ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A31
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 349/2011)
18 Ιανουαρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
PETROLINA HOLDINGS PUBLIC LTD,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
- ΚΑΙ -
ARUSHIA OILS LTD,
Εφεσιβλήτων/Τριτοδιαδίκων
-----------------------------------------
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Α. Ζαχαρίου,
για τους Εφεσείοντες/Εναγομένους.
Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους/Τριτοδιαδίκους.
-----------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Καταχωρήθηκε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από τις συνιδιοκτήτριες τεμαχίου γης οι οποίες το ενοικίασαν στην Petrolina (Holdings) Public Ltd. Η Petrolina με τη σειρά της αιτήθηκε και εξέδωσε διαδικασία τριτοδιαδίκου εναντίον της Arushia Oils Ltd. Οι συνιδιοκτήτριες ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η επιστολή της Petrolina ημερ. 29.8.2007 με την οποία τερματιζόταν η ενοικίαση, ήταν παράνομη διότι δόθηκε χωρίς εύλογη προειδοποίηση και δεν συνοδευόταν από την ελεύθερη παράδοση του τεμαχίου Ζητούσαν επίσης αποζημιώσεις για οφειλές της Petrolina ως ενοίκια για τους μήνες Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι Απρίλιο του 2008, όταν καταχωρήθηκε η αγωγή και περαιτέρω μηνιαία ποσά από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την απομάκρυνση όλων των υποστατικών και εγκαταστάσεων της Petrolina και τη δέουσα απόδοση του τεμαχίου στις ιδιοκτήτριες.
Η Petrolina ισχυρίστηκε με την υπεράσπιση της ότι δικαιωματικά δυνάμει της συμφωνίας που είχε με τις ιδιοκτήτριες υπενοικίασε το ακίνητο στην Arushia Oils Ltd, με επακόλουθο ότι από το 1966 δεν είχε την πραγματική κατοχή του ακινήτου. Παρά την πρόθεση της ίδιας ως Petrolina να παραδώσει το ακίνητο, οι ιδιοκτήτριες δεν προχωρούσαν στην ανάκτηση της κατοχής του, ενώ η ίδια δεν μπορούσε να εισέλθει στο επίδικο διότι θα διέπραττε ποινικά αδικήματα. Η επιθυμία της να παραδώσει ελεύθερη κατοχή προσέκρουε στην άρνηση της Arushia Oils Ltd, που εξακολουθούσε να κατέχει το πρατήριο ισχυριζόμενη ότι ήταν θέσμια ενοικιάστρια. Προς το σκοπό της δικής της κατοχύρωσης, η Petrolina ζήτησε με διαδικασία τριτοδιαδίκου συνεισφορά σε οποιοδήποτε ποσό ήθελε βρεθεί η ίδια υπεύθυνη προς τις ιδιοκτήτριες λέγοντας ότι η ίδια είχε τερματίσει τη συμφωνία με την Arushia, μεταξύ τους δε εκκρεμούσαν δύο δικαστικές διαδικασίες, μια ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η άλλη ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Η Arushia από την πλευρά της έφερε προδικαστική ένσταση επικαλούμενη αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει τη διαφορά μεταξύ αυτής και της Petrolina, παραπέμποντας στην εισήγηση ότι αρμοδιότητα έχει το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε την ενώπιον του υπόθεση και άκουσε μαρτυρία εκ μέρους όλων των διαδίκων. Εξέδωσε στις 30.6.2011 απόφαση υπέρ των συνιδιοκτητριών και εναντίον της Petrolina στο ποσό των €160.411,18 πλέον έξοδα ως τα οφειλόμενα ενοίκια, και ως η ανάλογη απώλεια των ιδιοκτητριών στη βάση της ενοικιαστικής αξίας του κτήματος μέχρι την παράδοση του ακινήτου, το οποίο ακίνητο παρεδόθη εν τέλει τον Μάρτιο του 2010. Απέρριψε όμως την απαίτηση της Petrolina εναντίον της Arushia, κρίνοντας ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει το ζήτημα της συνεισφοράς που εισηγείτο η Petrolina διότι αυτό επηρέαζε την ίδια την κατοχή του ακινήτου εκ μέρους του τριτοδιαδίκου, αρμοδιότητα δε είχε μόνο το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Ο τριτοδιάδικος κατείχε το ακίνητο ως πρατηριούχος πώλησης καυσίμων και στη βάση αυτή, με τη ψήφιση του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, η Petrolina δεν μπορούσε να ανακτήσει το ακίνητο διότι η Arushia κατέστη από το 1995, με την τροποποίηση του Νόμου, θέσμια ενοικιάστρια.
Η Petrolina άσκησε την υπό κρίση έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα συνεισφοράς της εναντίον της Arushia Oils Ltd. Η τελευταία, παρά την αρχική καταχώρηση εμφάνισης και την εκπροσώπηση της από δικηγόρο, στο τέλος παρέμεινε άνευ αντιπροσώπευσης διότι ο μεν συνήγορος που την εκπροσωπούσε, όπως λέχθηκε, αφυπηρέτησε και η ίδια η εφεσίβλητη παρά την επίδοση σ΄ αυτή του εφετηρίου ουδέν περαιτέρω ενδιαφέρον έδειξε, ούτε και υπερασπίστηκε την έφεση με οποιοδήποτε άλλο δικηγόρο. Είχε όμως προηγουμένως καταχωρηθεί το περίγραμμα αγόρευσης της Arushia Oils Ltd ως εφεσίβλητης, στο οποίο θα γίνει αναφορά κατωτέρω.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η εφετειακή διαδικασία προχώρησε σε ακρόαση στην απουσία της εφεσίβλητης με τη συνήγορο της εφεσείουσας εταιρείας Petrolina, να προωθεί τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι η διαφορά της Petrolina με την Arushia ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων καθότι ήταν συνεισφορά που ζητείτο για οποιοδήποτε ποσό η ίδια ήθελε κριθεί υπεύθυνη προς τις ιδιοκτήτριες και δεν σχετιζόταν πλέον η αγωγή με την παράδοση του ακινήτου, το οποίο είχε ήδη παραδοθεί. Κατά τη θέση της συνηγόρου, στο πλαίσιο των δεδομένων γεγονότων της διαφοράς, δεν θα έπρεπε, όπως στην ουσία έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να τεμαχίσει την υπόθεση σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια με αποτέλεσμα η εφεσείουσα Petrolina να παραμένει χωρίς θεραπεία εφόσον δεν ήταν από δική της υπαιτιότητα που δεν παρέδιδε το ακίνητο στις ιδιοκτήτριες. Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμη το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία, θα έπρεπε να είχε παραπέμψει τη διαφορά που υφίστατο υπό μορφή ανεξάρτητης αγωγής στο αρμόδιο Δικαστήριο και όχι να την απορρίψει, δημιουργώντας δεδικασμένο. Περαιτέρω, εφόσον το Δικαστήριο είχε ακούσει μαρτυρία και επί της αγωγής και επί της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, λανθασμένα δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε ευρήματα σε σχέση με τη διαφορά της Petrolina με την Arushia, δημιουργώντας έτσι ένα επιπρόσθετο πρόβλημα αναιτιολόγητης δικαστικής απόφασης.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης, τέθηκε ερώτημα από το Εφετείο κατά πόσο στην έφεση θα έπρεπε να είχαν εμπλοκή και ανάμειξη και οι ιδιοκτήτριες ως ενάγουσες πρωτοδίκως και αν θα μπορούσε η Petrolina, ως εναγομένη, να ασκήσει αυτοτελώς έφεση εναντίον του τριτοδιαδίκου. Δόθηκαν σχετικές οδηγίες και η συνήγορος καταχώρησε συμπληρωματικό περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με αυτά τα θέματα.
Η συνήγορος στο συμπληρωματικό περίγραμμα και την προφορική αγόρευση της, τόνισε το ανεξάρτητο της διαδικασίας τριτοδιαδίκου από τη διαδικασία της αγωγής κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται και η έφεση από τριτοδιάδικο εναντίον απόφασης που τον επηρεάζει χωρίς να εμπλέκεται ο ενάγων, το συμφέρον του οποίου είναι μόνο εναντίον του εναγομένου και όχι σε σχέση με τον τριτοδιάδικο. Ο εναγόμενος ως δικαιούχος σε απόφαση εναντίον τριτοδιαδίκου για συνεισφορά δικαιούται να εφεσιβάλει οποιαδήποτε αρνητική για τα δικαιώματα και συμφέροντα του απόφαση και δεν θα έπρεπε η παρούσα έφεση να μην προχωρήσει για οποιοδήποτε διαδικαστικό ή ουσιαστικό λόγο.
Το εγερθέν ζήτημα της αυτοτέλειας του δικαιώματος έφεσης τριτοδιαδίκου εναντίον εναγομένου δεν παρουσιάζει εν τέλει οποιοδήποτε πρόβλημα διότι στη βάση της Δ.35 θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η ειδοποίηση έφεσης επιδίδεται σε όλα τα διάδικα μέρη που επηρεάζονται άμεσα από την απόφαση. Η απόρριψη της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου για συνεισφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, του παρέχει την ευχέρεια να εφεσιβάλει το σχετικό σκεπτικό, χωρίς να εμπλέκεται στην εικόνα ο ίδιος ο ενάγων ο οποίος δεν είναι πλέον με οποιοδήποτε τρόπο επηρεαζόμενο πρόσωπο στην έννοια της πιο πάνω πρόνοιας, ιδιαιτέρως με δεδομένο ότι η Petrolina δεν εφεσίβαλε την εναντίον της απόφασης που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρ του ενάγοντα, αποδεχόμενη πλήρως σ΄ αυτό το θέμα τη σχετική κατάληξη του Δικαστηρίου. Στο Supreme Court Practice 1970, Τόμος Ι, στα σχόλια του Order 16 rule 7, αναγράφεται στη σελ. 222, ότι δικαίωμα έφεσης υπάρχει από οποιαδήποτε απόφαση μεταξύ εναγομένου και τριτοδιαδίκου, όπως και στις συνήθεις αγωγές. Επομένως, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε δικονομικό ή ουσιαστικό πρόβλημα ή κώλυμα που να αναχαιτίζει το δικαίωμα έφεσης από πλευράς της Petrolina ως τριτοδιαδίκου εναντίον της Arushia ως εναγομένου. Όπως λέχθηκε και στην Χριστάκης Κυπριανού κ.ά. ν. Γεώργιου Θεοδώρου ως Διαχειριστή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1006, ο ενάγων δεν δικαιούται σε απόφαση εναντίον τριτοδιαδίκου και είναι μόνο ο εναγόμενος που δικαιούται απόφαση για συνεισφορά και αυτό βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι έχει βρεθεί ο ίδιος υπόλογος έναντι του ενάγοντα.
Ως προς το ουσιαστικό ζήτημα, πράγματι υπήρξε εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ανεπίτρεπτος διαχωρισμός των αξιώσεων δημιουργηθείς από το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι η επιδιωχθείσα συνεισφορά από την Petrolina εναντίον της Arushia δεν ενέπιπτε στη δική του δικαιοδοσία. Το Δικαστήριο ενώ ορθά ανέφερε στη βάση νομολογίας ότι η διαδικασία τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη από την προϋπάρχουσα αγωγή, ο δε τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος με όλα τα δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπιση του ως να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο, απέτυχε εν τέλει να προσδώσει ουστιαστική υφή στην εν λόγω αρχή.
Σκοπός της διαδικασίας τριτοδιαδίκου είναι η αποφυγή πολλαπλότητας έγερσης αγωγών, η αποφυγή εξόδων, η δέσμευση του τριτοδιαδίκου με το αποτέλεσμα της αγωγής μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου και κυρίως η δυνατότητα λήψης μιας απόφασης που σχετίζεται με τη διαδικασία τριτοδιαδίκου αμέσως ή και ταυτόχρονα με την απόφαση στην αγωγή, χωρίς ο εναγόμενος να είναι υπόχρεος να αναμένει να αποδείξει την αξίωση του εναντίον τριτοδιαδίκου με άλλη αγωγή, ενώ στο μεταξύ ο ενάγων θα προχωρεί με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του, (Barclays Bank n. Tom (1923) 1 KB 221).
Λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό που καλείτο να αποφασίσει ήταν κατά πόσο η Arushia ως τριτοδιάδικος είχε δικαίωμα ή όχι κατοχής του ακινήτου. Το ζητούμενο με την αίτηση τριτοδιαδίκου ήταν η συνεισφορά από την Arushia ως προς οποιοδήποτε ποσό ήθελε η ίδια βρεθεί υπεύθυνη προς τις ενάγουσες υπό τύπο οφειλομένων ή ενδιαμέσων ενοικίων και όχι η απόδοση αυτής τούτης της κατοχής του ακινήτου. Κατοχή του ακινήτου άλλωστε, όπως αναφέρει το ίδιο το Δικαστήριο στην καταληκτική του σελίδα, επιτεύχθη στις 12.1.2010 από την Arushia προς την Petrolina και εν συνεχεία από την Petrolina στις ενάγουσες. Στη δε μαρτυρία του ο Αριστοτέλης Μαρκίδης εκ μέρους της Arushia ρητώς ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι ως αντίδραση προς τις ενέργειες της Petrolina έναντι τους, ήταν η προσπάθεια τους «να τους δυκολέψουμε. Ομολογώ ότι αυτή ήταν η αντίδραση μας, να τους δυσκολέψουμε και τους αναγκάσαμε να πληρώνουν το ενοίκιο χωρίς να χρησιμοποιείται το πρατήριο. Αυτή είναι η πραγματική αλήθεια.». Αυτά και μόνο τα δεδομένα θα έπρεπε να είχαν προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το ζήτημα της αρμοδιότητας του. Εμφανώς η περίπτωση ενέπιπτε στη δική του αρμοδιότητα άσχετα από τις διατάξεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, στη βάση του οποίου η Arushia είχε καταστεί σε κάποιο στάδιο, θέσμια ενοικιάστρια.
Η σχέση μεταξύ Petrolina και Arushia ως σχέση μεταξύ εταιρείας πετρελαιοειδών και πρατηριούχου, διέπεται στη βάση της γενόμενης υπενοικίασης από τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο αρ. 23/83, ως τροποποιήθηκε, εφόσον υπόκειται στις σχετικές πρόνοιες της έννοιας της «ενοικίασης» στον ορισμό που απαντάται στο άρθρο 2, αλλά αυτή η σχέση αφορά την απευθείας συμβατική ή καλυπτόμενη από τη νομοθεσία σχέση μεταξύ των δύο. Μεταξύ ιδιοκτητριών-εναγουσών και Petrolina, η ενοικίαση δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου εφόσον αφορούσε σε ενοικίαση σταθμού για την πώληση πετρελαιοειδών, εξ ου και η αγωγή κινήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η συνεισφορά που επιδιώχθηκε από την Petrolina αφορούσε ακριβώς αυτή την πρότερη σχέση ενοικίασης και ήταν θεραπεία επιδιωχθείσα εντός της παραμέτρου της Δ.10 θ.(1)(β) ως «... relief or remedy relating to or connected with the original subject matter of the action and substantially the same as some relief or remedy claimed by the plaintiff.».
Το αίτημα συνεισφοράς δεν σχετιζόταν σ΄ αυτήν την περίπτωση με το δικαίωμα ή όχι κατοχής του ακινήτου από την Arushia, ως διατείνεται, λανθασμένα όμως, η ίδια στο περίγραμμα της. Η κατοχή δεν αμφισβητείτο per se, εκείνο που αμφισβητείτο και δημιούργησε το πρόβλημα ήταν η οφειλή των ενοικίων που έτρεχαν λόγω της άρνησης της Arushia να συντελέσει στην επίλυση του προβλήματος. Σε συνεισφορά αποζημίωσης ήταν η απαίτηση της Petrolina για το ποσοστό της συνυπαιτιότητας της Arushia που προέκυπτε λόγω της άρνησης παράδοσης της κατοχής του ακινήτου.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση ακυρώνεται. Εκδίδεται απόφαση για πλήρη συνεισφορά της εφεσίβλητης υπέρ της εφεσείουσας για το ποσό το οποίο η εφεσείουσα κρίθηκε υπόλογη προς τις ενάγουσες στην αγωγή υπ΄ αρ. 1163/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, μεταξύ εφεσείουσας-εναγομένης και εφεσίβλητης-τριτοδιαδίκου, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ