ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A93
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 57/2012
27 Φεβρουαρίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΛΕΝΗ ΚΑΤΣΟΥΝΑΡΗ,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη
......
Π. Δαμιανού, για την Εφεσείουσα.
Δ. Παπαμιλτιάδους-Νεοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Η εφεσείουσα στις 16/12/03 ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία της εφεσίβλητης, υπέστη πτώση στην προσπάθεια της να εξέλθει του σχολικού κτιρίου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, η εφεσείουσα που εργαζόταν ως καθηγήτρια της Φυσικής στο Γυμνάσιο Θεοδότου και Διανέλλου, στη Λευκωσία, καθώς εξερχόταν του σχολικού κτιρίου από την οπίσθια θύρα προς την αυλή, έπεσε κάτω σε κάποιο σημείο του πλατύσκαλου, που ήταν κατά 20 εκ. χαμηλότερο του επιπέδου του κτιρίου και ακολουθούσε άλλο σκαλοπάτι ύψους 14 εκ. Το δάπεδο στο σημείο του ατυχήματος ήταν καμωμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα με επίπεδη και λεία επιφάνεια, ενώ της αυλής από τσιμεντόπλακες διαστάσεων 40 εκ. Χ 40 εκ. Η εφεσείουσα συνεπεία του ατυχήματος μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου διαγνώσθηκε «συντριπτικό κάταγμα κάτω επίφυσης κερκίδας ενδοαρθρικό τύπου Barton αριστερά».
Με την αγωγή της με αρ. 7134/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωνε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφεσίβλητης, λόγω έλλειψης διασφάλισης προς την εφεσείουσα ασφαλών συνθηκών, τόπου, συστήματος και μέσων εργασίας και/ή αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του Νόμου και Κανονισμών καθηκόντων της ως εργοδότης. Με την Υπεράσπιση της η Δημοκρατία αρνείτο οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα το οποίο, όπως υποστήριζε, ήταν αποτέλεσμα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας της εφεσείουσας.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα επί πλήρους ευθύνης το ύψος των ειδικών αποζημιώσεων εκ €1.138,78 (Λ.Κ.666.50) και των γενικών αποζημιώσεων εκ €14.000 και ότι οποιοδήποτε επιδικασθεισόμενο ποσό, είτε υπό τύπον ειδικών, είτε γενικών αποζημιώσεων, θα φέρει νόμιμο τόκο από την έκδοση της απόφασης.
Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης, η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη σ΄ όσον αφορά την ευθύνη για το ατύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Ε.2, πολιτικoύ μηχανικού και επιθεωρήτριας εργασίας στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, ως προς τη διαμόρφωση του χώρου, την οποία θεώρησε ότι δεν αμφισβητείτο, για να καταλήξει ότι ο χώρος στον οποίο επεσυνέβη το ατύχημα, δεν παρουσίαζε κάποια επικινδυνότητα αλλά ήταν ασφαλής και ότι διακινούνταν με ευκολία και ασφάλεια από το σημείο εκατοντάδες μαθητές και καθηγητές καθημερινά γι' αυτό και δεν υπήρχε ανάγκη για την τοποθέτηση σημάνσεων ή χειρολαβών. Αποδέχθηκε περαιτέρω τη μαρτυρία της Ράνιας Βασιλείου, μοναδικού μάρτυρα Υπεράσπισης, που είναι επίσης πολιτική μηχανικός στο Υπουργείο Παιδείας δίνοντας έμφαση στις θέσεις της ότι στην περίπτωση που δεν αφορά σε κλίμακα με πέραν των τριών συνεχόμενων σε ευθείες σειρές σκαλοπατιών δεν είναι αναγκαία η κατασκευή ισοϋψών και ομοιόμορφων σκαλοπατιών, και ότι ο συγκεκριμένος χώρος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν λειτουργικός και όχι επικίνδυνος. Σ' όσον αφορά την παρούσα περίπτωση εξήγησε ότι δεν εμπίπτει στην πιο πάνω κατηγορία.
Μετά την καταγραφή των ευρημάτων της που αναφέραμε πιο πάνω, η πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή του ζητήματος της υποχρέωσης επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του, που πηγάζει από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, παραπέμποντας σε νομολογία, και κατέληξε στα εξής στην απόφαση της:
«Στην υπό εξέταση υπόθεση, έχοντας κατά νουν το σύνολο της ενώπιόν μου μαρτυρίας, όπως έχει αξιολογηθεί πιο πάνω, καθώς και τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει, κρίνω ότι η ενάγουσα έχει αποτύχει να αποδείξει στο βαθμό που απαιτείται ότι η εναγομένη ως εργοδότρια παρέβη την υποχρέωσή της να παρέχει στην ενάγουσα εργοδοτούμενή της ασφαλή χώρο εργασίας, ή ότι την εξέθεσε σε περιττούς κινδύνους. Συναφώς, δεν έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι η εναγομένη υπήρξε αμελής κατά τους αναφερθέντες στην Έκθεση Απαίτησης ή οποιουσδήποτε άλλους τρόπους.
Ειδικότερα, τόσο η Μ.Ε.2 όσο και η Μ.Υ., τη μαρτυρία των οποίων έχω αποδεχθεί ως πλήρως αξιόπιστη και αντικειμενική, κατέθεσαν σαφώς ότι τα επίδικα σκαλοπάτια και γενικότερα ο χώρος όπου επεσυνέβη το ατύχημα δεν παρουσίαζαν οποιαδήποτε επικινδυνότητα ή έλλειψη ασφάλειας, αιτιολογώντας με κάθε συνέπεια και λογική τη θέση τους αυτή. Επεξήγησαν δεόντως τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν αναγκαία η τοποθέτηση χειρολαβής ή προειδοποιητικής σήμανσης κ.ο.κ., καταρρίπτοντας με μεγάλη ευκρίνεια τις αντίθετες θέσεις της ενάγουσας. Όσον αφορά το ύψος της συγκεκριμένης βαθμίδας, ναι μεν ήταν λίγα εκατοστά περισσότερο από το σύνηθες ή το ιδανικό, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί να προκαλεί αφ' εαυτού οποιοδήποτε κίνδυνο. Ούτε και καταδείχθηκε οποιαδήποτε παράβαση του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών, εφόσον δεν επρόκειτο περί κλίμακας με πέραν των τριών συνεχόμενων σε ευθείες σειρές σκαλιών, όπου επιβάλλεται όπως όλες οι βαθμίδες έχουν το ίδιο ύψος. Άλλωστε, η ενάγουσα δεν ισχυρίστηκε ότι κατέβηκε το πρώτο σκαλί και μετά σκόνταψε ή έχασε την ισορροπία της στο δεύτερο, επειδή ανέμενε ότι θα ήταν το ίδιο ύψος με το πρώτο και δεν ήταν. Οπόταν το γεγονός ότι οι δύο βαθμίδες είχαν διαφορετικό ύψος δεν έχει καμία σχέση με το ατύχημα. Εξάλλου, η ενάγουσα γνώριζε πολύ καλά τη διαρρύθμιση του συγκεκριμένου σημείου, αφού διακινείτο στο χώρο, όπως διακινούνταν εκατοντάδες μαθητές και καθηγητές, για χρόνια, χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε περιττός και προβλεπτός κίνδυνος από τον οποίο η εναγομένη ως εργοδότρια είχε υποχρέωση να προφυλάξει τους εργοδοτουμένους της. Όπως κατέθεσαν οι Μ.Κ.2 και Μ.Υ., η διαμόρφωση του επίδικου σημείου μπορεί να μην ήταν η απόλυτα ιδανική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί επικίνδυνη ή μη ασφαλής και συνεπώς δεν απαιτούσε τη λήψη οποιωνδήποτε προφυλακτικών μέτρων."
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης της επί του ζητήματος της ευθύνης απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος της ενάγουσας. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας/ενάγουσας έφεση με την οποία πρόβαλλε αρχικά τέσσερις λόγους έφεσης και στη συνέχεια πρόσθεσε άλλους δυο. Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς και αφορούν ουσιαστικά στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στα συμπεράσματα που κατέληξε, ενόψει της αξιολόγησης, που είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της εφεσίβλητης απ' οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα.
Συγκεκριμένα, με τους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 6, αμφισβητεί την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας και της Μ.Ε.3, πολιτικού μηχανικού, καθώς και τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν καταδείχθηκε οποιοσδήποτε περιττός ή προβλεπτός κίνδυνος από τον οποίο η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να προφυλάξει την εφεσείουσα ή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ατυχήματος και της ελαττωματικής κατάστασης ή κατασκευής των σκαλοπατιών.
Με τους λόγους έφεσης 4 και 5 προσβάλλει ως λανθασμένη την απαλλαγή της εφεσίβλητης από οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας.
Προς υποστήριξη των λόγων έφεσης 1, 2, 3 και 6 η εφεσείουσα, με παραπομπές σε αποσπάσματα της μαρτυρίας ειδικότερα εκείνης των Μ.Ε.2, Μ.Ε.3 και της μάρτυρας Υπεράσπισης και οι τρεις πολιτικοί μηχανικοί, εισηγήθηκε ότι η ανομοιόμορφη κατασκευή των σκαλοπατιών, στα οποία παρατηρείται διαφορά στο ύψος, καταδεικνύει προβλεπτό κίνδυνο με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να έπρεπε να κριθεί ένοχη επίδειξης αμέλειας, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κεφ. 148.
Η εφεσίβλητη από την άλλη πρόβαλε τη θέση ότι ορθά το Δικαστήριο δεν επέρριψε ευθύνη για το ατύχημα στην ίδια, ενόψει της διαπίστωσης του ότι τα σκαλοπάτια δεν αποτελούσαν οποιασδήποτε μορφής ή βαθμού κίνδυνο για εκείνους που τα χρησιμοποιούσαν.
Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του πηγάζει από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου. Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας (βλ. Χριστοφή κ.α. ν. Θεοδούλου κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 512 και L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 304, 313). Η φύση του καθήκοντος επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του αναλύεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsel on Torts, 14η έκδοση, παραγ. 965-971, σελ. 578-592.
Στην υπόθεση ΑΗΚ ν. Χριστοφόρου, Πολ. Εφ. 82/10, 82Α/10 ημερ. 5/2/15, αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την υποχρέωση του εργοδότη παροχής ασφαλούς χώρου και συστήματος εργασίας:
«Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, οι συσχετισμοί τους με τα εργατικά ατυχήματα, η ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του, το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ο εργοδότης, η υποχρέωσή του να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενό του σε «περιττό κίνδυνο» και να παρέχει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας, το καθήκον του για παροχή ασφαλούς συστήματος διεξαγωγής εργασίας και η υποχρέωση του να καθοδηγεί τους εργοδοτούμενούς του ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για αποφυγή ατυχημάτων, έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 423, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 453, Metalco Heaters Ltd v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 211, Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 506, Μεταφορική Εταιρεία Γ. και Μ. Περικλέους Λτδ ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 1661, Σκυροποιία Λεωνίκ Λτδ ν. Παπαδόπουλου (2000) 1 ΑΑΔ 1855, Κυριάκου ν. Caramondani Bros Limited (2001) 1 ΑΑΔ 219, Ευαγγελίδης ν. Aegeas Navigation Ltd κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 709, Ανάγνου ν. Alco Filters (Cyprus) Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 918, Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 ΑΑΔ 447, Λαμπής ν. Shiptrans Ship. and Trad. Agency Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 370, Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 556, L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 304, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Μιχαήλ (2009) 1 ΑΑΔ 113, Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 206).
Αναφέρονται τα ακόλουθα στην απόφαση Κυριάκου (ανωτέρω):
«Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του εργοδότη, που είναι απόλυτο, απέναντι στους υπαλλήλους του, είναι να τους παρέχει ασφαλή τόπο ή ασφαλές σύστημα εργασίας. Η τάση της νομολογίας τα τελευταία χρόνια ήταν η πλήρης εμπέδωση αυτής της προστασίας των εργαζομένων. Άλλωστε όπως τόνισε ο Πικής, Δ., στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 ΑΑΔ 123:
«Στην Κύπρο η προστασία των εργαζομένων αποτελεί διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο (Άρθρο 9) στο πλαίσιο εξασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που αναμφίβολα περιλαμβάνουν και την ασφάλειά του στον τόπο της εργασίας του."
Στην Αγγλία, όπου επικρατεί η ίδια τάση, ερμηνεύοντας σχετική νομοθετική πρόνοια στην υπόθεση Larner v. British Steel plc (1993) ICR 551, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον του εργοδότη, που επέβαλλε η παραπάνω πρόνοια, ήταν να προσφέρει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας από κινδύνους, ανεξάρτητα αν αυτοί μπορούσαν να προβλεφθούν ή όχι. Η απόφαση επικροτήθηκε στην υπόθεση Mains ν. Uniroyal Englebert Tyres Ltd, ημερ. 1/6/95, από το Court of Session (Εφετείο Σκωτίας). Έτσι η προβλεπτικότητα δε θεωρήθηκε απαραίτητο κριτήριο.»
Το πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε αυτούσιο στην μεταγενέστερη υπόθεση Άριστος Κυμήσης ν. Ανδρέα Χρυσοστόμου κ.α. Πολ. Εφ. 361/11, ημερ. 24/3/17, ECLI:CY:AD:2017:A110.
Δεν αμφισβητείται ότι την ευθύνη για το χώρο και τη χρήση του είχε η Δημοκρατία, εφεσίβλητη, και ότι η εφεσείουσα βρισκόταν στο χώρο στα πλαίσια των εργασιών της ως καθηγήτρια στο συγκεκριμένο σχολείο. Ενόψει της σχέσης εργοδότησης, η εφεσίβλητη είχε καθήκον για λήψη λογικών μέτρων προς αποτροπή γνωστών ή ευλόγων προβλεπτών κινδύνων.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του προσκομισθείσα μαρτυρία, κυρίως από εμπειρογνώμονες με γνώσεις επί τεχνικών θεμάτων, προτίμησε εκείνη των Μ.Ε.2 και της μάρτυρας υπεράσπισης επί των αμφισβητούμενων σημείων και έκρινε ότι η ύπαρξη και χρήση των δυο σκαλοπατιών δεν εμπεριείχε κίνδυνο. Συνεχίζοντας στην απόφαση, επεξηγεί ότι το γεγονός ότι το ένα σκαλοπάτι ήταν ύψους 20 εκ. και όχι 17, ως η εισήγηση της εφεσείουσας που εδράζεται επί της μαρτυρίας της Μ.Ε.3, την οποία απέρριψε το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του, δεν υποδηλώνει αμέλεια του εργοδότη. Συνιστά εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα σκαλοπάτια ήταν ευδιάκριτα και διακινούντο στο σημείο εκατοντάδες μαθητές και καθηγητές, εξού και δεν υπήρχε η αναγκαιότητα για τοποθέτηση χειρολαβών ή άλλων σημάνσεων. Αυτά μαρτύρησε η Μ.Ε.2 που κλήθηκε μάλιστα ως μάρτυρας της εφεσείουσας, γεγονός που τονίζει στην απόφαση του το Δικαστήριο. Συνεχίζει στην απόφαση ότι ακόμη και το γεγονός ότι το ένα σκαλοπάτι ήταν ύψους 20 εκ. και το άλλο 14 εκ., δεν τίθεται θέμα παραβίασης οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών, εφόσον δεν ήταν η περίπτωση των συνεχόμενων σκαλοπατιών που έπρεπε να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, δυνάμει του Κανονισμού 47 των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, έκρινε τη Μ.Ε.2 καθόλα αξιόπιστη πιστώνοντας την ότι δεν δίστασε να δηλώσει ότι το απόλυτα ιδανικό θα ήταν και τα δυο σκαλοπάτια να είναι ύψους 17 εκ. αντί ένα των 20 εκ. και ακολούθως ένα πλατύσκαλο, όπως η παρούσα περίπτωση. Κρίθηκε όμως από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ξεκάθαρη και πειστική στη θέση που πρόβαλε ότι ο χώρος δεν παρουσίαζε κατά τον ουσιώδη χρόνο κάποια επικινδυνότητα και ήταν ασφαλής.
Από την άλλη το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος που χαρακτήρισε στοχευμένη και εστιασμένη στον αποκλεισμό επίρριψης οποιασδήποτε ευθύνης στην ίδια. Ενδεικτικό της υπερβολής της θεώρησε την εκ μέρους της παραπομπή στο υποσυνείδητο για να υποστηρίξει ότι επειδή ανέμενε ότι το πρώτο σκαλοπάτι θα ήταν 17 εκ. ενώ στην πραγματικότητα ήταν ύψους 20 εκ., κατεβαίνοντας έχασε την ισορροπία της. Το Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόρριψη της συγκεκριμένης θέσης. ότι δηλαδή επρόκειτο για μεμονωμένο σκαλοπάτι ύψους 20 εκ. που οδηγεί σε πλατύσκαλο και όχι συνεχόμενα σκαλοπάτια ή και περισσότερα που θα πρέπει να είναι ισοϋψή και ομοιόμορφα σύμφωνα με τον Κανονισμό 47. Επιπλέον τονίζει στην απόφαση ότι η εφεσείουσα διακινείτο στο σημείο για περίοδο οκτώ και πλέον χρόνια, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, οπότε στη συγκεκριμένη περίπτωση το υποσυνείδητο δεν είχε καμιά σχέση. Έκρινε περαιτέρω ότι δεν ήταν αναγκαία η τοποθέτηση χειρολαβής ή σήμανσης στα σκαλοπάτια, ως η σχετική εισήγηση της εφεσείουσας, αποδεχόμενο τη θέση της Μ.Ε.2 και της μάρτυρας υπεράσπισης, ότι λόγω της διαμόρφωσης του χώρου που δεν παρουσίαζε επικινδυνότητα, δεν υπήρχε οποιαδήποτε ανάγκη για σημάνσεις ή χειρολαβές. Σ' όσον αφορά τη Μ.Ε.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο την έκρινε αναξιόπιστη με εμφανή την προσπάθεια της να βοηθήσει την πλευρά της εφεσείουσας, που εκδηλώθηκε με τις υπερβολικές και παράλογες θέσεις της που εξάλλου δεν υποστηρίζονταν από τη νομοθεσία.
Στην υπό κρίση περίπτωση τίποτε δεν έχει προβληθεί που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο για να καταλήξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών και ότι η διαφορά στο ύψος των δυο σκαλοπατιών δεν είχε σχέση ή συνέτεινε στο ατύχημα, εκτός από τη μαρτυρία της μάρτυρας υπεράσπισης αποδέχθηκε και εκείνη της Μ.Ε.2, που δεν μπορεί η εφεσείουσα να αμφισβητεί την αξιοπιστία της, όπως πολύ σωστά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Η δε αναφορά στη μαρτυρία της ότι θα ήταν πολύ καλύτερα και τα δυο σκαλοπάτια να είναι ύψους 17 εκ. κατ' ουδένα λόγο μπορεί να ερμηνευθεί ότι αν ήταν ισοϋψή καθιστά τη χρήση τους ασφαλέστερη, ως η σχετική εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας στην αγόρευση της.
Αναπόδραστα προβάλλει ότι η εφεσίβλητη/εργοδότης παρείχε στην εφεσείουσα, ως ήταν η υποχρέωση της, ασφαλή χώρο και σύστημα εργασίας, ώστε η εφεσείουσα να μην ήταν εκτεθειμένη σε περιττό ή μη αναγκαίο κίνδυνο.
Στο περίγραμμα αγόρευσης της δικηγόρου της εφεσείουσας προβάλλεται η εισήγηση ότι η Δημοκρατία υπέχει ευθύνη και ως κάτοχος του χώρου στον οποίο επεσυνέβη το ατύχημα, στη βάση του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ. 148. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«51. Αμέλεια συvίσταται-
(α) .........
(2) Υπoχρέωση, vα μηv επιδεικvύεται αμέλεια υφίσταται στις πιo κάτω περιπτώσεις, δηλαδή-
(α) .............
(β) o κάτoχoς ακίvητης ιδιoκτησίας υπέχει τέτoια υπoχρέωση έvαvτι κάθε πρoσώπoυ πoυ τελεί vόμιμα, καθώς και έvαvτι τoυ κυρίoυ oπoιασδήπoτε ιδιoκτησίας πoυ απoκτήθηκε vόμιμα, εvτός, επί ή τόσov πλησίov της ακίvητης αυτής ιδιoκτησίας ώστε κατά τη συvήθη πoρεία τωv πραγμάτωv vα επηρεάζεται από τηv αμέλεια:
Νoείται ότι o κύριoς και o κάτoχoς ακίvητης ιδιoκτησίας υπέχoυv από κoιvoύ τέτoια υπoχρέωση σε σχέση με τη συvτήρηση και τηv επισκευή της ακίvητης αυτής ιδιoκτησίας, έvαvτι κάθε πρoσώπoυ πoυ δεv βρίσκεται, καθώς και έvαvτι τoυ κυρίoυ ιδιoκτησίας πoυ δεv βρίσκεται εvτός ή επί της ακίvητης αυτής ιδιoκτησίας ή εvτός ή επί oπoιασδήπoτε ακίvητης ιδιoκτησίας η oπoία συvέχεται και κατέχεται μαζί με τηv ακίvητη αυτή ιδιoκτησία από τov κύριo και τov κάτoχo της ή από τov καθέvα από αυτoύς:
Νoείται περαιτέρω ότι o κάτoχoς ακίvητης ιδιoκτησίας δεv υπέχει τέτoια υπoχρέωση σε σχέση με τηv κατάσταση ή τη συvτήρηση ή τηv επισκευή της ακίvητης αυτής ιδιoκτησίας έvαvτι απλoύ αδειoύχoυ (bare licensee) o oπoίoς βρίσκεται ή η ιδιoκτησία τoυ oπoίoυ βρίσκεται, εvτός ή επί της ακίvητης αυτής ιδιoκτησίας, παρά μόvo για πρoειδoπoίηση αυτoύ, για oπoιoδήπoτε κρυμμέvo ή απαρατήρητo κίvδυvo εvτός ή επί ακίvητης ιδιoκτησίας, τov oπoίo o κάτoχoς γvωρίζει ή πρέπει κατά τεκμήριo vα θεωρηθεί ότι γvωρίζει.
Για τoυς σκoπoύς τoυ άρθρoυ αυτoύ "απλός αδειoύχoς" σημαίvει oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται vόμιμα σε ακίvητη ιδιoκτησία άλλως παρά-
(i) σε σχέση με εργασία στηv oπoία έχει συμφέρov o κάτoχoς της ακίvητης ιδιoκτησίας͘ ή
(ii) κατά τη vόμιμη εκτέλεση δημόσιoυ καθήκovτoς βάσει τωv διατάξεωv oπoιoυδήπoτε voμoθετήματoς ή άλλως πως, και περιλαμβάvει τoυς πρoσκαλεσμέvoυς, εκτός αυτoύς πoυ είvαι με αμoιβή, και τoυς υπηρέτες τoυ κατόχoυ της ακίvητης ιδιoκτησίας.»
Στην υπόθεση Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 (Ε) ΑΑΔ 423 στη σελ. 442 αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την εμβέλεια του άρθρου:
«Η υποχρέωση του κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας όπως καθορίζεται στην πιο πάνω επιφύλαξη ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που αφορούν είτε την κατάσταση είτε τη συντήρηση είτε την επισκευή της ακίνητης ιδιοκτησίας και είναι τελείως διάφορη της υποχρέωσης του εργοδότη να διεξάγει τις εργασίες της επιχείρησής του με τρόπο που να μην εκθέτει τα πρόσωπα που εργοδοτεί σε κινδύνους που μπορούν να προβλεφτούν και αποφευχθούν. Το εδάφιο 2(β) του άρθρου 51 του Κεφ. 148 δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι "κάτοχος" του σφαγείου με την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος. Κεφ. 148.»
Στην πρόσφατη υπόθεση Σχολική Εφορεία Στροβόλου ν. Μαρίνας Στεργίδου κ.α., Πολ. Εφ. 8/11, ημερ. 4/3/16, ECLI:CY:AD:2016:D143, στην οποία αντικείμενο εξέτασης υπήρξε το άρθρο 51(2)(β) αναφέρθηκε ότι:
«Ο κάτοχος έχει δυο καθήκοντα: για τη στατική κατάσταση των πραγμάτων (κατάσταση, συντήρηση και επιδιόρθωση του ακινήτου) και για τη λειτουργία της δραστηριότητας ή της επιχείρησης του. Η διαφοροποίηση αυτή έχει σημασία για τη ρύθμιση του κοινοδικαίου η οποία κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 51(2)(β), με βάση την οποία, η ευθύνη του κατόχου διαφοροποιείται αναλόγως του κατά πόσο το πρόσωπο που βρίσκεται στο υποστατικό είναι «προσκεκλημένος» («invitee») ή «απλός δικαιούχος» («bare licensee»).
«Προσκεκλημένος» είναι το πρόσωπο που βρίσκεται στη ιδιοκτησία με πρόσκληση του κατόχου, ρητή ή εξυπακουόμενη, για τους σκοπούς της επιχείρησης ή της δραστηριότητας του κατόχου, υπό την έννοια ότι ο κάτοχος έχει κάποιο χρηματικό ή υλικό συμφέρον, όπως συμφέρον έχει και ο προσκεκλημένος. Με άλλα λόγια, ο προσκεκλημένος είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία με τη συγκατάθεση του κατόχου για σκοπούς κάποιας εργασίας αναφορικά με την οποία ο κάτοχος και ο προσκεκλημένος έχουν κοινό συμφέρον (βλ. Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Νικήτα (2000) 1 ΑΑΔ 1712).
«Απλός δικαιούχος» είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία νόμιμα, όχι όμως σε σχέση με εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος, ούτε κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος, όπως ρητώς εξηγείται στο άρθρο 51(2)(β).
Σε ότι αφορά τις «δραστηριότητες» στα υποστατικά του κατόχου, το καθήκον έναντι «προσκεκλημένου» και «απλού δικαιούχου» είναι ταυτόσημο και έγκειται σε υποχρέωση λήψης λογικών μέτρων ώστε το υποστατικό να είναι ασφαλές από κινδύνους την ύπαρξη των οποίων ο κάτοχος γνωρίζει ή θα όφειλε, ως λογικός άνθρωπος, να γνωρίζει.
Σε ότι όμως αφορά την στατική κατάσταση του ακινήτου, το καθήκον επιμέλειας του κατόχου έναντι «απλού δικαιούχου» περιορίζεται σε προειδοποίηση για κρυμμένο ή λανθάνοντα κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει ή πρέπει να θεωρηθεί ότι γνωρίζει (βλ. Α.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ, ανωτέρω, Κυριακίδης Tenekedzian (1994) 1 ΑΑΔ 504).»
Στην προκειμένη περίπτωση ενόψει της μαρτυρίας που αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ευρημάτων του, δεν έχει αποδειχθεί ότι η κατάσταση του χώρου με την παρουσία των δύο σκαλοπατιών συνιστούσε συγκεκριμένο ασυνήθη κίνδυνο που μπορούσε λογικά να προβλεφθεί. Συνεπώς η σχετική εισήγηση περί εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 51(2)(β) θα πρέπει να απορριφθεί.
Σ' όσον αφορά τους λόγους έφεσης 4 και 5 ότι δεν καταδείχθηκε έστω συντρέχουσα αμέλεια της εφεσίβλητης, δεν ευσταθούν ενόψει της κατάληξης μας ότι η εφεσίβλητη δεν υπήρξε καθ' οιονδήποτε τρόπο αμελής.
Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Andreas Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολ. Εφ. 189/11, ημερ. 15/5/17, ECLI:CY:AD:2017:A177 επαναλήφθηκε η θέση της νομολογίας ως προς την απόδοση συντρέχουσας αμέλειας ως ακολούθως:
«Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας. Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος. (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 ΑΑΔ 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 ΑΑΔ 629). Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος. Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος, (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147, παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28).»
Η πιο πάνω θέση υιοθετήθηκε στη συνέχεια στην υπόθεση Σταύρος Αντωνίου ν. A. Panayides Contracting Ltd., Πολ. Έφ. 259/11 ημερ. 4/10/17, ECLI:CY:AD:2017:A333.
Καταλήγοντας σημειώνουμε ότι η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος δεν ήταν ο τρόπος κατασκευής των σκαλοπατιών που συνιστούσε προβλεπτό κίνδυνο αλλά η συμπεριφορά της ίδιας της εφεσείουσας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ Κας