ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μιχαηλίδου, Δέσπω Α. Μαθηκολώνης, για τους αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-02-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΡΟΥΣΙΗ, ΤΗΣ ΤΟΜΚΟUR HOLDINGS LIMITED κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 170/2017, 2/2/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D53

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 (ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 170/2017)

 

2 Φεβρουαρίου, 2018

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ AITHΣΗ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΡΟΥΣΙΗ, ΤΗΣ ΤΟΜΚΟUR HOLDINGS LIMITED, KYPKOUR HOLDINGS LIMITED ΚΑΙ ΤΗΣ SUCCESS INVESTCORP LIMITED, ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ - CERTIORARI ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ - PROHIBITION ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 13/11/2017 ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 190/2017 ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΩΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 337 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΡΙΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ 2, 3, 4, 5, 6 ΚΑΙ 7, ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ - ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 9, 13, 14, 39 ΚΑΙ 48

---------

Α. Μαθηκολώνης, για τους αιτητές.

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου καταχωρίστηκε Γενική Αίτηση (Γ. Αίτηση) δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, άρθρα 333, 344, εναντίον πέντε εταιρειών, όπως εμφαίνονται επί του τίτλου:  αναφορικά με τις εταιρείες Triadic Estates Ltd, Rising City Holdings Ltd, T.K. Kouroushisplan Ltd, Capital Accommodation (Cyprus) Ltd και Kouroushis Lion Resorts Ltd (οι καθ΄ ων), εκ μέρους δύο προσώπων οι οποίοι κατονομάζουν εαυτούς ως παραλήπτες και διαχειριστές (οι παραλήπτες), καθώς και Αίτηση δια κλήσεως (η Αίτηση δια κλήσεως) με την οποία επιδιώχθηκε προ της εκδίκασης της Γ. Αίτησης η έκδοση προστατευτικών και απαγορευτικών διαταγμάτων, οι οποίες αντικρίστηκαν με ένσταση από τις υπό εκκαθάριση εταιρείες-καθ΄ ων η αίτηση, ή όπως καταγράφει το Δικαστήριο, «ουσιαστικά από τους διοικητικούς συμβούλους των καθ΄ ων η αίτηση και των εταιρειών μέσω αυτών των διοικητικών συμβούλων.

 

Με την Γ. Αίτηση επιδιώκονταν, ανάμεσα σε άλλα, δηλώσεις του Δικαστηρίου ως προς την εγκυρότητα των ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης και κατ΄ επέκταση, της αναγνώρισης της νομιμότητας και εγκυρότητας του διορισμού των παραληπτών και διαχειριστών, η οποία αμφισβητήθηκε από τις καθ΄ ων η αίτηση εταιρείες, καθώς και σειρά απαγορευτικών και προστατικών διαταγμάτων.

 

Εξ αρχής σημειώνεται πως με τα αιτούμενα τόσο στη Γ. Αίτηση όσο και στην αίτηση δια κλήσεως, διατάγματα διατάσσονταν και ονομαστικώς συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα: Κύπρος Κουρούσιης και Χρυσόστομος Κουρούσιης καθώς και «οι αξιωματούχοι, διευθυντές, υπάλληλοι, μέτοχοι και αντιπρόσωποι των εταιρειών», ως εκ της ιδιότητας και της θέσης τους, στις καθ΄ ων η αίτηση εταιρείες.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα γεγονότα ως είχαν τεθεί ενώπιον του από τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις, με απόφαση του ημερ. 13.11.2017, και με παραπομπή στη νομολογία, ιδιαιτέρως ως προς την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που τάσσει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, εξέδωσε απαγορευτικά και προστακτικά διατάγματα, ενώ άλλα απέρριψε για τους λόγους που καταγράφει και αιτιολογεί και δεν άπτονται του πυρήνα της υπό κρίση αίτησης.  Έκρινε το Δικαστήριο, ότι οι παραλήπτες παρεμποδίζονταν από τις ενέργειες των καθ΄ ων η αίτηση στην εξάσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον οι καθ΄ ων, αλλά και πρόσωπα που κατονομάζονταν με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, αρνούνταν να τους επιτρέψουν είτε την είσοδο στα υποστατικά, είτε να παραδώσουν τα λογιστικά βιβλία μη αναγνωρίζοντας τη νομιμότητα του διορισμού τους.

 

Oι αιτητές, όπως οι ίδιοι ορίζουν και περιγράφουν εαυτούς, μέτοχοι των καθ΄ ων η αίτηση εταιρειών: Γεώργιος Κουρούσιης, ένας εκ των μετόχων της T.K. Kouroushisplan Limited, η Τomkour Holdings Ltd ως ένας εκ των μετόχων των εταιρειών Triandic Estates Ltd και T.K. Kouroushisplan Limited, η Kypkour Holdings Ltd ως ένας εκ των μετόχων της T.K. Kouroushisplan Limited και τέλος η Success Investcorp. Limited ως ένας εκ των μετόχων των εταιρειών Capital Accommodation (Cyprus) Ltd και Kouroushis Lion Resorts Ltd, με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκουν άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και την ακύρωση των ανωτέρω παρεμπίπτοντων διαταγμάτων καθώς και προνομιακού εντάλματος απαγόρευσης, Prohibition, που να απαγορεύει τη συνέχιση της εκδίκασης της κυρίως Γενικής Αίτησης Αρ. 190/17, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, θεραπείες παρακολουθούμενες από αίτημα απαγόρευσης της εκτέλεσης των εν λόγω διαταγμάτων, καθώς και προσωρινό διάταγμα αναστολής εφαρμογής και εκτέλεσης της ανωτέρω απόφασης. 

 

Οι λόγοι επί των οποίων ερείδεται η υπό κρίση αίτηση συνοψίζονται στα ακόλουθα: 

1. Οι αιτητές παρέλειψαν να τους καταστήσουν διάδικα μέρη, ενώ τους αφορούσε η διαδικασία και/ή εναντίον τους επιδιώκετο η έκδοση των προστακτικών και απαγορευτικών διαταγμάτων, με αποτέλεσμα να στερηθούν της ευκαιρίας να υπερασπιστούν εαυτούς: τα εκδοθέντα διατάγματα επηρεάζουν δραστικά και καταλυτικά τα έννομα συμφέροντα και δικαιώματα τους, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και των προνοιών του Άρθρου 30 του Συντάγματος. 

 

2. Τα εκδοθέντα διατάγματα εξεδόθηκαν παράνομα και καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και εξουσίας του Δικαστηρίου: οι δύο αιτήσεις, ενδιάμεση και Γ. Αίτηση, είναι προφανώς δικονομικά αβάσιμες και απαράδεκτες: εξετάστηκαν και κρίθηκαν κατά παράβαση των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, Δ.248 θ.θ. 1-4, 8 και 9, Δ.13 θ.θ. 1-7, Δ.14 θ.θ. 1-5, Δ.9 θ.θ. 1-13, Δ.27 αλλά και κατά παράβαση της περί Εταιρειών Νομοθεσίας ΚΕΦ. 113, των περί Εταιρειών Διαδικαστικών Κανονισμών, Κ.2, 3 και 4.

 

3. Δυνάμει του άρθρου 337 του περί Εταιρειών Νόμου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδώσει μόνο οδηγίες προς τον παραλήπτη και διαχειριστή και μάλιστα οδηγίες ως προς οποιοδήποτε συγκεκριμένο θέμα το οποίο προκύπτει σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων τους.  Τα εκδοθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάγματα, προφανώς δεν αποτελούν τέτοιες οδηγίες.

 

4. Υπεβλήθη μια μόνο αίτηση εναντίον πέντε διαφορετικών εταιρειών στις οποίες τα διοικητικά συμβούλια, μέτοχοι και γραμματείς, ήσαν διαφορετικά πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να αποφασίσει πεπλανημένα ως προς τα υποκείμενα των διαταγμάτων. 

 

5. Τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα εκδόθηκαν ως αποτέλεσμα έκδηλης παρανομίας αφού στρέφονται και εναντίον των αιτητών στην παρούσα αίτηση, που ως μέτοχοι των καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν την εξουσία ή το δικαίωμα να υπακούσουν στα εκδοθέντα διατάγματα, χωρίς μάλιστα να τους επιδοθεί η αίτηση και να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν από το Δικαστήριο κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. 

 

6. Τα εκδοθέντα διατάγματα στην πραγματικότητα ήσαν «κατά τύπο και κατ΄ όνομα» προσωρινά διατάγματα: ουσιαστικά τα διατάγματα ήσαν ακριβώς ταυτόσημα με τα αιτούμενα να εκδοθούν στην κυρίως αίτηση των αιτητών.  Ως εκ τούτου, με την έκδοση των κατ΄ όνομα μόνο προσωρινών διαταγμάτων, το Δικαστήριο κατέστησε εντελώς άνευ αντικειμένου την εκδίκαση της κυρίως αίτησης των παραληπτών/διαχειριστών και έκδηλα αποστέρησε από τους αιτητές στην παρούσα το δικαίωμα τους να εκδικάσουν την κυρίως αίτηση. 

 

Τα αμφισβητούμενα διατάγματα εξεδόθηκαν στη βάση των προνοιών και των αρχών που τέθηκαν από τη νομολογία, με αναφορά στο άρθρο 32 του Ν. 14/60.  Το Δικαστήριο εξέτασε και απάντησε τις αιτιάσεις των καθ΄ ων μία προς μία, αιτιολογώντας πλήρως και με παραπομπή σε Κυπριακή και Αγγλική νομολογία την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και την επιλογή του να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα, θέτοντας μάλιστα όρους με τους οποίους οι παραλήπτες και διαχειριστές οφείλουν να συμμορφωθούν.

 

Εξέτασε δε και απέρριψε τον επιμέρους λόγο ένστασης ως προς τη «νομιμότητα της διαδικασίας» ή την έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 337 του περί Εταιρειών Νόμου ως ακολούθως:

«Αρχίζοντας όμως από εξέταση του λόγου ένστασης 22 αναμφίβολα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το ερώτημα κατά πόσο η διαδικασία την οποία έχουν ακολουθήσει οι παραλήπτες και διαχειριστές προσφέρεται προς έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων με αναφορά και στη νομική βάση επί της οποίας στηρίζουν το αίτημα τους.   Επί αυτού του θέματος, με ειλικρίνεια παραπέμπει ο ευπαίδευτος δικηγόρος των παραληπτών και διαχειριστών, στη σελίδα 5 της γραπτής αγόρευσης του, και σε αναφορά σε σχετικό σύγγραμμα (Lightman and Moss, "The Law of Receivers of Companies", παράγραφος 3-29) σύμφωνα με την οποία, εφαρμόζοντας αυστηρή ερμηνεία του αντίστοιχου αγγλικού άρθρου με το άρθρο 337 (1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφάλαιο 113 όπως αυτός τροποποιήθηκε (στο εξής θα καλείται  ο «σχετικός Νόμος»), με αυστηρή εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί αμφίβολο κατά πόσο ένας παραλήπτης μπορεί με αίτημα του για οδηγίες να καλέσει ουσιαστικά το Δικαστήριο να καθορίσει την εγκυρότητα της επιβάρυνσης βάσει της οποίας ο ίδιος είχε διοριστεί.   Εντούτοις, όπως το σχετικό απόσπασμα, συνεχίζει, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος γιατί το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να καθορίσει το συγκεκριμένο θέμα.   Υπάρχουν παρόμοιες αναφορές και σε άλλα σχετικά συγγράμματα.   Όπως, παραδείγματος χάριν, στην παράγραφο 14.28 του συγγράμματος "Paget's Law of Banking" (13η Έκδοση) εντός της οποίας  αναφέρεται, σε σχέση με τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος για οδηγίες αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα το οποίο προκύπτει σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του παραλήπτη ή διαχειριστή, το εξής. "The question of whether the receiver or manager has been properly appointed may also be the subject matter of an application although on a strict construction of the section a proper appointment is arguably a precondition of making an application under it". Βεβαίως η αναφορά έχει σχέση με διαφορετική νομοθεσία (Insolvency Act 1986) όμως αναδεικνύει και αυτή μια καθιερωμένη δυνατότητα η οποία παρέχεται στο Δικαστήριο ως προς το να επιλαμβάνεται του συγκεκριμένου ερωτήματος ακόμη και εντός του πλαισίου αίτησης βάσει του άρθρου 337 (1) του σχετικού Νόμου.   Το θέμα αυτό θα μπορούσε να τύχει και περισσότερης εξέτασης κατά την εκδίκαση της κυρίως αίτησης όμως για σκοπούς έκδοσης αυτής της απόφασης, σε σχέση δηλαδή με το κατά πόσο ικανοποιούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων με αναφορά και στη νομική βάση της αίτησης υπό εξέταση, δεν διαπιστώνεται από το Δικαστήριο πως θα πρέπει να κριθεί ως ανεπαρκής η νομική βάση της αίτησης υπό εξέταση για αυτό το λόγο.  Αναφορικά δε με τη συνδεδεμένη ουσιαστικά θέση ως προς το ότι απουσιάζει από τη νομική βάση της αίτησης υπό εξέταση η Δ.55 των Διαδικαστικών Κανονισμών της Πολιτικής Δικονομίας έτσι ώστε να νομιμοποιούνται οι παραλήπτες και διαχειριστές να αιτούνται αναγνωριστικές δηλώσεις οι οποίες να αναγνωρίζουν την εγκυρότητα και νομιμότητα των ομολόγων και του διορισμού τους, παρατηρείται το εξής.  Στο βαθμό στον οποίο το Δικαστήριο κρίνει επιτρεπτή την εξέταση του αιτήματος υπό εξέταση βάσει και του άρθρου 337 (1) του σχετικού Νόμου, δεν διαπιστώνεται πως δεν τυγχάνει εφαρμογής και ο περί Εταιρειών Διαδικαστικός Κανονισμός (346/1944) και συγκεκριμένα ο κανονισμός 6 (w) σε σχέση με την υποβολή αιτήσεων δια κλήσεως βάσει και του άρθρου 336 (1) σύμφωνα και με την αρίθμηση των άρθρων του Companies Law, 1951 και το οποίο προνοούσε τα ίδια όσα σήμερα προνοούνται από το άρθρο 337 (1). Δεν πείθεται πραγματικά το Δικαστήριο για σκοπούς έκδοσης αυτής της απόφασης από την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ως προς το ότι θα έπρεπε στη νομική βάση τόσο της κυρίως αίτησης όσο και της αίτησης υπό εξέταση να συμπεριλαμβανόταν και η Δ.55 των Διαδικαστικών Κανονισμών της Πολιτικής Δικονομίας, καθότι διαφορετικά η αίτηση υπό εξέταση καθίσταται, σύμφωνα με την εισήγηση του, απορριπτέα.» 

 

Αλλά και τις άλλες ενστάσεις που προβλήθηκαν ως προς τον σαφή προσδιορισμό των υποκειμένων των διαταγμάτων, των καθ΄ ων η αίτηση και των τρίτων φυσικών προσώπων τα οποία κατονομάζονταν στα διατάγματα όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«11. Ουσιαστικά, αυτό το οποίο διαπιστώνεται από το Δικαστήριο είναι πως βάσει και της μαρτυρίας προς υποστήριξη τόσο της κυρίως αίτησης όσο και της αίτησης υπό εξέταση, οι καθ΄ ων η αίτηση τόσο στην κυρίως αίτηση όσο και στην αίτηση υπό εξέταση με αυτή την απόφαση, είναι οι ίδιες οι εταιρείες και όχι οποιοδήποτε άλλο άτομο, ανεξάρτητα και από το βαθμό στον οποίο εύλογα μπορεί να θεωρηθεί πως επιδιώκεται με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και η συμμόρφωση αξιωματούχων των εταιρειών με συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

12. Μάλιστα εάν εξεταστεί προσεχτικά το περιεχόμενο των αιτούμενων διαταγμάτων τα άτομα τα οποία διατάσσονται με αυτά είναι συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή ο Κύπρος Κουρούσιης και ο Χρυσόστομος Κουρούσιης όπως βεβαίως και οι αξιωματούχοι, διευθυντές, υπάλληλοι, μέτοχοι και αντιπρόσωποι των εταιρειών.  Ουσιαστικά τα υποκείμενα των αιτούμενων διαταγμάτων, ως τα άτομα δηλαδή τα οποία όπως επιδιώκεται με την αίτηση να διαταχτούν από το Δικαστήριο με προστακτικά διατάγματα δεν είναι οι ίδιες οι εταιρείες, αλλά είτε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα τα οποία κατονομάζονται είτε οποιαδήποτε άλλα φυσικά κυρίως πρόσωπα υπό ιδιότητα όμως στην κάθε περίπτωση σχετική με τις εταιρείες όπως οι πέντε συνολικά ιδιότητες οι οποίες συγκαταλέγονται πιο πάνω.

13. Ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο αναφέρεται εκτεταμένα πιο πάνω στα όσα αναφέρονται σχετικά στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της κυρίως αίτησης είναι έτσι ώστε να διευκρινιστεί ακριβώς επί ποιας βάσης προκύπτει η αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς το ότι είναι οι εταιρείες οι οποίες έχουν συμπεριληφθεί ως οι καθ΄ ων η αίτηση τόσο στην κυρίως αίτηση όσο και στην αίτηση η οποία εξετάζεται με αυτή την απόφαση και όχι το οποιοδήποτε άλλο άτομο φυσικό ή νομικό (με εξαίρεση βεβαίως τον Έφορο Εταιρειών στην κυρίως αίτηση).

14. Έστω δηλαδή και εάν αυτό το οποίο αποσκοπείται με τα διατάγματα είναι η παράδοση του ελέγχου των εταιρειών από τα άτομα τα οποία όντως εξακολουθούν να ελέγχουν τις εταιρείες παρά και το διορισμό των παραληπτών.  Διορισμός βάσει ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης τα οποία ενεργοποιήθηκαν μετά και από την παράλειψη των εταιρειών να ανταποκριθούν σε ειδοποιήσεις απαίτησης με την καταχώριση και σχετικών εντύπων στον Έφορο Εταιρειών.»

 

Εξέτασα ένα προς ένα τους λόγους οι οποίοι υποστηρίζουν την αίτηση.  Θεωρώ ότι οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει συζητήσιμο θέμα προς ικανοποίηση του αιτήματος. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα εκδοθέντα διατάγματα είναι υποβοηθητικά, προς διασφάλιση της ανεμπόδιστης εκτέλεσης των καθηκόντων των διαχειριστών των εταιρειών, το διορισμό των οποίων οι καθ΄ ων αμφισβήτησαν και με την υπό κρίση αίτηση συνεχίζουν να αμφισβητούν, εμποδίζοντας τόσο οι ίδιες οι καθ΄ ων εταιρείες, όσο και τρίτα πρόσωπα, τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων τους. 

 

Επικουρικά διατάγματα, όπως τα υπό στοιχεία (Α)(iii) για παράδοση «όλων των περιουσιακών στοιχείων των Εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων (αλλά χωρίς περιορισμό) των λογιστικών βιβλίων, των τραπεζικών λογαριασμών, των χρεωστών και πιστωτών των Εταιρειών, συμβολαίων καθώς και οποιαδήπτοε άλλα περιουσιακά στοιχεία ενεργητικού των εταιρειών.» δυνατόν να εκδοθούν και εναντίον προσώπων που δεν είναι εναγόμενοι, όπως π.χ. εναντίον τραπεζών, Α and another v. C and others (1980) 2 All E.R. 351.  Για το ίδιο ζήτημα βλέπε το σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, Διατάγματα Injunctions, Κεφάλαιο 2, σελ. 43-46, §12 «Έκδοση διατάγματος εναντίον μη διαδίκου» και §13 «Η διαδικασία αμφισβήτησης, παραμερισμού ή τροποποίησης υφιστάμενου διατάγματος από διάδικο και από ενδιαφερόμενο πρόσωπο» και τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει.

 

Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία τόσο της Γενικής όσο και της αίτησης δια κλήσεως καθιστούσε διαδίκους τις ανωτέρω εταιρείες.  Οι αιτητές ως μέτοχοι δεν έχουν καταδείξει εκ πρώτης όψεως ότι είχαν δικαίωμα ή λόγους να αντιτάξουν γιατί τα υπό κρίση διατάγματα δεν έπρεπε ή δεν ήταν επιτρεπτό να εκδοθούν ούτε και εναντίον της ίδιας της εταιρείας στην οποία είναι μέτοχοι.  Σε αυτό το σημείο η υπό κρίση αίτηση διαφοροποιείται από την CEEIF CENTRAL AND EASTERN EUROPEAN INVESTMENT LIMITED και άλλοι (2012) 1 Α.Α.Δ. 588, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος των αιτητών, εφόσον η εν λόγω υπόθεση αφορούσε σε ζήτημα που αναγόταν σε διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας κατά τρόπο καταπιεστικό για την αιτήτρια ως μέτοχο μειοψηφίας και επιδιώκετο η εξασφάλιση απαγορευτικών διαταγμάτων, μεταξύ άλλων, της σύγκλησης και διεξαγωγής έκτακτης ή άλλης γενικής συνέλευσης της καθ΄ ης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση του ασκώντας προς τούτο τη διακριτική του εξουσία δυνάμει των προνοιών του άρθρου 32 του Ν. 14/60.  Το γεγονός ότι τα διατάγματα εξεδόθηκαν εναντίον τους ως τρίτων προσώπων δεν συνιστά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και των προνοιών του Άρθρου 30 του Συντάγματος.

 

Ο δικηγόρος των αιτητών με αναφορά στη νομολογία εισηγήθηκε ότι η ταυτοσημία του αιτήματος για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, με τα αιτούμενα στην εταιρική αίτηση διατάγματα και η τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά τερματισμό της διαφοράς κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, αποστερώντας από τους αιτητές το δικαίωμα να ακουστούν στην αίτηση.  Το ζήτημα εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.  Παροχή ταυτόσημων θεραπειών δεν αποκλείεται:

 

«.Το ζήτημα πάντοτε εξετάζεται ως προς τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και αποτελεί ζήτημα ειδικών περιστάσεων. Επίσης είναι ορθό ότι δεν χορηγείται ουσιαστική θεραπεία από το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, και κάτω από τον μανδύα της αίτησης για προσωρινό μέτρο (Michael v. Brevinos (1969) 1 C.L.R. 578). Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση.  Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. (Penderhill Holdings Ltd κ.α. ν. Kλουκίνα κ.α., Πολ. Εφέσεις Αρ. 319/11 και 320/11, 13.1.2014).

 

Η έκδοση διατάγματος εξαρτάται πάντοτε από την κρίση του Δικαστηρίου αναλόγως των περιστάσεων (Perico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 2015 και Κουνούνα ν. C & A Simonos Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1361).

 

Εξέταση του περιεχομένου των διαταγμάτων και των αξιουμένων θεραπειών δεν υποστηρίζει τη θέση των αιτητών.

 

Το Δικαστήριο εξήσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και έδωσε λόγους για με παραπομπή σε Αγγλικές αποφάσεις και συγγράμματα, όπως εμφαίνονται από το ανωτέρω απόσπασμα ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Από την απόφαση του Δικαστηρίου και τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας δεν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως ότι αναδύεται εξόφθαλμα και κραυγαλέα έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.  Εάν δεν είναι προφανής η έλλειψη δικαιοδοσίας θα πρέπει να συζητείται και να εξετάζεται με το συνήθη τρόπο:  κατ΄ έφεση (Κωνσταντινίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 853).

 

Έστω και αν οι καθ΄ ων εταιρείες εμφανίστηκαν, μέσω των διοικητικών τους συμβούλων και υπερασπίστηκαν τα εταιρικά δικαιώματα και τα δικαιώματα των αιτητών συμπεριλαμβανομένων, οι αιτητές διατηρούν, θεωρώ, αυτοτελές δικαίωμα να αποταθούν στο Δικαστήριο για οδηγίες, ή τροποποίηση του διατάγματος με αίτηση δια κλήσεως και σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης κατ΄ εξαίρεση μονομερώς (Seamark Consultancy Services Limited κ. α. v. Joseph P. Lasala κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, 182, Ιωάννου (1993) 1 Α.Α.Δ. 305 και Κωνσταντινίδη (ανωτέρω)) αν και εφόσον θεωρούν για δικούς τους λόγους ότι τα διατάγματα θα πρέπει να τροποποιηθούν ή περιοριστούν αναλόγως. 

 

Στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι τα διατάγματα δεν επιδόθηκαν στους αιτητές.  Οι διαχειριστές ανέλαβαν κατοχή «κάποιων από τα υποστατικά» παρά ταύτα, ουδέν αναφέρθηκε, έστω και ακροθιγώς, από το δικηγόρο των αιτητών, αν οι καθ΄ ων η αίτηση εταιρείες εξήσκησαν το δικαίωμα της έφεσης ή αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο με αίτηση δια κλήσεως, ως είχαν δικαίωμα, για περιορισμό ή τροποποίηση τους.

 

Θεωρούν οι αιτητές ότι συντρέχουν εξαιρετικές και ειδικές περιστάσεις, όπως εκτίθενται στη «Συνοπτική Αναφορά στους λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition»:

«1. Οι αιτητές με την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων εντελώς αυθαίρετα και παράνομα και αντίθετα με τις πρόνοιες των εν λόγω προσωρινών διαταγμάτων προχώρησαν υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στην παρούσα αίτηση, σε διάρρηξη του ξενοδοχείου CAPITAL και παράνομα εισήλθαν και κατέχουν και λειτουργούν το εν λόγω ξενοδοχείο χωρίς αυτό να τους έχει παραδοθεί από οποιονδήποτε από τα επηρεαζόμενα από τα εκδοθέντα διατάγματα πρόσωπα. 

2. Οι αιτητές στην παρούσα αφού δεν τους επιδόθηκε οποιαδήποτε αίτηση ούτε και έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία δεν είχαν στη διάθεση τους το ένδικο μέσο της εφέσεως.

3. Η δυνατότητα των αιτητών στην παρούσα να ζητήσουν ακύρωση της απόφασης και των προσωρινών διαταγμάτων που παρέχεται από τη Δ.48 θ.8(4) δεν ήτο βολικό ή και πρόσφορο εναλλακτικό μέσο αφού η εν λόγω δικονομική διάταξη αναφέρεται στη δυνατότητα υποβολής αίτησης δια κλήσεως για τον παραμερισμό διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς (ex parte) ενώ τα επίδικα στην παρούσα διατάγματα δεν εκδόθηκαν ex parte αλλά εκδόθηκαν στο πλαίσιο αίτησης δια κλήσεως η οποία και εκδικάστηκε ως τέτοια.

4. Πέραν των ανωτέρω με τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, οι αιτητές στην παρούσα χωρίς να έχουν καταστεί ενδιαφερόμενα ή επηρεαζόμενα πρόσωπα και χωρίς να λάβουν μέρος και να ακουστούν στο πλαίσιο της εκδίκασης της αίτησης, διατάσσονται να συμμορφωθούν με τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα σε διάστημα 48 ωρών από την επίδοση των διαταγμάτων.  Ο χρόνος αυτός από μόνος του καθιστά τη δυνατότητα των αιτητών στην παρούσα και μετόχων στις 5 εταιρείες να ασκήσουν έφεση ή να λάβουν οποιονδήποτε άλλο εναλλακτικό μέτρο εντελώς αδύνατο ή και απρόσφορο ή και άνευ αντικειμένου.»

 

Σειρά Αγγλικών αποφάσεων αλλά και Κυπριακών που υιοθέτησαν τις Αγγλικές, κατέστησαν αδιάλειπτη και συνεχή αρχή της νομολογίας μας, ότι ακόμα και αν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα, δεν θα πρέπει να χορηγείται άδεια καταχώρισης της αίτησης εκεί όπου παρέχονται στη διάθεση του άλλα ένδικα μέσα εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).  Εν τούτοις, η πλήρωση της εν λόγω προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί και την έκβαση της αίτησης, όπως σημειώνει ο Νικολάου, Δ., στη Χριστάκης Μιχαήλ κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1320: «.όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις εν όψει των οποίων το άλλο ένδικο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 48-49.» 

 

Ό,τι εισάγεται ως εξαιρετική περίσταση συνιστά ταυτοσημία με τους υποστηρικτικούς λόγους για παραχώρηση της άδειας και δεν συντρέχει ανάγκη επανάληψης, πλην της, κατά τους αιτητές, σαρωτικής ή εξοντωτικής φύσης των διαταγμάτων με καταστροφικές συνέπειες για το διάδικο, ζητήματα που δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της έκδοσης Certiorari, εν όψει της θεραπείας που παρέχεται στους αιτητές δυνάμει των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών ως ανωτέρω (Τ. Σιακαλλής κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 55). 

 

Υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων δεν  δικαιολογείται η έκδοση των αιτούμενων ενταλμάτων Certiorari/Prohibition.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο