ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Γ. Γεωργιάδης μαζί με Ντ. Βαρωσιώτου (κα) και Στ. Γεωργιάδου (κα), για την εφεσείουσα Ν. Αβρααμίδης, για τον εφεσίβλητο 1 Γ. Κορφιώτης, για τους εφεσίβλητους 2 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΡΕΝΑ ΜΙΧΑΗΛ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ν. ΑΛΚΗ ΛΑΠΙΘΗ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 336/2011, 12/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A13

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                             ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 336/2011

 

 

12 Ιανουαρίου, 2018

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΙΧΑΗΛ, ΑΝΙΚΑΝΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΥ ΦΙΛΟΥ ΑΥΤΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΙΧΑΗΛ

Ενάγουσα/εφεσείουσα

 

ΚΑΙ

 

1.   ΑΛΚΗ ΛΑΠΙΘΗ

2.   ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ

Εναγομένων/εφεσιβλήτων

 

ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 15/3/17

 

ΡΕΝΑ ΜΙΧΑΗΛ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ

Ενάγουσας/εφεσείουσας

 

ΚΑΙ

 

1.    ΑΛΚΗ ΛΑΠΙΘΗ

2.   ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ

Εναγομένων/εφεσιβλήτων

......

Γ. Γεωργιάδης μαζί με Ντ. Βαρωσιώτου (κα) και Στ. Γεωργιάδου (κα), για την εφεσείουσα

Ν. Αβρααμίδης, για τον εφεσίβλητο 1

Γ. Κορφιώτης, για τους εφεσίβλητους 2

 

...........................

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου

....................................

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:   Η ενάγουσα/εφεσείουσα, ηλικίας 64 ετών τότε, υποβλήθηκε στις 20/3/06 και 2/5/06 σε χειρουργική επέμβαση στη σπονδυλική της στήλη από τον εναγόμενο 1/εφεσίβλητο 1, ορθοπεδικό νευροχειρούργο στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, εναγόμενο 2/εφεσίβλητο 2.  Η τελευταία επέμβαση αφορούσε σε ενδοσκοπική δισκεκτομή στο επίπεδο του 4ου και 5ου σπονδύλου της οσφυϊκής μοίρας.  Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας επέμβασης περιέπεσε σε κώμα και όταν επανήλθε εμφάνισε σοβαρή βλάβη στον εγκέφαλο που της προκάλεσε τετραπληγία με τα δυσμενή επακόλουθα που η πάθηση αυτή συνεπάγεται.

 

Ως αποτέλεσμα η εφεσείουσα προέβη στην καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσίβλητου 1 που διενήργησε την επέμβαση και του εφεσίβλητου 2, Ιδιωτικού Νοσοκομείου ως εκ προστήσεως υπεύθυνου,  με την οποία τους καταλογίζετο αμέλεια τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της επέμβασης.  Με την αγωγή της αξίωνε αποζημιώσεις για τις σωματικές της βλάβες και άλλα έξοδα και απώλειες στις οποίες υποβλήθηκε.

 

Οι αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της ακρόασης πρωτόδικα επί πλήρους ευθύνης σε €500.000 δηλαδή €200.000 γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, €100.000, ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μειωμένου κατά το ήμισυ και €200.000 μελλοντικές απώλειες με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

 

Με την έκθεση Απαίτησης η εφεσείουσα αποδίδει κυρίως στους εναγόμενους/εφεσίβλητους ότι δεν ακολούθησαν την ισχύουσα ιατρική πρακτική ως προς τη διαδικασία ενδοχειρουργικού δισκογραφήματος με αποτέλεσμα να προκληθεί εισροή τοξικού σκευάσματος, μέσω του επισκληρίδιου χώρου του νωτιαίου μυελού στον υπαραχνοειδή χώρο, ενώ θα μπορούσαν να προβλέψουν το ενδεχόμενο αυτό ενόψει της χρήσης του καθετήρα ο οποίος προκαλεί επικοινωνία μεταξύ των δυο χώρων.

 

Στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο αποδίδεται επιπρόσθετα, ότι αδιαφόρησε στο να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα χορήγησης των ορθών φαρμάκων κατά τη διαδικασία της μυελογραφίας και προειδοποίησης του προσωπικού του Νοσοκομείου για την επικινδυνότητα του φαρμάκου.  Υποστηρίζεται διαζευκτικά στην Έκθεση Απαίτησης ότι τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα  res ipsa loquitur.

 

Mε τις Υπερασπίσεις τους οι εφεσίβλητοι αρνούνται οποιαδήποτε ευθύνη για αμέλεια ή παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων τους υποστηρίζοντας ότι η επέμβαση διενεργήθηκε με την επιβαλλόμενη φροντίδα και επιμέλεια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, κυρίως επιστημονική, που  προσήχθη από πλευράς των διαδίκων,  κατέληξε στα εξής ευρήματα:

 

«ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

         Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, έχοντας συνεκτιμήσει το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

1.      Η Ενάγουσα αντιμετώπιζε, ανάμεσα σε άλλα, προβλήματα στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης.  Αποτάθηκε στον Εναγόμενο 1, ο οποίος διέθετε ιατρείο στο Εναγόμενο 2 Νοσοκομείο και στις 20.2.2006 την υπόβαλε σε χειρουργική επέμβαση δισκεκτομής.

 

2.      Το πρόβλημα, όπως διαφάνηκε, δεν αποκαταστάθηκε πλήρως και η Ενάγουσα επισκέφθηκε εκ νέου τον Εναγόμενο 1 αναζητώντας περαιτέρω θεραπεία.  Αποφασίστηκε δεύτερη χειρουργική επέμβαση δισκεκτομής στο επίπεδο Ο4-Ο5 της σπονδυλικής στήλης, η οποία προγραμματίστηκε να διενεργηθεί στις 2.5.2006, ημέρα κατά την οποία η Ενάγουσα είχε επισκεφθεί τον Εναγόμενο 1, παραπονούμενη για φρικτούς πόνους στην πλάτη και στο δεξί πόδι.

 

3.      Το πρωϊνό της ημέρας εκείνης, η Ενάγουσα υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία στο εξεταστικό κέντρο Λευκοθέα, μετά από σχετική παραπομπή από τον Εναγόμενο 1.

 

4.      Η χειρουργική επέμβαση - επίδικη - διενεργήθηκε, σε χειρουργείο του Εναγόμενου 2 Νοσοκομείου από τον Εναγόμενο 1, στην παρουσία αναισθησιολόγου, με τοπική αναισθησία.

 

         Η τεχνική που χρησιμοποίησε ήταν η ίδια με την προηγούμενη, δηλαδή ενδοσκοπική δισκεκτομή με ταυτόχρονη ενδοχειρουργική δισκογραφία που θα του επέτρεπε να βλέπει, με τη βοήθεια σκιαγραφικού υγρού, το ακριβές σημείο που θα χειρουργούσε.

 

5.      Χρησιμοποίησε το σκιαγραφικό υγρό iohexol, πυκνότητας 300 ml, το οποίο τοποθετήθηκε στο δίσκο με ειδική σύριγγα στην οποία υπήρχε ποσότητα 1 - 2 ml.  Το σκεύασμα αυτό - iohexol - είναι μη ιονικό και χρησιμοποιείται για μυελογραφίες και δισκογραφίες (βλ. Τεκμήρια Ω1, Ω15, Ω21, 11(ε), (η) και (κ)).

 

6.      Η χειρουργική επέμβαση υπήρξε επιτυχής όσον αφορά την αφαίρεση του σημείου που επηρέαζε τη ρίζα και προκαλούσε τα προβλήματα στην Ενάγουσα. 

        

Καθόλη τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, ο Εναγόμενος 1 είχε επικοινωνία με την Ενάγουσα, η οποία ανταποκρινόταν, καθόσον η επέμβαση διενεργήθηκε με τοπική αναισθησία. 

 

7.      Μετά τη συμπλήρωση της επέμβασης, ο Εναγόμενος 1, με τη βοήθεια του νοσηλευτικού προσωπικού που υπήρχε στο χειρουργείο, τοποθέτησαν την Ενάγουσα σε ειδικό κρεβάτι (trolley), για να μεταφερθεί σε δωμάτιο του νοσοκομείου.  Ο Εναγόμενος εξέτασε την Ενάγουσα και αφού διαπίστωσε ότι η κλινική της εικόνα έδειχνε να είναι καλή, εξήλθε του χειρουργείου.

 

8.      Μετά από μερικά λεπτά μπήκε ξανά στο χειρουργείο, προφανώς γιατί ενημερώθηκε ότι κάτι είχε συμβεί στην Ενάγουσα, και είδε την Ενάγουσα διασωληνωμένη.  Ενημερώθηκε από τον αναισθησιολόγο ότι απώλεσε αιφνίδια τις αισθήσεις της και τη διασωλήνωσε αμέσως, χορηγώντας της με τον τρόπο αυτό οξυγόνο.

 

9.      Αναζήτησαν στη συνέχεια καρδιολόγο κα νευρολόγο οι οποίοι προέβηκαν σε εξετάσεις.  Ο καρδιολόγος δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε καρδιολογικό πρόβλημα ενώ ο νευρολόγος Πούγιουρος που την εξέτασε, αρχικά, διαπίστωσε επιληπτικές κρίσεις και της χορήγησε αντιεπιληπτική αγωγή.

 

         Την εξέτασαν στη συνέχεια και άλλοι γιατροί, μεταξύ αυτών ο ιατρός από το Ισραήλ (Echel) τον οποίον είχαν καλέσει συγγενείς της Ενάγουσας.  Νοσηλεύθηκε στο Εναγόμενο 2 νοσοκομείο μέχρι τις 9.5.2006 και ακολούθως μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.  Όλοι οι γιατροί που την εξέτασαν διαπίστωσαν βλάβες στον εγκέφαλο που προκάλεσαν βαριά τετραπληγία στην Ενάγουσα, η οποία, δυστυχώς, δεν αποκαταστάθηκε.

 

10.    Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι βλάβες στον εγκέφαλο της Ενάγουσας οφείλονται σε χημική μηνιγγοεγκεφαλίτιδα.

 

Ειδικότερα:

 

α)      Το σκιαγραφικό υγρό - iohexol -  που τοποθέτησε ο Εναγόμενος 1 στον προβληματικό δίσκο, κατά τη διαδικασία της δισκογραφίας, διέρρευσε και εισήλθε στη μήνιγγα, η οποία είχε σχιστεί.

 

β)      Η παρουσία του iohexol στο αραχνοειδές τμήμα της μήνιγγας ήλθε σε επαφή με το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, προκαλώντας χημική μηνιγγίτιδα.

 

γ)      Στη συνέχεια το iohexol προχώρησε προς τον εγκέφαλο με τη συνεχή κίνηση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, και σε μικρό διάστημα μετά που αναποδογύρισαν την Ενάγουσα για να την τοποθετήσουν στο ειδικό κρεβάτι (trolley), εισέρρευσε στις κοιλίες του εγκεφάλου, προκαλώντας χημική εγκεφαλοπάθεια, με αποτέλεσμα να  υποστεί τις μόνιμες νευρολογικές βλάβες που αναφέρθηκαν.

 

δ)      Δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου το γεγονός ότι είναι η πρώτη περίπτωση που παρουσιάστηκαν, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, τόσο σοβαρές και μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες χημικής μηνιγγοεγκεφαλίτιδας από το iohexol.

 

         Μελέτησα προσεκτικά τις περιπτώσεις χημικής μηνιγγίτιδας από το iohexol οι οποίες παρουσιάστηκαν από τους δύο εμπειρογνώμονες (Τεκμήρια Ω19  και 16α - 16στ).  Ομολογουμένως σε καμία άλλη περίπτωση δεν προκλήθηκε χημική μηνιγγίτιδα τόσο γρήγορα και με τόσο σοβαρά και μη αναστρέψιμα αποτελέσματα.  Προβλημάτισε, επίσης, το Δικαστήριο η μικρή ποσότητα που χρησιμοποιήθηκε (1 - 2 ml)  καθώς και το γεγονός ότι πρόκειται για τοποθέτηση του υγρού εκτός της θήκης και όχι εντός (intrathecal), όπως στις άλλες περιπτώσεις στις οποίες έγινε αναφορά, που αφορούσαν κυρίως μυελογραφίες.

 

ε)      Εκτιμώ, εν τούτοις, ότι οι βλάβες οφείλονται σε χημική μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, αφού αποκλείεται, κάθε άλλη εξήγηση και ιδιαίτερα ανοξική βλάβη, για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί νωρίτερα.

 

         Η εξήγηση για την πρόκληση της χημικής  μηνιγγοεγκεφαλίτιδας από το iohexol, μπορεί να αναζητηθεί και να αποδοθεί στους λόγους που ανέπτυξε ο γιατρός Λοΐζου, σε σχέση με την επίδραση και ένταση του φαινομένου, λόγω της παρουσίας αίματος μέσα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.

 

         Αυτός, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, είναι ο λόγος που επιτάθηκε το πρόβλημα και προκλήθηκαν τόσο σοβαρές βλάβες.  Ο συνδυασμός, δηλαδή, της μικρής ποσότητας iohexol που εισέρρευσε στη μήνιγγα, σε συνδυασμό με την παρουσία αίματος, που όπως επεξηγήθηκε  και από τους δύο εμπειρογνώμονες είναι, επίσης, τοξικό για το εγκεφαλονωτιαίο υγρό.  Παρόλο που από μόνο του το αίμα δεν μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, η τοξική, εντούτοις, δράση του, ταυτόχρονα και παράλληλα με τη τοξική δράση του iohexol, προκάλεσαν τις σοβαρές εγκεφαλικές και τις μόνιμες νευρολογικές βλάβες στην Ενάγουσα.

 

στ)    Όσον αφορά την παρουσία του αίματος εντός της μήνιγγας, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σκίστηκε η θήκη, από λάθος, κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.

 

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε κατ' αρχάς κατά πόσο, τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα res ipsa loquitur.  Αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία ως προς το πλαίσιο εφαρμογής του δόγματος αυτού έκρινε ότι δεν μπορεί να γίνεται από την εφεσείουσα επίκληση από τη μια της αρχής της αμέλειας προσκομίζοντας μάλιστα σχετική μαρτυρία και από την άλλη επίκληση της αρχής res ipsa loquitur, η οποία εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου δεν γνωρίζει η εφεσείουσα το λόγο που υπέστη τη ζημιά.  Προχώρησε δε σε απόρριψη της εισήγησης.

 

Στη συνέχεια εξέτασε τη νομική πτυχή σ' όσον αφορά την ιατρική αμέλεια με αναφορά σε νομολογία και αφού ανέλυσε τον κάθε λόγο και λεπτομέρεια που κατ' ισχυρισμό συνιστούσαν αμέλεια κατάληξε ότι στην περίπτωση της εφεσείουσας δεν τεκμηριώνεται αμέλεια εναντίον των εφεσιβλήτων ή οποιουδήποτε εξ αυτών και απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τους εξής τρεις λόγους έφεσης.

1.    Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης και/ή ανεπαρκούς αξιολόγησης της μαρτυρίας και/ή παρερμηνείας της επιστημονικής μαρτυρίας και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη ουσιώδη στοιχεία.

2.   Ήταν προϊόν πλάνης ως προ το Νόμο, τη νομολογία, τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και/ή λανθασμένης ερμηνείας.

3.   Η απόφαση και/ή τα ευρήματα δεν αιτιολογήθηκαν επαρκώς και/ή δεόντως.

 

Ο εφεσίβλητος 1 καταχώρησε αντέφεση με ένα μοναδικό λόγο έφεσης που αναφέρεται σε λανθασμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που προκύπτουν από τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, ιατρού Κυριακίδη, και την απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του.

 

Με τα περιγράμματα αγόρευσης τους οι δικηγόροι με παραπομπή στα πρακτικά  επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο επί της πλημμελούς αξιολόγησης της επιστημονικής μαρτυρίας και της λανθασμένης εξαγωγής συμπερασμάτων.

 

Με τους λόγους έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο από την εφεσείουσα ότι αναιτιολόγητα απέρριψε την εκδοχή του μοναδικού μάρτυρα της ως προς την επικινδυνότητα διενέργειας της δισκογραφίας στην περίπτωση της και της χρήσης του υγρού iohexol που είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εφεσίβλητου 1 απ' οποιαδήποτε ευθύνη για τις βλάβες που υπέστη ως αποτέλεσμα της επέμβασης.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έκβαση της υπόθεσης εξαρτάτο από την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού, θεωρώντας ως βασικούς μάρτυρες τους δυο ιατρούς δηλαδή τον Λοϊζου, μοναδικό μάρτυρα της εφεσείουσας και τον Κυριακίδη (Μ.Υ.2) τους οποίους έκρινε ως εμπειρογνώμονες στον τομέα της νευρολογίας και διαπρεπείς επιστήμονες στον κλάδο τους.  Μετά λύπης του όμως το Δικαστήριο θεώρησε ότι και οι δύο δεν παρουσίασαν τις θέσεις τους ανεξάρτητα και αμερόληπτα, όπως αρμόζει να είναι ένας εμπειρογνώμονας ιατρός, γεγονός που δυσχέρανε το έργο του.  Δεν έπεισαν το Δικαστήριο για την ανεξαρτησία της κρίσης τους ώστε να μπορέσει να στηριχθεί στις επιστημονικές θέσεις που υποστήριξαν αναφέροντας τους λόγους που τον οδήγησαν στη διαπίστωση του αυτή. 

 

Σ΄όσον αφορά τον ιατρό Λοϊζου αναφέρει ότι παρόλο που έδωσε τεκμηριωμένες εξηγήσεις ως προς τη λειτουργία του εγκεφάλου και τη διασύνδεση του με το νωτιαίο μυελό συνδέοντας λογικά τις βλάβες της εφεσείουσας με την αιτία που επικαλέστηκε, παρουσιάστηκε εμφανώς προκατειλημμένος έναντι του εφεσίβλητου 1 και γενικά ότι επέδειξε απροθυμία να αποκαλύψει στοιχεία που πιθανόν να βοηθούσαν την υπεράσπιση, τα οποία γνώριζε ή ώφειλε να είχε πληροφορηθεί.  Παρουσίασε δε μεροληπτικά τα δεδομένα σε σχέση με τη δισκογραφία και το σκιαγραφικό υγρό.  Δεν ήταν επίσης σταθερός στις θέσεις που πρόβαλε εφόσον κατά την επίμονη αντεξέταση του αναθεωρούσε συνεχώς τις απόψεις του. 

 

Σημειώνεται ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του Λοϊζου αναλώνεται στην υποστήριξη δυο βασικών θέσεων.  Η μια ότι η διαδικασία της δισκογραφίας που διενήργησε ο εφεσίβλητος 1 ήταν αχρείαστη στην περίπτωση της εφεσείουσας και  δεν συνιστά πλέον αποδεκτή μέθοδο,  εφόσον ενέχει κινδύνους γι' αυτό και δεν χρησιμοποιείται από το 1986.  Αντ' αυτής προτιμότερη διαγνωστική μέθοδο θεωρεί τη μαγνητική (MRI) και την αξονική τομογραφία που δεν ενέχουν κινδύνους.  Η άλλη θέση του αναφέρεται στο ότι η χρήση του σκιαγραφικού υγρού iohexol που χρησιμοποιήθηκε κατά τη δισκογραφία είναι επικίνδυνη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του καταγράφει με πλήρη λεπτομέρεια τα στοιχεία που έκρινε αποφασιστικά στο να κριθούν οι θέσεις του Λοϊζου για τα πιο πάνω θέματα, τα οποία καταλαμβάνουν σχεδόν πέντε σελίδες της απόφασης του, μεροληπτικές.  Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε ενδεικτικά ορισμένα από τα στοιχεία αυτά που ενήργησαν, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αρνητικά στην αποδοχή των συγκεκριμένων θέσεων του.

 

Η αρχική του θέση ότι η διαδικασία της δισκογραφίας δεν χρησιμοποιείται από το 1986 ανατράπηκε στη συνέχεια από τον ίδιο παραδεχόμενος ότι χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, παραθέτοντας μάλιστα και βιβλιογραφία σ' όσον αφορά τη χρησιμότητα της στον τομέα της ενδοχειρουργικής.  Σημειώνεται ότι αρχική του θέση ήταν ότι δεν γνώριζε και δεν περιήλθε ποτέ στην αντίληψη του η δυνατότητα διενέργειας ενδοχειρουργικής δισκογραφίας. 

 

Επίσης ενώ η δισκογραφία εμπίπτει στο πεδίο άσκησης του νευροχειρούργου, και ενώ στερείτο προσωπικών εμπειριών ως προς τη διαδικασία της δισκογραφίας, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, εντούτοις, επέμενε ότι αυτή ήταν μια αχρείαστη και επικίνδυνη επέμβαση που έπρεπε να αποφευχθεί.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του την παράλειψη του Λοϊζου να αναφέρει στην κυρίως εξέταση του ότι το σκιαγραφικό υγρό που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διαδικασία της δισκογραφίας και ευθύνεται για τη βλάβη της εφεσείουσας ήταν μη ιονικό.  Έκρινε την παράλειψη εσκεμμένη ώστε να ταυτίζεται η περίπτωση της εφεσείουσας με άλλες, που ανέφερε στη μαρτυρία του, όπου η χρήση ιονικού υγρού προκάλεσε νευρολογικές επιπλοκές και άφησε κατάλοιπα στους ασθενείς.  Όταν διαφάνηκε κατά την αντεξέταση του ότι οι περιπτώσεις που έκαμε αναφορά αφορούσαν σε ιονικό υγρό διαμόρφωσε τη στάση του αφήνοντας ως ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκε κατά λάθος ιονικό σκεύασμα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει στην απόφαση του τη διαφοροποίηση κατά την προφορική του μαρτυρία των θέσεων που προβάλλει στην ιατρική του έκθεση (τεκμ. 1) όπως στα θέματα της επικινδυνότητας της δισκογραφίας και της χρήσης του iohexol στην περίπτωση της εφεσείουσας.  Ειδικά για το iohexol που ανκαι αρχικά ήταν απόλυτος ότι δεν συνιστάται για δισκογραφίες στη συνέχεια δέχθηκε ότι συνιστάται η χρήση του, προσθέτοντας όμως ότι δεν παύει να είναι επικίνδυνη.

 

Ενώ αρνήθηκε αρχικά ότι δόθηκε προληπτικά αντιβίωση στην εφεσείουσα πριν την επέμβαση, μετά αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι της δόθηκε το αντιβιoτικό Dexamed.  Ενώ ήταν κάθετος ότι δεν υπήρχε λόγος να γίνει δισκογραφία στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση ο ίδιος ως νευρολόγος να αποφασίσει αν θα προβεί κατά τη διαδικασία της επέμβασης σε δισκογραφία ή όχι, εφόσον μόνο ο νευροχειρούργος που ενήργησε την επέμβαση είναι το αρμόδιο πρόσωπο να αποφασίσει.

 

Έχουμε ανατρέξει στη μαρτυρία του Λοϊζου που καταλαμβάνει  ένα πολύ μεγάλο μέρος των πρακτικών, εφόσον η μαρτυρία του χρειάστηκε έξι δικασίμους για να ολοκληρωθεί.  Εντοπίσαμε τα σημεία στα οποία έδωσε έμφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο και που το οδήγησαν στην απόρριψη της εκδοχής του ως προς τους κινδύνους που ενέχει η δισκογραφία και συνακόλουθα η χρήση του iohexol.

 

Εντοπίζονται επιπρόσθετα και άλλα σημεία από τη μαρτυρία του όπου ενώ απορρίπτει τη σημασία του iohexol και της δισκογραφίας δέχεται στη συνέχεια ότι στην περίπτωση της εφεσείουσας χρησιμοποιήθηκε το iohexol όπως έπρεπε, έγινε η μέθοδος όπως έπρεπε, διαφωνεί όμως στην απόφαση να γίνει η δισκογραφία, στην περίπτωση της εφεσείουσας.  Η θέση του αυτή καταρρέει από την απάντηση του στη συνέχεια ότι είναι θέμα του χειρουργού ν' αποφασίσει αν πρέπει να γίνει.  Ο ίδιος απλά θα του έλεγε ότι υπάρχει άλλος τρόπος για να αντλήσουν πληροφόρηση.  Σημειώνεται όμως ότι ενώ παραδέχεται ότι δεν είναι χειρουργός παρά ταύτα σε σημεία που κάποιες ερωτήσεις, άπτοντο της ειδικότητας του νευροχειρουργού ο Λοϊζου εξέφραζε άποψη υπέρ της εφεσείουσας φυσικά, ανατρέχοντας σε βιβλιογραφία.   Γενικά οι απόλυτες θέσεις του ως προς τη διαδικασία της δισκογραφίας και τους κινδύνους που ενέχει στηρίχθηκαν σε εικασίες και όχι σε ακριβή δεδομένα.  Τα ίδια ισχύουν και για τις διάφορες θέσεις που πρόβαλε ως προς την επικινδυνότητα του σκιαγραφικού υγρού iohexol, που χρησιμοποιήθηκε κατά τη δισκογραφία.

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές θέσεις που πρόβαλε στη μαρτυρία του, παρά τη σοβαρότητα τους, δεν περιλήφθησαν στην έκθεση του, γεγονός που σχολιάζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Όπως η εισήγηση του ότι συνέτεινε στη βλάβη της εφεσείουσας και ο διαβήτης από τον οποίο έπασχε η εφεσείουσα εξηγώντας ότι το σώμα δεν είχε τη δυνατότητα να απορρίψει το iohexol με την ίδια σειρά και γρηγοράδα ως ένας κανονικός οργανισμός, γεγονός που, κατά τη γνώμη του, δηλώνει ευθύνη του χειρουργού γιατί θα έπρεπε να λάμβανε υπόψη του τον διαβήτη και τη νεφροπάθεια στην απόφαση του αν θα διενεργήσει  δισκογραφία.

 

Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το εσφαλμένο ή μεμπτό ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Λοϊζου για τα δύο θέματα που ανέπτυξε δηλαδή της αχρείαστης και επικίνδυνης, στην περίπτωση της εφεσείουσας, δισκογραφίας και συνακόλουθα της χρήσης του υγρού iohexol, που να δικαιολογείται η επέμβαση μας.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε παντελώς τη μαρτυρία του Λοϊζου ως αναξιόπιστη.  Περιορίστηκε να απορρίψει εκείνο το μέρος που προφανώς δεν ήταν της ειδικότητας του, γεγονός που παραδέχθηκε και ο ίδιος ότι η απόφαση για την αναγκαιότητα διεξαγωγής δισκογραφίας λαμβάνεται από το χειρουργό που θα διενεργήσει την επέμβαση.  Προτίμησε τη δική του εκδοχή απ' εκείνη του Κυριακίδη ως προς την αιτία πρόκλησης της βλάβης στην εφεσείουσα, κρίνοντας τις εξηγήσεις του Λοϊζου ως επιστημονικές, επαρκείς, λογικές και πειστικές.  Σημειώνει περαιτέρω ότι επεξήγησε με ιδιαίτερη σαφήνεια τα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου και τις λειτουργίες τους συνδέοντας το κάθε σύμπτωμα με τις βλάβες που προκλήθηκαν στα κύτταρα του εγκεφάλου λόγω της εισροής του σκιαγραφικού υγρού.   Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση, ως προς την αιτία της βλάβης, όπως προσδιορίστηκε από το Λοϊζου:

 

«1.    Αρχίζοντας από την εισροή του υγρού στη μήνιγγα, η θέση του ότι επήλθε από σκίσιμο της σκληρής μήνιγγας κατά την επίδικη ή κατά την προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση, ελέγχεται ως ορθή.  Δεν υποδείχθηκε άλλος πιθανός τρόπος για την εισροή του υγρού εντός της θήκης.  Η θέση αυτή, εξάλλου, δεν αποκλείστηκε από τον Εναγόμενο 1 και τον Μ.Υ.2.

 

2.      Εξήγησε, ακολούθως, με ποιο τρόπο εισήλθε το υγρό στις κοιλίες του εγκεφάλου.  Με τη συνεχή κίνηση, δηλαδή, του υγρού μέσω του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, θέση που επίσης υιοθετήθηκε και από τον Εναγόμενο 1 και τον Μ.Υ.2.

 

Η διαφωνία τους εστιάζεται στο χρονικό διάστημα που απαιτείται για να εκδηλωθούν τα όποια συμπτώματα και παρενέργειες.  Η εξήγηση που έδωσε ο κ. Λοΐζου, κρίνεται επί του προκειμένου ορθή.  Όπως ανάφερε, το υγρό εισέρρευσε απότομα στις κοιλίες του εγκεφάλου, όταν αναποδογύρισαν την Ενάγουσα για να την τοποθετήσουν στο φορείο.  Η θέση αυτή δίνει λογική εξήγηση στο συμβάν, αφού τα συμπτώματα επήλθαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μετά που τοποθετήθηκε η Ενάγουσα στο φορείο, όπως δέχθηκε και ο Εναγόμενος 1.

 

Δεν αποδέχομαι όμως τη θέση του Μ.Ε.1 ότι αναποδογύρισαν απρόσεκτα την Ενάγουσα στο φορείο, τοποθετώντας το κεφάλι της σε χαμηλότερο επίπεδο.  Πρόκειται για εικασία που δεν αντέχει στον έλεγχο της κοινής λογικής.  Όπως εξήγησε ο Εναγόμενος 1, το ειδικό κρεβάτι (trolley) στο οποίο τοποθετείται ο ασθενής, μετά τη χειρουργική επέμβαση, είναι ανακλινόμενο και δεν υπάρχει περίπτωση να τοποθετηθεί χαμηλότερα το κεφάλι του.

 

3.      Συνέδεσε επιστημονικά και λογικά όλα τα συμπτώματα της Ενάγουσας με τις βλάβες που προκλήθηκαν στον εγκέφαλο από το iohexol, ήτοι:  α) την άπνοια που παρουσίασε και την απώλεια των αισθήσεων της και β) την εκδήλωση επιληπτικών κρίσεων.  Αποκλείοντας την ανοξία, απέδωσε τα συμπτώματα σε οξεία χημική εγκεφαλίτιδα που προκλήθηκε από την εισροή του iohexol, αρχικά στη μήνιγγα και στη συνέχεια στις κοιλίες του εγκεφάλου.  Η θέση του ότι η συμπτωματολογία δείχνει ότι υπέστη οξεία βλάβη η γέφυρα και ο μεσεγκέφαλος, ελέγχεται ως ορθή αφού τα κέντρα ελέγχου της αναπνοής και της θέσης των ματιών βρίσκονται στο ίδιο περίπου σημείο.  Η συμπτωματολογία δε της μη ελεγχόμενης από την Ενάγουσα κίνησης των ματιών πάνω-κάτω (ocular bobbing) συγκλίνει με την επιστημονική του εξήγηση, ότι δηλαδή υπέστη βλάβη ο εγκέφαλος και στο σημείο εκείνο που είναι πλησίον του κέντρου ελέγχου της αναπνοής.

 

Ορθή ελέγχεται επίσης η θέση του ότι η μεγάλη αλλαγή που διαπιστώθηκε στη σύσταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, οφείλεται στην εισροή του iohexol εντός της μήνιγγας το οποίο εισχώρησε μέσω του νωτιαίου μυελού στον εγκέφαλο, προκαλώντας οξεία χημική εγκεφαλίτιδα.

 

4.      Έδωσε επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις στη βάση των οποίων αποκλείεται να προκλήθηκαν οι βλάβες από ανοξία ή αλλεργία.  Όπως εξήγησε, η ανοξία μπορεί να προέλθει είτε από έλλειψη οξυγόνου είτε από μη κυκλοφορία του αίματος, συμπτώματα που δεν παρουσίασε η Ενάγουσα, αφού αμέσως μετά που παρουσίασε άπνοια της χορηγήθηκε οξυγόνο.  Οι εξετάσεις που ακολούθησαν απέκλεισαν τέτοιο ενδεχόμενο.  Ούτε υπήρξε ένδειξη καρδιακής ανακοπής, που θα μπορούσε να επιφέρει ανοξία.  Απέκλεισε, τέλος, το ενδεχόμενο αναφυλαξίας που επίσης θα μπορούσε να προκαλέσει ανοξία, γιατί της είχε χορηγηθεί προληπτική αλλεργική αγωγή.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την εκδοχή του Λοϊζου έκρινε  ότι η βλάβη της εφεσείουσας ήταν αποτέλεσμα χημικής μηνιγγίτιδας και όχι ανοξίας του εγκεφάλου που μπορούσε να προέλθει από καρδιακή ανακοπή ή αλλεργικό σοκ, που ήταν η εκδοχή του Κυριακίδη.  Είναι γνωστή η αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη που έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του (Βλ. Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 (Γ) ΑΑΔ 154 και Βασιλειάδης ν. Δημήτριου Γ. Σπύρου Λτδ., Πολ. Έφ. 123/09 ημερ. 14/10/15), ECLI:CY:AD:2015:A678Το Δικαστήριο έκρινε το Λοϊζου κατά βάση αξιόπιστο και επιφανή επιστήμονα αλλά ασκώντας την ευχέρεια που του παρέχεται επέλεξε ποιό μέρος της μαρτυρίας του αποδέχεται και ποιό απορρίπτει, παραθέτοντας επαρκή αιτιολογία για την επιλογή του αυτή.  Το ίδιο έπραξε και για τη μαρτυρία του Κυριακίδη, η αξιολόγηση της οποίας συνιστά το μοναδικό λόγο αντέφεσης.  Παραθέτουμε στη συνέχεια αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη  απόφαση που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Κυριακίδη, ως αποτέλεσμα της οποίας απέρριψε την εκδοχή του, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:

 

«Β)   Ερχόμενος στη μαρτυρία του κ. Κυριακίδη, διαπίστωσα πως εξήγησε με ιδιαίτερη σαφήνεια, όπως και ο γιατρός Λοΐζου, τις νευρολογικές πτυχές του ανθρώπινου οργανισμού που σχετίζονται με τις λειτουργίες των διάφορων τμημάτων και νευρώνων του εγκεφάλου.  Απαντώντας τις ερωτήσεις που του υπόβαλε ο συνήγορος της Ενάγουσας για τον τρόπο παραγωγής και κίνησης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού καθώς και για τις επί μέρους λειτουργίες των διάφορων τμημάτων του εγκεφάλου, έπεισε για την ευρύτητα της γνώσης του αντικειμένου του, όπως και ο κ. Λοΐζου.  Δεν κατόρθωσε, όμως, όπως ήδη επισημάνθηκε πιο πάνω, να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα και να δώσει ανεξάρτητα και αμερόληπτα την κρίση του στα εγειρόμενα σημεία.  Ειδικότερα:

 

1)      Υποστήριξε πως η αιτία για τις βλάβες που προκλήθηκαν στον εγκέφαλο της Ενάγουσας ήταν η ανοξία του εγκεφάλου λόγω της αιφνίδιας ανακοπής της αναπνοής της, η οποία επέφερε απώλεια των αισθήσεων.  Τα δεδομένα, όμως, που είχε στη διάθεση του απέκλειαν ανοξική βλάβη.  Όπως ο ίδιος δέχθηκε, η ανοξία στην περίπτωση της Ενάγουσας θα μπορούσε να είχε προέλθει είτε από καρδιακή ανακοπή, που θα είχε ως συνέπεια την έλλειψη οξυγόνωσης του εγκεφάλου λόγω της μη κυκλοφορίας του αίματος, είτε λόγω αναφυλακτικού σοκ.  Τέτοιες όμως ενδείξεις δεν υπήρχαν με βάση τα δεδομένα που τέθηκαν υπόψη του, αφού:

α)      Οι εξετάσεις που ακολούθησαν αμέσως μετά απέκλειαν έμφραγμα ή άλλο καρδιολογικό πρόβλημα.

 

β)      Αμέσως μετά που παρουσίασε αναπνευστική ανακοπή, της παρασχέθηκε οξυγόνο από τον αναισθησιολόγο, ο οποίος βρισκόταν μαζί της στο χειρουργείο.

γ)      Δεν υπήρχαν ενδείξεις αλλεργικής αντίδρασης - για παράδειγμα κυάνωση - και

 

δ)      Της είχε χορηγηθεί αναφυλακτική αγωγή πριν από τη χειρουργική επέμβαση.

 

2.      Έδειξε απροθυμία να δεχθεί την εκδοχή της Ενάγουσας ότι οι αλλοιώσεις που είχαν διαπιστωθεί στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, οφείλονταν σε χημική μηνιγγίτιδα.  Υποστήριξε, επί του προκειμένου, πως η πιθανότερη αιτία αλλοίωσης του υγρού ήταν από πιθανή τραυματική παρακέντηση, όταν, δηλαδή, της έκαναν παρακέντηση για να πάρουν δείγμα του υγρού για αναλύσεις.  Όπως είπε, παρόλο που η δειγματοληψία πρέπει να γίνεται αναίμακτα, εντούτοις, δεν είναι πάντοτε εφικτό και τυγχάνει να προκληθεί αιμορραγία κατά τη διαδικασία της παρακέντησης.  Εισρέει τότε αίμα εντός της μήνιγγας και έτσι εξηγείται, όπως εκτιμά, η παρουσία αίματος στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό της Ενάγουσας κατά τις εξετάσεις που έγιναν στις 4, 5 και 9 Μαΐου 2006.  Με τον τρόπο αυτό, κατέληξε, τρυπήθηκε η μήνιγγα και όχι κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.  Όπως όμως εξήγησε ο κ. Λοΐζου, οι αναλύσεις που έγιναν στις 4, 5 και 9 Μαΐου 2006, παρουσίαζαν ξανθοχρωμία, γεγονός που συνηγορεί με τη θέση της Ενάγουσας ότι είχε τρυπηθεί η μήνιγγα κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.  Όπως εξήγησε - ο γιατρός Λοΐζου -, χρειάζεται να περάσουν 10-12 ώρες από τη στιγμή που θα εισρεύσει αίμα στο νωτιαίο μυελό, για να παρουσιαστεί ξανθοχρωμία.

 

3.      Ενώ όλες οι βλάβες μπορούσαν να είχαν προκληθεί, με βάση τη θεωρία του, τόσο από ανοξία όσο και από χημική μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, απέκλεισε τη δεύτερη, προβάλλοντας επανειλημμένα την ίδια επιχειρηματολογία:  Ότι ήταν τόσο αιφνίδια τα συμπτώματα που δεν δικαιολογούσαν χημική εγκεφαλοπάθεια από το iohexol, με τόσο σοβαρές και μόνιμες βλάβες, όπως αυτές που έχει υποστεί η Ενάγουσα.

 

         Η πιο πάνω θέση, παρόλο που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να στηρίζεται στα συγγράμματα που παρουσίασε (τεκμήρια 16 (α)-(στ)), παρουσιάστηκε μεροληπτικά, γιατί τα αντικειμενικά δεδομένα που είχε στη διάθεση του απέκλειαν την ανοξία και όχι τη χημική μηνιγγίτιδα, αφού:

 

(α)     Δεν υπήρχαν ενδείξεις εμφράγματος ή άλλου καρδιολογικού επεισοδίου που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αναπνευστική ανακοπή ή ισχαιμικό επεισόδιο.  Παρά τις αντίθετες ενδείξεις, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να παρουσιάστηκε κάποιο ισχαιμικό ή καρδιακό πρόβλημα, το οποίο να μην έχει καταγραφεί.

 

(β)     Ενώ δεν υπήρχαν ενδείξεις σοβαρής αναφυλαξίας, δεν έδειξε διάθεση να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο, έστω και εάν είχε δοθεί στην Ενάγουσα αναφυλακτική αγωγή.

 

4.        Όλες οι ενδείξεις που υπήρχαν σε σχέση με τις αλλοιώσεις που παρατηρήθηκαν στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, οδηγούσαν στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι υπήρξε χημική μηνιγγίτιδα.  Οι ενδείξεις αυτές αφορούσαν:

 

(α)     αυξημένη πρωτεΐνη

(β)     ψηλά ουδετερόφιλα λευκοκύτταρα

(γ)     ψηλά λεμφοκύτταρα και

(δ)     ξανθοχρωμία.

 

         Όλα τα ανωτέρω, συνηγορούν με την εκτίμηση του γιατρού Λοΐζου, ότι οι αλλαγές που διαπιστώθηκαν οφείλονται στη χημική μηνιγγίτιδα.  Εντούτοις, ο γιατρός Κυριακίδης, παρόλο που δέχθηκε την επιστημονική θεώρηση ως ορθή, δεν συμφώνησε πως επρόκειτο για χημική μηνιγγίτιδα γιατί, όπως το έθεσε, δεν μετρήθηκαν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, ώστε να τύχει εφαρμογής κάποια φόρμουλα σε σχέση με την αναλογία ερυθρών-λευκών.

 

         Εκτιμώ πως ήταν μια υπεκφυγή του γιατρού Κυριακίδη, στην έκδηλη, κατά τα άλλα, εικόνα χημικής μηνιγγίτιδας που παρουσίαζαν οι αναλύσεις.

 

         Για τους πιο πάνω λόγους δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 ως προς τα αίτια που προκάλεσαν τις βλάβες στον εγκέφαλο και τα σοβαρά νευρολογικά προβλήματα που παρουσίασε και παρουσιάζει μέχρι σήμερα η Ενάγουσα.»

 

 Ανατρέχοντας στα πρακτικά εντοπίσαμε από τη μαρτυρία του Κυριακίδη το σημείο που και ο ίδιος δεν αποκλείει να εισήλθε στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό ξένη ουσία.  Παραδέχεται την παρουσία αίματος στο εγκεφαλικό υγρό συμπληρώνοντας όμως ότι δεν μπορεί να γνωρίζει αν προξενήθηκε τρύπα στη σκληρή μήνιγγα κατά την επέμβαση.  Σημειώνεται ότι ο λόγος που απέκλεισε τη χημική μηνιγγίτιδα ήταν γιατί αργεί να παρουσιάσει συμπτώματα ενώ στην περίπτωση της εφεσείουσας χρειάστηκε πολύ λίγος χρόνος.  Ο Λοϊζου εξήγησε όμως γιατί παρουσιάστηκαν τόσο γρήγορα τα συμπτώματα που οφειλόταν στη διαδικασία μετακίνησης της εφεσείουσας από το κρεβάτι του χειρουργείου μετά το πέρας της επέμβασης, όπου επέτρεψε στο υγρό iohexol να εισρεύσει στις κοιλίες του εγκεφάλου.

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η θέση του εφεσίβλητου 1, τον οποίο έκρινε αξιόπιστο το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να τρυπήσει η μήνιγγα κατά τη χειρουργική επέμβαση και να δημιουργηθεί τρύπα. 

 

Προσεκτική εξέταση της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνάρτηση με τα πρακτικά αποκαλύπτει ως απόλυτα ορθή την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο από νομική όσο και από επιστημονική άποψη.

 

Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493).

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552,  στη σελ. 1566, για το θέμα, που επίσης αφορούσε σε ιατρική αμέλεια,

 

 «...Tο Δικαστήριο πρωτοδίκως είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας.  (δέστε Baloise Insurance Co Ltd. V. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 1275).  Επεμβαίνει, όμως, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγηση των δεδομένων.  (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 ΑΑΔ 236, και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 705).»

 

Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 και 3 που είναι συναφείς και αφορούν σε εσφαλμένη και ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και στο αναιτιολόγητο της απόφασης και ευρημάτων αντίστοιχα, δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Την ίδια κατάληξη θα πρέπει να έχει και η αντέφεση που αφορά επίσης σε λανθασμένη αξιολόγηση και απόρριψη της εκδοχής του Κυριακίδη ως προς την αιτία της βλάβης στην εφεσείουσα.

 

Κρίνουμε την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας και εξαγωγή συμπερασμάτων επί των γεγονότων καθόλα εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη.

 

Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε το λόγο έφεσης 3 που αφορά σε πλάνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το Νόμο, νομολογία και θεσμούς.

 

Το πρωτοδικο Δικαστήριο εξέτασε τη νομική πτυχή στη βάση του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο ρυθμίζει το θέμα της αμέλειας. 

 

Προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε τις δικογραφημένες θέσεις και εισηγήσεις της εφεσείουσας, με αναφορά στις Κυπριακές αποφάσεις Αθανασίου ν. Κουνούνη (1998) 1 ΑΑΔ 614 και Αγγελή ν. Βορκά (2007) 1 ΑΑΔ 761 που επίσης αφορούσαν σε ιατρική αμέλεια, κατατάσσοντας τις λεπτομέρειες αμέλειας σε τέσσερεις ενότητες δηλαδή (1) ότι η δισκογραφία ήταν αχρείαστη και επικίνδυνη στην περίπτωση της εφεσείουσας, (2) ότι ο εφεσίβλητος 1 παρέλειψε να εμποδίσει την εισροή του σκιαγραφικού υγρού εντός της μήνιγγας, (3) ότι παρέλειψε να αντιμετωπίσει παρενέργειες του iohexol και τέλος (4) ότι παρέλειψε να προειδοποιήσει την εφεσείουσα για τους κινδύνους από τη δισκογραφία και το iohexol.  Αφού εξέτασε τους παράγοντες αυτούς κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπήρξαν αμελείς έναντι της εφεσείουσας.

 

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου:

 

«Καταληκτικά, το Δικαστήριο θα ήθελε να εκφράσει τη συμπάθεια του για το ατυχές γεγονός που προκάλεσε τόσο σοβαρές, επώδυνες και μόνιμες βλάβες στην Ενάγουσα.  Όπως επεξηγήθηκε, οι βλάβες δεν συνδέθηκαν με απροσεξία ή λάθος του Εναγόμενου 1 που να ανάγεται σε αμέλεια.  Δεν έχει καταδειχθεί σφάλμα του γιατρού, είτε κατά τη διάγνωση του προβλήματος που αντιμετώπιζε η Ενάγουσα, είτε στη θεραπεία που ακολούθησε.  Οι βλάβες δεν προκλήθηκαν από κάποια αμελή ενέργεια ή παράλειψη του, κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.  Προήλθαν από χημική μηνιγγίτιδα, την οποία προκάλεσε το iohexol.  Δεν μπορεί όμως να αποδοθεί αμέλεια στον Εναγόμενο 1 επειδή χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο σκεύασμα, αφού ο κίνδυνος πρόκλησης τέτοιας βλάβης δεν ήταν εύλογα προβλεπτός.»

 

Στην υπόθεση Glannibanta (1876) LR 1 PD 283, αναφέρθηκε ότι ευρήματα γεγονότων ανάγονται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υπογραμμίζεται η απροθυμία του Εφετείου να επέμβει μ' αυτά.  Ως προς τα συμπεράσματα όμως τα οποία μπορεί να εξαχθούν από τα πρωτογενή γεγονότα, το Εφετείο είναι στην ίδια θέση, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο και απολαμβάνει την ίδια ελευθερία να αχθεί στα δικά του συμπεράσματα (βλ. επίσης Αθανασίου ν. Κουνούνη (ανωτέρω)).

 

Προσεκτική εξέταση του σκεπτικού της απόφασης αποκαλύπτει διάσταση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την τελική του κρίση. 

 

Η κατάληξη του αυτή ότι δηλαδή οι βλάβες της εφεσείουσας δεν προήλθαν από αμελή πράξη ή παράλειψη αλλά από τη χημική μηνιγγίτιδα που προκλήθηκε από το iohexol σίγουρα αντιστρατεύεται των ευρημάτων του ίδιου του Δικαστηρίου ως προς την αιτία της βλάβης στην εφεσείουσα που διαπιστώνει μεν ότι ήταν αποτέλεσμα χημικής μηνιγγίτιδας, που προκάλεσε η επαφή του iohexol με το εγκεφαλονωτιαίο υγρό  στη βάση της εκδοχής του Λοϊζου, αλλά παραγνωρίζει εντελώς  την αιτία πρόκλησης του προβλήματος, όπως ο ίδιος την επεξηγεί στην παράγραφο 10 των ευρημάτων του, ανωτέρω.  Δεν ήταν μόνο η παρουσία του υγρού iohexol που προκάλεσε τη μηνιγγίτιδα, όπως ήταν η τελική του κατάληξη, αλλά και άλλοι παράγοντες.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του ο συνδυασμός της μικρής ποσότητας του υγρού iohexol που εισέρρευσε στη μήνιγγα και της παρουσίας του αίματος εντός της μήνιγγας που είναι επίσης τοξικό για το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, συνέτειναν στην πρόκληση της χημικής μηνιγγοεγκεφαλίτιδας.  Συνιστά επίσης εύρημα του ότι από μόνο του το αίμα δεν μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα αλλά η τοξική του δράση ταυτόχρονα και παράλληλα με τη τοξική δράση του iohexol προκάλεσαν τις εγκεφαλικές και νευρολογικές βλάβες στην εφεσείουσα.

 

Ως προς την παρουσία του αίματος στη μήνιγγα συνιστά εύρημα του ότι είχε σχιστεί η θήκη (μήνιγγα) από λάθος κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.  Σε σχέση δε με την παρουσία του υγρού iohexol εντός της μήνιγγας την αποδίδει να εισέρρευσε από το σημείο που τρύπησε η μήνιγγα.  Και ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 στη μαρτυρία του παραδέχεται ότι υπήρχε ενδεχόμενο να τρυπήσει τη μήνιγγα με την επέμβαση και να προκαλέσει τρύπα, γεγονός που το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει θετικά κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του.

 

Συνεπώς η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τη χημική μηνιγγίτιδα προκάλεσε το iohexol για να προχωρήσει στη συνέχεια να απαλλάξει τον εφεσίβλητο 1 απ' οποιανδήποτε ευθύνη με το σκεπτικό ότι ο κίνδυνος βλάβης δεν ήταν προβλεπτός, δεν συμφωνεί με τα ίδια τα ευρήματα του.

 

Με τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε θα έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο το γεγονός της ρήξης της μήνιγγας και τις επιπτώσεις από τη ρήξη παρά απλά να το θεωρήσει ως ένα λάθος κατά την επέμβαση και να το προσπεράσει.  Δεν διαφεύγει του Εφετείου η διαπίστωση ότι η παρουσία τόσο του αίματος όσο και του iohexol εντός της μήνιγγας, σημείο όπου υπό κανονικές συνθήκες δεν έπρεπε να βρίσκονται,  προήλθε από τη ρήξη της μήνιγγας.  Θα έπρεπε να δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο η δέουσα βαρύτητα στο εύρημα του ότι από λάθος τρυπήθηκε η μήνιγγα, γεγονός που επέτρεψε να εισέλθει το υγρό iohexol εντός της μήνιγγας και να λειτουργήσει καταλυτικά στη σκέψη του  σε σχέση με την απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος 1 υπήρξε ή όχι αμελής κατά την χειρουργική επέμβαση.  Η πιθανότητα ρήξης της μήνιγγας κατά την επέμβαση δεν ήταν απομακρυσμένη ή αδύνατο να γίνει αντιληπτή.  Σημειώνεται το σημείο από τη μαρτυρία του Λοϊζου  ότι αν συμβεί τέτοια ρήξη κατά τη διάρκεια της επέμβασης γίνεται αντιληπτή από τον χειρουργό εφόσον από το σημείο που σχίστηκε αρχίζει και ρέει εγκεφαλονωτιαίο υγρό.  Τότε βρίσκει την τρύπα και τη ράβει.  Ούτε ο εφεσίβλητος 1 απέκλεισε τη πιθανότητα να προκλήθηκε τρύπα στη μήνιγγα κατά τη δεύτερη επέμβαση.  Συνεχίζει δε στη μαρτυρία του ότι αν τρύπησε τη μήνιγγα κατά τη διενέργεια της δισκογραφίας, που ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνει στην περίπτωση της δισκογραφίας, θα το αντιλαμβάνετο, εφόσον ο ασθενής θα ήταν ξύπνιος.  Παραδέχεται στη συνέχεια ότι μετά από μια εγχείριση σ' ένα δίσκο νεώτερη επέμβαση στον ίδιο δίσκο υπάρχει ενδεχόμενο ρήξης της μήνιγγας που είναι μια από τις επιπλοκές σε εγχειρήσεις της σπονδυλικής στήλης.

 

Ο Λοϊζου τονίζει στη μαρτυρία του ότι ήταν «η συμμαχία» των δυο υγρών ουσιών που προκάλεσαν το πρόβλημα, δηλαδή το iohexol και το αίμα, θέση που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.  Μάλιστα ήταν από ερωτήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που διευκρινίστηκε το θέμα.  Η παρουσία του αίματος μέσα στη μήνιγγα και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τα ευρήματα, από τις δυο αναλύσεις που έγιναν στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.

 

Η εμβέλεια του άρθρου 51(2)(ε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου υπήρξε αντικείμενο εξέτασης, σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι το ζήτημα της ιατρικής αμέλειας εξετάζεται στη βάση του επιπέδου του λογικού επαγγελματία.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 1568, 1569 και 1571:

 

«..Το καθήκον που εμπεριέχεται, αλλά και επιβάλλεται από το Αρθρο 51(2)(ε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο και τυγχάνει εφαρμογής έχοντας υπόψη και τη σχετική στο θέμα νομολογία. Έχει καθοριστεί στην Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,  ότι:

«.Το καθήκον ιατρού, όπως και κάθε ειδικευμένου επαγγελματία (πρακτήρα), προς πρόσωπο, το οποίο βασιζόμενο στη διεξιότητά του περιέρχεται υπό τη φροντίδα του, προσδιορίζεται περιεκτικά στην απόφαση Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All E.R. 245. Συνίσταται, στη στράτευση της γνώσης και την επίδειξη της επιμέλειας που αναμένεται από πρόσωπο το οποίο κατέχει και διακηρύττει ότι κατέχει τη συγκεκριμένη δεξιότητα.

Το επίπεδο δεξιότητας, το οποίο αναμένεται από επαγγελματία ιατρό (medical practitioner), τέθηκε με την ίδια σαφήνεια από τον McNair, J. στην Bolam v. Friern Hospital Management Committee [1957] 1 W.L.R. 582. Είναι εκείνο, της συνήθους δεξιότητας την οποία αναμένεται να έχει πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται και ασκεί τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Η ορθότητα της προσέγγισης αυτής επιβεβαιώθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, που επίσης επεξηγούν το πρακτικό πεδίο εφαρμογής της. (Βλ. μεταξύ άλλων, Sideway v. Gov. οf Bethlem Royal Hospital (1985) Α.Ψ. 871, 893-894; Wilsher v. Essex A.H.A. [1987] Q.B. 730.)»

Στην απόφαση του τότε πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Π. Αρτέμης, Π.Ε.Δ. και Στ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.) Βασιλική Μακρή v. Σίμου Έλληνα, Αγωγή Αρ. 2681/86, ημερ. 16.1.1991, ο Π. Αρτέμης, Π.Ε.Δ., (όπως ήταν τότε), έθεσε το θέμα ως εξής σε υπόθεση που αφορούσε τον καταλογισμό ιατρικής αμέλειας σε γυναικολόγο που υπέβαλε την ενάγουσα σε χειρουργική επέμβαση ολικής υστεροκτομής:

«Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Bolam v. Friern H.M.C. [1957] 1 W.L.R. 582 "The test is the standard of the ordinary skilled man exercising and professing to have that special skill. A man need not possess the highest expert skill; it is well-established law that it is sufficient if he exercises the ordinay skill of an ordinary competent man exercising that particular art." Περαιτέρω, όπως ανέφερε και ο Mustill L.J. στην υπόθεση Wilsher v. Essex Area Health Authority [1986] 3 All E.R. 801, "The notion of a duty tailored to the actor rather than the act which he elected to perform had no place in the law of tort ..... The duty of care related not to the individual but to the post which he occupied.

.............................

Το ζήτημα της ιατρικής αμέλειας εξετάζεται, όπως προαναφέρθηκε, στη βάση του επιπέδου του λογικού επαγγελματία. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Street on Torts 11η Έκδ. (2003) σελ. 265:

 

«The defendant must exhibit the degree of skill which a member of the public would expect from a person in his or her position.  Pressures on him - even pressures for which he is in no way responsible - will not excuse an error on his part.  Negligence is not to be equated with moral culpability or general incompetence.»

Και στην επόμενη σελ. 266 αναφέρονται τα εξής:

«Errors of judgment are often the essence of professional negligence. An error of itself is not negligence. The issue in all cases is whether the error in question evidenced a failure of professional competence. The virtual immunity offered to doctors for errors of clinical judgment was firmly condemned by the House of Lords in Whitehouse v. Jordan

Αναγνωρίζεται ότι για τον καθορισμό του επιπέδου που απαιτείται από το συγκεκριμένο επαγγελματία εμπειρογνώμονα, πρέπει να δοθεί εμπειρογνώμονη μαρτυρία για την ορθή πρακτική που ακολουθείται στον κλάδο («proper practice»). Όταν η πρακτική αμφισβητείται τότε, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Street on Torts - πιο πάνω - σελ. 265 «... conformity with a responsible body of opinion within the profession will generally suffice». Ο Δικαστής βέβαια παραμένει ο τελικός κριτής του τι αποτελεί «reasonable and responsible professional practice». Και όπως εξηγείται στο πιο πάνω σύγγραμμα, παρά τη μέχρι πρόσφατα απροθυμία των Δικαστηρίων να αμφισβητήσουν την επιστημονική άποψη εμπειρογνωμόνων, στην Bolitho v. City and Hackney Health Authority (1998) Α.C. 232, o Lord Browne-Wilkinson τόνισε ότι για να τεκμηριωθεί η μαρτυρία περί της ορθής μη αμελούς πρακτικής, η μαρτυρία που δίνεται ως προς αυτή, πρέπει να είναι εύλογη και υπεύθυνη. Όπως ανέφερε: «... The court has to be satisfied that the exponents of the body of opinion relied on can demonstrate that such opinion has a logical basis.».

 

H ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία δεν καταλόγισε στον εφεσίβλητο 1 ιατρική αμέλεια κατά τη διενέργεια της επέμβασης, καταρρέει.  O εφεσίβλητος δεν επέδειξε υπό τις περιστάσεις την απαιτούμενη επιμέλεια κατά τη διάρκεια της επέμβασης γνωρίζοντας ότι ήταν η δεύτερη επέμβαση που θα υποβάλλετο η εφεσείουσα στον ίδιο δίσκο με ορατό το ενδεχόμενο ρήξης της μήνιγγας και να αντιλαμβάνετο τη ρήξη έγκαιρα.  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Λοϊζου η ρήξη μήνιγγας δεν προκαλεί συμπτώματα.  Ως έμπειρος νευροχειρουργός θα έπρεπε να αναμένει ότι η ρήξη θα επέτρεπε την εισροή του υγρού iohexol ή οποιουδήποτε άλλου υγρού, όπως αίμα, εντός της μήνιγγας και την επαφή του με το νωτιαίο υγρό  ώστε να λάβει προληπτικά μέτρα προς αποφυγή τέτοιου ενδεχόμενου.  Θα πρέπει να λεχθεί ότι η πρόκληση ρήγματος στη σκληρή μήνιγγα και η εισροή του υγρού iohexol εντός της μήνιγγας με επακόλουθο την επαφή του με το νωτιαίο υγρό και η μόλυνση του εγκεφαλικού και/ή νωτιαίου υγρού συνιστούν μέρος των λεπτομερειών αμέλειας στην Έκθεση Απαίτησης.  Ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος 1 κρίνεται αμελής.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας η εξέταση των υπόλοιπων  θεμάτων που εγείρει η εφεσείουσα προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, όπως για το θέμα εφαρμογής της αρχής res ipsa loquitur, κρίνεται περιττή.

 

Σ' όσον αφορά τη νομική ευθύνη του εφεσίβλητου 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπείχε οποιανδήποτε ευθύνη για τις βλάβες της εφεσείουσας.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Απέτυχε, επίσης, να στοιχειοθετήσει αμέλεια εναντίον του Εναγόμενου 2 Νοσοκομείου, για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν τέθηκε υπόβαθρο γεγονότων στη βάση της εκ προστήσεως ευθύνης, ούτε προσκομίστηκε μαρτυρία για συμφωνία της Ενάγουσας με το Εναγόμενο 2 Νοσοκομείο.  Με βάση τη μαρτυρία, ο Εναγόμενος 1 ήταν αυτοεργοδοτούμενος και δεν είχε οποιαδήποτε υπαλληλική σχέση με τους Εναγόμενους 2.  Δεν υπήρξε, εξ άλλου, μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στους Εναγόμενους 2, για πράξεις ή παραλείψεις του νοσηλευτικού τους προσωπικού."

 

 

Η εφεσείουσα με το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της καταλογίζει στον εφεσίβλητο 2 εκ προστήσεως ευθύνη για τη διατήρηση και παράδοση των φαρμάκων στους ιατρούς, για τη ποιότητα των ιατρών που διατηρούν ιατρείο στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο και του νοσηλευτικού προσωπικού και  ότι είναι συνυπεύθυνος με τον εφεσίβλητο 1 στη βάση της αρχής «non delegable duty".

 

Ο Μ.Υ.5 Νίκος Σατραζάκης, διοικητικός διευθυντής του Απολλώνειου Νοσοκομείου, τη μαρτυρία του οποίου επικαλείται στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος της εφεσείουσας προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης του, ήταν σαφής ότι το Νοσοκομείο μέσω των νοσηλευτών,  παραχωρεί τα φάρμακα εκείνα που ζητά ο ιατρός.  Εξήγησε δε ότι οι ιατροί που στεγάζονται στο Απολλώνειο Νοσοκομείο είναι αυτοεργοδοτούμενοι και όχι υπάλληλοι ενώ το Νοσοκομείο τους παρέχει γραφεία και άλλες διευκολύνσεις έναντι συγκεκριμένων χρεώσεων.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.5 από μόνη της δεν στοιχειοθετεί εκ προστήσεως ευθύνη του εφεσίβλητου 2.

 

Στην υπόθεση Πολυκλινική Υγεία Λτδ. ν. Τάσου Λάμπρου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Παντελή Λάμπρου, Πολ. Εφέσεις 114/11 και 115/11, ημερ. 16/11/16, κρίθηκε ότι το Ιδιωτικό Νοσοκομείο δεν ήταν υπόλογο αμέλειας, εκ προστήσεως, για τις πράξεις του ιατρού που διενήργησε την εγχείρηση, ο οποίος δεν ήταν υπηρέτης του.  Κρίθηκε όμως στην υπόθεση αυτή πρωτογενώς αμελής γιατί ο ενάγων νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής θεραπείας της Πολυκλινικής και ενώ διέθεταν επί καθήκοντι ιατρό, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος τους, δεν προέβησαν σε καμιά ουσιαστική ενέργεια παρά την επιδείνωση της κατάστασης του.

 

 Έχουμε ανατρέξει και στο υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό και δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον εφεσίβλητο 2.  Ούτε επίσης παρουσιάστηκε κατ' έφεση οποιοδήποτε στοιχείο που να ανατρέπει την πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου.

 

Κατά την ετοιμασία της απόφασης προέκυψε η ανάγκη επανάνοιξης της έφεσης ώστε να τεθεί ερώτημα στους δικηγόρους κατά πόσο ο θάνατος της εφεσείουσας που επεσυνέβη στις 9/6/13 δηλαδή μόλις μετά δυο χρόνια περίπου από την έκδοση της απόφασης στις 19/7/11, επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο το ύψος των συμφωνηθεισών αποζημιώσεων, ιδιαίτερα ως προς το ποσό των €200.000,00 που αφορά σε μελλοντικές απώλειες.  Το επανάνοιγμα κρίθηκε αναγκαίο ώστε να δοθεί η ευκαιρία σ' όλους τους διαδίκους να εκφράσουν τις θέσεις τους επί θέματος που δεν απασχόλησε τους ίδιους, αλλά καθηκόντως ηγέρθη από το ίδιο το Εφετείο και για το οποίο δεν εντοπίστηκε ευθέως οποιαδήποτε αυθεντία παρά τη σχετική έρευνα.

 

Ο μεν συνήγορος της εφεσείουσας στην αγόρευση του προώθησε τη θέση ότι το ύψος των αποζημιώσεων θα πρέπει να παραμείνει, ως έχει συμφωνηθεί από το 2010, και ότι ο θάνατος της εφεσείουσας που επήλθε εκκρεμούσης της έφεσης δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο το ύψος των αποζημιώσεων.  Από την άλλη, οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων ισχυρίστηκαν ότι σίγουρα ο θάνατος της εφεσείουσας είναι ένα γεγονός που ανατρέπει τα δεδομένα στη βάση των οποίων στηρίχθηκαν και συμφωνήθηκαν στη συνέχεια πρωτόδικα οι αποζημιώσεις, γι' αυτό και θα πρέπει να γίνει ανάλογη προσαρμογή από το Εφετείο, υποδεικνύοντας προς τούτο τις πρόνοιες, μεταξύ άλλων, του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 και της Δ.35 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.

 

Η Δ.35, θθ. 3 και 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών αναφέρουν τα εξής σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Δ.35 θ.3

Όλες οι εφέσεις θα είναι υπό τύπο επανακρόασης και θα ασκούνται με την καταχώρηση γραπτής ειδοποίησης έφεσης, εντός της κατάλληλης περιόδου που περιγράφεται από τον Κανονισμό 2 αυτής της Διαταγής, στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την απόφαση ή το διάταγμα που εφεσιβάλλεται, μαζί με επίσημο αντίγραφο της απόφασης ή του διατάγματος εναντίον του οποίου στρέφεται (Τύπος 28).

 

Θ. 8

Το Εφετείο θα έχει όλες τες εξουσίες και καθήκοντα ως προς οποιαδήποτε τροποποίηση ή άλλως που έχει το Πρωτοβάθμιον Δικαστήριον, μαζί με πλήρη διακριτική εξουσία να δέχεται περαιτέρω μαρτυρία πάνω σε ζητήματα γεγονότων, και τέτοια μαρτυρία πρέπει να δίδεται είτε με προφορική εξέταση στο Δικαστήριο, με ένορκο δήλωση ή με κατάθεση που λαμβάνεται ενώπιον εξεταστή ή δικαστικού εντεταλμένου (commissioner).  Τέτοια περαιτέρω μαρτυρία μπορεί να δίδεται χωρίς ειδική άδεια κατόπιν ενδιαμέσων αιτήσεων, ή, εν πάση περιπτώσει ως προς ζητήματα τα οποία έχουν προκύψει μετά την ημερομηνία της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται.  Όταν εφεσιβάλλεται απόφαση μετά τη δίκη η ακρόαση οποιασδήποτε διαφοράς ή θέματος (cause or matter) επί της ουσίας, τέτοια περαιτέρω μαρτυρία (εκτός ως προς ζητήματα επακόλουθα των πιο πάνω) θα γίνεται αποδεκτή μόνο για ειδικούς λόγους, και όχι χω ρίς άδεια του Δικαστηρίου.  Το Εφετείο θα έχει εξουσία να εξάγει συμπεράσματα γεγονότων και να εκδίδει οποιαδήποτε απόφαση και να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα που έπρεπε να είχε εκδοθεί, και να εκδίδει οποιοδήποτε περαιτέρω ή άλλο διάταγμα που θα απαιτούσε η περίπτωση.  Οι αναφερόμενες πιο πάνω εξουσίες μπορούν να ασκούνται από το αναφερόμενο Δικαστήριο ανεξάρτητα από το ότι η ειδοποίηση έφεσης μπορεί να ζητεί την ανατροπή ή διαφοροποίηση μέρους μόνο της απόφασης, και τέτοιες εξουσίες μπορούν να ασκούνται προς όφελος όλων ή ορισμένων από τους εφεσιβλήτους ή διαδίκους, αν και οι εφεσίβλητοι ή διάδικοι αυτοί μπορεί να μην είχαν εφεσιβάλει ή παραπονεθεί για την απόφαση.  Το Εφετείο θα έχει εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα ως προς το σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος των εξόδων της έφεσης, που θα ήταν δίκαιο.»

 

Στο Annual Practice του 1958 στη σελ. 1661, επεξηγείται η Δ.58 θ.3 που ήταν η τότε αντίστοιχη πρόνοια στους Αγγλικούς Θεσμούς, όπου αναφέρονται τα εξής ως προς την εξουσία του Εφετείου:

 

"It is, as a rule, a rehearing on the documents (including the judge's notes and transcript of the shorthand notes of the evidence) but it is a rehearing (see per Lord Wright in Powell v. Streatham Manor Nursing Home, (1935) A.C. at p. 263).  The words further indicate that the Court is not even confined to making an order which should have been made by the Court below, but may also consider what facts have occurred since the trial, and what relevant change has been made in the law, and may if necessary receive fresh evidence (r.9 (2)), and may make such further or other order as the case may require (r.9(3)) according to the state of things at the time of the hearing before it (Quilter v. Mapleson, loc. cit., A.-G. v. Birmingham, Tame & Rea District Drainage Board, (1912) A.C. 788, at pp. 801-2, New Brunswick Ry. Co. v. British and French Trust Corporation, (1939) A.C. 1, per Lord Wright at pp. 32-3).

 

Thus, in the exercise of its power to consider facts that have occurred since the trial, the Court of Appeal may dissolve an injunction granted by the Court below against nuisance or beach of statute, on the ground that, by reason of new works since executed by the defendants, there is no longer a beach or reason for the continuance of the injunction (A.-G. v. Birmingham, Tame & Rea District Drainage Board, supra)."

 

Τα ίδια απαντώνται και στο Annual Practice του 1970 στην αντίστοιχη Δ.59 θ. 3 σελ. 774.  Προστίθεται ότι το Εφετείο δεν δεσμεύεται ούτε από τα ζητήματα που εγείρονται στο εφετήριο (per Jessel, M.R. in Purnell v. G.W. Ry (1876) 1 QD.D. at 640).

 

Σχετική με το εύρος των εξουσιών του Εφετείου σε έφεση είναι η υπόθεση Holiday Tours Ltd. v. Κούτα κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής στη σελ. 776 της απόφασης:

 

«Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως καθορίζεται από τους Θεσμούς είναι ξεκάθαρη, έστω και εάν δεν εκκρεμεί έφεση ή αντέφεση για οποιονδήποτε συγκεκριμένο σημείο της απόφασης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία με σκοπό την εξυπηρέτηση της δικαιοσύνης να επέμβει ακόμη και προς όφελος του μέρους που δεν έχει κάμει έφεση.»

 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στη συνέχεια στην υπόθεση Μάριος Βαττής ν. Χρυστάλλας Αυξεντίου κ.α. Πολ. Εφ. 127/09, ημερ. 10/1/17 και αποφασίστηκε ότι το άρθρο 25(1) του Νόμου 14/60 που ρυθμίζει τα του δικαιώματος έφεσης και η Δ.35 θ. 8 των Θεσμών παρέχουν ευρύτατη εξουσία στο Εφετείο να εξετάζει την ουσία της υπό έφεση απόφασης, με απώτερο σκοπό την επίλυση των πραγματικών επιδίκων ζητημάτων, για πλήρη και ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το ύψος των αποζημιώσεων  συμφωνήθηκε κατά τη δικάσιμο της 21/6/10, όπως αναφέραμε στην αρχή της απόφασης μας, και η ακρόαση συνέχισε και ολοκληρώθηκε ως προς το θέμα της ευθύνης μόνο.  Δεν συμφωνούμε όμως με τη θέση του συνηγόρου της διαχειρίστριας της περιουσίας της αποβιώσασας ότι από τη στιγμή που τα ποσά συμφωνήθηκαν, το Εφετείο είναι υποχρεωμένο και δεσμευμένο να μην τα διαφοροποιήσει.  Τέτοια απόλυτη προσέγγιση, όπως προτάθηκε, παραγνωρίζει τις σαφείς πρόνοιες των πιο πάνω νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων και τις ευρύτατες εξουσίες ενός Εφετείου, εξουσίες που πρέπει βέβαια να ασκούνται με φειδώ και όπου καθίσταται απόλυτα αναγκαίο από τα περιστατικά συγκεκριμένης υπόθεσης.  Τα όσα τώρα αναφέρονται περί των λόγων περιορισμού του ποσού των €200.000 αποτελούν θέσεις που προβάλλονται εκ των υστέρων και ουδόλως καταγράφηκαν στο σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία της δήλωσης.

 

Το γεγονός παραμένει ότι επεσυνέβη θάνατος.  Η υπόθεση Μccann ν. Sheppard and another (1973) 2 All E.R. 881, στην οποία παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, ο συνήγορος του εφεσίβλητου 1, υποδεικνύει, αν μη τι άλλο, το εύλογο της θέσης ότι γεγονότα που επηρεάζουν μεταγενέστερα της εκδίκασης και επιδίκασης ποσών για αποζημιώσεις λαμβάνονται υπόψη διότι διαφοροποιούν ή διαψεύδουν («falsify"), τη βάση επί της οποίας υπολογίστηκαν και επιδικάστηκαν τα ποσά.  Όπως λέχθηκε από τον Lord Denning MR στην υπόθεση, είναι ανοικτό στο Εφετείο αν αυτό θεωρείται δίκαιο, να λάβει υπόψη του  νέα μαρτυρία και εφόσον το πράξει, αποτελεί καθήκον του να επανακροαστεί η υπόθεση υπό το φως της νέας αυτής μαρτυρίας και να υπολογίσει πλέον τις αποζημιώσεις κατά το χρόνο εκδίκασης της έφεσης.

 

Κατά τη δήλωση  του ποσού της κάθε αποζημίωσης ξεχωριστά στις 21/6/10, δεν έγινε καμιά ιδιαίτερη αναφορά ως προς τον τρόπο υπολογισμού του.  Σημειώνεται ότι όταν δηλώθηκαν οι αποζημιώσεις η εφεσείουσα βρισκόταν εν ζωή.  Ενόψει του γεγονότος του θανάτου της μετά τρία περίπου χρόνια και δυο χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης, κρίνουμε υπό το φως των εξουσιών του Εφετείου και της νομολογίας, ορθό και δίκαιο και ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως για σκοπούς αποζημίωσης της εφεσείουσας για μελλοντικές απώλειες, που είναι ένα από τα κονδύλια που συμφωνήθηκαν,  επιδικαστεί κατ' αποκοπή (ελλείψει άλλων συγκεκριμένων στοιχείων), ένα ποσό της τάξης των €150.000,00 σε αντικατάσταση του ποσού των €200.000,00 που είχε συμφωνηθεί κατά την ακρόαση πρωτόδικα.  Με αυτόν τον τρόπο δεν αγνοείται ούτε παραβλέπεται ένα αντικειμενικό γεγονός το οποίο δηλώθηκε ενώπιον του Εφετείου, οδηγώντας μάλιστα και σε τροποποίηση του τίτλου.  Τυχόν παράκαμψη του συμβάντος του θανάτου θα είχε ως αποτέλεσμα ουσιαστικώς την απόδοση αδίκως οφέλους στους κληρονόμους της θανούσας υπό τύπο ενός ποσού που δεν θα χρησιμοποιηθεί ολόκληρο για τον συμφωνηθέντα σκοπό.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως προς τον εφεσίβλητο 1.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 1 για τα ποσά των (α) €200.000,00 γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής (β) €100.000,00 ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μειωμένου κατά το ήμισυ, (γ) €150.000,00 μελλοντικές απώλειες με νόμιμο τόκο από τις 19/7/11 πλέον έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και κατ' έφεση όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση εναντίον του εφεσίβλητου 2 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου 2 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Ενόψει της πιο πάνω απόφασης, η αντέφεση απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

Στ. Ναθαναήλ, Δ.        

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

Α. Πούγιουρου, Δ.

                         

/Κας

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο