ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεν. Εισαγγέλεας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων (1993) 1 ΑΑΔ 94
Πιττάλης Kωνσταντίνος M. κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 814
Σοφοκλέους Ανδρέας ν. Κωστάκη Ταβελούδη και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 92
Μιχαηλίδης Ανδρέας ν. Μαίρης Μαυροπούλου (2002) 1 ΑΑΔ 1143
Aπολλώνειο Iδιωτικό Nοσοκομείο Λτδ ν. C & S American Heart Institute Ltd και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 379
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.2
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A81
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 356/2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
15 Φεβρουαρίου 2018
1. C & S AMERICAN HEART INSTITUTE LTD
2. C.S.O. HEART MEDICAL CENTER LIMITED
3. ΜΑΡΙΝΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
4. ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ
- ΚΑΙ -
ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΤΔ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ/ΕΝΑΓΟΥΣΑ
--------------------
Κ. Κακουλλή (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για Εφεσείοντες
Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσίβλητη
ΝΑΘΑΝΑΗΛ Δ. Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η Εφεσείουσα 1 και Εφεσίβλητη, ως διαχειρίστρια του Απολλώνειου Ιδιωτικού Νοσοκομείου συνήψαν έγγραφη συμφωνία ημερ. 27.11.1998 με την οποία συνεφώνησαν όπως δημιουργήσουν και λειτουργήσουν, στο χώρο του Νοσοκομείου, κλινική καρδιοχειρουργικών, θωρακοχειρουργικών και καρδιολογικών περιστατικών. Η συμφωνία περιλάμβανε, ασφαλώς, όρους και υποχρεώσεις που ανελάμβαναν το κάθε συμβαλλόμενο μέρος.
Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση και το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στις 5.8.2011. Σύμφωνα με αυτήν, τα επίδικα θέματα τα οποία είχε το Δικαστήριο ν' αποφασίσει, ήταν τέσσερα. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα.
"Το πρώτο, κατά πόσο οι εναγόμενοι παραβίασαν τη Συμφωνία με αποτέλεσμα να τερματισθεί υπαιτιότητα τους στις 13.12.01. Το δεύτερο, αν στη βάση των όρων της Συμφωνίας οι εναγόμενοι υποχρεούνται σε απόδοση λογαριασμών ως το απαιτητικό Α και αν ναι για ποια περίοδο και τι είδους λογαριασμούς υποχρεούνται να αποδώσουν. Το τρίτο, κατά πόσο η ενάγουσα δικαιούται γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, ως και το ύψος τους και το τέταρτο, κατά πόσο οι παραβιάσεις της Συμφωνίας που καταλογίζουν οι εναγόμενοι στην ενάγουσα ευσταθούν και, αν ναι, κατά πόσο ως αποτέλεσμα των παραβιάσεων αυτών υπέστησαν τις ζημίες που ισχυρίζονται και, περαιτέρω, αν δικαιούνται σε επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων."
Εν συνεχεία, αφού αναφέρθηκε στην προσφερθείσα μαρτυρία και αξιολόγησε αυτή, κατέληξε ως προς το πρώτο θέμα που έθεσε ότι η Εφεσίβλητη νομικά τερμάτισε την επίδικη συμφωνία υπαιτιότητα των Εφεσειόντων στις 13.12.2001 και κατ' ακολουθία τούτου δικαιούται σε ανάλογη Δηλωτική Απόφαση. Όσον αφορά το δεύτερο θέμα, κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη δικαιούται σε απόδοση λογαριασμών σε σχέση με τα χειρουργικά περιστατικά και καθετηριασμούς για την περίοδο 2001 μέχρι 31.1.2004 ως η Δήλωση της κ. Κακουλλή στο στάδιο της αντεξέτασης του Εναγομένου 3. Η ως άνω υποχρέωση των Εφεσειόντων αφορούσε, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, "τον αριθμό των καρδιοχειρουργικών περιστατικών και καθετηριασμών που διεκπεραιώθηκαν στην Κλινική, πόσα απ' αυτά πληρώθηκαν και πόσα εξακολουθούσαν να παραμένουν απλήρωτα". Περαιτέρω, κατέληξε ότι "η αριθμητική βάση για υπολογισμό των ποσοστών που δικαιούτο η Εφεσίβλητη ήταν £5.500 για τα καρδιοχειρουργικά περιστατικά και £780 για τους καθετηριασμούς". Όσον αφορά το τρίτο θέμα κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη δεν δικαιούται καμία μορφή αποζημιώσεων (γενικές και ειδικές αποζημιώσεις). Τέλος, όσον αφορά το τέταρτο θέμα και που αφορούσε την Ανταπαίτηση των Εφεσειόντων, έκρινε ως βάσιμο μόνο το παράπονο που αφορούσε πρόβλημα που παρατηρήθηκε στο αποχετευτικό σύστημα της κλινικής. Έκρινε όμως ότι δεν αποδείχθηκαν τα αξιούμενα κονδύλια και την απέρριψε. Ως αποτέλεσμα εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση/Διάταγμα εναντίον των Εφεσειόντων/Εναγομένων:
"Α. Δηλωτική απόφαση ότι η Συμφωνία τερματίσθηκε με υπαιτιότητα των εναγομένων στις 13.12.2001 και
Β. Διάταγμα όπως εντός δύο μηνών από σήμερα κοινοποιήσουν στην ενάγουσα τον αριθμό των καρδιοχειρουργικών περιστατικών και καθετηριασμών που διενήργησαν στην Κλινική κατά την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.1.2004, ως και τον αριθμό των εν λόγω περιστατικών που ναι μεν έχουν τιμολογηθεί αλλά δεν έχουν ακόμα πληρωθεί."
Παράλληλα, απέρριψε την Ανταπαίτηση.
Οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι με δύο λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη σε σχέση με δύο ζητήματα. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε Διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι Εφεσείοντες όπως κοινοποιήσουν στην Εφεσίβλητη τον αριθμό των καρδιοχειρουργικών περιστατικών και καθετηριασμών που διενήργησαν στην Κλινική κατά την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.1.2004 ως και τον αριθμό των εν λόγω περιστατικών που έχουν τιμολογηθεί αλλά δεν έχουν πληρωθεί. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αριθμητική βάση για τον υπολογισμό ποσοστών που δικαιούτο η Εφεσίβλητη ήταν £5.500 για τα καρδιοχειρουργικά περιστατικά και £780 για τους καθετηριασμούς.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης η ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί, η απόδοση λογαριασμών, ν' αφορά την περίοδο μετά τον τερματισμό επειδή αξίωση για απόδοση λογαριασμών δεν μπορεί να προβληθεί μετά τον τερματισμό. Με δεδομένο ότι οι Εφεσείοντες απέδωσαν λογαριασμούς μέχρι την ημερομηνία του τερματισμού το Διάταγμα σύμφωνα με αυτήν εξεδόθη αδικαιολόγητα. Ήταν περαιτέρω η εισήγηση της αναφορικά με την παράνομη κατοχή ακινήτου μετά τον τερματισμό, ότι το μέτρο της αποζημίωσης είναι η ενοικιαστική αξία του κτήματος και όχι οτιδήποτε άλλο. Όσον αφορά τη δήλωση της που προέβη κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ότι δηλ. η Εφεσίβλητη δικαιούται σε Διάταγμα ως η παράγρ. Α(1) και (2) του αιτητικού, είναι η θέση της ότι δεν προκύπτει αυτό που αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφαση του σελ. 32 και/ή είναι εμφανές ότι υπήρξε κάποια παραδρομή στο λόγο. Αναφέρθηκε περαιτέρω σε τι είχε υπόψιν της και τι εννοούσε όταν προέβη στη δήλωση ως άνω.
Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσίβλητη ο οποίος, βεβαίως, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά μια παράνομη κατοχή ενός ακινήτου ή παραβίαση συμφωνίας ενοικίασης, αλλά περίπτωση όπου οι Εφεσείοντες καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη της Εφεσίβλητης και αξιοποιώντας τους χώρους εγκατάστασης, υποδομής, καλό όνομα, την πελατεία, τις άλλες ειδικότητες ή κλινικές που λειτουργούσαν στο Νοσοκομείο της Εφεσίβλητης συνέχισαν να κερδίζουν σε βάρους της και μετά τον τερματισμό της.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή τα όσα μας έχουν τεθεί από αμφότερους του συνήγορους όπως επίσης το υλικό ενώπιον μας. Ανατρέξαμε, όπου αυτό επιβάλλετο, και στα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με όλο το σεβασμό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες. Τα όσα ανέφερε αναφορικά με τις αρχές που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις ενοικίασης είναι ορθά μεν αλλά δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Όπως πολύ καλά γνωρίζει η ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, εφόσον ήταν η συνήγορος τους στην Έφεση μεταξύ των ιδίων διαδίκων Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Λτδ ν. 1. C & S American Heart Institute Ltd κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 379, δεν ευρισκόμαστε προ υποθέσεως η οποία αφορά ενοικίαση υποστατικού ώστε να τύχουν εφαρμογής οι αρχές που διέπουν το μέτρο αποζημίωσης για παράνομη κατοχή υποστατικού. Εδώ η φύση της συμφωνίας των μερών με πολλή λεπτομέρεια καθορίστηκε από το Εφετείο στην απόφαση του ως άνω. Τα ακόλουθα αποσπάσματα είναι σχετικά.
"Προσεκτική εξέταση της συμφωνίας των διαδίκων αποκαλύπτει ένα έντονο προσωπικό στοιχείο με την καταγραφή μιας ιδιαίτερης συμφωνίας που δεν παραπέμπει σε μια απλή ενοικίαση. Το προοιμιακό μέρος της αποκτά τη δική του σημασία εφόσον καταγράφει την επιθυμία τόσο του Απολλώνειου, όσο και των εφεσιβλήτων «..... να συνεργαστούν στη δημιουργία και λειτουργία της Κλινικής», αφού πιστοποιείται ότι το μεν Απολλώνειο «..... διαχειρίζεται και λειτουργεί το Ιδιωτικό Νοσοκομείο στη λεωφόρο Λευκοθέου στο Στρόβολο που είναι γνωστό με την επωνυμία ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ .....», ενώ ο έτερος των διαδίκων, ως Β Μέρος, «..... επιθυμεί να δημιουργήσει και λειτουργήσει Κλινική Καρδιοχειρουργικών Θωρακοχειρουργικών και Καρδιολογικών Περιστατικών .....». Η παρ. 1 της συμφωνίας παραπέμπει σε αυτή τη δημιουργία και λειτουργία της Κλινικής «..... εντός του χώρου του νοσοκομείου .....», το αυτό δε προνοεί και η παρ. 2, δηλώνοντας ότι η παραχώρηση (δεν χρησιμοποιείται ο όρος ενοικίαση), από το Απολλώνειο στους εφεσίβλητους των καθοριζομένων εκεί χώρων θα είναι «...... εντός του νοσοκομείου .....» (κάθε έμφαση προστέθηκε).
.............................
Το ότι η συμφωνία διαποτιζόταν από έντονο προσωποπαγές στοιχείο συνάγεται και από την παρ. 8(γ) ότι οι εφεσίβλητοι θα αναλάμβαναν να πληροφορούν το κοινό ότι η Κλινική λειτουργεί εντός του Απολλωνείου, προβάλλοντας έτσι ταυτόχρονα και τα δύο, ενώ θα υπήρχε και ευρύτερη μεταξύ των διαδίκων συνεργασία εφόσον με τις υποπαρ. (δ) και (ε), οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν υποχρέωση να χρησιμοποιούν κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες ιατρών που ασκούν το επάγγελμα τους στο Απολλώνειο, αλλά και γενικότερα να χρησιμοποιούν κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες που προσφέρονται από το Απολλώνειο και τις θυγατρικές αυτού εταιρείες.
..........................
Η συμφωνία στο σύνολο της κάθε άλλο παρά σε συμφωνία ενοικίασης παραπέμπει. Πρόκειται για μια ιδιότυπη συμφωνία. Η αποκλειστική χρήση της Κλινικής από τους εφεσίβλητους στην οποία δόθηκε μεγάλη έμφαση δεν είναι εδώ το καθοριστικό στοιχείο. Δοθέντος ότι τα όσα πρωτοδίκως θεωρήθηκαν ως αδιαμφισβήτητα παραμένουν τελικώς επουσιώδη για την κρίση επί της δικαιοδοσίας, αναδύεται ως ιδιαίτερης σημασίας η διάγνωση της πραγματικής πρόθεσης των μερών, μέσα από την ολότητα της συμφωνίας όπως άλλωστε ήταν και η συγκλίνουσα θέση των διαδίκων. (Shell-Mex and B.P. Ltd v. Manchester Garages Ltd [1971] 1 All E.R. 841, 844). Το ότι η υπόθεση συζητήθηκε στη βάση των εννοιών της ενοικίασης και της άδειας χρήσης, ανάγεται στο γεγονός ότι η συμφωνία κατηγοριοποιήθηκε από το ίδιο το Απολλώνειο στην έκθεση απαίτησής του ως άδεια χρήσης. Στην ουσία η όλη διαφορά των διαδίκων είναι καθαρά οικονομική όπως άλλωστε αποκαλύπτεται από την όλη αλληλογραφία του Τεκμ. 4."
Συνεπώς η εισήγηση της προς αυτή την κατεύθυνση δεν μπορεί να επιτύχει.
Όσον αφορά το έτερο σκέλος της εισήγησής της παρατηρούμε τ' ακόλουθα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη/Ενάγουσα, νόμιμα τερμάτισε την επίδικη συμφωνία υπαιτιότητα των Εφεσειόντων/Εναγομένων στις 13.12.01. Αυτό το εύρημα δεν προσβάλλεται από κανένα των διαδίκων. Προχωρώντας περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τις θεραπείες τις οποίες θα απέδιδε υπέρ της Εφεσίβλητης αναφέρει τ' ακόλουθα:
"Η Συμφωνία λοιπόν τερματίσθηκε στις 13.12.01 με υπαιτιότητα των εναγομένων και κατ΄ ακολουθία τούτου η ενάγουσα δικαιούται σε ανάλογη Δηλωτική Απόφαση. Όπως δικαιούται και σε απόδοση λογαριασμών σε σχέση με τα χειρουργικά περιστατικά και καθετηριασμούς για την περίοδο 2001 μέχρι 31.1.2004 ως η δήλωση της κας Κακουλλή στο στάδιο της αντεξέτασης του εναγομένου 3."
Η δήλωση της κ. Κακουλλή όπως καταγράφεται στα πρακτικά, σελ. 121 έχει ως ακολούθως:
"κα Κακουλλή Η πλευρά μας δηλώνει ότι αν τελικά το δικαστήριο κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία για εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, θέμα το οποίο περιστρέφεται γύρω από το θέμα του κατά πόσο υπάρχει θέσμια ενοικίαση ή όχι, τότε η πλευρά μας δηλώνει από τώρα ότι οι ενάγοντες δικαιούνται σε διάταγμα ως η παρ. Α(1) και (2) του απαντητικού. Όσον αφορά το 3(Α) το αμφισβητούμε. Περαιτέρω, είναι σημαντικό το τι θα κρίνει το δικαστήριο αναφορικά με το χρόνο τερματισμού ή εκπόνησης της συμφωνίας. Εάν λοιπόν το δικαστήριο κρίνει ότι οι εναγόμενοι είναι θέσμιοι ενοικιαστές από τον Ιανουάριο του 2002 τότε αυτές τις καταστάσεις θα τις δικαιούνται οι ενάγοντες μόνο για το έτος 2001."
(προφανώς εκεί που αναφέρεται απαντητικό πρόκειται περί λάθους της στενογράφου και η ορθή λέξη θα πρέπει να είναι απαιτητικού)
Οι αιτούμενες θεραπείες υπό Α(1) και (2) ως καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης είναι οι ακόλουθες:
"Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εναγόμενους 1,2,3,4 ή οποιονδήποτε από αυτούς να παραδώσουν και/ή αποδώσουν στην Ενάγουσα Λογαριασμούς και/ή οποιοδήποτε στοιχείο και/ή πληροφορία αναφορικά με:
(1) Τον αριθμό και/ή την περιγραφή και/ή την ημερομηνία των καθετηριασμών που πραγματοποίησαν στην Καρδιολογική Κλινική κατά την περίοδο των ετών 2001, 2002, 2003 και τον Ιανουάριο του 2004.
(2) Τον αριθμό και/ή την περιγραφή και/ή την ημερομηνία των καρδιοχειρουργικών περιστατικών που αντιμετώπισαν και/ή πραγματοποίησαν στην Καρδιολογική Κλινική κατά την περίοδο των ετών 2001, 2002, 2003 και τον Ιανουάριο του 2004."
Στην Μιχαηλίδης ν. Μαυρόπουλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1143 λέχθηκε ότι "σε διαδικασία στην οποία ο διάδικος αντιπροσωπεύεται υπό συνηγόρου, η δήλωση του συνηγόρου εκ μέρους του διαδίκου εκφράζει, στην έκταση που καλύπτει για την συγκεκριμένη περίπτωση, την θέση του διαδίκου και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά."
Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 94, με αναφορά στην Langdale v. Danby (1982) 3 All E.R. 129, αποφασίστηκε:
"Παραστάσεις στις οποίες ο διάδικος προβαίνει μέσω του δικηγόρου του προς τον αντίδικο του στο πλαίσιο της δίκης, μπορούν να οδηγήσουν στην θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος εφόσον (i) είναι σαφείς, (ii) ο αντίδικος βασίζεται σε αυτές και αναπροσαρμόζει τη θέση του σε βαθμό και έκταση που (iii) θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον πρώτο διάδικο να αποστεί από τις παραστάσεις του."
(βλ. επίσης Πιττάλης Κωνσταντίνος κ.α. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, Λαϊκή Τράπεζα ν. Χαραλαμπίδη (1989) 1 Α.Α.Δ. 556, Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92)
Παρατηρούμε στην παρούσα υπόθεση ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση. Η δήλωση της συνηγόρου των Εφεσειόντων ήταν ξεκάθαρη και δήλωνε την αποδοχή των Εφεσειόντων να εκδοθεί Διάταγμα ως η παράγρ. Α(1) και (2) της Έκθεσης Απαίτησης εφόσον κριθεί ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία. Τα υπόλοιπα τα οποία περιέχονται στη δήλωση είναι ακριβώς για να υποστηρίξουν την πιο πάνω ρητή αποδοχή και τίποτε άλλο. Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση είναι η κρίση μας ότι στο στάδιο που έγινε η δήλωση από την συνήγορο των Εφεσειόντων και που ήταν το στάδιο παρουσίασης της Υπεράσπισης των Εφεσειόντων, αλλά και το περιεχόμενο της δεν αναμένετο από την Εφεσίβλητη να προβεί σε οιανδήποτε αναπροσαρμογή της θέσεως της. Συνεπώς, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθό στην απόφαση του να εκδώσει το Διάταγμα ώστε οι Εφεσείοντες να κοινοποιήσουν στην Εφεσίβλητη "τον αριθμό των καρδιοχειρουργικών περιστατικών και καθετηριασμών που διενήργησαν στην Κλινική κατά την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.1.2004, ως και τον αριθμό των εν λόγω περιστατικών που ναι μεν έχουν τιμολογηθεί αλλά δεν έχουν ακόμα πληρωθεί".΄
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων στο στάδιο των αγορεύσεων, πρωτόδικα, εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διατάξει απόδοση λογαριασμών για δύο λόγους. Πρώτο, διότι οι Εφεσείοντες δεν διατηρούσαν τιμοκατάλογο και δεύτερο διότι από την χρέωση των καρδιοχειρουργικών περιστατικών και καθετηριασμών πρέπει να αφαιρούνται οι αμοιβές των ιατρών και τα πραγματικά έξοδα. Τα πιο πάνω μας οδηγούν στον δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι αριθμητική βάση για τον υπολογισμό των ποσοστών που δικαιούτο η Εφεσίβλητη ήταν £5.500 για τα καρδιοχειρουργικά περιστατικά και £780 για τους καθετηριασμούς. Σύμφωνα με την αιτιολόγηση του λόγου αυτού, τίθεται θέμα ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσίβλητη δεν δικαιούται σε επιδίκαση ειδικών και γενικών αποζημιώσεων η ως άνω κρίση του για απόδοση λογαριασμών ξέφυγε των δικαιοδοτικών του ορίων. Περαιτέρω, ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων ότι τα πιο πάνω ποσά περιλαμβάνουν και ιατρική αμοιβή και πραγματικά έξοδα και ότι μόνο επί του υπολοίπου που αφορά καθαρά έξοδα κλινικής θα πρέπει να υπολογιστούν τα ποσοστά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας επί του ερωτήματος τι είδους λογαριασμούς υποχρεούνται οι Εφεσείοντες ν' αποδώσουν, απάντησε με αναφορά στη συμφωνία των μερών ως ακολούθως:
"Ό,τι επί του προκειμένου προβλέπει είναι ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να πληρώνουν στην ενάγουσα τα συμφωνηθέντα ποσοστά «. επί των εισπραχθέντων ποσοστών και όχι επί των τιμολογηθέντων αμέσως με την είσπραξη τους.» Στη βάση της πρόνοιας αυτής έχω την άποψη ότι η μόνη υποχρέωση που ανέλαβαν οι εναγόμενοι ήταν να κοινοποιούν στην ενάγουσα τον αριθμό των καρδιοχειρουργικών περιστατικών και καθετηριασμών που διεκπεραιώθηκαν στην Κλινική, πόσα απ΄ αυτά πληρώθηκαν και πόσα εξακολουθούσαν να παραμένουν απλήρωτα."
Το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχει εφεσιβληθεί και συνεπώς παραμένει ως δεδομένο. Όσον δε αφορά την αριθμητική βάση για υπολογισμό των ποσοστών που δικαιούται η Εφεσίβλητη, στηρίχθηκε στην κατάσταση την οποία ετοίμασαν οι Εφεσείοντες, Τεκμ. 2, με την οποία γνωστοποιούσαν στην Εφεσίβλητη τα πιο πάνω ποσά και τα οποία ο Εφεσείων 3 παραδέχθηκε ότι χρησιμοποίησε ως βάση για υπολογισμό των υπό αναφορά ποσοστών. Κατάληξη που κρίνεται καθ' όλα ορθή και σύμφωνη με τις αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα, αξιολόγηση και αποδοχή μαρτυρίας. (Βλ. C. Roushias Trading and Development Ltd v. Μωσαϊκού Π.Ε. 98/2010 ημερ. 8.12.2014)
Όσον αφορά το θέμα μη επιδίκασης ειδικών και γενικών αποζημιώσεων το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας αμφότερες τις αξιώσεις, έκρινε ότι για το πρώτο είδος αποζημιώσεων δεν έγινε δικογραφημένη εξειδίκευση τους και συνεπώς δεν μπορούσε να τις αποδώσει ενώ για το δεύτερο είδος αποζημιώσεων αναφέρει τ' ακόλουθα:
"......το ερώτημα που εγείρεται είναι αν δικαιούται σε γενικές αποζημιώσεις ή έστω ονομαστικές. Κατά την άποψη μου η απάντηση είναι και πάλι αρνητική καθότι παρά τον τερματισμό της Συμφωνίας όχι μόνο επέτρεψε στους εναγόμενους να διατηρήσουν την κατοχή της Κλινικής, αλλά συνέχισε να τους προσφέρει υπηρεσίες και να εισπράττει γι΄ αυτές το αντίστοιχο αντίτιμο καθώς επίσης και άλλα ποσά που μέχρι την 31.11.04 ανήλθαν - όπως η ίδια αναφέρει στο δικόγραφο της - στις £421.715 και απ΄ ότι προκύπτει από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας η οικονομική της απαίτηση για την περίοδο που αφορά την αγωγή - δηλαδή μέχρι 31.1.04 - περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από τα ποσοστά που προβλέπονται από τη Συμφωνία"
Το πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει αφενός τον λόγο μη απόδοσης γενικών αποζημιώσεων και αφετέρου απορρίπτει τις δύο αιτιάσεις των Εφεσειόντων για τη μη απόδοση λογαριασμών. Η άνω προσέγγιση μάς βρίσκει σύμφωνους και είναι σε πλήρη συμφωνία με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ των ιδίων διαδίκων ημερ. 28.2.2011 που έκρινε ότι η συμφωνία των μερών είναι μια ιδιότυπη και καθαρά οικονομική.
Η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες για υπέρβαση των δικαιοδοτικών ορίων του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ορθή και δεν μπορεί να υποστηριχθεί εάν ληφθούν υπόψιν οι ευρείες εξουσίες που έχει το Δικαστήριο με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 31 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 Ν.14/60 για παροχή θεραπείας βασισμένη στο Νόμο ή τις αρχές της επιείκειας.
"Καθoρισμός τoυ επιδίκoυ θέματoς πλήρως και τελικώς
31. Έκαστov δικαστήριov εv τη ασκήσει της πoλιτικής αυτoύ δικαιoδoσίας oφείλει εv εκάστη δίκη ή άλλη διαδικασία, vα παρέχη είτε απoλύτως ή υπό τoιoύτoυς όρoυς και πρoϋπoθέσεις, ως τo δικαστήριov κρίvει δίκαιov, πάσας τας θεραπείας εις ας oιoσδήπoτε τωv διαδίκωv θα εδικαιoύτo εv σχέσει πρoς oιαvδήπoτε εγερθείσαv υπ' αυτoύ αξίωσιv στηριζoμέvηv επί τoυ vόμoυ ή τωv αρχώv της επιεικίας (equity) κατά τoιoύτov τρόπov, εφ' όσov τoύτo είvαι δυvατόv, ώστε πάvτα τα αμφισβητoύμεvα θέματα μεταξύ τωv διαδίκωv vα διαγιγvώσκωvται πλήρως και τελικώς και πάσα πoλλαπλότης της διαδικασίας αφoρώσης εις oιovδήπoτε τωv θεμάτωv τoύτωv vα απoφεύγεται."
Περαιτέρω, η Δ.2 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει σχετικά:
"In all cases in which the plaintiff, in the first instance, desires to have an account taken the writ of summons shall be indorsed with a claim that such account be taken."
Η Εφεσίβλητη συμμορφώθηκε πλήρως και με τη Διαταγή αυτή και με την Έκθεση Απαίτησης της αξίωσε την έκδοση διαταγής του Δικαστηρίου για απόδοση λογαριασμών ως ανωτέρω έχει αναφερθεί. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για υπέρβαση δικαιοδοσίας.
Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε αιτία για την οποία θα ήταν δυνατό το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την αξίωση της Εφεσίβλητης στην οποία δικαιούτο στα ειδικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.
Δι' όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων και υπέρ της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ