ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A133
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2012
27 Μαρτίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείουσας/Καθ΄ ης η Αίτηση,
-ΚΑΙ-
ΜΑΡΙΑΣ ΤΡΑΚΚΟΥΔΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας,
----------------------
Γιώργος Τριλλίδης για ΠΟΛΑΚΗΣ ΣΑΡΡΗΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Θάλεια Ραφτοπούλου (κα) για ΑΛΕΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι η ενοικιάστρια ενός καταστήματος στην οδό Ανδρέα Αβρααμίδη, στο Στρόβολο (στο εξής «το κατάστημα»), το οποίο ενοικιάζει από την εφεσείουσα ιδιοκτήτρια του. Το κατάστημα χρησιμοποιείται ως φαρμακείο. Ισχυριζόμενη ότι με τη στάση και συμπεριφορά της εφεσείουσας και του γιού της παραβιαζόταν ο εξυπακουόμενος όρος του σχετικού ενοικιαστηρίου εγγράφου για ειρηνική και ήσυχη απόλαυση του μισθίου, η εφεσίβλητη καταχώρησε Αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων διεκδικώντας εναντίον της εφεσείουσας σχετικά διατάγματα καθώς και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Η εφεσείουσα, με την Απάντηση της απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης και ήγειρε ανταπαίτηση αξιώνοντας διατάγματα και αποζημιώσεις, γενικές και παραδειγματικές, αποδίδοντας στην τελευταία πράξεις οι οποίες, όπως ισχυρίστηκε, την εμπόδιζαν από το να απολαμβάνει την κατοικία της, καθώς επίσης τις σχέσεις της με τον έξω κόσμο, κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής όπως κατοχυρώνονται στο Άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 2.6.2009 η εφεσίβλητη εξασφάλισε, στα πλαίσια μονομερούς αίτησης, προσωρινό διάταγμα απαγορεύον στην εφεσείουσα «και/ή τους αντιπροσώπους και/ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα τα οποία έλκουν εξουσία παρ' αυτής και/ή ενεργούν βάση οδηγίες και/ή εξουσιοδοτήσεις και/ή εντολές και/ή εκ μέρους αυτής» να παρεμποδίζουν καθ' οιονδήποτε τρόπο την ειρηνική απόλαυση και χρήση του μισθίου από την εφεσίβλητη μέχρι αποπερατώσεως της κυρίως αίτησης. Το διάταγμα κατέστη απόλυτο στις 31.7.2009 μετά από ακρόαση.
Σε ό,τι αφορά την ουσία της διαφοράς, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παράθεσε σε έκταση και αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, έκρινε στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, συμπεριλαμβανομένης αυτής της εφεσείουσας, ότι είχε παραβιαστεί από την τελευταία και πρόσωπα που είχαν στενή σχέση με αυτή, «ώστε να θεωρείται ότι ενεργούν εκ μέρους ή τουλάχιστον με τη συγκατάθεση και γνώση της», το δικαίωμα της εφεσίβλητης, ως θέσμια ενοικιάστρια του καταστήματος, για ειρηνική απόλαυση και χρήση του μισθίου. Εξέδωσε δε διηνεκές διάταγμα συναδόμενο λεκτικά με το προσωρινό διάταγμα και επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης το ποσό των €500 ως ονομαστικές αποζημιώσεις, ενώ απέρριψε τις λοιπές αξιώσεις της ως επίσης την ανταπαίτηση της εφεσείουσας.
Με την έφεση, η εφεσείουσα ιδιοκτήτρια προβάλλει δεκαπέντε, συνολικά, λόγους έφεσης οι οποίοι άπτονται σχεδόν όλων των πτυχών της πρωτόδικης απόφασης. Ο 6ος λόγος αποσύρθηκε κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης. Θα μας απασχολήσουν πρώτα οι λόγοι που συναρτώνται με την αξίωση της εφεσίβλητης αφού συνοψίσουμε τα σχετικά ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των θεμάτων που εγείρονται στα πλαίσια των λόγων αυτών.
Το κατάστημα αποτελεί μέρος κτιρίου στο οποίο υπάρχουν ακόμα ένα κατάστημα και τρεις κατοικίες. Η εφεσείουσα κατοικεί στο ίδιο κτίριο, πίσω από το κατάστημα. Στα ανατολικά, παραπλεύρως του καταστήματος, υπάρχει υπόγειος χώρος στάθμευσης, ο οποίος χρησιμοποιείται από τους ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές των τριών κατοικιών και, μέχρι το Μάιο 2008, από την εφεσίβλητη, παρόλο που στην επίδικη ενοικίαση δεν περιλαμβάνεται τέτοιο δικαίωμα. Η τελευταία χρησιμοποιούσε χώρο που της είχε υποδείξει η εφεσείουσα.
Οι σχέσεις των διαδίκων από την έναρξη της ενοικίασης, τον Μάιο 1996 μέχρι το Φεβρουάριο 2008, περίπου, ήταν καλές. Τον τελευταίο, αυτό, μήνα, εξ αφορμής της διαφωνίας των διαδίκων αναφορικά με το ύψος της αύξησης του ενοικίου που ζήτησε η εφεσείουσα, άρχισαν μεταξύ τους προβλήματα και προστριβές. Το ζήτημα του ενοικίου ρυθμίστηκε τελικά με την έκδοση στις 27.2.2009 εκ συμφώνου διατάγματος από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, στη βάση αίτησης που καταχώρησε η εφεσείουσα για καθορισμό του δίκαιου ενοικίου του καταστήματος.
Στο μεταξύ, μετά από απόφαση της εφεσείουσας να αφαιρέσει από την εφεσίβλητη το δικαίωμα να σταθμεύει στο υπόγειο του κτιρίου, η εφεσίβλητη από τον Μάιο 2008 στάθμευε στο πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα, όπου στάθμευαν οι πελάτες και οι προμηθευτές του. Με σκοπό να παρεμποδίσει την εκεί στάθμευση, ο γιός της εφεσείουσας, Ανδρέας Χριστοφόρου, τοποθέτησε πασσάλους μπροστά και στο πλάι του καταστήματος, αφού είχε εξασφαλιστεί προηγουμένως η αναγκαία προς τούτο άδεια από την αρμόδια αρχή, δηλαδή το Δήμο Στροβόλου, που επέτρεπε την τοποθέτηση πασσάλων μπροστά από το κατάστημα - όχι όμως στο πλάι - για αποτροπή της στάθμευσης οχημάτων πάνω στο δημόσιο πεζοδρόμιο. Οι πάσσαλοι αυτοί εμπόδιζαν την είσοδο και στάθμευση αυτοκινήτων στο δημόσιο πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα, ενώ οι πλαϊνοί εμπόδιζαν τη στάθμευση στο δημόσιο και ιδιωτικό πεζοδρόμιο, καθώς και την είσοδο από το πεζοδρόμιο προς τη ράμπα που οδηγεί στον υπόγειο χώρο στάθμευσης. Με σκοπό να καταστεί δυνατή η στάθμευση του οχήματος της στο πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα, η εφεσίβλητη αφαίρεσε τους τρεις πλαϊνούς πασσάλους και τον ένα στα δεξιά, τους οποίους επανατοποθέτησε ο γιος της εφεσείουσας δύο μήνες αργότερα εμποδίζοντας, έτσι, την εφεσίβλητη από το να εισέρχεται και να σταθμεύει στο πεζοδρόμιο.
Θα πρέπει εδώ να υπομνησθεί, επίσης, ότι στα πλαίσια ανακαίνισης του καταστήματος, η εφεσίβλητη κατασκεύασε εξωτερική ράμπα για χρήση από ανάπηρους, έχοντας εξασφαλίσει στις 26.2.2008 την έγγραφη συγκατάθεση της εφεσείουσας. Η ράμπα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της Κ.Δ.Π. 86/99 και ήταν επικίνδυνη επειδή δεν είχε τη σωστή κλίση. Θεωρήθηκε δε παράνομη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο επισήμανε, όμως, τη δυνατότητα «πλήρους εφαρμογής των προδιαγραφών και έκδοσης Άδειας Οικοδομής». Καταχωρήθηκε σχετικά ποινική υπόθεση από το Δήμο Στροβόλου εναντίον των διαδίκων η οποία, όπως μας πληροφόρησαν οι συνήγοροι τους, κατά τη συζήτηση της έφεσης, διεκπεραιώθηκε εκκρεμούσης της παρούσας έφεσης με την αθώωση και απαλλαγή της εφεσείουσας από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και την καταδίκη της εφεσίβλητης μετά από παραδοχή της. Στην τελευταία επιβλήθηκε χρηματική ποινή.
Τον Γενάρη 2009, ο γιος της εφεσείουσας τοποθέτησε μεγάλη γλάστρα και μερικά τούβλα, στο σύνορο της ράμπας αναπήρων με τη ράμπα που οδηγεί στον υπόγειο χώρο στάθμευσης, με σκοπό να αποφευχθεί ο κίνδυνος ατυχήματος στην είσοδο της διόδου που οδηγεί προς το υπόγειο, μεταξύ χρήστη της ράμπας και εξερχόμενου από το υπόγειο οχήματος. Η γλάστρα εμπόδιζε τη χρήση της ράμπας αναπήρων. Η εφεσίβλητη καθημερινά έσπρωχνε τη γλάστρα μακριά από τη ράμπα, ενώ ο γιος της εφεσείουσας την επανατοποθετούσε στην αρχική της θέση. Περαιτέρω, κατά την ίδια εποχή, ο γιος της εφεσείουσας περίφραξε την ατέλειωτη ακόμα ράμπα αναπήρων με δίκτυ το οποίο στερέωσε σε ξύλινους πασσάλους, καρφωμένους στο ιδιωτικό πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα. Το Μάρτη του 2009 η χρήση της ράμπας ήταν αδύνατη λόγω της ύπαρξης μεταλλικού πασσάλου, των ξύλινων πασσάλων και του δικτύου. Μετά την τοποθέτηση κάγκελου που εμποδίζει τη δίοδο προς τον υπόγειο χώρο, άρθηκε ο παραπάνω κίνδυνος και ο γιος της εφεσείουσας μετακίνησε τη γλάστρα, ενώ αφαιρέθηκε και το δίκτυ μετά την τοποθέτηση κιγκλιδώματος.
Για τα ζητήματα αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε στην εκκαλούμενη πολυσέλιδη απόφαση του:
«Γενικά, ήταν ξεκάθαρο από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, ότι μετά από κάποια χρονική στιγμή ., οι διάδικοι πήραν αρνητική στάση η μία προς την άλλη και όλες οι ενέργειες εκατέρωθεν εξετάζονταν με μεγεθυντικό φακό. Τα πάντα μεγαλοποιούνταν και δραματοποιούνταν, με τις παρεξηγήσεις καθημερινό σχεδόν φαινόμενο. Είναι γεγονός ότι ο γιος της Καθ' ης η Αίτηση προέβη σε πράξεις και ενέργειες στο επίδικο (τοποθέτηση γλάστρας και τούβλων, τοποθέτηση δικτύου), ή εκτός του επίδικου (δημοσίευση άρθρου σε εφημερίδα, παρέμβαση σε τηλεοπτική εκπομπή, συνάντηση με Δήμαρχο), ενώ δεν είναι ο ίδιος ιδιοκτήτης, χωρίς, βρίσκουμε, την εκ των προτέρων έγκριση της μητέρας του. Είχε όμως την εκ των υστέρων έγκριση. Αυτό κατέστη σαφές. Για οποιεσδήποτε κακόβουλες ενέργειες, δεν υπάρχει μαρτυρία που να δείχνει τον Ανδρέα Χριστοφόρου, ούτε την Καθ' ης η Αίτηση. Από την άλλη, η Αιτήτρια επιθυμεί να διατηρήσει τη ράμπα στο επίδικο και να σταθμεύει και χρησιμοποιεί ως χώρο στάθμευσης, το ιδιωτικό πεζοδρόμιο μπροστά στο επίδικο. Από όλα όσα είδαμε και ακούσαμε, κρίνουμε ότι η ουσία είναι αυτή».
(Η υπογράμμιση είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου).
Έκρινε δε, ως έχει αναφερθεί, ότι το δικαίωμα της εφεσίβλητης για ειρηνική απόλαυση και χρήση του μισθίου είχε παραβιαστεί από την εφεσείουσα και «πρόσωπα που έχουν στενή συγγενική σχέση μ' αυτή ούτως ώστε να θεωρείται ότι ενεργούν εκ μέρους ή τουλάχιστον με τη συγκατάθεση και γνώση της».
Η εκ των υστέρων ενημέρωση της εφεσείουσας και η συμφωνία της για τις πράξεις του γιου της σχετικά με το μίσθιο, όπως η τοποθέτηση «γλάστρας, τούβλων, ξύλινων πασσάλων και δικτύου στη ράμπα αναπήρων στο επίδικο», κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, τις περιέβαλε με εξουσιοδότηση. Παρά δε το παράνομο της ράμπας, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εφεσείουσα θα μπορούσε να προσφύγει στη δικαιοσύνη για θεραπεία, ενώ επισήμανε την υποχρέωση της να προστατέψει την εφεσίβλητη ενοικιάστρια της, σε σχέση με την απόλαυση και χρήση του μισθίου. Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Ο εξυπακουόμενος αυτός όρος δε θα ετύγχανε ποτέ εφαρμογής εάν οι ιδιοκτήτες απλά αρνούνταν ανάμειξη με οποιεσδήποτε πράξεις ή ενέργειες ή παραλείψεις, που να τον παραβιάζουν. Ο ενοικιαστής θα έμενε ακάλυπτος και χωρίς θεραπεία, ενώ υπάρχει η αρχή της επιείκειας «Equity will not suffer a wrong to be without a remedy». Το κάθε Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία εφαρμόζει τις αρχές της επιείκειας (βλέπετε άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 . Το ορθόν της κρίσης αυτής φαίνεται στα ίδια τα γεγονότα, εφόσον η Αιτήτρια δήλωσε κατά την κατάθεση της και ουδόλως αμφισβητήθηκε επί του σημείου, πως μετά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, οι παρενοχλήσεις και/ή παρεμβάσεις σταμάτησαν και για δύο χρόνια δεν καταχωρίστηκε ενώπιον μας αίτηση για παρακοή του διατάγματος. Και από αυτό το γεγονός αλλά και γενικότερα από όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, εξάγω το συμπέρασμα ότι υπάρχει η πιθανότητα μελλοντικών παρεμβάσεων (future interference) με την ειρηνική απόλαυση και χρήση του μίσθιου».
Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου περί παραβίασης του δικαιώματος της εφεσίβλητης για ειρηνική απόλαυση και χρήση του μισθίου, ως ανωτέρω, προσβάλλεται με τον έβδομο λόγο έφεσης. Το παράπονο της εφεσείουσας εστιάζεται στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι το δικαίωμα παραβιάστηκε λόγω της εκ των υστέρων έγκρισης από την εφεσείουσα των πράξεων του γιου της, ενώ εσφαλμένα δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πράξεις τρίτων δεν μπορούν να την επιβαρύνουν με οποιεσδήποτε υποχρεώσεις απορρέουσες από την ενοικιαστική της σχέση με την εφεσίβλητη. Η δε άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να εκδώσει διηνεκές διάταγμα, την οποία η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη, αποτελεί αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης και αιτιολογείται στη βάση, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομικές αρχές που διέπουν το δικαίωμα της ειρηνικής και ήσυχης απόλαυση μισθίου, ενώ το λεκτικό και εύρος του εκδοθέντος διηνεκούς διατάγματος είναι υπέρμετρα καταπιεστικό για την εφεσείουσα εκθέτοντας την «σε αίτηση για παρακοή χωρίς η ίδια να έχει παρακούσει το διάταγμα». Εν προκειμένω, η εφεσείουσα εισηγείται ότι η κατοχή του μισθίου από την εφεσίβλητη δεν «διαταράχθηκε». Θέσεις οι οποίες θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Το δικαίωμα σε ειρηνική απόλαυση (quiet enjoyment) και χρήση του μισθίου συνίσταται όχι μόνο στην ανενόχλητη ή αδιάκοπη κατοχή αλλά και στην απόλαυση του μισθίου από τον ενοικιαστή για όλους τους συνηθισμένους, νόμιμους σκοπούς, χωρίς ενόχληση από τον ιδιοκτήτη ή των εξουσιοδοτημένων από αυτόν προσώπων (Southwark London Borough Council v Tanner [2001] 1 AC 1). Όπως εξηγήθηκε από το δικαστή Pearson L.J. στην υπόθεση Kenny v Preen [1963] 1 QB 499, 511, η λέξη «enjoy» (απόλαυση), στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί μετάφραση της Λατινικής λέξης «fruor» και αναφέρεται στην άσκηση και χρήση του δικαιώματος, έχοντας και το πλήρες όφελος του, παρά στην αποκόμιση ευχαρίστησης από αυτό[1]. Επομένως, όπως σημειώνεται στην Southwark London Borough Council (ανωτέρω):
«The covenant for quiet enjoyment is . a covenant that the tenant's lawful possession of the land will not be substantially interfered with by the acts of the lessor or those lawfully claiming under him».
Κατά γενικό κανόνα, προσωρινή διαταραχή της απόλαυσης, η οποία δεν επεμβαίνει στην κατοχή του μισθίου από τον ενοικιαστή, δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματος. Όταν, όμως, υπάρχει ουσιαστική επέμβαση στη συνηθισμένη χρήση και νόμιμη απόλαυση του μισθίου, υπάρχει παραβίαση ακόμα και αν δεν υπάρχει επέμβαση στην κατοχή. Επέμβαση η οποία δεν είναι ουσιαστική δεν συνιστά παραβίαση. Μια πράξη μπορεί να συνιστά επέμβαση ακόμα και όταν γίνεται εκτός του μισθίου, ενώ δεν απαιτείται ούτε άμεση ούτε φυσική (physical) παρεμβολή. Το κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική επέμβαση στη συνηθισμένη χρήση του μισθίου από τον ενοικιαστή, είναι θέμα πραγματικό και βαθμού. Κατά το δικαστή Λόρδο Hoffman ο οποίος προέβη σε εκτενή ανάλυση της φύσης της υπόσχεσης (covenant) για ήσυχη απόλαυση (quiet enjoyment) στην υπόθεση Southwark London Borough Council (ανωτέρω)):
«The covenant for quiet enjoyment is therefore a covenant that the tenant's lawful possession of the land will not be substantially interfered with by the acts of the lessor or those lawfully claiming under him. For present purposes, two points about the covenant should be noticed. First, there must be a substantial interference with the tenant's possession. This means his ability to use it in an ordinary lawful way. The covenant cannot be elevated into a warranty that the land is fit to be used for some special purposes: see Dennett v Atherton (1872) LR 7 QB 316. On the other hand, it is a question of fact and degree whether the tenant's ordinary use of the premises has been substantially interfered with.»
Το εν λόγω δικαίωμα δεν εκτείνεται σε παράνομες (unlawful) πράξεις τρίτων προσώπων τα οποία δεν έχουν οποιοδήποτε ιδιοκτησιακό δικαίωμα στο μίσθιο. Ούτε διασφαλίζεται από το εν λόγω δικαίωμα, η προστασία του ενοικιαστή από την επέμβαση προσώπων τα οποία ευρίσκονται πέραν του ελέγχου του ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης δεν είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να προστατεύσει τον ενοικιαστή από τέτοια άλλα πρόσωπα υπέχει, όμως, ευθύνη για τις νόμιμες πράξεις των αντιπροσώπων του, όχι όμως για τις παράνομες, (βλ. Sanderson v Berwick-upon-Tweed Corporation (1884) 13 Q.B. 547). Ειδικότερα για τη σχέση γονέα τέκνου, όπως η περίπτωση μας, αυτή δεν επιβάλλει στον γονέα καθήκον να εμποδίσει το ενήλικο τέκνο του από το να προκαλέσει βλάβη ή ζημιά σε τρίτα πρόσωπα. Ούτε η στενή συγγενική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, δημιουργεί από μόνη της σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου.
Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα του δικαιώματος της ειρηνικής απόλαυσης και χρήσης μισθίου από ενοικιαστή, η απόφαση του περί παραβίασης του σχετικού δικαιώματος της εφεσίβλητης δεν αιτιολογείται, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως συστατικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας (Μιχαηλίδης ν. Παπάκυριακου (2004) 1 Α.Α.Δ 209). Πρόκειται δε για ζήτημα το οποίο στην προκειμένη περίπτωση συναρτάται με την εφαρμογή των νομικών αρχών με βάση την αποδεκτή από αυτό μαρτυρία. Βέβαια, το τι αποτελεί δέουσα αιτιολόγηση εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης. Εν προκειμένω, δεν διαφαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση η αιτιολόγηση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η διεργασία της σκέψης του και η υπαγωγή των γεγονότων στο ισχύον νομικό καθεστώς. Αποδίδοντας δε στην εφεσείουσα τις συγκεκριμένες πράξεις του γιου της, ανωτέρω, λόγω της εκ των υστέρων συμφωνίας της, το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στη διαπίστωση των πράξεων χωρίς οποιανδήποτε εξήγηση με ποιο τρόπο και γιατί οι πράξεις αυτές επενέβαιναν στο δικαίωμα της εφεσίβλητης για νόμιμη απόλαυση του μισθίου, όπως επεξηγείται στη νομολογία, και μάλιστα κατά τρόπο ουσιαστικό. Καμία αναφορά δεν γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση σε ουσιαστική παρέμβαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το διάταγμα που, κατά τρόπο συνεπακόλουθο δόθηκε, δόθηκε με τους ευρύτερους δυνατούς όρους ως παρεμποδίζον «καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ειρηνική απόλαυση και χρήση του μισθίου». Με τέτοιο λεκτικό η ούτως ή άλλως δεδομένη συμβατική υποχρέωση κάθε εκμισθωτή διασυνδέθηκε, εν προκειμένω, γενικά και αόριστα με μόνιμη επαπειλή με τον κίνδυνο λήψης μέτρων ποινικού χαρακτήρα.
Παρόλο που οι διαπιστώσεις μας αυτές είναι αρκετές για να οδηγήσουν στην ανατροπή της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ της εφεσίβλητης, επειδή έγινε πολύς λόγος στα περιγράμματα αγόρευσης για τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα της χορήγησης του διηνεκούς διατάγματος, αξίζει να λεχθούν λίγα λόγια για το ζήτημα αυτό.
Η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αποτελεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας η χορήγηση της οποίας, ως τέτοιας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Κατά την άσκηση της, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιβάλλουσες περιστάσεις περιλαμβανομένων των συνεπειών για τον εναγόμενο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση διατάγματος εάν, για παράδειγμα, ο ενάγων δεν ενεργεί με δίκαιο τρόπο προς τον εναγόμενο ή δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια ή έχει παραβιάσει δικές του υποχρεώσεις ή όπου η έκδοση του διατάγματος θα είναι επαχθές μέτρο για τον εναγόμενο. Εν προκειμένω, η συμπεριφορά της εφεσίβλητης, πριν από την έγερση της πρωτόδικης διαδικασίας, σε σχέση με τις συμβατικές της υποχρεώσεις δυνάμει του ενοικιαστηρίου συμβολαίου και την τοποθέτηση κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης χωρίς άδεια, καθώς και η ενώπιον του Δικαστηρίου συμπεριφορά της - μεταξύ άλλων ο κλονισμός της αξιοπιστίας της κατά την αντεξέταση και ότι «μειδιούσε» όταν κατάθετε ενόρκως η εφεσείουσα - προβάλλεται ως παράγοντας ο οποίος θα έπρεπε, κατά την εφεσείουσα, να είχε οδηγήσει το Δικαστήριο στην άρνηση χορήγησης της θεραπείας του διατάγματος. Σε συνάρτηση με το ζήτημα αυτό, η εφεσείουσα παρατηρεί, ορθώς θεωρούμε, ότι κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε, ως όφειλε, ποια «από όλα όσα» τέθηκαν ενώπιον του, συνεκτιμήθηκαν μαζί με την αδιαμφισβήτητη, κατά το Δικαστήριο, δήλωση της εφεσίβλητης περί τερματισμού των ενοχλήσεων μετά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος και τη μη καταχώρηση, έκτοτε, αίτησης για παρακοή, προκειμένου να καταλήξει ότι υπήρχε πιθανότητα μελλοντικών παραβάσεων και να χορηγήσει διηνεκές διάταγμα. Πέραν τούτου, είναι εύστοχη η επισήμανση της εφεσέιουσας ότι η αποδιδόμενη σε αυτή επέμβαση η οποία συνίστατο, στην περίφραξή της ράμπας και την τοποθέτηση γλάστρας και τούβλων από το γιο της, είχε συντελεστεί κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 2009, τουλάχιστον τρείς μήνες πριν από την έκδοση του προσωρινού διατάγματος και ήταν προσωρινή αφού, ως έχει αναφερθεί, η γλάστρα μετακινήθηκε μετά την τοποθέτηση κάγκελου, ενώ το δίκτυ αφαιρέθηκε μετά την τοποθέτηση κιγκλιδώματος. Επί του προκειμένου, το Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση ότι: «Το Μάρτιο 2009 και λόγω του μεταλλικού πασσάλου, των ξύλινων πασσάλων και του δικτύου, η χρήση της ράμπας ήταν αδύνατη». Επρόκειτο για ευρήματα στα οποία δεν έστρεψε την προσοχή του το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, τα οποία, ουσιαστικά, άφηναν χωρίς έρεισμα τη θεώρηση πραγμάτων βάσει της οποίας ενήργησε για να χορηγήσει τελικά το εν λόγω διηνεκές διάταγμα, ότι δηλαδή οι παρενοχλήσεις έπαυσαν μετά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος (2.6.2009).
Η κατάληξη μας ανωτέρω φέρνει στο προσκήνιο τους λόγους έφεσης που αφορούν στην απόρριψη της ανταπαίτησης.
Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει περί της νομιμότητας ή μη της εγκατάστασης κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης από την εφεσίβλητη, καθώς και της διατήρησης και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του προϊόντος αυτών. Περαιτέρω, εσφαλμένα δεν διαπίστωσε παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος της εφεσείουσας για απόλαυση της ιδιωτικής ζωής της, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος, και να διατάξει την άρση του παράνομου τρόπου χρήσης του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Με τους λόγους αυτούς συναρτάται και ο 15ος λόγος έφεσης, ο οποίος στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν δικαιολογείτο η επιδίκαση παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων υπέρ της εφεσείουσας.
Σύμφωνα με τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το υπό αναφορά σύστημα συναγερμού και κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης εγκαταστάθηκε στο κατάστημα το 2007. Οι δύο από τις πέντε κάμερες είναι εξωτερικές και τοποθετήθηκαν αργότερα, το 2009. Βιντεοσκοπούν εικόνες από το δημόσιο δρόμο, το πεζοδρόμιο μπροστά στο επίδικο, το διπλανό κτίριο μέχρι και ένα γειτονικό χωράφι. Οι κάμερες αυτές είναι σταθερές, και η λήψη συνεχής, δεν υπάρχει δυνατότητα αλλαγής στην εστίαση τους αλλά μπορούν να μετακινηθούν. Οι εικόνες που λαμβάνονται διαγράφονται μετά πάροδο 30 ημερών, αλλά μπορούν να «σωθούν» σε «folder» του ηλεκτρονικού υπολογιστή του συστήματος και να φυλαχθούν. Αυτό έπραξε η εφεσίβλητη σε σχέση με διάφορες σκηνές που λήφθηκαν.
Αφού σημείωσε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, χωρίς την συγκατάθεση του υποκείμενου των δεδομένων[2], το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της νομιμότητας της διατήρησης του αρχείου δεδομένων και της εγκατάστασης των καμερών δεν ενέπιπτε στη δική του αρμοδιότητα. Πέραν τούτου, τα όσα φαίνονταν στα πλάνα που είχαν καταγραφεί από το σύστημα κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης και είχαν σωθεί, αφορούσαν πράξεις και ενέργειες, την διάπραξη των οποίων τα υποκείμενα των δεδομένων είχαν παραδεχθεί.
Δεν προσβάλλεται ευθέως το εύρημα ανωτέρω του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης αρμοδιότητας. Το θέμα εγείρεται στη 16η από τις 16 θέσεις που αποτελούν την αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης με το οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο «κοντολογίς και εν κατακλείδι» ότι:
«. εσφαλμένα και/ή κατά παράβαση του νόμου και/ή κατ' άρνηση απονομής δικαιοσύνης και/ή αναιτιολόγητα και/ή κατά τρόπο αντιφατικό με ευρήματα που το ίδιο έκανε, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του (σελ.71) η απάντηση στο ερώτημα της νομιμότητας ή μη της νομιμότητας της διατήρησης του αρχείου των δεδομένων και της εγκατάστασης των καμερών.»
Η προβληθείσα 16η θέση της αιτιολογίας του 2ου λόγου έφεσης συνιστά ξεχωριστό λόγο έφεσης και έπρεπε να στοιχειοθετείται από ξεχωριστή αιτιολογία, ως απαιτείται από τη νομολογία και από τους περί Εφέσεων Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Υπενθυμίζοντας τις επί του θέματος νομολογιακές αρχές, το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση του Ταμείου Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2012, ημερ. 22.12.2017 ανέφερε με παραπομπή στις υποθέσεις Προκοπίου ν. Ryan κ.α. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112:
«Είναι νομολογημένο ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τις παραμέτρους της έφεσης εφόσον με αυτή καθορίζονται οι λόγοι πάνω στους οποίους βασίζεται (βλ. Προκοπίου ανωτέρω, η οποία παραπέμπει και σε προγενέστερη νομολογία επί του θέματος). Περαιτέρω έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων - αλλά και από άλλη - ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης και ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4[1] των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο δε λόγος της έφεσης συντίθεται πρώτο από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Όπως συναφώς τονίστηκε στη Μιχαηλίδου (ανωτέρω), χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής και κατά συνέπεια υπόκειται σε απόρριψη εφόσον δεν μπορεί να εξεταστεί.»
Εν προκειμένω, η μη προσβολή με σχετικό λόγο έφεσης του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το υπό αναφορά θέμα δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, αφήνει το εύρημα αλώβητο σε όλο του το εύρος, καθιστώντας μη επιτρεπτή την οποιαδήποτε συζήτηση των σχετιζόμενων με αυτό θεμάτων που εγείρονται με τους 2ο και 3ο λόγους έφεσης.
Με τον 4ο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι ενώ είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 ότι η ράμπα αναπήρων δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου και των κανονισμών (Κ.Δ.Π.86/99), το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα, αναιτιολόγητα, παράνομα και κατά παράβαση του νόμου δεν διέταξε την κατεδάφιση της ως το αιτητικό (Α) της ανταπαίτησης.
Ως έχει αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η ράμπα ήταν παράνομη, αφού η κατασκευή της ήταν εκτός προδιαγραφών και δεν καλυπτόταν από άδεια οικοδομής της αρμόδιας αρχής. Έκρινε, ωστόσο, ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση της, σημειώνοντας, αφενός, ότι δεν παραβιάστηκε συμβατικός όρος της ενοικίασης και, αφετέρου, ότι η εφεσείουσα είχε δώσει τη γραπτή συγκατάθεση της για την κατασκευή της. Κατά το Δικαστήριο, το ζήτημα της νομιμοποίησης της ράμπας αναπήρων με την έκδοση σχετικής άδειας οικοδομής αντιμετωπίστηκε από τα μέρη «εντός του γενικότερου αρνητικού κλίματος» που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Ενώ η εφεσείουσα είχε δώσει τη γραπτή συγκατάθεση της, η εφεσίβλητη δεν της προσκόμισε αρχιτεκτονικά σχέδια και αίτηση προς υπογραφή για έκδοση άδειας οικοδομής, θεωρώντας ότι η ευθύνη βάρυνε μόνο την εφεσείουσα. Ούτε η τελευταία έκαμε οποιαδήποτε προσπάθεια για να προωθηθεί το θέμα έκδοσης της απαιτούμενης άδειας. Ταυτοχρόνως, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τη μαρτυρία που αποδέχτηκε, νομιμοποίησης της ράμπας και διευθέτησης του ζητήματος εξασφάλισης άδειας οικοδομής «με κάποια στοιχειώδη συνεργασία», καθώς και την ευκολία επίλυσης του θέματος, όπως διαφαινόταν από δημοσίευμα και επιστολή του Δημάρχου Στροβόλου προς την εφεσείουσα. Με την επιστολή αυτή ο Δήμαρχος εισηγήθηκε όπως η εφεσείουσα, ως ιδιοκτήτρια της οικοδομής, ζητήσει την εκ των προτέρων έγκριση του Δήμου Στροβόλου για την εν λόγω κατασκευή, υποβάλλοντας σχετική αίτηση για άδεια οικοδομής. Η εφεσείουσα, όμως, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αρνητική.
Η έκδοση διατάγματος είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά, σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας και το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, δεν έχουμε ικανοποιηθεί στη βάση των δεδομένων ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη ή έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο. Η εισήγηση της εφεσείουσας, με παραπομπή στον όρο 6 του ενοικιαστηρίου, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως δεν υπήρχε παραβίαση συμβατικού όρου, είναι ορθή, αφού η εφεσείουσα δεν εξασφάλισε από την αρμόδια αρχή την αναγκαία άδεια για την κατασκευή της ράμπας.[3] Στο όλο ζήτημα, ωστόσο, δεν ήταν αμέτοχη και η ίδια, αφού έχοντας παραχωρήσει στην εφεσίβλητη άδεια να προβεί στην κατασκευή, ακολούθως παρέλειψε να προβεί ως ιδιοκτήτρια στην υποβολή σχετικής αίτησης για άδεια οικοδομής - η τύχη της οποίας δεν μπορεί να προδιαγραφεί - τηρώντας μάλιστα αρνητική στάση. Πρόσθετα, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι, μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, το Δικαστήριο που εκδίκασε την ποινική υπόθεση, ανωτέρω, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με την έκδοση ή μη διαταγμάτων κατεδάφισης και τερματισμού της χρήσης της ράμπας αναπήρων, αποφάσισε να μην εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο, δυσανάλογο και επαχθές προς τη βαρύτητα του πταίσματος και δεν θα επιτυγχάνετο, με την έκδοση των διαταγμάτων, ο σκοπός της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Τυχόν ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης για το ζήτημα και έκδοση διατάγματος κατεδάφισης κατ' έφεση, θα οδηγούσε στη συνύπαρξη συγκρουόμενων αποφάσεων αναφορικά με το ίδιο αντικείμενο, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: «εσφαλμένα αποφάσισε πως οι τροποποιήσεις στο ακίνητο συνιστούν ανακαίνιση και άρα βελτίωση του επίδικου ακινήτου και συνεπώς εσφαλμένα απέρριψε το αιτητικό (Β) της Ανταπαίτησης της Εφεσείουσας». Με το αιτητικό Β της ανταπαίτησης η εφεσείουσα αξίωνε διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσίβλητη να επανοικοδομήσει και επαναφέρει το κατάστημα στην πρότερα του κατάσταση.
Κεντρικό επιχείρημα της εφεσείουσας είναι ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποδέχτηκε πως η εφεσίβλητη δεν έδειξε ποτέ τα σχέδια ανακαίνισης στην εφεσείουσα και ουδέποτε εξασφάλισε τις σχετικές άδειες, δεν ασχολήθηκε με τον όρο 6 του ενοικιαστηρίου εγγράφου, ο οποίος έχει παρατεθεί ανωτέρω[4].
Στη σχετική αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων της εφεσείουσας γίνεται λόγος, επίσης, για ζημιές και φθορές οι οποίες, σύμφωνα με τη μαρτυρία που αποδέχτηκε το Δικαστήριο, παρέμειναν μετά που η εφεσίβλητη μετακίνησε κομπρεσόρο κλιματισμού, το σύστημα συναγερμού και κάποια ταμπέλα, οι οποίες απεικονίζονται στη φωτογραφία Τεκμήριο 56. Επισημαίνεται από την εφεσείουσα ότι, ενώ στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε ανακαίνιση και άρα βελτίωση στο επίδικο, παραγνώρισε τη μαρτυρία αυτή.
Το παράπονο της εφεσείουσας δεν ευσταθεί. Τα επίδικα θέματα της ανταπαίτησης καθορίστηκαν μέσα από τις παραγράφους Δ.1-14 στις οποίες αυτή βασιζόταν. Εν προκειμένω, απουσιάζει από αυτές οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί προκληθέντων από την εφεσίβλητη ζημιών ή φθορών. Ό,τι δικογραφείται είναι ισχυρισμός περί αφαίρεσης από την εφεσίβλητη «μιας εκ των εισόδων του Καταστήματος» και «των σκαλοπατιών που οδηγούν στο Κατάστημα», χωρίς την εξασφάλιση άδειας από την αρμόδια αρχή. Δεν παραγνωρίζεται ότι στην παράγραφο 6 του μέρους της Απάντησης, που τιτλοφορείται «Γεγονότα που εκτίθενται στην Αίτηση και αμφισβητούνται», προβάλλεται ισχυρισμός πως η εφεσίβλητη «δεν έχει αφαιρέσει τις διασωληνώσεις των κλιματιστικών συστημάτων». Πρόκειται, όμως για θέση που δεν συγκαταλέγεται στις παραγράφους Δ.1-14, οι οποίοι, ως έχει αναφερθεί, αποτελούν τη δικογραφημένη βάση της ανταπαίτησης. Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καταπιάστηκε με θέμα που δεν ήταν δικογραφημένο αλλά με το θέμα των ανακαινίσεων, για τις οποίες η εφεσείουσα είχε δώσει τη συγκατάθεση της. Ούτε εντοπίζεται στην πρωτόδικη απόφαση εύρημα ότι για τις ως άνω ανακαινίσεις απαιτείτο η εξασφάλιση άδειας οικοδομής από την αρμόδια αρχή, ως είναι η θέση της εφεσείουσας. Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στη σελίδα 67 της απόφασης του ότι δεν γνώριζε εάν για τις «λοιπές τροποποιήσεις», δηλαδή πέραν της ράμπας, απαιτείτο άδεια οικοδομής.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας είναι καθοριστικές για την τύχη των λόγων έφεσης που αφορούν ή συναρτώνται με την απόρριψη της ανταπαίτησης, συμπεριλαμβανομένου και του 15ου λόγου έφεσης.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης παραμερίζεται. Η απόφαση αναφορικά με την ανταπαίτηση παραμένει ως έχει. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «.the word 'enjoy' used in this connection is a translation of the Latin word 'fruor' and refers to the exercise and use of the right and having the full benefit of it, rather than to deriving pleasure from it.»
[2] Βλ. άρθρο 5 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν.138(Ι)/01).
[3] «5. Το κατάστημα θα χρησιμοποιούνται (sic) από την ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΡΙΑ ως Κατάστημα.
6. Η ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΡΙΑ θα αναλάβει με δικά της έξοδα να διακοσμήσει και μετατρέψει τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό του καταστήματος με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια αφού εξασφαλίσει τις αναγκαίες άδειες.
7.Η ΙΔΙΟΚΤΗΤΡΙΑ είναι υποχρεωμένη να υπογράψει τις αναγκαίες αιτήσεις ως ιδιοκτήτρια για την εξασφάλιση των αναγκαίων αδειών.
8. Η ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΡΙΑ δεν δικαιούται να προβεί σε τροποποιήσεις και ή προσθήκες ή μεταφορές του καταστήματος χωρίς την γραπτή άδεια της ΙΔΙΟΚΤΗΤΡΙΑΣ.»
[4] Βλ. Υποσημείωση 3.