ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Κλεοβούλου, για την Εφεσείουσα. Α. Χαραλάμπους για Π. Παύλου, για τον Εφεσίβλητο 1. για τους Εφεσίβλητους 2-6. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-02-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΝΕΡΟΥ ν. ΦΑΙΔΩΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 86/2012, 15/2/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A83

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 86/2012)

 

15 Φεβρουαρίου 2018 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΝΕΡΟΥ,

Εφεσείουσα

-         ΚΑΙ  -

 

            1. ΦΑΙΔΩΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

            2. ΑΝΤΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

            3. ΜΑΡΙΝΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

            4. ΖΩΗΣ ΑΔΑΜΙΔΟΥ,

            5. ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,

6.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων

-------------------------------------

Π. Κλεοβούλου, για την Εφεσείουσα.

Α. Χαραλάμπους για Π. Παύλου, για τον Εφεσίβλητο 1.

Μ. Αναστασίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Εφεσίβλητους 2-6.

--------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι διαφορές των διαδίκων, πρώην συζύγων, οδήγησαν την εφεσείουσα να εγείρει αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας αριθμό θεραπειών που σχετίζονταν με τη συμπεριφορά των Λειτουργών και Διευθυντών του Γραφείου Ευημερίας και, εκ προστήσεως, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την πλημμελή ή αμελή διεκπεραίωση των καθηκόντων τους κατά παράβαση νομίμου καθήκοντος ή υποχρέωσης αυτών να της προσφέρουν ορθή καθοδήγηση με αποτέλεσμα να έχει διαταραχθεί ανεπανόρθωτα η σχέση της ιδίας με τα ανήλικα τέκνα της.  Καταλόγισε επίσης παρόμοια συμπεριφορά στον πρώην σύζυγο της, εφεσίβλητο 1, και, εκ προστήσεως, στον Γενικό Εισαγγελέα, ως  υπεύθυνο για τους εφεσίβλητους 2-5, αλλά και επίσης εκ προστήσεως, κατ΄ ισχυρισμόν, υπεύθυνο για το Οικογενειακό Δικαστήριο και τους λανθασμένους και αμελείς χειρισμούς του Δικαστηρίου αυτού κατά την εκδίκαση των διαφορών της εφεσείουσας με τον εφεσίβλητο 1. 

 

        Η εφεσείουσα στην αγωγή της αφού καταλόγισε λεπτομερώς πράξεις αμελείας και παράβασης νομίμων καθηκόντων ή  υποχρεώσεων τόσο των εφεσιβλήτων 2-5, όσο και λεπτομέρειες αμελείας του Οικογενειακού Δικαστηρίου, κατέληξε στο να αξιώσει αλληλεγγύως και κεχωρισμένως γενικές αποζημιώσεις για ψυχική βλάβη προερχόμενη από τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου 1 και της αντιμετώπισης αυτής από τους εφεσίβλητους 2-5, καθώς και από το Οικογενειακό Δικαστήριο.  Αξίωσε επίσης παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για τη συμπεριφορά του τέως συζύγου της για την οποία έφεραν ευθύνη και οι εφεσίβλητοι 2-6, ενώ αξίωσε και το ποσό ΛΚ35.000 ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά και απώλεια   που υπέστη η εφεσείουσα, η οποία ζημιά στην παράγραφο 31.2 της έκθεσης απαίτησης, εξειδικεύεται να συνίσταται σε ΛΚ20.000 δικηγορικά, δικαστικά και άλλα παρεμφερή έξοδα και ΛΚ15.000 έξοδα σε ψυχολόγους και δασκάλους για τη στήριξη των ανηλίκων. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση και με μια εκτεταμένη απόφαση έκτασης 90 σελίδων, απέρριψε την αγωγή με έξοδα.  Προς τούτο κατέγραψε και ανέλυσε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας και των οκτώ μαρτύρων που κατέθεσαν υπέρ της, τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων εκ μέρους του εφεσιβλήτου 1 και των επτά μαρτύρων εκ μέρους των εφεσιβλήτων 2-6. Η μαρτυρία που δόθηκε ήταν λεπτομερής και αφορούσε στο σύνολο της τα προβλήματα τα οποία είχε η εφεσείουσα στην ανατροφή των ανηλίκων τέκνων της, τη σχέση της με τον πρώην σύζυγο της και τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην προσπάθεια της να οικοδομήσει υγιή  σχέση με τα ανήλικα τέκνα.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να τεκμηριώσει και να αποδείξει την ουσία των ισχυρισμών της, ότι αιτία για την προβληματική συμπεριφορά των ανηλίκων προς την ίδια ήταν οποιεσδήποτε συγκεκριμένες πράξεις του πρώην συζύγου της - εφεσίβλητου 1 - ή και των  υπολοίπων εφεσιβλήτων με την κατ΄ ισχυρισμόν ανοχή τους στη συμπεριφορά του εφεσίβλητου 1.  Ούτε και έπεισε ότι ο λόγος που δεν μπορούσε η ίδια να είχε επικοινωνία με τα τέκνα της παρά τα διατάγματα που είχαν εκδοθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο, ήταν η εσκεμμένη προσπάθεια του πρώην συζύγου της να μην επικοινωνούν τα παιδιά με αυτήν.  Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η εφεσείουσα δεν έπεισε στη θέση της ότι οι Λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας δεν ενδιαφέρονταν για την περίπτωση της, δεχόμενο ότι η μαρτυρία από πλευράς των Λειτουργών του Γραφείου καταδείκνυε το αντίθετο.  Οι θέσεις της εφεσείουσας ότι ο πρώην σύζυγος της ήταν ακατάλληλος για να έχει τη φύλαξη των παιδιών και ότι τα κακοποιούσε, επίσης δεν έγιναν δεκτές.  Το Δικαστήριο σημείωσε ότι λόγω των δικών της ψυχολογικών προβλημάτων και της αδυναμίας της να χειριστεί τα ίδια τα παιδιά της, τα παρέδωσε αυτοβούλως τον Ιανουάριο του 2001 υπό τη φύλαξη του πατέρα τους, αλλά αυτό δεν ήταν μια προσωρινή βάση, όπως η ίδια είχε αναφέρει, εφόσον ακόμη και ενάμιση έτος μετά στις 30.5.2002, αποδέχθηκε την έκδοση διατάγματος με το οποίο ανατίθετο η φύλαξη τους στον εφεσίβλητο 1. 

 

        Η ψυχολόγος Δρ. Λουκία Δημητρίου που κατέθεσε εκ μέρους της εφεσείουσας ως Μ.Ε.6, είχε μέσα από την έκθεση και τη μαρτυρία της την κύρια θέση ότι υπήρχε την εποχή εκείνη αναγκαιότητα έκδοσης διατάγματος φύλαξης των παιδιών υπέρ της εφεσείουσας, η οποία όμως θέση δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο γιατί, όπως διαφάνηκε από την ενώπιον του μαρτυρία, η εφεσείουσα δεν της είχε παρουσιάσει ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στο σπίτι εφόσον η συμβίωση των παιδιών με τη μητέρα τους τους πρώτους μήνες μετά τη διάσταση του ζεύγους και πριν αυτά μετακινηθούν τον πατέρα τους, δεν ήταν καθόλου καλή.  Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία της Μαρίας Μουστερή, Μ.Υ.1,  Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, η εφεσείουσα από την αρχή της διάστασης της, αντιμετώπιζε προβλήματα με τα παιδιά της και ιδιαίτερα με τη θυγατέρα της, η οποία συχνά έφευγε από το σπίτι για να μεταβεί στον πατέρα της.  Η εφεσείουσα ήταν ήδη καταβεβλημένη από τη διάλυση του γάμου της, δεν ήταν σε  θέση να ελέγξει τη συμπεριφορά της απέναντι στα παιδιά, ήταν νευρική μαζί τους, τους φώναζε, τα ύβριζε, και κατά περιόδους ασκούσε σωματική βία.  Η μάρτυρας,  η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και η κατάθεση της έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι η στάση της εφεσείουσας έναντι των παιδιών της ήταν απορριπτική λέγοντας τους ότι δεν τα άντεχε και δεν τα ήθελε, ζητούσε δε και τη μετακίνηση τους ενόψει των δυσκολιών που η ίδια αντιμετώπιζε. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνοντας σε αριθμό ευρημάτων ξεχωριστά για διάφορες χρονικές περιόδους, που δυστυχώς δεν ταξινόμησε σε μια ενότητα προς καλύτερη κατανόηση της κρίσης του, απέρριψε την αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης 3, Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, θεωρώντας ότι αυτή δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία επιβολής οποιωνδήποτε μέτρων εναντίον του εφεσίβλητου 1 και, επομένως, δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια με τις κατ΄ ισχυρισμόν βλάβες που η εφεσείουσα υπέστη από τυχόν πράξεις ή παραλείψεις της εφεσίβλητης 3, η οποία δεν ήταν εν πάση περιπτώσει επιφορτισμένη με το καθήκον ετοιμασίας σχετικής έκθεσης στο πλαίσιο Αιτήσεως ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Υπενθύμισε το Δικαστήριο ότι όταν η εφεσίβλητη 3 ανέλαβε την  υπόθεση το Σεπτέμβριο του 2002, η εφεσείουσα είχε ήδη αποδεχθεί τέσσερεις μήνες προηγουμένως το εκ συμφώνου διάταγμα ημερ. 30.5.2002 για  τη φύλαξη των παιδιών από τον πρώην σύζυγο της.  Στην επιμονή της εφεσείουσας να αναλάβει εκ νέου η ίδια τη φύλαξη των τέκνων, η εφεσίβλητη 3 την είχε συμβουλεύσει από τα αρχικά στάδια να διεκδικήσει τη φύλαξη μέσω του Οικογενειακού Δικαστηρίου στο οποίο η εφεσείουσα αποτάθηκε αρκετά αργότερα, επτά μήνες μετά που η εφεσίβλητη 3 ανέλαβε την υπόθεση. 

 

        Όσον αφορά την αξίωση εναντίον της εφεσίβλητης 2, η οποία είχε διοριστεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 5 του περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1972, οι οδηγίες για την ετοιμασία της έκθεσης αυτής λήφθηκαν το Σεπτέμβριο του 2003, η δε έκθεση ετοιμάστηκε ενάμισυ περίπου έτος μετά στις 10.3.2005, με τελική εισήγηση όπως η φύλαξη και επιμέλεια των τέκνων παραμείνουν με τον πατέρα, με τη μητέρα να διατηρεί δικαίωμα επικοινωνίας.  Όπως υποδεικνύει το Δικαστήριο, ο διορισμός της εφεσίβλητης 2 είχε σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των ανηλίκων οι οποίοι δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή, η δε εφεσίβλητη 2 δεν είχε καθήκον επιμέλειας προς την εφεσείουσα.  Οι απαιτήσεις της εφεσείουσας και οι αξιώσεις ότι στις προσπάθειες της να επικοινωνήσει με τα τέκνα της κατά την περίοδο 2003-2005 υπέστη έντονο άγχος, απερρίφθησαν αφενός διότι η εφεσίβλητη 2 δεν μπορούσε να επιβάλει συμμόρφωση με οποιοδήποτε δικαστικό διάταγμα επικοινωνίας, ούτε εναπόκειτο στην ίδια να ικανοποιήσει το αίτημα της μητέρας να βλέπει τα παιδιά της, η οποία μητέρα - εφεσείουσα - είχε την ευχέρεια να προωθήσει αιτήματα παρακοής εναντίον του πατέρα - εφεσίβλητου 1 - αλλά, και αφετέρου όπως σημείωσε το Δικαστήριο, η εφεσείουσα απέσυρε όλες τις αιτήσεις παρακοής που είχε καταχωρήσει εκτός από μία, η οποία και απερρίφθη από το Οικογενειακό Δικαστήριο.  Το Δικαστήριο προχώρησε να εξηγήσει ότι  ο χρόνος ο οποίος χρειάστηκε για την ετοιμασία της έκθεσης οφειλόταν στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε από την ίδια την εφεσείουσα και εν πάση περιπτώσει όταν ζητήθηκε η αναθεώρηση του εκ συμφώνου διατάγματος φύλαξης των τέκνων, είχε ήδη περάσει ένα έτος, με τα παιδιά να είχαν ήδη εκδηλώσει αρνητισμό προς τη μητέρα τους και ιδιαίτερα η θυγατέρα.  Το Δικαστήριο προέβη περαιτέρω σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη 2, πέραν των διερευνητικών καθηκόντων που είχε με σκοπό να βοηθήσει το Οικογενειακό Δικαστήριο να αποφασίσει τα επίδικα θέματα στην Αίτηση Γονικής Μέριμνας, έδιδε και στήριξη στην εφεσείουσα με στόχο τη βελτίωση της σχέσης της με τα παιδιά.  Από την άλλη, η μαρτυρία έδειξε ότι ούτε η εφεσίβλητη 2, ούτε και η εφεσίβλητη 3 διαπίστωσαν ότι ο πατέρας - εφεσίβλητος 1 - ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο είτε ακατάλληλος για τη φύλαξη των παιδιών, είτε ότι τα κακοποιούσε. 

 

        Η αγωγή απερρίφθη επίσης εναντίον των εφεσιβλήτων 4, 5 και 6, στη βάση της απόρριψης της αγωγής εναντίον των Λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας εφεσιβλήτων 2 και 3.  Η εφεσίβλητη 4, κατά τον επίδικο χρόνο Επαρχιακή Λειτουργός Ευημερίας Λεμεσού, είχε καθοδηγήσει και συμβουλεύσει την εφεσείουσα να αποταθεί για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τα παιδιά της στο Οικογενειακό Δικαστήριο, το οποίο και θα αποφάσιζε για την επιθυμία της να αναλάβει τη φύλαξη των τέκνων.  Δεν δόθηκε ιδιαίτερη μαρτυρία εναντίον των εφεσιβλήτων 4-6 και ως εκ τούτου απερρίφθη και εναντίον τους η αγωγή.

 

        Το Δικαστήριο απέρριψε και την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 1 διότι δεν πείσθηκε ότι αυτός υπέβαλλε οποιαδήποτε συμπεριφορά των παιδιών έναντι της μητέρας τους και οι σχετικές αιτιάσεις της εφεσείουσας ότι ο πατέρας τα εκφόβιζε για να μην βλέπουν τη μητέρα τους, δεν αποδείχθηκαν.  Αντίθετα, φάνηκε από τη μαρτυρία ότι η ίδια η εφεσείουσα με επισκέψεις στο σχολείο των παιδιών ή με το να κρατεί τον ανήλικο γιο της για ένα περίπου μήνα το 2004, αγνοούσε και παρήκουε τα διατάγματα επικοινωνίας. Παρά το ότι η μαρτυρία έδειξε ότι πράγματι η εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο διακατέχετο από άγχος, το άγχος αυτό δεν συνδέθηκε με πράξεις ή παραλείψεις του εφεσίβλητου 1, εφόσον η μαρτυρία αφορούσε τα τέκνα και εν πάση περιπτώσει τα παιδιά είχαν ήδη αναπτύξει προβληματική συμπεριφορά πριν δοθούν στον εφεσίβλητο 1 το 2001.  Πρόσθετα, η εφεσείουσα δεν εξάντλησε όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες στο Οικογενειακό Δικαστήριο για εξαναγκασμό του πατέρα σε υπακοή του διατάγματος επικοινωνίας ώστε να διαφαινόταν κατά πόσο αυτός πράγματι εσκεμμένως παρήκουε  το διάταγμα. 

 

        Όσον αφορά τα παράπονα της εφεσείουσας εναντίον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και τους χειρισμούς αυτού ως προς το λανθασμένο χειρισμό των παραπόνων και των αιτήσεων της, αλλά και για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης Γονικής Μέριμνας της εφεσείουσας υπ΄ αρ. 110/03, το Δικαστήριο έκρινε ότι στερείτο δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας ως Επαρχιακό Δικαστήριο να κρίνει την ορθότητα των χειρισμών του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Ως προς τις ειδικές αποζημιώσεις που ζήτησε η εφεσείουσα, αυτές πέραν του γεγονότος ότι καμία ευθύνη δεν απεδείχθη εναντίον των εφεσιβλήτων, αφορούσαν και θέματα που κατ΄ εξοχήν έπρεπε να διεκδικηθούν ή να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στις διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

        Με εκτεταμένους λόγους έφεσης, 13 τον αριθμό, η εφεσείουσα παραπονείται ως προς την απόρριψη της αγωγής της στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέγνωσε ορθά τα δικαιώματα της ως μητέρας να τύχει φροντίδας και προστασίας από κράτος κοινωνικό και με ανάλογη πρόνοια, δεν έτυχε σύντομης και δίκαιης δίκης, το δε κράτος δεν θέσπισε ικανή νομοθεσία για να τη διασφαλίσει.  Δεν υπήρξε ικανό Γραφείο Ευημερίας και δικαστικός μηχανισμός για να ενεργήσει δραστικά προς διασφάλιση των δικαιωμάτων της.  Ο δικαστικός αγώνας που η εφεσείουσα άρχισε από το 2002, ώστε να δυνηθεί να έχει επαφή με τα τέκνα της, συνάντησε την εχθρική συμπεριφορά του πρώην συζύγου της, την ουδέτερη έως εχθρική στάση του Γραφείο Ευημερίας και τη μη εμπλοκή, αλλά και αρνητική στάση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να διαγνώσει ότι υπήρχε εσκεμμένη προσπάθεια του εφεσίβλητου 1 στο να δυσκολεύει την επικοινωνία της εφεσείουσας με τα τέκνα της με την ανοχή των λοιπών εφεσιβλήτων, και, εσφαλμένα δεν δέχθηκε ως αληθινή τη θέση της ότι τα τέκνα παραδόθηκαν από την ίδια στον πατέρα τον Ιανουάριο του 2001, πάνω σε προσωρινή και μόνο βάση.

 

        Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν ακατάλληλος για τη φύλαξη των τέκνων και λανθασμένα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία των ψυχολόγων υπέρ της εφεσείουσας, ενώ αξιολόγησε αρνητικά και τη μαρτυρία του ανήλικου τέκνου αυτής.  Εσφαλμένη ήταν και η αξιολόγηση κατά θετικό τρόπο της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων 1-3, οι οποίοι δεν διέθεταν καν ψυχολόγο για να εξετάσει την υπόθεση και εσφαλμένα κρίθηκε ότι το άγχος της εφεσείουσας δεν συνδεόταν με τα γεγονότα της  υπό κρίση αγωγής.  Το Δικαστήριο περαιτέρω παρέλειψε να προβεί σε εύρημα αναφορικά με τους ισχυρισμούς της περί κακοποίησης του υιού από τον πατέρα του και εσφαλμένα έδωσε πίστη στους ισχυρισμούς της μητέρας και αδελφής του εφεσίβλητου 1, ότι αυτός μετέβη στην Αγγλία για λόγους  υγείας ενώ ο πραγματικός λόγος μετανάστευσης του πατέρα ήταν η αδιαφορία του προς τα τέκνα και η απαλλαγή του από τις  υποχρεώσεις του έναντι τους.  Τέλος, λανθασμένα έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο να κρίνει όχι αυτές καθαυτές τις αποφάσεις του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά το γεγονός ότι μια υπόθεση γονικής μέριμνας καθυστέρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα να εκδικαστεί.

 

        Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων 2-6 μέσα από το περίγραμμα τους και την προφορική αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου αυτών, την οποία υιοθέτησε και ο συνήγορος για τον εφεσίβλητο 1, ο οποίος δεν καταχώρησε δικό του περίγραμμα, είναι ότι δεν εξηγείται με επάρκεια για ποιο λόγο η εφεσείουσα διαφωνεί με την απόφαση του Δικαστηρίου δεδομένου ότι έγιναν πρωτογενώς διαπιστώσεις μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας για το ρόλο και καθήκοντα των εφεσιβλήτων 2 και 3, κρίνοντας αυτές τις Λειτουργούς όσο και όλους τους μάρτυρες εκ μέρους της υπεράσπισης ως αξιόπιστους.  Από την άλλη, η εφεσείουσα κρίθηκε αναξιόπιστη στη βασική της θέση ότι αιτία για την προβληματική συμπεριφορά των παιδιών της ήταν συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του πρώην συζύγου της και των λοιπών εφεσιβλήτων.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μάλιστα ότι οι Λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας που ασχολήθηκαν με την υπόθεση της εκτέλεσαν ορθά τα καθήκοντα τους, η δε εφεσείουσα απευθυνθείσα κατ΄ επανάληψη στο Οικογενειακό Δικαστήριο ως το αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση των προβλημάτων της δεν έπεισε για τις θέσεις της.  Περαιτέρω, η συμπεριφορά της εφεσείουσας ήταν αλλοπρόσαλλη με δεδομένο ότι ενώ οι θέσεις της θα μπορούσαν να κριθούν μόνο από το Οικογενειακό Δικαστήριο και εφόσον διαφωνούσε με τις αποφάσεις του να ασκήσει εφέσεις, αντίθετα προχωρούσε σε απόσυρση αιτήσεων παρακοής και διόριζε από μόνη της ψυχολόγο, ενώ θα μπορούσε να ζητούσε προσωρινό διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου για εξέταση των ανηλίκων από ψυχολόγο, αίτηση που δεν υπέβαλε.

 

        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πρωτοδίκως έδειξε ότι δεν ήταν ο εφεσίβλητος 1 υπόλογος για τις όποιες δυσκολίες επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα παιδιά της, αλλά αντίθετα ήταν η ίδια που δημιουργούσε προστριβές και δεν είχε τέτοια συμπεριφορά που να διευκόλυνε το χειρισμό των παιδιών της.  Η άρνηση του εφεσίβλητου 1 να αυξηθούν οι ώρες επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα παιδιά δεν σήμαινε ότι αυτός ήταν ακατάλληλος πατέρας, ούτε και απεδείχθη ότι σκοπίμως απέτρεπε επικοινωνία σε καθορισμένες ώρες, ενώ απεδείχθη το αντίθετο εφόσον σε αίτηση παρακοής αυτός αθωώθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο.  Ούτε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1 μετανάστευσε στο εξωτερικό εφόσον η μαρτυρία περί των λόγων της μετάβασης του στο εξωτερικό για λόγους υγείας έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε κουραστεί από την όλη συμπεριφορά της πρώην συζύγου του και τις συνεχείς δικαστικές διαδικασίες με αποτέλεσμα να παραδώσει τα παιδιά σε αυτήν.  Η μαρτυρία της εφεσείουσας, των ψυχολόγων που την εξέτασαν, αλλά και η μαρτυρία του ίδιου του υιού του ζεύγους, διαψεύστηκε από τις παραδοχές της ίδιας της εφεσείουσας και ορθά εν τέλει απερρίφθη από το Δικαστήριο.  Τέλος, η εφεσείουσα δεν δικογράφησε στην αγωγή της ζήτημα ότι η αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν εκδικάστηκε εντός ευλόγου χρόνου δυνάμει ιδιαιτέρως του Νόμου αρ. 2(1)/2010 και εν πάση περιπτώσει λαμβάνοντας όλη τη μαρτυρία υπόψη και τις διαδικασίες που ακολουθήθησαν, η εν λόγω αίτηση δεν καθυστέρησε να ολοκληρωθεί. 

 

         Εξετάζοντας την όλη υπόθεση υπό το φως των όσων τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, πρωταρχική διαπίστωση δεν μπορεί να είναι άλλη από  το ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα θλιβερή περίπτωση όπου ένα ζεύγος που δεν κατάφερε να συμβιώσει αρμονικά μετέφερε τα δικά του προβλήματα σε δύο παιδιά που βίωσαν σε ανεπίτρεπτο βαθμό την άκρως προβληματική συμπεριφορά των γονέων.  Το αποτέλεσμα είναι η ενδεχομένως μη αναστρέψιμη λανθασμένη πορεία που πήρε η ζωή  τους με έντονο και κυρίαρχο το στοιχείο του επηρεασμού της ψυχικής τους υγείας και ιδιαιτέρως της θυγατέρας.  Υποθέσεις του είδους δεν επιλύονται κατασταλτικά και εκ των υστέρων από και μέσω των Δικαστηρίων, η προσφυγή στα οποία μόνο περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων του ζεύγους επιφέρει λόγω της συνεχιζόμενης αντιπαράθεσης.  Τέτοιες υποθέσεις μόνο με τη λογική και τη ψυχραιμία των εμπλεκομένων μπορούν να έχουν ένα αμοιβαία ανεκτό τέλος.

 

  Επί της διαφοράς η έφεση στο βαθμό που αφορά την καθυστέρηση στη διάγνωση των δικαιωμάτων της εφεσείουσας από το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν μπορεί να επιτύχει.  Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαίωμα να αποφασίσει το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμόν καθυστέρησης εφόσον δεν είναι ανώτερο Δικαστήριο από το εκδικάσαν την υπόθεση Οικογενειακό Δικαστήριο.  Στην έφεση της καταλογίζεται παράλειψη εκδίκασης της υπόθεσης από το Οικογενειακό Δικαστήριο μεταξύ Μαρτίου του 2003 μέχρι Σεπτέμβριο του 2005.  Όπως αναφέρει, η Βουλή των Αντιπροσώπων  ψήφισε τον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο αρ. 2(Ι)/2010  στις 5.2.2010, ο οποίος προβλέπει και για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου από αμερόληπτο Δικαστήριο, καλώντας το Εφετείο να επέμβει σχετικά διαγιγνώσκοντας καθυστέρηση και ελλείψεις στην όλη δίκαιη διεκδίκηση των αιτημάτων της εφεσείουσας.

 

  Στις αποφάσεις Ιωαννίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1500 και  Κώστας Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Αίτηση Αρ. 2/2013, ημερ. 27.3.2014, υποδεικνύεται ότι το άρθρο 5(1) του Νόμου παραχωρεί δικαίωμα έγερσης αγωγής σε σχέση με περατωθείσες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις εντός ενός έτους από την ημερομηνία περάτωσης της υπόθεσης.  Το εδάφιο αυτό δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την εφεσείουσα, θα  μπορούσε όμως να χρησιμοποιείτο η πρόνοια του εδαφίου (2) του άρθρου 5, η οποία προνοεί ότι το δικαίωμα σε διάγνωση αστικών αδικημάτων σε εύλογο χρόνο είναι αγώγιμο ακόμη και για κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του δικαιώματος για υπόθεση που ήδη περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου που είναι, όπως λέχθηκε προηγουμένως,  η 5.2.2010.  Έπεται ότι  ακόμη και για υποθέσεις που είχαν περατωθεί πριν την ημερομηνία αυτή ήταν δυνατή η έγερση αγωγής εφόσον «...η αγωγή εγείρεται εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου .. εκτός εάν το Δικαστήριο κρίνει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ότι η αγωγή δεν ήταν εύλογα δυνατό να εγερθεί εντός της πιο πάνω προθεσμίας.».

 

        Η αγωγή εναντίον της οποίας ασκήθηκε η παρούσα έφεση καταχωρήθηκε στις 21.10.2004 και περατώθηκε στις 30.11.2011 με την έκδοση απόφασης.  Σε αυτή η εφεσείουσα παραπονείτο ότι η Αίτηση Γονικής Μέριμνας είχε καταχωρηθεί το Μάρτιο του 2013 και μέχρι το Νοέμβριο του 2005, δεν είχε ακόμη αρχίσει η ακρόαση της.  Γι΄ αυτή την καθυστέρηση που είχε επίπτωση και στην ημερομηνία αποπεράτωσης της  αίτησης Γονικής Μέριμνας, η εφεσείουσα σαφώς είχε το δικαίωμα να εγείρει αγωγή με βάση το νέο Νόμο αρ. 2(Ι)/2010 ακόμη και μετά τη ψήφιση του εφόσον λαμβάνονταν διαβήματα εντός ενός έτους από τη ψήφιση του Νόμου ή ενδεχομένως και σε χρονικό σημείο πέραν του έτους εάν εξηγείτο ο λόγος για την καθυστέρηση.  Η εφεσείουσα δεν επέλεξε να χρησιμοποιήσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις πρόνοιες του νέου Νόμου που ειδικά ασχολήθηκε με το θέμα και παραχώρησε το συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα, δικαίωμα που δημιουργήθηκε πριν την έκδοση της πρωτόδικης υπό κρίση απόφασης και συνεπώς σαφώς δεν μπορεί να παραπονείται διότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διέγνωσε την καθυστέρηση την οποία, κατ΄ ισχυρισμόν, είχε επιδείξει άλλο Δικαστήριο που είναι και το ζητούμενο στην επίδικη Έφεση και όχι αυτοτελώς η τυχόν παραβίαση του δικαιώματος από το Οικογενειακό Δικαστήριο.  Εν πάση περιπτώσει, ο μηχανισμός που επέλεξε η εφεσείουσα να προωθήσει τη διάγνωση δηλαδή τυχόν παράβασης μέσω του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν και δικονομικά και ουσιαστικά ακατάλληλος.

 

        Όσον αφορά την ουσία των παραπόνων της εφεσείουσας που περιλαμβάνουν και την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του δικαιώματος της να τύχει προστασίας των δικαιωμάτων της μέσω επαρκών κρατικών υπηρεσιών και προσοντούχου προσωπικού, ορθώς οι ισχυρισμοί αυτοί απερρίφθησαν από το Δικαστήριο, το οποίο επιμελώς αναφέρθηκε στη μαρτυρία όλων των μαρτύρων περιλαμβανομένης και αυτής της εφεσείουσας και αποφάσισε για ικανοποιητικούς λόγους ότι ουδεμία ευθύνη μπορούσε να αποδοθεί σε οποιαδήποτε Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, στην Επαρχιακή Λειτουργό ή στη Διευθύντρια του Γραφείου Ευημερίας ή βεβαίως στον Γενικό Εισαγγελέα ως εκ προστήσεως υπεύθυνο των υπηρεσιών του Γραφείου Ευημερίας.  Η ανάγνωση της εκτεταμένης μαρτυρίας που δόθηκε και καταγράφηκε σε 1.141 σελίδες υποδεικνύει του λόγου το αληθές.  Δεν χρειάζεται λεπτομερής ανάλυση της για να καταδειχθεί ότι τα παράπονα της εφεσείουσας ήσαν τουλάχιστον ατυχή και πρωτίστως τον εαυτό της θα έπρεπε να μέμφεται για τα προβλήματα τα οποία της είχαν δημιουργηθεί.

 

  Από οποιαδήποτε αντικειμενική θεώρηση του πράγματος, οι Λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας, εφεσίβλητες 2 και 3, δεν είχαν οποιονδήποτε ιδιαίτερο λόγο να μην επιτελέσουν στο έπακρον το ρόλο τους και η εφεσείουσα δεν έπεισε ως προς την κατ΄ ελάχιστον ευθύνη των λειτουργών αυτών για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί.  Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέδειξε ότι ο ρόλος των Λειτουργών και γενικά του Γραφείου Ευημερίας ήταν πρωτίστως η  βοήθεια προς τα ανήλικα τέκνα και τη λειτουργία της σχέσης των γονέων προς αυτά, αλλά δεν είχαν κανένα καθήκον επιμέλειας προς την ίδια την εφεσείουσα και ούτε μπορούσαν να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς της ίδιας της εφεσείουσας προς τα τέκνα της ή και του εφεσίβλητου 1.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, δεχόμενο τη σχετική μαρτυρία των εφεσιβλήτων 2 και 3, ότι τα προβλήματα ιδιαιτέρως μεταξύ της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 1, που είχαν επίπτωση και αντανάκλαση στα ίδια τα παιδιά, μπορούσαν να επιλυθούν μόνο μέσω αιτήσεων και θεραπειών στο Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο είναι επιφορτισμένο από το κράτος για τη δικαστική αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων.

 

        Όλοι οι λόγοι έφεσης και η αγόρευση ιδιαιτέρως του συνηγόρου της εφεσείουσας, περιστρέφονται γύρω από τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε την αξίωση της εφεσείουσας να της αναγνωρισθεί το δικαίωμα να έχει αποτελεσματική και ικανή υποστήριξη από τις κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους και μάλιστα κατά παρεμβατικό τρόπο ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες που θα υποστήριζαν το δικαίωμα επικοινωνίας, φύλαξης και φροντίδας των ανηλίκων τέκνων.  Ο καταλογισμός είναι ότι οι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας δεν αντιλήφθηκαν ορθώς το ρόλο τους, δεν έδιναν την απαραίτητη σημασία στην περίπτωση της εφεσείουσας, έδωσαν λανθασμένες συμβουλές προς αυτήν, λάμβαναν το μέρος του πρώην συζύγου της, ενώ και το ίδιο το Οικογενειακό Δικαστήριο υπήρξε εχθρικότατο προς την ίδια, μη ικανοποιώντας κανένα αίτημα της να δοθεί η επικοινωνία με τα ανήλικα ή και να υποχρεώνει τον εφεσίβλητο 1 σε υπακοή των διαταγμάτων επικοινωνίας τα οποία εξέδιδε.  Στην ανάπτυξη ιδιαιτέρως του πρώτου λόγου έφεσης, εστιάζεται παράπονο για τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου 1, την κακή έως ανεκδιήγητη συμπεριφορά του έναντι των ανηλίκων, την παρεμπόδιση με θετικές ενέργειες προς τα ανήλικα να επικοινωνούν αυτά με τη μητέρα τους και όλα αυτά με την ανοχή και αδιαφορία των Κοινωνικών Λειτουργών.  Περιλαμβάνονται επίσης παράπονα ως προς την αδιαφορία του κράτους να στελεχώσει κατάλληλα τις υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας, να θεσπίσει κατάλληλη νομοθεσία ώστε να κατασταλεί η διάθεση του εφεσίβλητου 1 να παραβιάζει τα διατάγματα γονικής μέριμνας προκαλώντας και εμπαίζοντας τους θεσμούς, δημιουργώντας στην πορεία ψυχικά τραύματα στα ανήλικα και τη μητέρα.  Στη συνέχεια καταγράφονται αποσπάσματα από τη μαρτυρία που δόθηκε και ότι το Δικαστήριο δεν την αντιμετώπισε στη σωστή της διάσταση.

 

        Είναι δύσκολο να απαντηθούν χωριστά οι λόγοι έφεσης για τον ουσιαστικό λόγο ότι το περίγραμμα αγόρευσης πέραν της κατά σωρηδόν αναφοράς στα δικαιώματα της εφεσείουσας που θα έπρεπε να προστατευθούν από το κράτος, οι συγκεκριμένες αιτιάσεις για την αξιολόγηση πρωτοδίκως της ενώπιον του μαρτυρίας δεν αναπτύσσονται κατά τρόπο που να δείχνουν το λανθασμένο της απόφασης του Δικαστηρίου.  Επαναλαμβάνονται στην ουσία οι θέσεις της εφεσείουσας και των μαρτύρων της για να γίνει εισήγηση ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά αυτή τη μαρτυρία.  Στη βάση όλων των επιχειρημάτων της εφεσείουσας είναι το παράπονο της ότι δεν έγινε πιστευτή και η μαρτυρία της δεκτή.

 

  Η υπόθεση ήταν όμως τέτοιας υφής που το Δικαστήριο έπρεπε να προβεί στην αξιολόγηση του έχοντας υπόψη τη σύγκρουση συναισθημάτων και προσωπικοτήτων μεταξύ της εφεσείουσας και του πρώην συζύγου της.  Η εφεσείουσα απλά δεν έπεισε για τους ισχυρισμούς της, επαναλαμβάνεται, ότι για την αποσταθεροποίηση της σχέσης της με τα παιδιά της ευθυνόταν ο πρώην σύζυγος της και το Γραφείο Ευημερίας.  Το Δικαστήριο όπως λέχθηκε και προηγουμένως, αντίκρυσε την υπόθεση σφαιρικά και με λεπτομέρεια ούτως ώστε να μην παρέχεται πεδίο επέμβασης στην απόφαση του και ορθά επί του θέματος οι εφεσίβλητοι στο δικό τους περίγραμμα εστιάζουν τη διαφωνία τους με τις θέσεις της εφεσείουσας στο ότι δεν εξηγείται γιατί η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη προβαίνοντας απλώς σε επανάληψη των θέσεων της, οι οποίες δεν έγιναν δεκτές. 

 

        Οι Λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας και ιδιαιτέρως οι εφεσίβλητες 2 και 3, είχαν με τη μαρτυρία τους δείξει ότι προσπάθησαν να βοηθήσουν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, όχι μόνο την εφεσείουσα, αλλά την οικογένεια  ως σύνολο.  Ήταν η θέση τους ότι ο πρώην σύζυγος και εφεσίβλητος 1, ήταν μεν αυστηρός με τα παιδιά του, αλλά είχε δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες για τη διαμονή τους μαζί του αφού ενοικίασε σπίτι και εργοδότησε και οικιακή βοηθό προς βοήθεια τους.  Οι κατηγορίες που αναπτύσονται και στην αγόρευση της εφεσείουσας ότι εν τέλει αποδείχθηκε να έχει δίκαιο στο ότι ο εφεσίβλητος 1 δημιουργούσε προβλήματα και ήταν ουσιαστικά αδιάφορος για τα παιδιά, με τη φυγή του στο εξωτερικό, μη διατηρώντας πλέον οποιαδήποτε επικοινωνία, συζητήθηκαν και αναλύθηκαν από το Δικαστήριο μέσα στο πλαίσιο πάντοτε, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, της αγωγής της εφεσείουσας και των αξιώσεων της.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν το Οικογενειακό Δικαστήριο και δεν είχε τον ιδιαίτερο ρόλο του Οικογενειακού Δικαστή.  Σκοπός του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν να εξετάσει και να αποφασίσει το βάσιμο των αξιώσεων της, οι οποίες δεν ήταν οι συνηθισμένες στην έννοια των αστικών αδικημάτων, αλλά ήταν γενικές και εν πολλοίς αόριστες.  Η ψυχική υγεία της εφεσείουσας, όπως έδειξε η μαρτυρία, ήταν ήδη κλονισμένη πριν αναλάβει τα παιδιά υπό τη φύλαξη του ο εφεσίβλητος 1, λόγω και της σύγκρουσης της με αυτόν.  Η συμπεριφορά του πρώην συζύγου της μπορεί να μην ήταν η ιδανικότερη, αλλά δεν ευθυνόταν για τον όλο κλονισμό της υγείας της εφεσείουσας, εφόσον δεν δρούσε από μόνος του, αλλά σε συσχετισμό και σε ανταπόκριση των απαιτήσεων και των επιθυμιών της εφεσείουσας.

 

        Στο όλο πλέγμα της αντιπαράθεσης της εφεσείουσας με τους εφεσίβλητους δεν μπορεί να μην σημειωθούν τα ακόλουθα σχετικά όπως τα σημείωσε και το Δικαστήριο.  Στην πρωταρχική Αίτηση  Γονικής Μέριμνας υπ΄ αρ. 209/01 που καταχωρήθηκε στις 18.10.2001 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, η φύλαξη των ανηλίκων ανατέθηκε στον εφεσίβλητο 1, με δικαίωμα επικοινωνίας της εφεσείουσας στη βάση εκ συμφώνου ρύθμισης που έγινε.  Δεν ήταν και δεν είναι δυνατό για την εφεσείουσα να παραπονείται εκ των υστέρων προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εκβιάστηκε από τα γεγονότα και την πίεση των ανηλίκων τα οποία καθοδηγήθηκαν από τον πατέρα, να συγκατατεθεί στο διάταγμα παραπονούμενη μάλιστα για μη δέουσα παρέμβαση του Γραφείου Ευημερίας.  Τέτοιο θέμα δεν είχε δικογραφηθεί με επάρκεια και εν πάση περιπτώσει συγκατατέθηκε και ουδέποτε επιδίωξε μέσω Δικαστηρίου την ακύρωση του διατάγματος. 

 

Περαιτέρω, στο πλαίσιο της Αιτήσεως Γονικής Μέριμνας υπ΄ αρ. 110/03 έγιναν διάφορες ενδιάμεσες αιτήσεις χωρίς όμως οποτεδήποτε να καταχωρηθεί οποιαδήποτε έφεση από τις αποφάσεις του Οικογενειακού Δικαστηρίου, οι δε αιτήσεις για προνομιακά διατάγματα που έγιναν στο Ανώτατο Δικαστήριο που δεν αναφέρονται ποια είναι, οδηγήθηκαν, καθώς αναφέρεται στο περίγραμμα, σε έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, η οποία όμως απεσύρθη αφού κατέστη άνευ αντικειμένου διότι στο μεταξύ τα παιδιά επέστρεψαν στην εφεσείουσα λόγω της εγκατάστασης του εφεσίβλητου 1 στο εξωτερικό.  Το ίδιο το Εφετείο εντόπισε την απόφαση στη Μαρνέρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1082, όπου η εφεσείουσα επέλεξε να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση Διατάγματος τύπου Mandamus απευθυνόμενο προς το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού ώστε να εκδικάσει και αποφασίσει σύμφωνα με το Νόμο, το συμφέρον των ανηλίκων και να υποχρεώσει τον εφεσίβλητο 1 να σεβαστεί το Διάταγμα ημερ. 18.3.2004 και να επιτρέψει την επικοινωνία της εφεσείουσας με τα ανήλικα τέκνα της.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε όμως εκδικάσει ήδη των σχετική αίτηση παρακοής και την απέρριψε διότι η εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει την κατηγορία.  Ορθώς λοιπόν απερρίφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο το ζητηθέν προνομιακό ένταλμα εφόσον η ορθή θεραπεία θα ήταν η άσκηση έφεσης, που δεν ασκήθηκε.

 

  Δεν μπορεί επομένως να παραπονείται βάσιμα η εφεσείουσα για τον όποιο χειρισμό του Οικογενειακού Δικαστηρίου εφόσον ουδέποτε επέλεξε να ελέγξει αυτό το χειρισμό με εφέσεις και στο βαθμό που καταχωρήθηκαν κάποια δικαστικά διαβήματα, αυτά δεν προχώρησαν μέχρι τέλους.

  Η καθυστέρηση στην ετοιμασία της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας από την εφεσίβλητη 2 που είχε οριστεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο για να ετοιμάσει έκθεση για τα ανήλικα τέκνα, εξηγήθηκε εύλογα από την εφεσίβλητη 2 στη μαρτυρία της που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο.  Πρώτιστο μέλημα της ήταν να προσπαθήσει να βελτιώσει τις σχέσεις της εφεσείουσας ως μητέρας με τα παιδιά της εφόσον η επικοινωνία της εφεσείουσας με τα τέκνα της δεν ήταν σταθερή και παρουσίαζε δυσκολίες.  Οι γονείς ήταν σε διαρκή αντιπαράθεση, η υπόθεση ήταν δύσκολη και η προσπάθεια της εφεσίβλητης 2 ήταν πρώτα να βελτιωθεί η σχέση μητέρας παιδιών και γι΄ αυτό εισηγείτο τη σταδιακή αύξηση της επικοινωνίας με τα παιδιά.  Γινόταν ταυτόχρονα προσπάθεια και με τον εφεσίβλητο 1 ώστε να αποδεχόνταν τον αυξημένο γονικό ρόλο της εφεσείουσας με ταυτόχρονη ελπίδα ότι η συμπεριφορά της ίδιας της εφεσείουσας θα παρέμενε σταθερή προς τα παιδιά της.  Όμως η στάση της ήταν ασταθής, γεγονός που δυσχέραινε κατά πολύ την ετοιμασία της έκθεσης.  Η έκθεση είχε σκοπό να βοηθήσει την εφεσείουσα υποβάλλοντας συγκεκριμένες εισηγήσεις στη βάση δεδομένων που θα επέρχονταν μέσα από τις προσπάθειες της εφεσίβλητης 2 να υποβοηθήσει τη σχέση της εφεσείουσας με τα παιδιά της.

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και  απορρίπτεται  με  έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και  υπέρ των

 

 

 

εφεσιβλήτων, όπως θα  υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο