ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A16
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 295/2012)
15 Ιανουαρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΛΟΥΪΖΑ ΚΑΜΑΡΛΙΓΚΟΥ
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
και
1. ΦΩΤΟΥΛΑ ΣΥΡΙΜΗ ΦΥΤΙΔΟΥ
2. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΜΑΛΛΟΥΡΙΔΗ, ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ, ΩΣ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΦΟΥ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Aλ.Αλεξάνδρου, για την εφεσείουσα
Ηλ.Ηλιάδης, για τον Εφεσίβλητο 1
Στ.Ερωτοκρίτου, για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο 2
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εκλογική αίτηση και η διαδικασία της συναρτάται άμεσα με τα δημοκρατικά θέσμια, γι΄αυτό και έχει διατυπωθεί από παλαιά η ανάγκη τήρησης αυστηρού τύπου ως προς την έναρξη, πορεία και λήξη της εκδίκασης αυτής.
Η αφετηρία της διαδικασίας δεν είναι άλλη από την καταχώρηση της ίδιας της εκλογικής αίτησης.
Η σχετική πρόνοια που αφορά την καταχώρηση εκλογικής αίτησης, επιβάλλει τον ακριβή προσδιορισμό των γεγονότων στα οποία βασίζεται και των λόγων στους οποίους θεμελιώνεται η θεραπεία η οποία επιδιώκεται.
Πρόκειται για τη Διαταγή 4(2)(γ) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981[1] ο οποίος έχει ως εξής:
«4(2) η εκλογική αίτηση δέον να είναι υπογεγραμμένη και χρονολογημένη υπό του αιτητού ή του συνηγόρου αυτού και ν΄αναφέρει:
(α) .....
(β) .....
(γ) τους λόγους επί των οποίων ζητείται η αιτούμενη θεραπεία, αναφέρουσα επ΄ακριβώς τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτησις αλλά ουχί την μαρτυρία δια της οποίας θα αποδειχθούν.
(δ) ....
θα καταλήγει με την απαίτησιν ........»
Στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. Χάσικου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά υπό Κωνσταντινίδη, Δ., δίδοντας την απόφαση της πλήρους Ολομέλειας:
«Είναι φανερό ότι η απαίτηση της Διαταγής 4(2)(γ), η οποία είναι επιτακτική, να αναφέρονται επακριβώς τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, αναφέρεται στα γεγονότα τα οποία αποτελούν τη βάση της αγωγής,- που στην περίπτωση Εκλογικής Αίτησης είναι ο προβαλλόμενος λόγος ή λόγος ακυρώσεως της εκλογής, - τα οποία περιλαμβάνουν το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμα. Αυτό σημαίνει κάθε γεγονός που θα ήτο αναγκαίο σε ένα προσφεύγοντα να αποδείξει, αν αμφισβητείται από την άλλη πλευρά, για να υποστηρίξει το δικαίωμα του για απόφαση του Δικαστηρίου υπέρ του και δεν περιλαμβάνει κάθε στοιχείο μαρτυρίας με την οποία θα αποδειχθούν τα γεγονότα. (Βλέπε: The Supreme Court Practice 1979 p. 163 "Cause of action".) Τα επακριβή γεγονότα είναι αυτά τα οποία συνθέτουν τη βάση των ισχυρισμών οι οποίοι εγείρονται και τα οποία αν αποδειχθούν δικαιολογούν την παροχή της αιτούμενης θεραπείας. Το κριτήριο είναι κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να δώσει απόφαση υπέρ του αιτητή με βάση τα γεγονότα που παραθέτει στην εκλογική του αίτηση σε περίπτωση που ο εκλεγείς υποψήφιος δεν εμφανιστεί να ενστεί στην εκλογική αίτηση.
Η απλή επανάληψη του λεκτικού του Νόμου δεν αποτελεί ορθή διατύπωση των γεγονότων και των λεπτομερειών των ισχυριζομένων παραβάσεων. Μια δε εκλογική αίτηση η οποία παραθέτει το άρθρο ή τα άρθρα του Νόμου δεν μπορεί να λεχθεί ότι αποκαλύπτει αιτία αγωγής. Η ίδια προσέγγιση βρίσκεται και στο αντίστοιχο Ινδικό Δίκαιο, Βλέπε: Chawlaw's Elections Law and Practice, (Fourth Edition) σελ.188, 189, 192 και 193 και στις Ινδικές αποφάσεις Har Narain v. Vinod Kumar AIR {1987) Αll 319; Kamakhya Prasad Malaho v. Digendra Durk ayastha, AIR {1987} Gau. 80 κλπ., όπως επίσης και την υπόθεση Samant M. BValakrishnan v. George Fernandez and Others AIR 1969 SC1201."
(Βλ. Μεστάνας ν. Επάρχου Λάρνακας κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 653).
Είναι σκόπιμο να εξετάσουμε την επίδικη εκλογική αίτηση, που είχε καταχωρήσει η εφεσείουσα-αιτήτρια στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σε συνάρτηση με την εκκαλούμενη απόφαση και το λόγο έφεσης που διατυπώνεται επί της δικανικής κρίσης να απορρίψει την αίτηση.
Στο παρακλητικό η εφεσείουσα διατυπώνει ως αξιούμενες θεραπείες τις εξής: (μεταφέρονται αυτολεξεί)
«(α) Κηρύξει την πιο πάνω εκλογή και/ή ανακήρυξη της καθ' ης η αίτηση αρ.1 από τον καθ' ου η αίτηση αρ. 2 ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Σταυροκόννου, άκυρη.
(β) Κηρύξει ως άκυρη την ανακήρυξη της καθ' ης η αίτηση αρ. 1 ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Σταυροκόννου που έγινε από τον καθ' ου η αίτηση αρ.2, και ότι ο καθ' ου η αίτηση αρ.2 οφείλει να προχωρήσει σε ανακήρυξη ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Σταυροκόννου την αιτήτρια.
(γ) Οποιανδήποτε άλλη θεραπεία που θα θεωρούσε ορθή και/ή σκόπιμη υπό τις περιστάσεις το Εκλογοδικείο».
Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω και τη δικογραφία της αίτησης ότι το θεμελιακό γεγονός που πλήττει την εκλογή του συγκεκριμένου μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου, είναι ότι κακώς επιτράπηκε στην εφεσίβλητη-καθ΄ης η αίτηση 1 να είναι υποψήφια και ότι η εκλογή είναι άκυρη ως εκ της συμμετοχής της εφεσίβλητης ως υποψήφιας.
Ο μόνος δε λόγος έφεσης που διατυπώνει η εφεσείουσα-αιτήτρια είναι ευθέως σε αντίθεση με το παρακλητικό της αιτούμενης θεραπείας, αφού παραπονείται ότι:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφαση του ότι οι αναπληρωματικές εκλογές που διενήργησε ο Έφορος στις 12.2.2012 για εκλογή μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Σταυροκόννου ήταν νόμιμες (σελ. 12 απόφασης του) καθ' ότι αυτές διενεργήθηκαν κατά παράβαση του νόμου 86/99 Περί Κοινοτήτων ήτοι κατά παράβαση των άρθρων 18,19,27 εδάφιο 3, 36(2)γ, και χωρίς ουσιαστικά να πραγματευθεί μέσα από την Απόφαση του τις σχετικές διατάξεις του νόμου και να αποφασίσει κατά πόσον με βάση τον νόμο υπήρχε δυνατότητα διεξαγωγής αναπληρωματικών εκλογών ή έπρεπε να διεξαχθεί επαναληπτική εκλογή, καταλήγει στην Απόφαση του ότι «η Αιτήτρια συνήνεσε εμπράκτως στην εκλογική διαδικασία των αναπληρωματικών εκλογών που νόμιμα διενέργησε ο Έφορος», και ουσιαστικά η συναίνεση της αιτήτριας προσέδωσε εγκυρότητα στις εκλογές»
Ούτε στο παρακλητικό, (κυρίως) (ούτε συγκεκριμένα στην πρωτόδικη διαδικασία), η εφεσείουσα ζήτησε ακύρωση της εκλογής, γενικά, ως παράνομα προκηρυχθείσας. Είναι σαφές ότι είναι την εκλογή της συγκεκριμένης υποψήφιας, δηλαδή της εφεσίβλητης-καθ΄ης η αίτηση 1 που επιζητούσε η αίτηση να πλήξει. Τα άλλα ετέθησαν περιθωριακά αλλά και συγχυστικά, εκτός του αυστηρού θεσμικού πλαισίου του Κ.4, και δεν θα έπρεπε καν να απασχολήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο μπόρεσε ωστόσο να διαπιστώσει το κενό και ορθά έκρινε ότι θα έπρεπε να απορριφθεί η αίτηση ως εκ του λόγου τούτου, έστω και αν απασχολήθηκε - αχρείαστα - και επί άλλων θεμάτων. Η εφεσείουσα επιχειρεί τώρα δια της έφεσης να «επανατοποθετήσει» νομικά την αίτηση της, εκτός του πιο πάνω παρακλητικού.
Αυτό δεν είναι επιτρεπτό, ειδικά ενόψει της φύσεως της αιτουμένης διαδικασίας, ως καθορίστηκε στην πιο πάνω νομολογία.
Μάλιστα σημειώνουμε ότι, ενώ τα δεδομένα της υπόθεσης ήταν κοινά σπαταλήθηκε δικαστικός χρόνος με την κλήτευση μαρτύρων και από τις δύο πλευρές. Αυτή η πρακτική είναι καταδικαστέα και πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα από το εκδικάζον Δικαστήριο - ειδικά τώρα με τη νέα Δ.30 των Θεσμών - ώστε να μην σπαταλείται πολύτιμος δικαστικός χρόνος.
Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρατηρεί ότι με την εκλογική αίτηση η εφεσείουσα δεν έθεσε προς εξέταση ζήτημα ότι η απόφαση για προκήρυξη των αναπληρωματικών εκλογών της 12.2.2012 ήταν παράνομη, παρά μόνο ότι αυτές θα έπρεπε να διεξαχθούν με υποψήφιους αυτούς που ήταν υποψήφιοι στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 18.12.2011. Στην εκλογική της αίτηση η εφεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι κακώς προκηρύχθηκαν αναπληρωματικές εκλογές για την πλήρωση της κενής θέσης.
Ως εκ των πιο πάνω είναι σαφές ότι η έφεση είναι εντελώς αβάσιμη και δέον να απορριφθεί. Απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης αρ.1 εκ ποσού €1,200 πλέον ΦΠΑ και επίσης υπέρ του εφεσίβλητου αρ.2 εκ ποσού €1,200.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] Ο Κανονισμός αυτός ισχύει και για εκλογές δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 86(1)1999, ως εκ του άρθ.31.