ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου & άλλης (1991) 1 ΑΑΔ 934
Χρίστου ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 704
Astor Co. Κ.ά. ν. A & G Leventis Ltd κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 726
Oρφανίδης Aνδρέας Στέλιου ν. Nίκης Aνδρέα Oρφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179
Kayat Trading Ltd ν. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1 ΑΑΔ 543
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.25
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2018:1
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(΄Εφεση Αρ. 5/2016)
15 Φεβρουαρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΚΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Καθ' ου η Αίτηση,
ν.
ΑΥΓΗΣ Π. ΜΑΘΗΚΟΛΩΝΗ - ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
________________________
Δημήτρης Παπαχρυσοστόμου, μαζί με Μ. Αθανασίου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.
Λάρης Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι στην παρούσα έφεση υπήρξαν σύζυγοι. H σχέση αυτή διάρκεσε μέχρι τη λύση του γάμους τους. Βρίσκονταν, όμως, σε διάσταση από τον Ιούνιο του 2006. Εν τέλει, ό,τι παραμένει προς επίλυση από τις μεταξύ τους διαφορές είναι το οικονομικό ζήτημα. Για τον πιο πάνω σκοπό, η εφεσίβλητη καταχώρισε την εναρκτήρια αίτηση αρ. 9/2007 ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία αξιώνει από τον εφεσείοντα, πρώην σύζυγό της, την απόδοση προς αυτήν της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του, όπως ισχυρίζεται, επακόλουθο της συμβίωσής τους, η οποία είχε αρχίσει από το 1976.
Η εναρκτήρια αίτηση, παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει από την καταχώρισή της, δεν έχει, ακόμα, καταλήξει∙ υπάρχει καθυστέρηση ως προς τούτο. Για την κατάσταση αυτή φαίνεται να ευθύνεται και ο μεγάλος αριθμός ενδιάμεσων αιτήσεων που καταχωρίστηκαν καθ' όλη την πορεία της, προερχομένων είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά. Η, ως άνω, εξέλιξη εμπόδισε, ειδικά, την απρόσκοπτη ακρόασή της, η οποία είχε αρχίσει, στο μεταξύ. ΄Οπως δε δηλώθηκε κατά την ακρόαση της παρούσας έφεσης, αυτή, ουσιαστικά, έχει ολοκληρωθεί, αφού έχει καταθέσει και η πλευρά του εφεσείοντος, καθ' ου η αίτηση, τη μαρτυρία της.
Σε προηγούμενο στάδιο, συγκεκριμένα στις 12.6.2015, η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση για τροποποίηση των γεγονότων, (η ενδιάμεση αίτηση), τα οποία είχε παραθέσει στην εναρκτήρια αίτησή της. Μέχρι τότε, είχε προσφερθεί η μαρτυρία της ιδίας και ενός μάρτυρά της. Κατέφυγε δε στην πιο πάνω διαδικασία, αφού η εκδηλωθείσα πρόθεσή της να προσφέρει μαρτυρία ως προς τις αξίες των επίδικων περιουσιακών στοιχείων του εφεσείοντος βρήκε αντίθετο τον τελευταίο∙ προβλήθηκε η θέση ότι αυτές δεν ήταν δικογραφημένες. Επιδίωξή της, με την ενδιάμεση αίτηση, ήταν η προσθήκη της εκτιμημένης αξίας εκάστου των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων του εφεσείοντος, ήτοι τριών ακινήτων και δύο εταιρειών. Ο εφεσείων πρόβαλε ένσταση, όπως και στις πλείστες προηγούμενες ενδιάμεσες αιτήσεις της εφεσίβλητης, οπότε αυτή οδηγήθηκε σε ακρόαση. Το εκδικάσαν Δικαστήριο ενέκρινε την ενδιάμεση αίτηση, στο βαθμό που αυτή αφορούσε την εναρκτήρια αίτηση, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης. Στη συνέχεια, η εναρκτήρια αίτηση τροποποιήθηκε αναλόγως και η ακρόασή της συνεχίστηκε επί της ουσίας και έφτασε στο προχωρημένο στάδιο που έχει προαναφερθεί.
Ο εφεσείων, στην πραγματικότητα, δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα τροποποίησης της εναρκτήριας αίτησης. Με την έγκρισή της, το εκδικάζον Δικαστήριο θα είχε ενώπιόν του μια, όσο το δυνατό, πληρέστερη εικόνα ως προς τα επίδικα θέματα. Πρόβαλε, όμως, δύο, βασικά, λόγους ένστασης, με σκοπό να πλήξει άλλως πως την εγκυρότητα της ενδιάμεσης αίτησης. Ο πρώτος αφορούσε το χρόνο καταχώρισής της∙ ήταν η θέση του ότι αυτή έγινε με μεγάλη καθυστέρηση. Ο δεύτερος έθετε θέμα κακοπιστίας, στη βάση ότι η εφεσίβλητη γνώριζε εξαρχής για την αναγκαιότητα συμπερίληψης των αξιών των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων στην εναρκτήρια αίτηση. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε και τους δύο λόγους, ως ανεδαφικούς, και, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, ενέκρινε τις αιτούμενες τροποποιήσεις.
Το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόφασή του, εξέτασε, προκαταρκτικά, κατά πόσο συνέτρεχε η εξουσία του να εγκρίνει την εν λόγω ενδιάμεση αίτηση. Διαπίστωσε, κατ' αρχάς, με αναφορά στο αιτητικό της εναρκτήριας αίτησης, ότι αυτή στηρίζεται στο άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/1991), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»). Σε σχέση με την πτυχή αυτή, έκρινε ότι: «οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι ουσιαστικές, από την άποψη ότι συνιστούν γεγονότα που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του αγώγιμου δικαιώματος δυνάμει του άρθρου 14 του Ν. 232/91.»
Η κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ανωτέρω, θεωρείται ορθή, δεδομένων των προνοιών του άρθρου 14(1)[1] και (2)[2] του Νόμου, ως και της φύσεως των περιουσιακών στοιχείων του εφεσείοντος, σε σχέση με τα οποία η εφεσίβλητη προβάλλει την απαίτησή της∙ αυτά αφορούν σε ακίνητη ιδιοκτησία και εταιρικές οντότητες. Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαία η γνώση της αγοραίας αξίας τους. Με την απόδειξή της, το εκδικάζον Δικαστήριο θα μπορεί, εφόσον κάνει αποδεκτή την αξίωση της εφεσίβλητης, να της αποδώσει την αναλογία που θα διαπιστώσει ότι αυτή δικαιούται στην αξία της εν λόγω περιουσίας του εφεσείοντος, υπολογιζομένης σε χρήμα, (βλ. Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179 και Στυλιανή Σαββίδη ν. Χαράλαμπου Παναγιώτου Τσέρτου, ΄Εφεση Δευτ. Οικογ. Δικ. Αρ. 10/2013, 2.11.2017). Γνώση της αξίας της εν λόγω περιουσίας θα είναι αναγκαία και στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο διατάξει τη μεταβίβαση μέρους της, δυνάμει της εξουσίας που του παρέχεται από το άρθρο 14Ε[3] του Νόμου.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, αποφάσισε ότι, υπό τις περιστάσεις, ικανοποιείτο το κριτήριο το οποίο προβλέπεται στον Κ. 1 της Δ.25 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η αναφορά είναι στην ουσιώδη πρόνοιά του ότι επιτρέπονται «all such amendments ... as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties". Στη βάση, λοιπόν, ανωτέρω, και καθοδηγούμενο από την πάγια, επί του θέματος, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[4], η οποία αναδεικνύει την πρακτική σημασία της πιο πάνω πρόνοιας, προς το σκοπό της απονομής δικαιοσύνης μεταξύ των διαδίκων, ενέκρινε την ενδιάμεση αίτηση για τροποποίηση. Η απόφασή του, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, οπωσδήποτε, κρίνεται ορθή.
Ο ευπαίδευτος Δικαστής, προκειμένου να καταλήξει στην πιο πάνω τελική απόφασή του, εξέτασε, ως όφειλε, και τους προαναφερθέντες λόγους ένστασης του εφεσείοντος, τους οποίους απέρριψε, ως αβάσιμους. Η απόφασή του, σχετικά, προσβάλλεται ως λανθασμένη, στη βάση ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι περιβάλλουσες την πορεία της εναρκτήριας αίτησης περιστάσεις και οι συνέπειες από τυχόν έγκριση της ενδιάμεσης αίτησης, δεδομένου ότι είχε, ήδη, προσφερθεί κάποια μαρτυρία από την πλευρά της εφεσίβλητης.
΄Οσον αφορά, ειδικά, το θέμα της καθυστέρησης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, γενικά, αυτή υπήρχε σε σχέση με την ολοκλήρωση της υπόθεσης, γεγονός για το οποίο θεώρησε, εξίσου, υπεύθυνες και τις δύο πλευρές. Εν πάση περιπτώσει, για το θέμα αυτό, καθοδηγήθηκε από την υπόθεση Astor Co κ.ά. ν. A & G Leventis Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και, ειδικά, από το απόσπασμα που ακολουθεί από τις σελίδες 730 έως 731, το οποίο και παρέθεσε, όπου αναφέρεται:-
«Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός. Δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Το ίδιο ισχύει για τον κάθε ένα από τη σειρά των παραγόντων που η νομολογία καθιέρωσε ως διαδραματίζοντας ρόλο. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται αφού συνυπολογιστούν τα σχετικά στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης.»
Στο πιο πάνω απόσπασμα, διαπιστώνεται το πλαίσιο συνυπολογισμού του παράγοντα χρόνου κατά την εξέταση αίτησης για τροποποίηση δικογράφου, δυνάμει του Κ. 1 της Δ.25 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, με αναφορά σε σχετικούς ισχυρισμούς του εφεσείοντος, διαπίστωσε πως, αν επιτρεπόταν η τροποποίηση στο χρόνο που είχε καταχωριστεί η ενδιάμεση αίτηση, αυτός δε θα υφίστατο οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά, σε σχέση, ειδικά, με την παρουσίαση της υπεράσπισής του. Η άποψη του Δικαστηρίου, εκ των πραγμάτων, αποδείχθηκε ορθή, αφού, σύμφωνα με τα όσα έχουν προαναφερθεί, η ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης συνεχίστηκε από το στάδιο που αυτή είχε μείνει, στη βάση της διενεργηθείσας τροποποίησης. Για δε το προηγηθέν στάδιο, ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα να ζητήσει να αντεξετάσει, σε σχέση με τη διενεργηθείσα τροποποίηση, την εφεσίβλητη και το μάρτυρά της, (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1 Α.Α.Δ. 543), πράγμα, όμως, το οποίο, προφανώς, δε θεώρησε αναγκαίο να πράξει.
Ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντος περί της ύπαρξης κακοπιστίας εκ μέρους της εφεσίβλητης, το Δικαστήριο δε διαπίστωσε αυτός να υποστηριζόταν με οποιοδήποτε άλλο επιμέρους ισχυρισμό του, πέραν αυτού που αναφέρθηκε προηγουμένως. Από την πλευρά δε της εφεσίβλητης, δόθηκαν, συναφώς, κάποιες εξηγήσεις. Συγκεκριμένα, προβλήθηκε ότι δεν ήταν γνωστές, στο αρχικό στάδιο της υπόθεσης, οι αξίες, ειδικά, των εταιρειών του εφεσείοντος. Ωστόσο, όμως, δεν αναφέρθηκε αν καταβλήθηκε οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση εξακρίβωσής τους. ΄Οσον αφορά τις αξίες των επίδικων ακινήτων του εφεσείοντος, η εφεσίβλητη, μάλλον, παρέλειψε να μεριμνήσει για την εξασφάλισή τους από την αρχή. Αυτό, όμως, έγινε, ενδεχομένως, λόγω λανθασμένης εκτίμησης ως προς την αναγκαιότητά τους, αφού όταν ήλθε η στιγμή για την προσφορά, σχετικά, μαρτυρίας, η πρόθεση της εφεσίβλητης, απρόσμενα για την ίδια και το δικηγόρο της, προσέκρουσε στην ένσταση της πλευράς του εφεσείοντος, για το λόγο που έχει προαναφερθεί. Ωστόσο, παράλειψη, όπως η πιο πάνω, ακόμα και στην περίπτωση που αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αμέλεια εκ μέρους της πλευράς που επιχειρεί την τροποποίηση, δεν αποτελεί εμπόδιο για την έγκρισή της. ΄Οπως ετέθη στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου & άλλης (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, στη σελίδα 939:-
«Αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.»
Τέλος, δε γίνεται δεκτή και η εισήγηση, σχετικά, εκ μέρους του εφεσείοντος ότι βοηθητική γι' αυτόν είναι η υπόθεση Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.ά., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 137/2013 και 138/2013, 20.3.2014. Συγκεκριμένα, το απόσπασμα στο οποίο έχει γίνει παραπομπή[5], ουσιαστικά, ψέγει τη φύση της εκεί επιχειρηθείσας τροποποίησης, που, αν επιτρεπόταν, θα είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή αιτίας αγωγής σε σχέση με δώδεκα εκ των εναγομένων, εναντίον των οποίων δεν καταλογιζόταν οποιαδήποτε αιτία μέχρι εκείνην τη στιγμή, κατάσταση η οποία, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, κρίθηκε απαράδεκτη. Το Εφετείο, όμως, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο ουσιαστικό κριτήριο που εφαρμόζεται σε σχέση με αιτήσεις τροποποίησης δικογράφων, όπως η παρούσα, επισημαίνοντας πως:-
«Σταθερή γραμμή της Νομολογίας επιβεβαιώνει ως θεμελιακή αρχή πως τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. ... Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση.»
Στη βάση αυτή, επετράπη, στην παρούσα υπόθεση, η ενδιάμεση αίτηση για τροποποίηση της εναρκτήριας αίτησης και, υπό τις περιβάλλουσες αυτήν περιστάσεις, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, συν Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] «(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.»
[2] «(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.»
[3] «14Ε. Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ' ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου.»
[4] Βλ., μεταξύ άλλων, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου & άλλης (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 και Χρίστου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 704.
[5] «Πάγια νομολογία διαμόρφωσε τον κανόνα ότι αίτηση τροποποίησης δεν είναι δυνατό να επιτύχει αν το υλικό, το οποίο σκοπείται να εισαχθεί, ήταν σε γνώση του αιτητή ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί έγκαιρα. Η δε αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία για παρατηρούμενη καθυστέρηση που οδηγεί σε εκτροχιασμό της δίκης και δεν παρέχει, αφ' εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας.»