ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D26
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
Αγ. Ναυτ. Αρ. 33/2013
(Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ)
17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018
ΜΕΤΑΞΥ:
ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΑΓΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ
ΕΝΑΓΟΝΤΑ
- ΚΑΙ -
1. ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ 'CHRISTY' ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΕΝΑΔΙΝΕΣ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΙΟ ΤΟΥ ΛΙΜΕΝΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
2. GO GREEN HOLDING LTD
3. DEEPDALE SHIPPING CO LTD
4. FEEDER SHIPPING AGENCY NETWORK LIMITED, από Λεμεσό
Εναγομένων
-----------------------------
Αντ. Χριστοφή για Αντρέα Γιωρκάτζη Δ.Ε.Π.Ε, για Ενάγοντα
Γ. Παπαπέτρου με Κλ. Κλεάνθους, για Μοντάνιο & Μοντάνιο Δ.Ε.Π.Ε, για
Εναγόμενο Πλοίο
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ο Ενάγοντας καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, εργάζετο ως οδηγός τηλεσκοπικού περονοφόρου (forklift), εντός αμπαριού του Εναγόμενου πλοίου "CHRISTY", το οποίο πλαγιοδέτησε σε λιμενοβραχίονα εντός του περίκλειστου χώρου του λιμένος Λάρνακας για σκοπούς συντήρησης και/ή επιδιόρθωσης των τοιχωμάτων των αμπαριών του.
Στις 30.8.2013, ένα εργαλείο που χρησιμοποιούσαν άλλοι δύο εργοδοτούμενοι του Εναγόμενου πλοίου οι οποίοι εργάζοντο σε ενσωματωμένη επί του αμπαριού κατασκευή, κατέπεσε στο δάπεδο του αμπαριού. Ζητήθηκε από τους δύο, ως άνω εργοδοτούμενους, να τους το ανεβάσει. Ο Ενάγοντας περιμάζεψε το εργαλείο και προσπάθησε να ανεβεί σε φορητή μεταλλική σκάλα που ήταν τοποθετημένη επί της ενσωματωμένης κατασκευής του αμπαριού, προκειμένου να παραδώσει το εργαλείο. Ενώ ευρίσκετο επί της μεταλλικής σκάλας, αυτή υποχώρησε με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να πέσει στο δάπεδο του αμπαριού και να τραυματισθεί σοβαρά. Εισήχθη στο Νευροχειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπου και χειρουργήθηκε. Σύμφωνα με αυτόν υπέστη διάφορες σωματικές βλάβες, απώλειες, πόνο, ταλαιπωρία και μόνιμη ανικανότητα. Θεωρεί δε ως υπεύθυνο γι΄ αυτά το Εναγόμενο πλοίο στο οποίο αποδίδει αμέλεια και/ή παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του και/ή των υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπου του γι' αυτό καταχώρισε την παρούσα αγωγή με την οποία αξιοί Γενικές Αποζημιώσεις, το ποσό των €40.700 ως ειδικές ζημιές, νόμιμο τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α.
Τα πιο πάνω αποτελούν, σε γενικές γραμμές, την δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντα.
Η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον ακόμη τριών (3) Εναγομένων και συγκεκριμένα της ιδιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας (Εναγομένη 2), των διαχειριστών του Εναγομένου πλοίου (Εναγομένη 3) και ναυτιλιακών πρακτόρων του (Εναγομένη 4), πλην όμως λόγω μη επίδοσης της απεσύρθηκε εναντίον των Εναγομένων 2-4 με αποτέλεσμα να προχωρήσει αυτή μόνο εναντίον του Εναγομένου 1, πλοίου.
Με την απάντηση το Εναγόμενο πλοίο παραδέχεται ότι ο Ενάγοντας ευρίσκετο στο αμπάρι ως ανωτέρω μαζί με το τηλεσκοπικό περονοφόρο του πλην όμως, οι ρητές οδηγίες που δόθησαν σ' αυτόν ήταν με την χρήση του περονοφόρου να μετακινεί τους εργάτες και/ή ναύτες στο ανάλογο σημείο του τοιχώματος του αμπαριού που έχρηζε επιδιόρθωσης ή συντήρησης μόνο.
Σε σχέση με τον τραυματισμό του Ενάγοντα ισχυρίζεται ότι αυτός από μόνος του και/ή χωρίς να του ζητηθεί από κανένα και ενάντια στις δοθείσες σ΄ αυτόν οδηγίες και χωρίς κανένα λόγο που σχετιζόταν με τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, χρησιμοποίησε την φορητή μεταλλική σκάλα η οποία βρισκόταν στο αμπάρι. Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του ότι η σκάλα δεν υποχώρησε ή ολίσθησε συνεπεία οποιασδήποτε αμέλειας και/ή παράλειψης των νόμιμων καθηκόντων του Εναγομένου 1 αλλά αντίθετα, ισχυρίζεται ότι το ατύχημα επεσυνέβη από την αμέλεια και/ή συντρέχουσα αμέλεια του Ενάγοντα. Αρνείται περαιτέρω όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Ενάγοντα.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης οι διάδικοι συνεφώνησαν ότι ο Ενάγοντας δικαιούται επί πλήρους ευθύνης το ποσό των €9.510 αναφορικά με την αξίωση του για ειδικές αποζημιώσεις.
Τέλος, ο Εναγόμενος 1 εγείρει και προδικαστική ένσταση με την απάντηση του αναφορικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το επίδικο θέμα δεν εμπίπτει εντός των απαιτήσεων για τα οποία έχει δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο/Ναυτοδικείο και απαριθμούνται στο Άρθρο 1(1) του Αγγλικού Administration of Justice Act 1956 που εφαρμόζεται στην Κύπρο με βάση το Άρθρο 29(2)(α) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) όπως τροποποιήθηκε .
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα, εισηγήθηκε με την αγόρευση του, ότι η αξίωση του Ενάγοντα εντάσσεται στο Άρθρο 1(1)(f) του Administration of Justice Act 1956 καθότι αφορά σωματική βλάβη του Ενάγοντα που ήταν το αποτέλεσμα ελαττώματος του πλοίου και του εξοπλισμού του ήτοι της μεταλλικής σκάλας. Επίσης ήταν το αποτέλεσμα της αμέλειας των ιδιοκτητών και του πληρώματος (συμπεριλαμβανομένου του πλοιάρχου) κατά τη διαχείριση του πλοίου καθώς οι εργασίες συντήρησης του πλοίου εντάσσονται στα πλαίσια της διαχείρισης του πλοίου.
Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εναγόμενου πλοίου. Σύμφωνα με αυτόν προκειμένου η απαίτηση του Ενάγοντα να εμπίπτει στην πράγρ. (f) του Άρθρου 1(1) του Administration of Justice Act 1956 θα πρέπει να συγκεντρώνει τρία (3) χαρακτηριστικά όπως προκύπτει από το ίδιο το Άρθρο, ήτοι:
1. Θα πρέπει να είναι απαίτηση για απώλεια ζωής ή προσωπική βλάβη.
2. Η απώλεια ζωής ή προσωπική βλάβη θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα είτε,
(α) οποιουδήποτε ελαττώματος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, ή
(β) αδικοπραξίας, αμέλειας ή παράλειψης των ιδιοκτητών του πλοίου, των ναυλωτών ή προσώπων που έχουν την κατοχή ή τον έλεγχο του πλοίου.
3. Η αδικοπραξία, αμέλεια ή παράλειψη να σχετίζεται με την ναυσιπλοΐα, τη διαχείριση του πλοίου κατά τη φόρτωση, τη μεταφορά αγαθών από ή σε αυτό, ή την επέμβαση, μεταφορά ή αποβίβαση ατόμων στο ή από το πλοίο.
Στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγομένου, ο Ενάγοντας δεν απέδειξε ότι το ατύχημα οφείλεται σε ελάττωμα του πλοίου ή του εξοπλισμού του ή με οτιδήποτε άλλο αναφέρεται στο Άρθρο 1(1)(f) του Act 1956.
Όπως γίνεται αντιληπτό η απόφαση του Δικαστηρίου για το θέμα της δικαιοδοσίας θα είναι δυνατή μόνο εφόσον πρώτα αποκρυσταλλωθούν τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και γίνουν τα σχετικά ευρήματα.
Ο Ενάγοντας προώθησε ενώπιον του Δικαστηρίου την εκδοχή ότι εργοδοτήθηκε μέσω του ατζέντη του Εναγομένου πλοίου, ονόματι Στέλιος, όπως με το forklift του βοηθά τους εργάτες προκειμένου να μπογιατίσουν το πλοίο. Οι σαφείς οδηγίες του Στέλιου, όπως ισχυρίστηκε ο Ενάγοντας, ήταν να τους βοηθά "σε οτιδήποτε χρειάζονται". Στις 30.8.2013 ενώ βρισκόταν στο αμπάρι αρ. 4 του Εναγομένου πλοίου, άλλοι δύο εργάτες έξυζαν μέρος του αμπαριού, πατάρι όπως το ονόμασε, αφού ανέβηκαν εκεί από μια μεταλλική σκάλα που ευρίσκετο στο μέρος εκείνο. Σε κάποιο σημείο ανέβηκε και ο ίδιος από τη σκάλα αυτή και προσέφερε καφέ στους εργάτες. Ακολούθως κατέβηκε κάτω και μπήκε στο forklift. Ενώ βρισκόταν εντός αυτού αντελήφθηκε ότι ένα "ξύστρο" έπεσε από τους εργάτες. Του ένεψαν και του είπαν να τους το ανεβάσει Αφού στάθμευσε το forklift προσπάθησε να ανεβεί από τη μεταλλική σκάλα για να τους δώσει το "ξύστρο". Ενώ ευρίσκετο στα τελευταία σκαλιά κόπηκε το "φτι" της σκάλας, αναποδογυρίστηκε και έπεσε στο πάτωμα. Τη σκάλα περιέγραψε ως κατασκευασμένη από σίδερο, χωρίς λάστιχα από κάτω και δύο γάντζους στο πάνω μέρος. Οι δύο γάντζοι εφάρμοζαν σ' ένα σταθερό σίδερο που υπήρχε στο άνω μέρος του σημείου όπου ήταν τοποθετημένη. Επίσης, υπήρχε και ένα σχοινί το οποίο έδενε στο ως άνω σίδερο, για σκοπούς ασφαλείας, πλην όμως στη συγκεκριμένη ώρα δεν ήταν δεμένο. Συνεπεία της πτώσης του τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο Λάρνακας και αργότερα, αφού κρίθηκε αυτό αναγκαίο, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Την εκδοχή του Ενάγοντα υποστήριξε, μερικώς, ο Μ.Ε.1 ο οποίος ισχυρίστηκε ότι αμέσως μετά που πληροφορήθηκε τον τραυματισμό του Ενάγοντα, μετέβηκε στη σκηνή του ατυχήματος όπου ακόμη ευρίσκετο ο Ενάγοντας και η σκάλα. Εκεί είδε ότι ο ένας γάντζος της ήταν κομμένος.
Η υπεράσπιση παρουσίασε δύο μάρτυρες για σκοπούς αντίκρουσης της εκδοχής του Ενάγοντα.
Ο Μ.Υ.1 Στέλιος Πιερή, εργάζετο καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ως ισχυρίστηκε, με την Interorient Marine Services, προηγουμένως Deepdale Shipping Ltd, η οποία ήταν η διαχειρίστρια εταιρεία του Εναγομένου πλοίου και η οποία ανέλαβε, για την ιδιοκτήτρια εταιρεία Go Green Holding Ltd, την διενέργεια όλων των αναγκαίων ενεργειών ώστε το πλοίο να καταστεί αξιόπλου (seaworthy) και να κατηγοριοποιηθεί. Μέσα στα πλαίσια αυτά και μέσω του Παναγιώτη Αντωνίου (Μ.Ε.1), πεθερού του Ενάγοντα και Ανώτερου Μηχανοδηγού της Αρχής Λιμένων, εργοδότησε τον Ενάγοντα ώστε με το forklift του να διακινεί τους δύο ναύτες που εργάζοντο στο αμπάρι του πλοίου πάνω-κάτω ή πλάγια ανάλογα με τις ανάγκες της εργασίας, που ήταν το ξύσιμο και μπογιάτισμα του αμπαριού. Στις 30.8.2013 πληροφορήθηκε τον τραυματισμό του Ενάγοντα από τους δύο ναύτες που εργάζονταν στο αμπάρι, όπως επίσης ότι ο Ενάγοντας προσπάθησε να ανεβεί σε μια πλατφόρμα εντός του αμπαριού χρησιμοποιώντας την μεταλλική σκάλα χωρίς κανένα εμφανή λόγο και από δική του πρωτοβουλία. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι δεν είναι αλήθεια ότι έπεσε οτιδήποτε από τους ναύτες και ότι ο Ενάγων ανέβηκε για να τους το δώσει. Δικαιολόγησε το μη δέσιμο της σκάλας με το σχοινί ενόψει του ότι οι δύο ναύτες είχαν στην διάθεση τους το forklift για τις μετακινήσεις τους.
Ο Μ.Υ.2, ονόματι Maghawts S.M. ΕL Bahcawan, ήταν ένας από τους δύο αλλοδαπούς ναύτες που εργάζοντο κατά τον ουσιώδη χρόνο εντός του αμπαριού. Στις 30.8.2013, σύμφωνα με τη εκδοχή του, ο Ενάγοντας τους ανέβασε με το καλάθι του forklift στο ντεπόζιτο που ευρίσκετο εντός του αμπαριού και κάθισαν να ξεκουραστούν. Ο Ενάγοντας τους έφερε αναψυκτικό και χυμό αφού ανέβηκε από τη σκάλα και κάθισε και μαζί τους για 5'. Ακολούθως κατέβηκε και πάλι από τη σκάλα ενώ οι ίδιοι συνέχισαν τη δουλειά τους με πρόσωπο προς τα τοιχώματα του αμπαριού. Όπως δούλευαν άκουσε ένα θόρυβο και είδε τον Ενάγοντα ότι είχε πέσει από την σκάλα. Όπως ο ίδιος υπολόγισε η σκάλα γλίστρησε και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό διότι ο Ενάγοντας ευρίσκετο ξαπλωμένος πάνω στην σκάλα.
Εξέτασα με πολλή προσοχή, στο σύνολο της, όλη τη σχετική μαρτυρία ενώπιον μου σε συνάρτηση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των δύο πλευρών. Να λεχθεί ότι ο ισχυρισμός του Ενάγοντα και Μ.Ε.1 ότι ο ένας γάντζος της σκάλας έσπασε δεν είναι δικογραφημένος και συνεπώς δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψιν. Ως γνωστό το Δικαστήριο θα πρέπει να περιορίζεται στα επίδικα θέματα όπως αυτά καθορίζονται κατά το κλείσιμο των έγγραφων προτάσεων ή που προστίθενται δεόντως κατά την ακρόαση και να μην επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία πιθανόν να εγερθούν από τη μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα. (βλ. Παναγή κ.α. ν. Λαζάρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1317, Belcy Company Ltd v. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 871). Παρόλα ταύτα ο Κανόνας δεν είναι άκαμπτος, όπου η μαρτυρία δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα αυτό μπορεί να θεραπευθεί με διαταγή για τροποποίηση του δικογράφου εφόσον η μαρτυρία αυτή δόθηκε χωρίς ένσταση και κρίνεται αξιόπιστη. (βλ. Kemal v. Kasti (1962) C.L.R. 371, Pourikkou v. Fevzi (1963) 2 C.L.R. 24, Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84, Stylianou v. Manolis (1982) 1 C.L.R. 287, Georghiou v. Kyriacou (1986) 1 C.L.R. 644 και Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Καραολή (1998) 1 Α.Α.Δ. 445, Constantin v. Αντωνιάδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1701, Κωνσταντόπουλος ν. F.W. Woolworth & Co Cyprus Ltd (2012) 1 A.Α.Δ. 1752).
Δεν έχω αμφιβολία για το εξεταζόμενο θέμα και που αφορά τις συνθήκες και καθήκοντα που εκτελούσε ο Ενάγοντας, ότι ο τελευταίος και Μ.Ε.1 είπαν την αλήθεια ενώπιον του Δικαστηρίου και μετέφεραν παραστατικά και ειλικρινά τα όσα συνέβησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Καταλήγω ως άνω, αφού κρίνω τη μαρτυρία τους σταθερή, πειστική, χωρίς σοβαρές αντιφάσεις ή κενά και περαιτέρω αν και έτυχαν μεγάλης και σοβαρής αντεξέτασης, ιδιαίτερα ο Ενάγοντας, παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους. Στα πιο πάνω, προστίθεται και η παραδοχή του Μ.Υ.1 Στέλιου Πιερή, σε δύο περιπτώσεις (αντεξέταση και επανεξέταση του), όπου δέχθηκε ότι οι οδηγίες του προς τον Ενάγοντα ήταν να βοηθά τους δύο ναύτες/εργάτες για "ότι θέλουν" όπως ήταν και η εκδοχή του Ενάγοντα.
Αντίθετα, για τον Μ.Υ.1 σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν έλεγε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του διακρίνεται από αντιφάσεις και αστάθεια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι ισχυρισμοί του αναφορικά με την ιδιοκτησία του πλοίου, την εργοδοσία του, τον εργοδότη του, αλλά και τις οδηγίες τις οποίες έδωσε στον Ενάγοντα αναφορικά με την εργασία που ανέμενε από αυτόν να εκτελέσει. Συνεχώς ο Μ.Υ.1 άλλαζε τους ισχυρισμούς του και πρόβαλλε διαφορετικά πράγματα για το ίδιο θέμα. Περαιτέρω ανάγνωση της γραπτής δήλωσής του, Τεκμήριο 13, από τη μια και των όσων κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με τα πιο πάνω θέματα, αποκαλύπτουν τις αντιφάσεις του, αστάθεια και αβεβαιότητα που παρατηρούνται στη μαρτυρία του. Συνεπώς, ουδεμία αξία αποδίδω σ' αυτήν, πλην των σημείων που αυτή συμφωνεί με την μαρτυρία του Ενάγοντα και Μ.Ε.1.
Ο Μ.Υ.2 M.S.M.E Bahcawan πιστεύω ότι δεν είπε όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο. Απέκρυψε από το Δικαστήριο δύο βασικά σημεία. Το πρώτο αφορά την ύπαρξη "αγκιστριών-γάντζων" στο πάνω μέρος της σκάλας και το δεύτερο ότι ο σκοπός που ανέβαινε τη σκάλα ο Ενάγων κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν για να ανεβάσει, όπως του ζητήθηκε, το εργαλείο στους δύο εργάτες που τους έπεσε προηγουμένως.
Το γεγονός ότι η σκάλα έφερε αγκίστρια, πλην του ότι πηγάζει από την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία του Ενάγοντα και Μ.Ε.1, επιβεβαιούται και από τον Μ.Υ.1, (βλ. μεταξύ άλλων § 11 της γραπτής δήλωσης του Τεκμήριο 13). Οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί του Μ.Υ.2 συνεπώς δεν είναι ορθοί. Το ίδιο συμβαίνει και με το μέρος της μαρτυρίας του, όπου αρνήθηκε ότι ο Ενάγων ανέβαινε τη σκάλα προκειμένου να τους μεταφέρει το εργαλείο ("ξύστρο") το οποίο τους έπεσε, όπως ήταν οι οδηγίες τους. Επίσης, η εκδοχή του ότι ο Ενάγοντας ανέβαινε τη σκάλα για κανένα λόγο, διότι αυτή είναι ουσιαστικά η εκδοχή του, δεν αντέχει στη λογική. Όπως ο ίδιος ανέφερε, αμέσως πριν το ατύχημα κάθονταν και οι τρεις πάνω στο ντεπόζιτο πίνοντας αναψυκτικά που τα έφερε ο Ενάγων, αφού ανέβηκε από τη σκάλα. Ακολούθως, αφού τελείωσε το διάλειμμα τους, αυτοί οι δύο συνέχισαν τη δουλειά τους, ενώ ο Ενάγοντας αφού κατέβηκε από τη σκάλα οδηγούσε το forklift και προσπαθούσε να το βάλει σε βολική θέση. Για ποιο λόγο, συνεπώς, να ξανανεβεί; Σύμφωνα με τη μαρτυρία όλων ο Ενάγοντας δεν είχε καμία δουλειά πάνω στο ντεπόζιτο που οι δύο εργάτες εργάζονταν. Κανένας λόγος απολύτως δεν υπήρχε για τον Ενάγοντα να ανεβεί τη σκάλα παρά για το λόγο που ανέφερε ο ίδιος.
Επίσης, ο Μ.Υ.2 δεν είπε την αλήθεια ότι πριν τη χρήση του περονοφόρου δεν χρησιμοποιούσαν τη σκάλα. Η μαρτυρία του Μ.Υ.1 τον αντικρούει πλήρως και εισηγείται τη χρήση της από τους δύο ναύτες πριν την άφιξη και χρήση του forklift.
Βρίσκω, κατά συνέπεια της πιο πάνω αξιολόγησης, ότι στις 30.8.13 τα γεγονότα συνέβησαν όπως είναι η εκδοχή του Ενάγοντα και γίνονται συνεπώς τ' ανάλογα ευρήματα του Δικαστηρίου. Επίσης, γίνεται εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι οδηγίες προς τον Ενάγοντα από τον Μ.Υ.1 ήταν να βοηθά τους δύο εργάτες εντός του αμπαριού αρ. 4 του Εναγομένου πλοίου αρ. 1, για ό,τι αυτοί χρειάζονταν στην εργασία τους.
Πιστεύω ότι εδώ είναι κατάλληλο σημείο να εξετάσω το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Administration of Justice Act, 1956.
Ο Ενάγοντας στηρίζει την απαίτηση στο Άρθρο 1(1)(f) του Administration of Justice Act, 1956 που ισχύει στην Κύπρο δυνάμει των Άρθρων 19(α) και 19(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Το Άρθρο 1(1)(f) έχει ως ακολούθως:
"(f) any claim for loss of life or personal injury sustained in consequence of any defect in a ship or in her apparel or equipment, or of the wrongful act, neglect or default of the owners, charterers or persons in possession or control of a ship or of the master or crew thereof or of any other person for whose wrongful acts, neglects or defaults the owners, characters or persons in possession or control of a ship are responsible, being an act, neglect in the navigation or management of the ship, in the loading, carriage or discharge of goods on, in or from the ship or in the embarkation, carriage or disembarkation of persons on, in or from the ship;"
Στην Παναγίδης ν. 1. Πλοίου M/V Atalante κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 969 λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον αδελφό Δικαστή κ. Ναθαναήλ, με τα οποία συμφωνώ:
Όπως έχει αποφασιστεί και στην υπόθεση Fili v. Yacht 'Nirvana' (1988) 1 C.L.R. 651, η πράξη, αμέλεια ή παράλειψη που οδήγησε στο ατύχημα, πρέπει να συνδέεται και να έχει επισυμβεί «.... in the navigation or management of the ship». Όπως και στην υπό κρίση περίπτωση, το «Αταλάντη» δεν ήταν εν πλω, οπότε δεν τίθεται ζήτημα ότι το ατύχημα έγινε κατά την πλοήγηση. Το αν έγινε κατά τη διαχείριση («management»), είναι ζήτημα πραγματικό που πρέπει να αποφασιστεί ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, με δεδομένο ότι από τις αυθεντίες δεν προκύπτει οποιοσδήποτε επακριβής νομικός ορισμός (Ferro [1893] P. 38, the Glenochil [1896] P. 10, Gosse Millerd Ltd v. Canadian Government Merchant Marine Ltd [1929] A.C. 223). Η πράξη, αμέλεια ή παράλειψη πρέπει να αφορά άμεσα το ίδιο το πλοίο. Και όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Robert Grime: Shipping Law 2η έκδ. (1991), συζητώντας το πανομοιότυπο στην ουσία s.20(2)(f) του Supreme Court Act 1981, «Personal injury claims are exhaustively described so as to make it clear that the cause of the injury must be the regular operation of the ship.». (Δέστε και Halsbury's Laws of England 3η έκδ. Τόμος 35, σελ. 718, παρ. 1087). Σχετική με την εμβέλεια του s.1(1)(f) και την ερμηνεία του είναι και η υπόθεση Limaship Co. Ltd v. Μαχλουζαρίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 537, όπου αναλύεται η σχετική διάταξη με αποφασιστικό κριτήριο για την ανάληψη δικαιοδοσίας, τη φύση του αγώγιμου δικαιώματος."
Συμφώνως της ορθής ερμηνείας του άνω άρθρου προκειμένου το Ναυτοδικείο να έχει δικαιοδοσία, θα πρέπει να υφίστανται τ' ακόλουθα:
(α) Απαίτηση για απώλεια ζωής ή σωματικών τραυμάτων που είναι το αποτέλεσμα είτε
(i) οιουδήποτε ελαττώματος του πλοίου ή εξαρτημάτων του ή εξοπλισμού του
είτε
(ii) αδικοπραξίας, αμέλειας ή παράβασης των ιδιοκτητών, ναυλωτών ή προσώπων που έχουν την κατοχή ή έλεγχο του πλοίου ή του πλοιάρχου ή πληρώματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου για τις αδικοπραξίες, αμέλειες ή παραβάσεις του οποίου υπεύθυνοι είναι οι ιδιοκτήτες, ναυλωτές ή πρόσωπα που έχουν την κατοχή ή έλεγχο του πλοίου, και νοουμένου ότι η πράξη, αμέλεια ή παράβαση είναι της ναυσιπλοΐας ή διαχείρισης του πλοίου, κατά την φόρτωση, μεταφορά ή εκφόρτωση τους, εντός ή από το πλοίο ή επιβίβαση, μεταφορά ή αποβίβαση των προσώπων, επί ή από το πλοίο.
Το Άρθρο 3(4) του Administration of Justice Act, 1956 έχει ως ακολούθως:
"3.-(1) Subject to the provisions of the next following section, the Admiralty jurisdiction of the High Court, the Liverpool Court of Passage and any county court may in all cases be invoked by an action in personam.
(2) .............................. ................
(4) In the case of any such claim as is mentioned in paragraphs (d) to (r) of subsection (1) of section one of this Act, being a claim arising in connection with a ship, where the person who would be liable on the claim in an action in personam was, when the cause of action arose, the owner or charterer of, or in possession or in control of, the ship, the Admiralty jurisdiction of the High Court and (where there is such jurisdiction) the Admiralty jurisdiction of the Liverpool Court of Passage or any county court may (whether the claim gives rise to a maritime lien on the ship or not) be invoked by an action in rem against-
(a) that ship, if at the time when the action is brought it is beneficially owned as respects all the shares therein by that person ; or
(b) any other ship which, at the time when the action is brought, is beneficially owned as aforesaid."
Συνεπώς προκειμένου το Ναυτοδικείου να έχει δικαιοδοσία θα πρέπει να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις το Άρθρο 3(4). Το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το θέμα της Δικαιοδοσίας και από μόνο του εφόσον πρόκειται για θέμα Δημόσιας Τάξης.
Από πλευράς Ενάγοντα έγινε η εισήγηση ότι η απαίτηση του Ενάγοντα εντάσσεται στα πλαίσια του Άρθρου 1(1)(f) του 1956 τόσον αναφορικά με ελάττωμα του πλοίου, τον εξοπλισμό και συγκεκριμένα τη μεταλλική σκάλα, όσο και σε σχέση με αμέλεια των ιδιοκτητών και του πληρώματος του πλοίου κατά τη διαχείριση του πλοίου. Οι εργασίες συντήρησης του πλοίου, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, εντάσσονται στα πλαίσια της διαχείρισης του πλοίου.
Αντίθετη, βέβαια, ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εναγόμενου πλοίου. Σύμφωνα με αυτήν, δεν αποδείχθηκε ότι το ατύχημα οφείλεται σε ελάττωμα του πλοίου ή του εξοπλισμού του. Επίσης, δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία να δείχνει ότι η τυχόν αδικοπραξία, αμέλεια ή παράλειψη σχετίζεται με την ναυσιπλοΐα ή διαχείριση του πλοίου κατά τη φόρτωση.
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι παραδεκτό ότι το επίδικο πλοίο δεν ήταν εν πλω και κατά συνέπεια ό,τι αναφέρεται στο άρθρο περί πράξη, αμέλεια ή παράβαση κατά τη ναυσιπλοΐα (in navigation) δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Επίσης, κατά την κρίση μου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής και το υπόλοιπο σκέλος όσον αφορά πράξη, αμέλεια ή παράβαση "being an act in .... management of the ship"
Όπως ερμηνεύτηκε από τα Αγγλικά Δικαστήρια η φράση "management of the ship" σημαίνει:
"... the word 'management' goes somewhat beyond - perhaps not much beyond - navigation, but for enough to take in this very class of acts which do not affect the sailing or movement of the vessel, but do affect the vessel herself."
(βλ. The Ferro (1893) p. 38, the Glenochil (1896) p.10, Rowsoy v. The Atlantic Transport Co (1903) 72 L.J. K.B. 811, Gosse Millerd Ltd v. Canadian Government Merchant Marine Ltd (1929) A.C. 223, Tojo Maru (1971) 1 All E.R. 1110 ως έχουν υιοθετηθεί στην Fili v. Yacht Navigation (1988) 1 C.L.R. 651)
Η παρατήρηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Ενάγοντα ότι η συντήρηση του πλοίου εντάσσεται στα πλαίσια διαχείρισης του πλοίου, δυνατόν να είναι ορθή, αλλά το θέμα δεν εξετάζεται στην γενικότητα αυτή αλλά κατά πόσο ή πράξη, αμέλεια ή παράλειψη που οδήγησε στο ατύχημα πρέπει να συνδέεται και να έχει επισυμβεί "in the management of ship" εν τη εννοία των όσων έχουν ερμηνευθεί από την Αγγλική Νομολογία.
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αφού δέχθηκε βασικά την εκδοχή του Ενάγοντα, το ατύχημα επεσυνέβη λόγω του ότι έσπασε ένας από τους δύο γάντζους της φορητής σκάλας την οποία χρησιμοποίησε ο Ενάγοντας προκειμένου να δώσει στους δύο ναύτες το "ξύστρο" το οποίο τους έπεσε. Με αυτά δε δεδομένα είναι η κρίση μου ότι το σπάσιμο του γάντζου της φορητής σκάλας δεν επηρεάζει το ίδιο το πλοίο. Συνεπώς, δεν μπορεί να ενταχθεί η περίπτωση στο δεύτερο σκέλος του Άρθρου 1(1)(f).
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του Άρθρου 1(1)(f) που αφορά απαίτηση για απώλεια ζωής ή σωματικών τραυμάτων ως αποτέλεσμα οιουδήποτε ελαττώματος του πλοίου ή άρμενων ή εξοπλισμού του πλοίου, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι η φορητή σκάλα (ως άνω) δεν μπορεί να ενταχθεί στις έννοιες του "πλοίου" ή "εξάρτιων" του. Συνεπώς θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο αυτή είναι ένα μέρος του "εξοπλισμού" του. Η απάντηση κατά την κρίση μου στο ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη φορητή σκάλα ήταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους μέρος του εξοπλισμού του πλοίου θα πρέπει να είναι καταφατική. Στην "The D'vova" (1995) 1 W.L.R. 34 απεφασίσθη ότι η έννοια της λέξεως "equip" υποδηλοί "something of a more permanent nature than consumable stores". Θεωρήθηκε δε ότι "anchors, cables, hawsers, sails, ropes and such things" ότι αποτελούν μέρος του εξοπλισμού του πλοίου (ship's equipment) (βλ.επίσης "The Derbyshire" (1989) 1 Lloyd's Rep. 109, Admiralty Jurisdiction and Practice του Nigel Meesson, σελ. 33)
Συνεπώς είναι κατάληξη μου ότι ο Ενάγοντας μπορεί να εντάξει την αγωγή του εντός του Άρθρου 1(1)(f) του 1956 Act.
Με δεδομένο ότι η απαίτηση του Ενάγοντα εμπίπτει εντός του Άρθρου 1(1)(f) θα πρέπει ακολούθως να εξετάσω κατά πόσο ικανοποιούνται και οι προϋποθέσεις που τίθενται από το Άρθρο 3(4) και που αφορά την ιδιοκτησία του πλοίου, δεδομένου ότι η αγωγή όπως είναι παραδεκτό είναι αγωγή in rem.
Στην Αναφορά αναφέρεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτης του πλοίου είναι η Εναγομένη 2, ήτοι η Go Green Holding Ltd (βλ. §4). Με την Απάντηση του το Εναγόμενο πλοίο αρνήθηκε, μεταξύ άλλων, τον άνω ισχυρισμό την παράγρ. 2 της Αναφοράς. Ο Ενάγοντας ουδεμία μαρτυρία παρουσίασε στο Δικαστήριο αναφορικά με την ιδιοκτησία του πλοίου σε οιονδήποτε χρόνο. Ο μοναδικός μάρτυρας που αναφέρθηκε στην ιδιοκτησία του πλοίου είναι ο Μ.Υ.1 πλην όμως αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος. Ειδικότερα στην γραπτή Δήλωση του Τεκμ. 13 αναφέρει ότι ο πλοίο ανήκε στην Go Green Holding Ltd (Εναγομένη 2) και του δόθηκαν οδηγίες από την Deepdale Shipping Co Ltd (Εναγομένη 3) να φροντίσει όλες τις εργασίες για διόρθωση του πλοίου. Ενώπιον του Δικαστηρίου άλλαξε εντελώς τον ισχυρισμό του και ισχυρίστηκε ότι του δόθηκαν οδηγίες για τις άνω εργασίες από την M.C.L. Shipping και ακολούθως ο ιδιοκτήτης. Εν συνεχεία διαφοροποίησε εντελώς τον ισχυρισμό του λέγοντας ότι ο ίδιος λειτουργούσε εκ μέρους του ιδιοκτήτη του πλοίου, που ήταν ο John Paul Met και ότι ήταν ο αντιπρόσωπος του.
Το βάρος απόδειξης της ιδιοκτησίας, τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο του ατυχήματος, όσο και κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής βαρύνει τον Ενάγοντα, βάρος που κατά την κρίση μου δεν απόδειξε. (βλ. C.Y.T.A. v. The Ship Μαρία (1983) 1 C.L.R. 825, Coli Maritime v. Ship "EL SEXTO" (1989) 1 C.L.R. 76, Genfreight Ltd v. Πλοίου "Vega" (2000) 1 A.A.Δ. 568 και (2001) 1 Α.Α.Δ. 1).
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι το παρόν Δικαστήριο (Ναυτοδικείο) δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και ως αποτέλεσμα η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω το θέμα ευθύνης και αποζημιώσεων.
Παρά το ότι δικογραφικά γίνεται αναφορά σε παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του Εναγομένου, εντούτοις ουδεμία περαιτέρω εξειδίκευση ή δικογράφηση υπάρχει στην Αναφορά που να στοιχειοθετεί παράβαση νόμιμου καθήκοντος. Με δεδομένο το γεγονός αυτό, θα προχωρήσω να εξετάσω την αξίωση επί τη βάσει του αστικού αδικήματος της αμέλειας. Παρενθετικά και μόνο αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι διαφορετικό από την παραβίαση νόμιμων καθηκόντων. Τα δύο αγώγιμα δικαιώματα είναι διαφορετικά. (βλ. London Passenger Transport Board v. Upson (1949) A.C. 155) και η ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών των αναφερομένων σε παραβίαση νομίμων καθηκόντων είναι επιτακτική σύμφωνα με τη Δ.19 θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Ελπινίκη Παναγή κ.α. ν. Παναγιώτη Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145).
Το θέμα της ευθύνης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα, το παρουσίασε, όπως και η όλη μαρτυρία που προσήχθη, ως να ήταν θέμα σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Η δικογράφηση, αντίθετα, οδηγεί και προς τις δύο κατευθύνσεις ήτοι και παροχής υπηρεσιών. Στην παράγρ. 9 της Αναφοράς γίνεται ισχυρισμός για συμφωνία παροχής υπηρεσιών, ενώ στην παράγρ. 16 γίνεται ισχυρισμός για παράλειψη του Εναγομένου να "διατηρεί το χώρο εργασίας ασφαλή για τον Ενάγοντα" και παράλληλα "παράλειψης να παρέχουν στον Ενάγοντα ασφαλές σύστημα εργασίας".
Στην Απάντηση του Εναγόμενου πλοίου, παράγρ. 8 και 9 προβάλλεται ότι ο Ενάγοντας κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του για δύο μέρες μόνο, με το τηλεσκοπικό το περονοφόρο στο αμπάρι του πλοίου αρ. 4 και ότι οι υπηρεσίες του που θα πρόσφερε περιορίζοντο μόνο στη λειτουργία του τηλεσκοπικού περονοφόρου, έτσι ώστε να μετακινεί τους εργάτες και/ή ναύτες στο ανάλογο σημείο του τοιχώματος του αμπαριού που έχρηζε επιδιόρθωσης και/ή συντήρησης.
Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Ενάγοντα και Μ.Ε.1 η εργασία ανατέθηκε στον Ενάγοντα μέσω του Μ.Υ.1, κ. Στέλιου Πιερή. Σύμφωνα δε με την αποδεκτή μαρτυρία του Ενάγοντα και Μ.Ε.1 η εργασία που ανατέθηκε στον Ενάγοντα ήταν να βοηθήσει σε ό,τι χρειαζόταν, τους δύο ναύτες/εργάτες που εργάζονταν σε εργασίες συντήρησης/βαφής εντός του αμπαριού αρ. 4 του Εναγομένου Πλοίου, είτε με το forklift του είτε χωρίς αυτό. Επίσης, σύμφωνα πάντοτε με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία του Ενάγοντα τον Στέλιο Πιερή που ήταν υπεύθυνος για το πλοίο, μετά που ο τελευταίος του έδωσε τις οδηγίες να βοηθά τους δύο ναύτες/εργάτες, δεν τον ξαναείδε. Επίσης, ουδείς άλλος του έδιδε οποιεσδήποτε οδηγίες αναφορικά με τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του. Τα πιο πάνω έγιναν και ευρήματα του Δικαστηρίου. Συνεπώς θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η σχέση μεταξύ Ενάγοντα και Εναγομένου Πλοίου ήταν αυτή του Εργοδότη-Εργοδοτούμενου ή αυτή του ανεξάρτητου εργολάβου.
Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στυλιανού κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718 λέχθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:
"..... Για αναγνώριση της σχέσης εργοδότη και εργοδοτούμενου έχει υιοθετηθεί από τα δικαστήρια μια ποικιλία διαφορετικών κριτηρίων. Κανένα δεν είναι οικουμενικής εφαρμογής. Η απόφαση κατά πόσο υπάρχει σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση εξαρτάται από τον τρόπο που το δικαστήριο θα δει στο σύνολό της τη σχέση μεταξύ των μερών.
Κατά την ερμηνεία της φύσης της σύμβασης απασχόλησης, η πραγματική πρόθεση των μερών, άνκαι σχετική, δεν είναι αποφασιστικού χαρακτήρα.
Στην υπόθεση Davies v. Presbyterian Church of Wales [1986] 1 All E. R. 705 αποφασίστηκε ότι η φύση της εργασιακής σχέσης είναι νομικό θέμα (βλέπε ακόμα O΄ Kelly v. Trusthouse Forte plc [1983] 3 All E. R. 456). Το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί στο τέλος κατά πόσο ο κατ' ισχυρισμόν εργοδοτούμενος είναι πρόσωπο που εργοδοτήθηκε για να εργαστεί ως υπάλληλος και όχι απλώς ως μέρος μιας ομάδας που εργάζεται μαζί, χωρίς κανένα πρόσωπο να ενεργεί καθ' οιονδήποτε τρόπο ως αφεντικό (Winfield v. London Philharmonic Orchestra Ltd [1979] I.C.R. 726, 730).
Στην υπόθεση Short v. J. & W. Henderson Ltd [1946] 115 L.J.P.C. 41, δόθηκαν τέσσερις ενδείξεις για την ύπαρξη σύμβασης εργοδότησης, ήτοι (α) η εξουσία επιλογής του εργοδοτούμενου από τον εργοδότη, (β) η πληρωμή του μισθού, (γ) το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει τη μέθοδο εκτέλεσης της εργασίας και (δ) το δικαίωμα του εργοδότη για απόλυση.
Το κλασσικό κριτήριο για διαφοροποίηση ενός εργοδοτούμενου από τον ανεξάρτητο εργολάβο είναι το κριτήριο του ελέγχου, δηλαδή το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει τη μέθοδο εργασίας. Αν σύμφωνα με τη σύμβαση εργοδότησης ένα πρόσωπο πράγματι αποκτά το δικαίωμα ελέγχου της μεθόδου εργασίας του άλλου, τότε η σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας και το πρόσωπο που εργοδοτείται, εργοδοτούμενος (Market Investigations Ltd. v. Minister of Social Security [1968] 3 All E.R. 732). Το θέμα του ελέγχου επεκτείνεται όχι μόνο στο κατά πόσο ο εργοδότης ελέγχει τη μέθοδο εργασίας, αλλά κατά πόσο ελέγχει και τις ώρες εργασίας (βλέπε W.H.P.T. Housing Association Ltd. v. Secretary of State for Social Services [1981] I.C.R. 737).
Είναι όμως ασφαλέστερο να εξετάζονται περισσότεροι παράγοντες. Όλες οι παράμετροι της σχέσης θα πρέπει να αξιολογούνται. Η νομολογία υπογραμμίζει την ανάγκη για αναγνώριση σε μια δεδομένη εργατική σχέση της οικονομικής πραγματικότητας. Ο έλεγχος, η ιδιοκτησία των εργαλείων και εξοπλισμού, η δυνατότητα προσπορισμού κέρδους και ο κίνδυνος απώλειας κρίθηκαν ως σημαντικοί παράγοντες κατά την αξιολόγηση της οικονομικής πραγματικότητας (Montreal v. Montreal Locomotive Works Ltd [1947] D.L.R. 161, 169).
Στην υπόθεση Ready Mixed Concrete (South East) Ltd. v. Minister of Pensions and National Insurance [1968] 1 Q.B. 497, ο Δικαστής MacKenna J., ύστερα από εκτενή ανάλυση της νομολογίας της Κοινοπολιτείας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κατέληξε ότι σύμβαση εργοδότησης υπάρχει αν (α) ο εργοδοτούμενος συμφωνεί όπως με αντιπαροχή μισθού ή άλλης αμοιβής παρέχει την εργασία του και τις ικανότητές του κατά την άσκηση κάποιας υπηρεσίας προς τον εργοδότη, (β) συμφωνεί ρητά ή εξυπακουόμενα ότι η εκτέλεση της εργασίας αυτής θα υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη κατά τέτοιο βαθμό που να τον καθιστά εργοδότη και (γ) οι άλλες πρόνοιες της σύμβασης να είναι συμβατές με σύμβαση εργοδότησης."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και έγινε αποδεκτό, είναι η κρίση μου ότι η σχέση που συνέδεε τους δύο διαδίκους είναι αυτή του ανεξάρτητου εργολάβου και συνεπώς εδώ έχουμε συμφωνία παροχής υπηρεσιών και όχι σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου. Κατέληξα σ' αυτή την κρίση αφού έλαβα υπόψιν ότι κανένας έλεγχος δεν ασκείτο επί του Ενάγοντα από τον Εναγόμενο, αναφορικά με τη μέθοδο εργασίας του με το forklift ή άλλως πως οιοσδήποτε άλλος έλεγχος υπήρχε, εφόσον μετά τη σύναψη της συμφωνίας ο Ενάγοντας δεν είχε επαφή και δεν είδε κανένα πλην των δύο ναυτών/εργατών με τους οποίους εργάζετο και βοηθούσε. Επίσης, το forklift, η χρήση του οποίου ήταν βασικά και ο κύριος λόγος για τον οποίο έγινε η συμφωνία ως είναι παραδεκτό από τον Ενάγοντα, του ανήκε έστω και αν δεν ήταν εγγεγραμμένο επ' ονόματι του, δεν συμφωνήθηκε μισθός αλλά συμφωνήθηκε αμοιβή επί ωριαίας βάσεως για τις υπηρεσίες του " forklift" (βλ. Τεκμήριο 9).
Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να εξεταστεί η τυχόν ευθύνη του Εναγομένου πλοίου.
Προτού όμως προχωρήσω στο θέμα αυτό, θα πρέπει να αναφέρω ότι ο Ενάγοντας δικογραφικά επικαλείται και το δόγμα res ipsa loquitor. Είναι η κρίση μου ότι ο Ενάγοντας δεν μπορεί να επικαλείται το δόγμα αυτό από τη στιγμή που ρητά καταλογίζει στον Εναγόμενο αμέλεια για την πρόκληση σ' αυτόν του τραυματισμού του και απωλειών του. Εδώ, όταν καταχώρισε την αγωγή του, είχε πλήρη γνώση και αντίληψη των γεγονότων που περιέβαλλαν το ατύχημα, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία του. Το δόγμα αποτελεί κανόνα τους Δικαίου της Απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή (βλ. Παναγιώτη Παρλατα ν. Στέλλα Δημητρίου Π.Ε. 387/09, ημερ. 21.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:A339). Περαιτέρω έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εφαρμογή του res ipsa loquitor δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του Εναγομένου, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση (βλ. Κουρσουμπά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973, Σολέα ν. Σολέα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 904, Αθανασίου κ.α. ν. Κουκούνη (1997), 1 Α.Α.Δ. 614 και Χατζηπαύλου ν. Ιντζιρτζιάν κ.α (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1278). Στην Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 υιοθετήθηκε η Lloyde v. West Midlands Gas Board (1971) 2 All E.R. 1240 όπου λέχθησαν τα ακόλουθα:
"I doubt whether it is right to describe res ipsa loguitur as a 'doctrine'. I think it is no more than an exotic, though convenient, phrase to describe what is in essence no more than a common sense approach, not limited by technical rules, to the assessment of the effect of evidence in certain circumstances. It means that a plaintiff prima facie establishes negligence where: (i) It is not possible for him to prove precisely what was the relevant act or omission which set in train the events leading to the accident; but (ii) on the evidence as it stands at the relevant time it is more likely than not that the effective cause of the accident was some act or omission of the defendant or of someone for whom the defendant is responsible, which act or omission constitutes a failure to take proper care for the plaintiff's safety."
Οι προϋποθέσεις για την θεμελίωση καθήκοντος επιμέλειας αναφέρθηκαν στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ως εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και/ή του Επαρχιακού Τμήματος Γεωργίας Λεμεσού και/ή των Φυτωρίων του Γεωργικού Τμήματος Λεμεσού ν. Pentaliotis & Papapetrou Estates Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1931 όπου υιοθετήθηκε η αγγλική απόφαση Caparo Industries Plc v. Dickman (1990) 1 All E.R. 568. Όπως εξηγήθηκε, το Αγγλικό Εφετείο στην Caparo Industries Plc v. Dickman (1989) 1 All E.R. 798 διά μέσου του όγκου της Αγγλικής Νομολογίας από την Donoghue v. Stevenson (1932) All E.R. Rep.1 ως την Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners (1963) 2 All E.R. 575 και Anns ν. London Borough of Merton (1977) 2 All E.R. 492 προσδιόρισε όσα περιεγράφησαν ως προϋποθέσεις για τη θεμελίωση καθηκόντως επιμέλειας. Αυτές είναι (α) η ύπαρξη δυνατότητας εύλογης πρόβλεψης (reasonable foreseeability) πως θα επέλθει ζημιά, (β) η εγγύτητα (proximity) στις σχέσεις των διαδίκων και (γ) η ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι είναι δίκαιο και εύλογο να επιβληθεί το συγκεκριμένο καθήκον επιμέλειας.
Η αμέλεια η οποία αποδίδεται στο Εναγόμενο πλοίο είναι η ακαταλληλότητα της σκάλας την οποία χρησιμοποίησε στη συγκεκριμένη στιγμή ο Ενάγοντας και η οποία ανετράπη με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Η νομιμότητα της παρουσίας του Ενάγοντα στο αμπάρι Αρ.4 δεν αμφισβητείται. Η σκάλα, σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου, ήταν μεταλλική χωρίς ελαστικά πέλματα, με δύο γάντζους ασφαλείας στο άνω μέρος και σχοινί δεμένο σ΄ αυτήν το οποίο θα έπρεπε να δένετο σε σταθερό μέρος για σκοπούς ασφαλείας. Η αιτία που η σκάλα αναποδογυρίστηκε είναι σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου το σπάσιμο ενός από τους δύο γάντζους που κρατούσαν ασφαλή τη σκάλα στο μέρος που ήταν τοποθετημένη. Ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε για το λόγο που ο γάντζος έσπασε. Το βάρος είναι επί των ώμων του Εναγομένου να αποδείξει τυχόν λόγο σπασίματος του, για τον οποίο δεν ευθύνετο και στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν το απέσεισε. Επίσης δεν λήφθηκαν μέτρα από το Εναγόμενο Πλοίο να βεβαιωθεί ότι αυτή ήταν πάντοτε δεμένη με το σχοινί που υπήρχε σ΄ αυτή για σκοπούς ασφάλειας, όπως και να είχαν τοποθετηθεί ελαστικά πέλματα σ' αυτήν που λογικά δεν θα επέτρεπαν γλίστρημα της. Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι το Εναγόμενο πλοίο ευθύνεται για το ατύχημα του Ενάγοντα. Το θέμα όμως δεν εξαντλείται μέχρι εδώ. Το Εναγόμενο πλοίο επικαλείται συντρέχουσα αμέλεια του Ενάγοντα σε περίπτωση που αυτό κριθεί ένοχο αμέλειας.
Το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα φέρει ο εναγόμενος. (Βλ. μεταξύ άλλων Owen v. Brimmell [1977] 1 Q.B. 859.) Το Δικαστήριο μπορεί βέβαια να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο. (Βλ. Elliott v. Bax Ironside [1925] 2 K.B. 301. Shape v. Southern Railway [1925] 2 K.B. 311. Baker v. Longhurst & Sons Ltd [1933] 2 K.B. 461. (Βλ. επίσης Clerk & Lindsell on Torts 16th Ed. par. 1-156, Θ. Μιχαήλ ν. Ιωάννου & Παρασκευαϊδης Λτδ κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1494).
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και πάντοτε σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κρίνω ότι και ο Ενάγοντας είναι ένοχος συντρέχουσας αμέλειας. Ο κίνδυνος πτώσης της σκάλας ήταν προβλεπτός, λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτή δεν είχε ελαστικά πέλματα και ότι έφερε σχοινί για δέσιμο της για σκοπούς ασφάλειας. Ο Ενάγοντας τα γνώριζε αυτά αφού συμφώνως με τον ίδιο την χρησιμοποίησε και προηγουμένως τη σκάλα. Ο κίνδυνος ήταν εύκολα προβλεπτός για τον Ενάγοντα ο οποίος όμως δεν πήρε μέτρα για προφύλαξη του, που εδώ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η πρόσδεση της σκάλας με σχοινί που ευρίσκετο σ' αυτή διαθέσιμο για χρήση από τον Ενάγοντα. Με το δεδομένο αυτό κρίνω ότι το ποσοστό της ευθύνης του Ενάγοντα είναι 20%.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ενάγοντα, αυτός μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο αρχικά στο Νοσοκομείο Λάρνακας όπου του έβαλαν καθετήρες και ακολούθως μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου την επομένη υπεβλήθη σε εγχείρηση σπονδυλικής στήλης. Για 1½ μήνα έπαιρνε μορφίνες και υποβάλλετο σε φυσιοθεραπεία. Παρέμεινε συνολικά στο Νοσοκομείο Λευκωσίας για 5 βδομάδες ενώ για 8 μήνες το επισκέπτετο ως εξωτερικός ασθενής για θεραπεία/φυσιοθεραπεία. Την φυσιοθεραπεία τη συνέχισε σε ιδιωτικό φυσιοθεραπευτήριο στη Λάρνακα όπου κατοικούσε μέχρι το Δεκέμβριο του 2015. Συνεπεία του τραυματισμού δεν μπορεί να περπατά όπως περπατούσε πριν το ατύχημα, έχει μηδενική στύση, λόγω των "σιδέρων" που τοποθέτησαν οι γιατροί στην σπονδυλική στήλη, όταν γυρνά το σώμα κατά τον νυκτερινό ύπνο του ξυπνά, δεν μπορεί να σκύψει, δεν μπορεί να σκουπιστεί όταν πηγαίνει στην τουαλέττα, δεν μπορεί να τρέξει, να σηκώσει βάρος και έχει μόνιμο πόνο, ιδιαίτερα κατά τις αλλαγές του καιρού οπότε αναγκάζεται να παίρνει παυσίπονα. Νιώθει κατάθλιψη και δεν δύναται να εργαστεί. Παρόλες τις προσπάθειες του δεν μπόρεσε να βρει ούτε καθιστική εργασία την οποία θα μπορούσε να διεκπεραιώσει.
Για τον Ενάγοντα κατάθεσαν και δύο Ιατροί. Πρώτα, κατάθεσε ο κ. Νικόλαος Σκούλιος, Ιατρός με ειδικότητα στην νευροχειρουργική. Σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση του ημερ. 2.9.2014, Τεκμήριο 1:
"Ο ασθενής Παναγή Ελευθέριος (Α.Τ. 748146) διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας από το Νοσοκομείο Λάρνακας μετά από αναφερόμενη πτώση από ύψος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στις 30.8.2013. Ο ασθενής κατά την εισαγωγή του παρουσίαζε βαριά παραπάρεση με δυσαισθησία, παραισθησία και υπεραισθησία των κάτω άκρων. Επίσης παρουσίαζε ορθοκυστικές διαταραχές. Από τον απεικονιστικό έλεγχο διαπιστώθηκε εκρηκτικό κάταγμα του Θ12 σπονδύλου. Διενεργήθηκε έλεγχος με MRI, ο οποίος κατέδειξε την παρουσία μυελοπάθειας στο ύψος του ΘΙ2 τόσο με την ανάπτυξη οιδήματος όσο και με την παρουσία παθολογικού σήματος ενδομυελικά.
Αντιμετωπίσθηκε χειρουργικά με τη διενέργεια πεταλεκτομής του Θ11 και Θ12 και σπονδυλοδεσία ΘΙΟ,Θ11, Ο1,Ο2 με τη χρήση διαυχενικών βιδών και ράβδων. Μετεγχειρητικά δεν παρουσίασε επιπλοκές. Μεταφέρθηκε στο κέντρο νωτιαίομυελικών βλαβών για αποκατάσταση. Εκεί, ο ασθενής υπεβλήθηκε σε έντονο πρόγραμμα αποκατάστασης με μεγάλη βελτίωση της κινητικότητας των κάτω άκρων. Επίσης μεγάλη βελτίωση παρουσίασε ο έλεγχος της κύστης και της κένωσης του εντέρου. Δυστυχώς όμως, η ανταπόκριση της στυτικής λειτουργίας υπήρξε φτωχή.
Κατά την τελευταία εκτίμηση του ασθενούς παρατηρείται σχεδόν πλήρης αποκατάσταση της μυϊκής ισχύος. Ο ασθενής είναι ικανός να αυτοεξυπηρετείται. Επίσης υπάρχει πολύ καλός έλεγχος της κύστης και του εντέρου. Αναφέρει επίσης άλγος κατά την κίνηση της σπονδυλικής στήλης, κυρίως όσον αφορά τις στροφικές κινήσεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην διαταραχή της εμβιομηχανικής που προκάλεσε η αστάθεια του κατάγματος και είναι ενδεικτικό της βαρύτητας της κάκωσης. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα του ασθενούς είναι η εμμένουσα διαταραχή της στυτικής λειτουργίας. Η βλάβη αυτή πολύ συχνά συνδέεται με κακώσεις του μυελικού κώνου και συχνά η ανταπόκριση στη θεραπεία είναι φτωχή. Για το λόγο αυτό έχει γίνει σύσταση στον ασθενή για εκτίμηση από ουρολόγο. Ο ασθενής είναι ανίκανος να εκτελέσει την εργασία που ασκούσε στο παρελθόν και έχει ήδη παραπεμφθεί σε ιατροσυμβούλιο."
Περαιτέρω, ήταν ο ισχυρισμός του ότι η κατάσταση υγείας του Ενάγοντα είναι παγοποιημένη και ότι δεν μπορεί να εκτελέσει οποιοδήποτε επάγγελμα το οποίο περιλαμβάνει φόρτιση της σπονδυλικής του στήλης. Θα μπορούσε όμως να οδηγήσει αυτοκίνητο, νοουμένου ότι θα έκανε διαλείμματα κατά τη διάρκεια της οδήγησης και νοουμένου ότι δεν θα ξεπερνούσε τις 4 ώρες. Δέκτηκε όμως ότι ο Ενάγοντας θα μπορούσε να οδηγήσει περονοφόρο-forklift αλλά οι πολλές στροφικές κινήσεις θα του προκαλούν πόνους.
Ο δεύτερος ιατρός που κατάθεσε για τον Ενάγοντα είναι ο κ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Ουρολόγος, Ανδρολόγος με εξειδίκευση σε προβλήματα στύσης. Εξέτασε τον Ενάγοντα λίγες ημέρες πριν την εμφάνιση του στο Δικαστήριο. Κατά την εξέταση του Ενάγοντα έβαλε στο μόριο του ένεση αγγειοδραστικών ουσιών για να προκαλέσει αγγειοδιαστολή και στύση και η ανταπόκριση του ασθενούς ήταν φυσιολογική. Με αυτό τον τρόπο απέκλεισε οιονδήποτε πρόβλημα στις φλέβες ή αρτηρίες ή σηραγγώδη σώματα του Ενάγοντα. Αφού απέκλεισε όλα αυτά και έλεγξε και τις αντρικές ορμόνες του Ενάγοντα και τις βρήκε φυσιολογικές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η βλάβη προήλθε λόγω του ατυχήματος του Ενάγοντα. Τα αίτια του προβλήματος του Ενάγοντα, όπως είπε, είναι οργανικά και όπως όλοι οι ασθενείς στη θέση του έχει και ψυχολογικά προβλήματα και ως αποτέλεσμα θα χρειαστεί κάποια ψυχολογική υποστήριξη. Τέλος, ανέφερε ότι προκειμένου ο Ενάγοντας να έχει στύση θα πρέπει 20' πριν την ερωτική πράξη να κάνει ένεση στο μόριο του με ειδικά σκευάσματα. Η στύση θα διαρκεί 30'-60'. Επίσης χειρουργικά μπαίνει ειδικός μηχανισμός με κουμπάκι κάτω από το δέρμα το οποίο προκαλεί στύση.
Αφού εξέτασα προσεκτικά τη μαρτυρία όλων, πιστεύω ότι ο Ενάγοντας υπερέβαλε αναφορικά με τις συνέπειες και κατάλοιπα του τραυματισμού του και αυτό διότι αυτά που πρόβαλε δεν συνάδουν με αυτά που κατάθεσε ο Μ.Υ.2 ιατρός Νικόλαος Σκούλιος ο οποίος τον χειρούργησε και παρακολουθούσε συνεχώς από την ημέρα τραυματισμού του στις 30.8.13 μέχρι και το καλοκαίρι του 2015 στο Νοσοκομείο και για τελευταία φορά ως ιδιώτης γιατρός λίγες μέρες πριν καταθέσει στο Δικαστήριο. Αμφότερους τους ιατρούς τους δέχομαι ως ειλικρινείς μάρτυρες και πιστεύω ότι είπαν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Εξήγησαν επιστημονικά όλες τις ενέργειες τους και η μαρτυρία τους παρέμεινε σταθερή και θετική παρόλη την αντεξέταση τους. Να σημειωθεί ότι από πλευράς υπεράσπισης δεν παρουσιάστηκε καμία ιατρική μαρτυρία με αποτέλεσμα η μαρτυρία των άνω να μην αντικρουστεί. Για το λόγο αυτό δέχομαι τη μαρτυρία και του Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4, Ιατρών, στο σύνολο της ως ειλικρινή και αξιόπιστη και γίνονται τα ανάλογα ευρήματα. Ειδικά τα ευρήματα μου για τις μόνιμες βλάβες και κατάλοιπα που παρέμειναν στον Ενάγοντα είναι:
1) Μηχανικοί και δισαισθητικοί πόνοι.
2) Δεν μπορεί να μεταφέρει βάρος πέραν των 5 κιλών.
3) Άλγος κατά την κίνηση της σπονδυλικής στήλης.
4) Διαταραχή της στυτικής λειτουργίας με μηδενική στύση.
5) Δεν μπορεί να οδηγεί για πέραν των 4 ωρών.
6) Δεν μπορεί να εκτελεί οιονδήποτε επάγγελμα το οποίο περιλαμβάνει φόρτιση της σπονδυλικής στήλης.
7) Κατάθλιψη και μελαγχολία.
Παρόλα όμως τα πιο πάνω δεν δέχομαι ότι ο Ενάγοντας δεν μπορεί να εργαστεί το επάγγελμα του ήτοι του μηχανοδηγού forklift. Η μαρτυρία του θεράποντος ιατρού του Μ.Ε.2, δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Η ίδια η μαρτυρία του Ενάγοντα ότι μετά τον τραυματισμό του παρακολούθησε μαθήματα και απέκτησε άδεια χειριστή forklift σε συνδυασμό με τις δηλώσεις εισοδήματος του για τα έτη 2013-2014 Τεκμήρια 5 και 6 αντίστοιχα, όπου ο ίδιος δηλώνει ότι ως αυτοτελώς χειριστής Μηχανουργικών είχε εισοδήματα (Τεκμήριο 5) για υπηρεσίες forklift και μεταφορές (Τεκμήριο 6) αποκλείουν οποιοδήποτε αντίθετο ισχυρισμό του ότι δεν μπορεί να εργαστεί.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και έχοντας υπόψιν την ηλικία του Ενάγοντα, ήτοι 40 κατά το χρόνο του ατυχήματος και 44 ετών κατά το χρόνο της δίκης, (ημερ. γέννησης 22.9.1973) το επάγγελμα του που ήταν μηχανοδηγός, την οικογενειακή του κατάσταση, την έκταση των κακώσεων που υπέστη, συμπεριλαμβανομένου του πόνου και ταλαιπωρίας, τη φύση και χρόνο της θεραπείας που του δόθηκε, τα κατάλοιπα των κακώσεων του σε συνάρτηση πάντοτε με την ηλικία του και ιδιαίτερα τη μόνιμη ανικανότητα του που αφορά τη μηδενική στύση με τα συνεπαγόμενα ψυχολογικά προβλήματα, τη φύση του επαγγέλματος και έχοντας πάντοτε υπόψιν την νομολογία επί του θέματος και ιδιαίτερα της υποθέσεις D.& G. Ιcos Sicapi Ltd κ.α. v. D. & G. Products Ltd κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2315, Λευτέρη ν. Τσιαμά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1800, καταλήγω ότι αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση το ποσό των €180.000 επί πλήρους ευθύνης.
Οι Ειδικές Αποζημιώσεις έχουν συμφωνηθεί από τους διάδικους σε €9.510 με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό που δικαιούται ο Ενάγοντας να είναι €189.510 επί πλήρους ευθύνης. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτός κρίθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας κατά 20% αυτός θα δικαιούτο σε απόφαση για το συνολικό ποσό των €151.608 πλέον νόμιμο τόκο από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής.
Λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω, η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ