παρά ταύτα, δεν διαρρηγνύεται η αιτιώδης συνάφεια με την αμελή και εντελώς ανεύθυνη ενέργεια της εφεσίβλητης, που διατηρούσε πλήρως τις αισθήσεις και τις νοητικές της λειτουργίες.  Ο μόνος τραυματισμός που υπέστη ήταν από τη ζώνη ασφαλείας.  Ρωτήθηκε «αν μπορούσε να βλέπει, να ακούει, να σκέφτεται κανονικά» και απάντησε με χαρακτηριστική βεβαιότητα «Ναι, ναι, ναι, απόλυτα».  Παρά ταύτα, έστω κι αν, περιμένοντας εκεί, ξάπλωσε στο έδαφος γιατί δεν αισθανόταν καλά, ουδεμία έγνοια είχε και ουδεμία μέριμνα έλαβε ώστε να δοθεί εύλογη προειδοποίηση για το ακινητοποιημένο αυτοκίνητό της.  Δύο είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για τον καταμερισμό της ευθύνης.  η υπαιτιότητα και η αιτιώδης συνάφεια.  Ο καταμερισμός δε, γίνεται υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας, από την πλατειά γωνιά του μέσου συνεπού πολίτη και όχι μικροσκοπικά (Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 ΑΑΔ 178).

 

Εν προκειμένω η αμέλεια της εφεσίβλητης ήταν η πρωταρχική αιτία και είχε διάρκεια, ενώ η αμέλεια του εφεσείοντα εκδηλώθηκε υπό τις συνθήκες που αντιμετώπισε κατά τον κρίσιμο χρόνο, χωρίς πάντως να μπορούσε υπό τις περιστάσεις να καταστεί συγγνωστή ως εκδηλωθείσα υπό την «αγωνία της στιγμής».  Δεν μπορεί όμως να του αποδοθεί ο ίδιος βαθμός υπαιτιότητος (blameworthiness) και η ίδια απαξία με την αμέλεια της εφεσίβλητης.

 

Κρίνουμε ως εύλογο τον καταμερισμό της ευθύνης κατά 2/3 στην εφεσίβλητη και 1/3 στον εφεσείοντα.

 

Πριν καταλήξουμε, θεωρούμε επιβεβλημένο να εκφράσουμε την απαρέσκειά μας για σχόλια στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα ως λ.χ. ότι η αξιολόγηση του ενάγοντα «προκαλεί κατάπληξη», ή ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι «παράλογη και αντίθετη στη νομολογία».

 

Τέτοια σχόλια είναι απαράδεκτα και ουδόλως αρμόζουν στον οφειλόμενο - και ως ζήτημα δεοντολογίας - σεβασμό προς την έδρα, αλλ΄ούτε στην αμοιβαία σχέση σεβασμού δικηγόρου-δικαστή. 

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής εκπλήρωσε το έργο της με αρτιότητα και πληρότητα.  Το Εφετείο μετά από προβληματισμό, κατά πλειοψηφία κατέληξε σε διαφορετική αντίληψη η οποία διατυπώνεται, όπως πάντα, με θεσμικό σεβασμό και πραγματική εκτίμηση στο έργο του πρωτοδίκου Δικαστηρίου.

 

Η πρωτόδικη απόφαση και η διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.  Δίδεται απόφαση για αποζημιώσεις με βάση τα ποσά που υπολογίστηκαν επί πλήρους ευθύνης, μειωμένες βεβαίως κατά το 1/3.  Έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ του εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα που θα προκύψει, πλέον έξοδα της έφεσης εκ €2.000 πλέον ΦΠΑ.

 

 

                                                          Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ¨Π


 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Εφεση Αρ. 84/2012)

 

8 Μαρτίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗ  ΠΟΝΤΙΚΟΥ

Εφεσείων/Ενάγων,

και

SVETLANA RAILEANY

Εφεσίβλητη/Εναγόμενη.

_ _ _ _ _ _

 

Γ.Λουκαϊδης, για τον εφεσείοντα

Στ.Ερωτοκρίτου, (κα), για την Εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(διιστάμενη)

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Στην απόφαση της πλειοψηφίας παρατίθενται λεπτομέρειες που αφορούν το επίδικο ατύχημα.  Προσθέτως, θεωρώ σκόπιμο να καταγραφεί μέρος των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο αφού αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, ενώ απέρριψε αυτή του εφεσείοντα. 

 

Στη βάση λοιπόν της αξιολογηθείσας μαρτυρίας, μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε τα εξής ευρήματα:

 

«ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ

 

○ Ο χώρος όπου έγινε το επίδικο δυστύχημα στον κυκλικό κόμβο Καλού Χωριού Ριζοελιάς προς τον αυτοκινητόδρομο Καλού Χωριού Ριζοελιάς είναι όπως αυτός απεικονίζεται στα Τεκμήρια 1 και 2 και σύμφωνα με τις σχετικές μετρήσεις που καταγράφονται σ΄αυτά.

○ Στις 3/9/06 η εναγόμενη οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής ΚΕΝ 284 ερχόμενη από το Καλό Χωριό όταν ευρισκόμενη στην έξοδο Καλού Χωριού προς τον κυκλικό κόμβο Καλού Χωριού - Ριζοελιάς, κρατώντας την αριστερή Λωρίδα Κυκλοφορίας και οδηγώντας με ταχύτητα 50 με 60 χιλιόμετρα, στρίβοντας τη στροφή είδε ξαφνικά μπροστά της ένα ζώο. ΄Ηταν νύχτα και υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν ζώο οπόταν η αντίδραση της για να το αποφύγει ήταν να στρίψει το τιμόνι δεξιά και για να μην βγει απότομα στον αυτοκινητόδρομο έστριψε αριστερά, πάτησε τη νησίδα που υπάρχει στο οδόστρωμα όπου εκεί υπήρχαν «τσιακκιλούδια» και στρίβοντας απότομα το τιμόνι της για να επαναφέρει το αυτοκίνητο της παρασύρθηκε και βρέθηκε απέναντι χτυπώντας μετωπικά στο διαχωριστικό του δρόμου τοίχωμα. Το αυτοκίνητο γύρισε, η πόρτα του οδηγού «κόλλησε πάνω στο διαχωριστικό τοίχωμα», παρασύρθηκε και το αυτοκίνητο τριβόταν πάνω στο διαχωριστικό τοίχωμα. Το όχημα με αρ. εγγραφής ΚΕΝ284 ερχόμενο από την πορεία Β συγκρούστηκε στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα/τοίχωμα στο σημείο Χ1. Στο σημείο Γ του Τεκμηρίου 2 φαίνονται ίχνη πλάγιας ολίσθησης του εν λόγω οχήματος τα οποία καταλήγουν στο σημείο Χ1.

○ Το αυτοκίνητο από τη στιγμή που χτύπησε μετωπικά στο διαχωριστικό τοίχωμα μέχρι να σταματήσει θα προχώρησε γύρω στα 40 με 50 μέτρα απόσταση. Όπως κατέληξε, το αυτοκίνητο ήταν σχεδόν «κολλημένο» πάνω στο διαχωριστικό τοίχωμα και η εναγόμενη δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για να βγει. Το αυτοκίνητο έβγαζε καπνούς, είχε ανοίξει ο αερόσακος και αισθανόταν η εναγόμενη πόνο, πανικοβλήθηκε και προσπάθησε να βγει από την πόρτα του συνοδηγού για να ζητήσει βοήθεια, όπως και έκανε. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα βαν, την είδε ο οδηγός και του έκανε νόημα να σταματήσει και αυτό σταμάτησε στη λωρίδα ασφαλείας και ήρθε να τη βοηθήσει. Η εναγόμενη πήγε στην απέναντι λωρίδα ασφαλείας εκεί που είχε σταθμεύσει το βαν και του ζήτησε να της δώσει το κινητό του για να τηλεφωνήσει σε φίλη της για βοήθεια. Στη συνέχεια πράγματι ήρθε μια φίλη της με το σύζυγο της και στάθμευσαν και αυτοί το αυτοκίνητο τους στη λωρίδα ασφαλείας, άναψαν δε και τα φώτα κινδύνου. Μετά από κάποια ώρα ήρθε στο μέρος ασθενοφόρο που κάλεσε ο οδηγός του βαν.

○ Ενώ προσπάθησαν να κατεβούν από το ασθενοφόρο να της δώσουν τις πρώτες βοήθειες, κατεβάζοντας φορείο, έγινε το δεύτερο δυστύχημα. Εκείνη τη στιγμή η εναγόμενη ήταν ξαπλωμένη στο έδαφος, μπορούσε να δει το αυτοκίνητο της στα δεξιά και πρόσεξε ότι ήρθε και χτύπησε ο ενάγοντας. Είδε τη σκηνή όπως πέρασε το άλλο αυτοκίνητο το οποίο τρίφτηκε στο δικό της, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος και είδε σπίθες να βγαίνουν αλλά δεν είδε που σταμάτησε. Πριν τη σύγκρουση το αυτοκίνητο του Ενάγοντα κινήθηκε κατά τρόπο «ζικ ζακ» στο δρόμο. Ο οδηγός του ασθενοφόρου στη συνέχεια έτρεξε για να δώσει τις πρώτες βοήθειες στον κύριο που χτύπησε, επέστρεψε όμως μετά γιατί δεν είχε βρει τον οδηγό του αυτοκινήτου.

○ Πέρασαν περίπου 20 - 30 λεπτά από τη στιγμή του πρώτου δυστυχήματος που η εναγόμενη σταμάτησε στο διαχωριστικό τοίχωμα μέχρι που ο Ενάγων χτύπησε στο αυτοκίνητο της.

○ Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτοκινήτων επεσυνέβη στο σημείο Χ4 και ήταν πλευρική.

○ Οι τελικές θέσεις των ενεχομένων οχημάτων, ήτοι του οχήματος με αριθμό εγγραφής ΕΤΧ225 που οδηγείτο από τον Ενάγοντα και του οχήματος με αρ. εγγραφής ΚΕΝ284 που οδηγείτο από την Εναγομένη απεικονίζονται με τα γράμματα Α1 και Β1 αντιστοίχως.

○ Το μεγαλύτερο μέρος του οχήματος του Ενάγοντα στην τελική του θέση Α1 βρισκόταν στην λωρίδα ασφαλείας και ένα μέρος του στην λωρίδα της πορείας Β προτού τελειώσει ο δρόμος για να εισέλθει στον αυτοκινητόδρομο και μέρος του αυτοκινήτου ευρισκόταν εντός του αυτοκινητόδρομου.

○ Το σημείο Χ2 στο Τεκμήριο 2 είναι το σημείο σύγκρουσης του οχήματος του Ενάγοντα με το διαχωριστικό τοίχωμα.

○ Μεταξύ του διαχωριστικού τοιχώματος και της λωρίδας επιτάχυνσης υπάρχει ένα κενό πλάτους ενός μέτρου. Το όχημα της εναγόμενης στην τελική του θέση εφάπτετο και ήταν παράλληλο με το διαχωριστικό τοίχωμα.

○ Το αυτοκίνητο της εναγόμενης, όπως βρέθηκε στην τελική του θέση, είχε σβηστά τα φώτα του. Πίσω του ή μπροστά του δεν είχε τρίγωνα ασφαλείας.

○ Όσον αφορά τις ζημιές των ενεχομένων οχημάτων το αυτοκίνητο του ενάγοντα είχε ζημιές στο μπροστινό δεξί φτερό, μπροστινό προφυλακτήρα, πόρτα οδηγού, μπροστινός δεξιός τροχός, μπροστινά δεξιά φανάρια και μπροστινός ανεμοθώρακας. Το αυτοκίνητο της Εναγομένης είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Συγκεκριμένα είχε ζημιές ο μπροστινός ανεμοθώρακας από το σημείο του τελειώνει μέχρι το μπροστινό φτερό εντελώς, στην αριστερή πλευρά, μπροστινή και πισινή πόρτα και καθρεφτάκια, πίσω αριστερό φτερό, πίσω προφυλακτήρας και πίσω αριστερά φανάρια.

○ Το αυτοκίνητο της Εναγόμενης συγκρούστηκε η μπροστινή πλευρά του με το διαχωριστικό τοίχωμα και συγκεκριμένα η δεξιά μπροστινή πλευρά από την μέση του αυτοκινήτου και δεξιά. Στην συνέχεια πρέπει να ίσιωσε κάθετα προς το τοίχωμα και η μπροστινή του πλευρά ήταν όλη καταστρεμμένη. Οι ζημιές που φαίνεται να προκλήθηκαν από την σύγκρουση των δύο οχημάτων είναι στην αριστερή πλευρά ξεκινώντας από το πίσω αριστερό φτερό και στην συνέχεια στον αριστερό πίσω τροχό, αριστερή πίσω πόρτα, αριστερή μπροστινή πίσω πόρτα και καθρεφτάκι αριστερής πλευράς.

○ Όσον αφορά τις ζημιές του οχήματος του Ενάγοντα αυτές βρίσκονται στην δεξιά πλευρά ξεκινούν από τον μπροστινό προφυλακτήρα στην δεξιά πλευρά στο μπροστινό δεξιό φτερό. Το πρώτο σημείο επαφής είναι η δεξιά μπροστινή πλευρά του οχήματος του Ενάγοντα με την πίσω αριστερή πλευρά του οχήματος της εναγόμενης.

○ Το πλάτος της κάθε λωρίδας κυκλοφορίας στο ύψος που βρίσκεται στο σημείο Χ1 είναι 3 ½ μέτρα η κάθε μία λωρίδα.

○ Στο βόρειο τμήμα του δρόμου υπάρχει και λωρίδα ασφαλείας στα αριστερά πλάτους 3 μέτρα.

○ Στο Τεκμήριο 2 φαίνεται με τριγωνικό σχήμα ζωγραφιστή νησίδα επί της ασφάλτου με λωρίδες άσπρου χρώματος απ' όπου απαγορεύεται η διέλευση.

○ Όσον αφορά την ορατότητα στην πορεία Α λόγω του ότι ο δρόμος έχει μία ελαφριά κλίση προς τα δεξιά (στροφή) η ορατότητα είναι όση είναι η ορατότητα των φώτων όταν είναι σκοτεινά. Αν πας μέρα και πάλι η ορατότητα είναι περιορισμένη λόγω στροφής. Η ορατότητα στην δεξιά λωρίδα επιτάχυνσης είναι ελάχιστη λόγω δεξιάς στροφής και πιο περιορισμένη από την ορατότητα της λωρίδας στα αριστερά. Η ορατότητα με χαμηλά φώτα από την λωρίδα επιτάχυνσης είναι 28 μέτρα ενώ με ψηλά φώτα είναι 35 μέτρα.

○ Την ώρα που ο Ενάγων χτύπησε στο αυτοκίνητο της εναγόμενης στο μέρος και, συγκεκριμένα, στην αριστερή πλευρά έξω από το δρόμο εκεί όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα ευρισκόταν το Mini Bus και το ασθενοφόρο με τους φάρους του αναμμένους. Πρώτο στη σειρά βρισκόταν σταθμευμένο το ασθενοφόρο και πιο μπροστά ευρισκόταν το Mini Bus και μετά από αυτό το αυτοκίνητο της φίλης της εναγόμενης».

 

 

Αφετηρία της σκέψης μου είναι το λογικό αξίωμα ότι η απόφραξη του δρόμου, όσο αλόγιστη και αν είναι, δεν προσδίδει ευθύνη στον οδηγό που προκάλεσε την απόφραξη, χωρίς επιπλέον να στοιχειοθετηθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αρχικής αμέλειας του οδηγού που προκάλεσε την απόφραξη και της μεταγενέστερης αμέλειας του άλλου οδηγού που προκάλεσε το δυστύχημα.

 

Αυτή η προσέγγιση ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και προσβάλλεται από τον εφεσείοντα με τον 1ο, 6ο και 7ο λόγο έφεσης. 

 

Με βάση αυτή τη λογική και την ταυτόχρονη απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα πρωτοδίκως, αυτό το κενό, κατά την κρίση μου, παραμένει ως τέτοιο και δεν θεραπεύεται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διατύπωσε το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει ότι η παρουσία στον αυτοκινητόδρομο στη δεξιά λωρίδα επιτάχυνσης του ακινητοποιημένου οχήματος της Εναγόμενης συνέτεινε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος που είχε ο Ενάγων και ή ότι είχε οποιαδήποτε αιτιώδη συνάφεια με αυτό.

 

Με όλο το σεβασμό αυτά που ελέχθησαν προς ανατροπή του συμπεράσματος εμπεριέχουν έστω και σε μικρό βαθμό υιοθέτηση γεγονότων που, κατά την κρίση μου πάντα, δεν παρείχαν το απαραίτητο στοιχείο αιτιώδους συνάφειας, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω.  Εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι οδηγώντας στην αριστερή πλευρά του δρόμου είδε μπροστά του σε απόσταση 10-15 μέτρα το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης και παρέκκλινε δεξιά για να το αποφύγει κρίθηκε αναξιόπιστη (ειδικά στις σελ.30-32 της πρωτόδικης απόφασης).   Το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης ευθύς εξ αρχής ήταν στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας.  Αναντίλεκτα λοιπόν ήταν ακινητοποιημένο καταλαμβάνοντας το δεξιότερο μέρος της δεξιάς λωρίδας γι΄αυτό και η εκδοχή του εφεσείοντα ότι κατευθύνθηκε δεξιά για να το αποφύγει δεν ήταν λογική.  Από το σχετικό σχεδιάγραμμα, όπως παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, ο εφεσείων φαίνεται να αφήνει ίχνη τριβής των ελαστικών του πριν ακόμη αποκτήσει οπτική επαφή με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. 

 

Στην επίδικη περίπτωση η παρουσία του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης στη δεξιά πλευρά του δρόμου, εκτός της πορείας του εφεσείοντα που ήταν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας δεν μπορεί να συσχετιστεί με την όποια ενέργεια του. 

 

Στην υπόθεση Κυριάκου ν. Κανάρη (1997)1 Α.Α.Δ. 1436 ο Πικής, Π., όπως ήταν τότε, ανέφερε τα εξής σχετικά:

Η απόφραξη του δρόμου, αλόγιστη όσο, και αν είναι, δεν προσδίδει αυτόματα ευθύνη στον οδηγό για οποιοδήποτε επακόλουθο δυστύχημα, ανεξάρτητο από τα αίτια του. Αυτό διευκρινίζεται στην Rouse και όλως ιδιαίτερα στην απόφαση του Δικαστή Buckley, L.J., στην οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση εκείνη είναι χαρακτηριστικό της προσέγγισης του θέματος.

 

"But when there is ample visibility and ample opportunity for the driver of an oncoming vehicle to see and appreciate the nature and extent of an obstruction and to take evasive action, then the obstruction does not constitute a danger, and in such a case there is a break in the chain of causation between the prior negligent act which caused the obstruction and the immediate consequence of the latter negligent act of a driver on the highway who causes an accident."

 

Ελληνική μετάφραση, (ελεύθερη).

 

"Αλλά όταν υπάρχει επαρκής ορατότης και παρέχεται η πρέπουσα ευχέρεια στον οδηγό επερχόμενου αυτοκινήτου να προσέξει και να εκτιμήσει τη φύση και έκταση του εμποδίου το οποίο παρεμβάλλεται στο δρόμο και να πάρει μέτρα αποφυγής του, τότε το εμπόδιο δεν δημιουργεί κίνδυνο, και σε τέτοια περίπτωση επέρχεται διακοπή στην άλυση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της προηγούμενης αμελούς πράξης η οποία προκάλεσε την απόφραξη και τις άμεσες συνέπειες της μεταγενέστερης πράξης οδηγού στον υπεραστικό δρόμο ο οποίος προκαλεί το δυστύχημα."

 

Προκύπτει, ότι μόνο όπου η πράξη του οδηγού του σταθμευμένου αυτοκινήτου συνέχεται προς το δυστύχημα και αποτελεί μέρος των γενεσιουργών αιτίων που το προκάλεσαν δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης σ' αυτόν. Είναι προς αυτά τα αίτια που συνδέεται η αμέλεια και ο καταμερισμός της. Προϋπόθεση για την απόδοση αμέλειας αποτελεί η επενέργεια αμελούς πράξης στην πρόκληση του δυστυχήματος ως θέμα άμεσης αιτιώδους σχέσης μεταξύ της πράξης και του δυστυχήματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει σαφή αντίληψη των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της αμέλειας και η καθοδήγηση του επί του προκειμένου υπήρξε πλήρης. Γίνεται αναφορά στην απόφαση του στις υποθέσεις, Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25. Flourentzou ν. Christodoulou (1988) 1 C.L.R. 791.

 

Η αμέλεια είναι ζήτημα πραγματικό και όχι θεωρητικό. Εξετάζεται σε κάθε περίπτωση η γενεσιουργός αιτία και ότι πραγματικά επέδρασε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Η απόφραξη μέρους του δρόμου δεν προοιώνιζε σ' αυτή την περίπτωση τη σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων. Θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό αν η ορατότητα μεταξύ του σημείου που καθίστατο εμφανής η παρουσία του σταθμευμένου αυτοκινήτου και του χώρου στάθμευσης του ήταν μικρότερη και δεν παρεχόταν η ευκαιρία αποφυγής του. Σύμφωνα με το εύρημα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου η σύγκρουση οφειλόταν αποκλειστικά στην παράλειψη του εφεσείοντα να σημειώσει έγκαιρα την παρουσία του σταθμευμένου αυτοκινήτου και να λάβει τα πρέποντα μέτρα για την παράκαμψη του, ευχέρεια, που του παρεχόταν ενόψει του ελεύθερου χώρου μεταξύ του σταθμευμένου αυτοκινήτου και της άκρης του δρόμου».

 

 

Η τελευταία παράγραφος του πιο πάνω αποσπάσματος θεωρώ ότι είναι απόλυτα εφαρμοστέα στην παρούσα περίπτωση στην οποία η αμέλεια ακριβώς δεν θα μπορούσε να κριθεί θεωρητικά, όπως υποδεικνύεται από τον Πική, Π.

 

Συνεπώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την κατάληξη της απόφασης της πλειοψηφίας επ΄αυτού του σημείου. 

 

Αναφορικά δε με τους λόγους έφεσης που πλήττουν το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας θα αναφερθώ συνοπτικά εφόσον είναι γνωστός ο περιορισμένος τρόπος με τον οποίο μπορεί το Εφετείο να επέμβει σε θέματα που αφορούν το έργο της αξιοπιστίας του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επιχείρησε να εξουδετερώσει την αξία του έργου του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ουσιαστικά οι λόγοι 2, 4 και 5 προσβάλλουν το έργο της αξιολόγησης.  Όμως τίποτε απ΄αυτά που λέχθησαν δια του εφετηρίου και του περιγράμματος δεν είναι ικανά να επιδράσουν ούτε επ΄ελάχιστον τη θετικότητα και το άψογο έργο που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε αξιολογώντας τον εφεσείοντα.  Ως εκ τούτου και οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να επιτύχουν.  Αχρείαστη κρίνεται η ενασχόληση μου με τον 3ο  λόγο έφεσης ως εκ της κατάληξης της απόφασης της πλειοψηφίας. 

 

Συνεπώς θα απέρριπτα την έφεση.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο