ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα για τους Εφεσείοντες. Μ. Χριστοφόρου για Πελαγία, Χριστοδούλου, Βράχα ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MEN MAR LTD ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ M amp;amp; M CATERHOM ν. CLP CATERING LTD, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΔΡΟΜΟΛΑΞΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2012, 28/2012, 23/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A40

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2012)

(Σχετ. με 28/2012)

 

23 Ιανουαρίου 2018 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

MEN MAR LTD ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ

ΕΠΩΝΥΜΙΑ M & M CATERHOME,

Εφεσείοντες

-         ΚΑΙ  -

 

CLP CATERING LTD, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΔΡΟΜΟΛΑΞΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων

-----------------------------------------

(Πολιτική Έφεση Αρ. 28/2012)

(Σχετ. με 27/2012)

 

MEN MAR LTD ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ

ΕΠΩΝΥΜΙΑ M & M CATERHOME,

Εφεσείοντες

-         ΚΑΙ  -

 

CLP CATERING LTD, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΔΡΟΜΟΛΑΞΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων

-----------------------------------------

Μ. Ραφαήλ (κα) για Ι. Φράγκος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

για τους Εφεσείοντες.

Μ. Χριστοφόρου για Πελαγία, Χριστοδούλου, Βράχα ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

-----------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι διάδικοι είχαν συμβληθεί με δύο χωριστές συμφωνίες για την προμήθεια υπηρεσιών προσωπικού και ετοιμασίας αεροστεγών προϊόντων μίας χρήσης σε συγκεκριμένες πτήσεις αεροπορικών εταιρειών.  Η πρώτη συμφωνία ήταν διάρκειας από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2007 και η δεύτερη είχε διάρκεια από 1.2.2005 μέχρι 31.1.2007.  Με  βάση αυτές τις συμφωνίες, η εφεσείουσα είχε αναλάβει την προμήθεια των πιο πάνω υπηρεσιών προς την εφεσίβλητη κατά τρόπο ώστε η εφεσείουσα θα χρέωνε την εφεσίβλητη στο ποσό των ΛΚ18.5 ή €31.60 για κάθε υπάλληλο που θα παραχωρούσε για κάθε ημέρα, ενώ είχε συμφωνηθεί για τις υπηρεσίες δυνάμει της δεύτερης συμφωνίας, ένα σταθερό ποσό των ΛΚ80 ή €136.68 για κάθε υπηρεσία για κάθε αεροπορική πτήση. 

        Η συνεργασία προχώρησε ομαλά μέχρι και τις 2.1.2006, όταν η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 20.12.2005 τερμάτισε τις συμφωνίες από 2.1.2006.  Η εφεσείουσα δεν απεδέχθη τον τερματισμό και κάλεσε την εφεσίβλητη όπως τηρήσει τα συμφωνηθέντα, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε να προχωρήσει στην τήρηση τους.  Ως αποτέλεσμα ηγέρθησαν δύο αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η υπ΄ αρ. 891/06 με την οποία η εφεσείουσα αξίωσε (i) δήλωση ότι ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν παράνομος και αδικαιολόγητος, (ii) το ποσό των ΛΚ8.448 ως υπόλοιπο λογαριασμού και/ή ως αντάλλαγμα παρασχεθέν που απέτυχε, (iii) ΛΚ34.220 ή €58.468,34 ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή ως απώλεια κερδών και (iv) ΛΚ81.840,45 ή €139.832,71 ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή απώλεια κερδών, νόμιμο τόκο και έξοδα.  Δυνάμει της τροποποιηθείσας έκθεσης απαίτησης, δίδονταν στην παράγραφο 8 λεπτομέρειες απώλειας κέρδους, χωριστές για κάθε συμφωνία, ούτως ώστε να φαίνεται ότι για κάθε υπάλληλο που διατίθετο δυνάμει της πρώτης συμφωνίας το κέρδος ήταν €8.88, το οποίο θα απέφερε €54.468,34 για το υπόλοιπο της διάρκειας της συμφωνίας που υπολοιπόταν προς 1.83 έτη, για δε τη δεύτερη συμφωνία το κέρδος για κάθε πτήση ανερχόταν σε €86.37, το οποίο για το υπολοιπόμενο ένα έτος διάρκειας της συμφωνίας, θα απέφερε €139.832,71. 

 

        Με τη δεύτερη αγωγή, την υπ΄ αρ. 874/06, η εφεσείουσα ζήτησε ΛΚ1.042,80 ως υπόλοιπο εμπορικού λογαριασμού, ο οποίος παρουσίαζε το Μάρτιο του 2006 το πιο πάνω ποσό και το οποίο η εφεσίβλητη αναγνώρισε γραπτώς. 

        Η υπεράσπιση της εφεσίβλητης έγκειτο στο ότι ο τερματισμός ήταν νόμιμος διότι μετά το ατύχημα με το αεροπλάνο της ΗΛΙΟΣ τον Αύγουστο το 2005, οι εργασίες της εφεσίβλητης είχαν μειωθεί κατακόρυφα, ενώ ταυτόχρονα οι  υπηρεσίες που η εφεσείουσα προσέφερε δεν είναι ικανοποιητικές, αλλά πλημμελείς και όχι του αναμενόμενου επιπέδου, ενώ γίνονταν και υπερχρεώσεις τις οποίες η εφεσείουσα αγνόησε παρά τις πολλαπλές συστάσεις της εφεσίβλητης.  Υπήρχε επίσης πλήρης άρνηση των ποσών που επιδιώκονταν ως αποζημίωση πλην ενός ποσού ύψους ΛΚ9.184, το οποίο η εφεσίβλητη παραδεχόταν ως οφειλή.  Στην αγωγή υπ΄αρ. 874/06 υπήρξε και ανταπαίτηση για ποσό ύψους ΛΚ1.044 ως η αξία 6.000 Trolley Rubbish  Bags, τα οποία η εφεσείουσα παρανόμως κατακρατούσε και δεν επέστρεφε, γεγονός που η εφεσείουσα αρνήθηκε στη δική της απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκδίκασε τις δύο αγωγές και στο τέλος εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των €15.691,80 (αντίστοιχο των ΛΚ9.184), πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, ενώ έδωσε μόνο €100 ονομαστικές αποζημιώσεις για τις υπόλοιπες αξιώσεις για αποζημιώσεις.  Στην αγωγή αρ. 874/06, η αξίωση της εφεσείουσας απερρίφθη με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, εκδίδοντας και απόφαση επί της ανταπαιτήσεως υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των €1.781,73 (αντίστοιχο των ΛΚ1.042,80), πλέον τόκους και έξοδα.   Το Δικαστήριο κατέληξε στις πιο πάνω αποφάσεις του μετά από μια ιδιαιτέρως σχολαστική και αχρείαστη, από πλευράς λεπτομέρειας, παράθεσης της μαρτυρίας αναλώνοντας προς τούτο 75 σελίδες, άλλοτε μιλώντας στον πληθυντικό και άλλοτε στον ενικό.  Κατέγραψε στην ουσία ολόκληρη την έκθεση απαίτησης στις δύο αγωγές και αναφέρθηκε στον κάθε μάρτυρα που ο κάθε διάδικος προσέφερε ξεχωριστά και με ιδιαίτερη σπουδή ως προς τα λεχθέντα στη μαρτυρία κατά την κυρίως εξέταση και αντεξέταση, αφιερώνοντας προς τούτο το πλείστο μέρος της απόφασης του από τις σελ. 6 μέχρι 54.  Είχαν καταθέσει εκ μέρους της εφεσείουσας τέσσερεις μάρτυρες και άλλοι τέσσερεις εκ μέρους της εφεσίβλητης.  Το Δικαστήριο για τους λόγους που και πάλι με περισσή σχολαστικότητα κατέγραψε, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας στο σύνολο της, ενώ δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία από πλευράς της εφεσίβλητης, πλην της μαρτυρίας της Μ.Υ. 3 Μαρίας Αντωνίου, η οποία είχε καταθέσει σε σχέση με τα στοιχεία των 6.000 Trolleys, τα οποία η εφεσείουσα τιμολόγησε προς την εφεσίβλητη. 

 

        Αφού κατέγραψε στη συνέχεια τα ευρήματα του, έθεσε στον εαυτό του τα δύο ερωτήματα που εγείρονταν στην υπόθεση και τα οποία αφορούσαν ουσιαστικά την αγωγή υπ΄ αρ. 891/06, κατά πόσο οι συμφωνίες είχαν τερματιστεί νομίμως ή όχι και κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούτο σε αποζημιώσεις σε περίπτωση παράνομου τερματισμού.  Έκρινε ότι ο τερματισμός των συμφωνιών ήταν όντως παράνομος και συνιστούσε αποκήρυξη τους, προχωρώντας να θέσει τις νομικές αρχές των αποζημιώσεων που δικαιούται το αναίτιο μέρος από τον αντισυμβαλόμενο όταν ο τελευταίος δεν εκπληρώνει το δικό του μέρος της συμφωνίας.  Εξέτασε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι αυτή δεν αξίωνε διαφυγόντα κέρδη, αλλά αποζημιώσεις ίσες προς το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αγωγής, ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε διότι η αξίωση αφορούσε και αναφερόταν σε διαφυγόντα κέρδη, δηλαδή κέρδη τα οποία η εφεσείουσα ως ενάγουσα θα απεκόμιζε εάν η συμφωνία δεν είχε τερματιστεί και αφηνόταν να ολοκληρωθεί μέχρι τη λήξη της.  Η αξίωση δεν αφορούσε συμφωνηθείσα αμοιβή ή συμφωνηθέν ποσό και έτσι η εφεσείουσα έπρεπε να αποδείξει ότι πράγματι είχε απωλέσει τα κατ΄ ισχυρισμό διαφυγόντα κέρδη στο ύψος που αναφερόταν.  Μέσα από μια συλλογιστική με την παράθεση ορισμένων αποσπασμάτων από τη μαρτυρία του κύριου μάρτυρα της εφεσείουσας Χαράλαμπου Μανέντζου, Μ.Ε.1, έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν κατάφερε να αποδείξει την απαίτηση της για αποζημιώσεις διότι δεν είχε αποδείξει συγκεκριμένα πιο ήταν το καθαρό κέρδος που θα είχε στην κάθε περίπτωση και για την κάθε επί μέρους αξίωση.  Κατά το Δικαστήριο, δεν είχαν παρουσιαστεί όλα τα πραγματικά και άλλα έξοδα με τα οποία η εφεσείουσα θα επιβαρυνόταν για σκοπούς διεκπεραίωσης της κάθε πτήσης.  Στη συνέχεια, με υπερβολική και πάλι αναφορά σε συγγράμματα και αυθεντίες όσον αφορά την έννοια των ονομαστικών αποζημιώσεων, κατέληξε να επιδικάσει €100 ως συμβολικό ποσό για την περίπτωση.

 

        Η έφεση που ασκήθηκε επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με έξι λόγους έφεσης με κύριο υπόβαθρο την εισήγηση ότι λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα διάφορα αξιούμενα ποσά αφορούσαν σε διαφυγόντα κέρδη και όχι σε αποζημιώσεις ίσες προς το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής.  Αυτή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επηρέασε την κρίση του σχετικά με την έκταση του βάρους απόδειξης της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καταλήξει λανθασμένα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε τις απαιτήσεις της, επιδικάζοντας μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις.  Περαιτέρω, λανθασμένα το Δικαστήριο επέτρεψε μαρτυρία και/ή θέσεις περί ύπαρξης εξόδων που δεν αφαιρέθησαν από την εφεσείουσα και τα οποία θα προκαλούνταν σε αυτή κατά την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων διότι κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο με το περιεχόμενο της υπεράσπισης της εφεσίβλητης.  Ούτε και η εφεσίβλητη παρουσίασε μαρτυρία ποια έξοδα θα επωμιζόταν η εφεσείουσα για τη εκπλήρωση των περαιτέρω συμβατικών της υποχρεώσεων και λανθασμένα έκρινε επίσης το Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα δεν εκπλήρωσε το καθήκον να μειώσει τις ζημιές της.  Εν γένει, το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων από την εφεσείουσα δεν ήταν ορθός, αποτυγχάνοντας έτσι να δώσει τις δέουσες αποζημιώσεις σε αυτή.

 

        Η έφεση αρ. 27/12 δεν αμφισβητεί βεβαίως την υπέρ τους απόφαση στο ποσό των €15.691,80 ως οφειλόμενο υπόλοιπο χρεωστικού λογαριασμού.  Αμφισβητείται όμως με την έτερη έφεση, υπ΄ αρ. 28/12, η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει υπέρ της εφεσίβλητης το ποσό των ΛΚ 1.042,80 ή το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ στη βάση της ανταπαίτησης στην αγωγή υπ΄ αρ. 876/06.

 

        Η πλευρά της εφεσίβλητης στο δικό της περίγραμμα και την προφορική αγόρευση υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης σε όλα τα σημεία, παραθέτοντας σχετική νομολογία που βασικά είναι η ίδια με αυτή που ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Έχοντας διεξέλθει με προσοχή την απόφαση κρίνεται ότι αυτή είναι όλως διόλου λανθασμένη και το Δικαστήριο με την παράθεση εκτενών αποσπασμάτων από νομικά συγγράμματα όσον αφορά την έννοια των αποζημιώσεων περιέπεσε σε σύγχυση σε βαθμό που δεν του επέτρεψε να προβεί στην απλή διάγνωση ότι η εφεσείουσα δικαιούτο σε αποζημιώσεις για  διάρρηξη των συμφωνιών που, όπως το ίδιο το Δικαστήριο ορθά έκρινε, και δεν υπάρχει επ΄ αυτού αντέφεση, παρανόμως η εφεσίβλητη εταιρεία τερμάτισε.  Έκρινε, εύλογα, ότι η εφεσίβλητη έδωσε δύο αιτιολογίες για να διακόψει τη συνεργασία της.  Ενώ αρχικά αναφέρθηκε σε  υπερχρεώσεις από πλευράς της εφεσείουσας και πλημμελή παροχή υπηρεσιών, στη συνέχεια αιτιολόγησε τη διακοπή με τον ισχυρισμό ότι υπήρξε κατακόρυφη μείωση των εργασιών λόγω του τραγικού ατυχήματος με την Ήλιος.  Αμφότερες οι αιτιολογίες απερρίφθηκαν από την εφεσείουσα, κυρίως μέσω του Χ. Μανέντζου, ο οποίος αναφέρθηκε στην καλή συνεργασία των διαδίκων με την εφεσίβλητη ουδέποτε να είχε παραπονεθεί για οτιδήποτε, εξ ου και αποδέχθηκε τις τιμολογήσεις και το χρεωστικό υπόλοιπο που παρέμεινε στο ποσό των ΛΚ30.639,20 εκ του οποίου η εφεσίβλητη πλήρωσε σε διάφορα στάδια το μεγαλύτερο μέρος του ώστε να παραμείνει υπόλοιπο ΛΚ9.184 ή €15.691,80 επί του οποίου και εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας.

 

        Όσον αφορά τη μείωση των εργασιών, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εργασίες συνεχίστηκαν με την Ήλιος όπως μετονομάστηκε σε A Jet μέχρι και τον Οκτώβριο 2006 και επομένως ούτε αυτό αποτελούσε νόμιμο λόγο διακοπής της συνεργασίας. 

        Όλα τα πιο πάνω κατέστησαν ευρήματα του Δικαστηρίου, καθώς και το κόστος της παροχής κάθε υπηρεσίας, στο οποίο θα γίνει αναφορά και κατωτέρω.

 

  Η εφεσείουσα στη βάση του γεγονότος ότι το Δικαστήριο αξιολόγησε τη δική της μαρτυρία θετικά, δικαιούτο κατά  αυτονόητο τρόπο στο μέτρο εκείνο των αποζημιώσεων που όπως είναι παγίως νομολογημένο συνίσταται στο ότι το αναίτιο μέρος δικαιούται να αποκατασταθεί υπό μορφή αποζημιώσεων με την επιδίκαση εκείνου του ποσού ως εάν η σύμβαση είχε προχωρήσει σε πλήρη εκτέλεση. Όπως έχει εξηγηθεί στην υπόθεση Άλπαν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679, οι αποζημιώσεις στο δίκαιο των συμβάσεων έχουν σκοπό την αποκατάσταση του αθώου μέρους «... στη θέση που θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι τη ζημιά την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας.».  Περαιτέρω, ενώ το αναίτιο μέρος έχει διάφορες επιλογές είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, είτε να ζητήσει ειδική εκτέλεση και επί πλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από την αργοπορία στην εκτέλεση, στην προκείμενη περίπτωση ο παράνομος τερματισμός των δύο συμφωνιών εκ μέρους της εφεσίβλητης κατέληξε, παρά την αρχική εμμονή της εφεσείουσας να προχωρήσουν οι συμφωνίες σε εκτέλεση, να γίνει αποδεκτός και οι συμφωνίες εν τη πράξει τερματίσθηκαν, εφόσον η εφεσείουσα ήγειρε στο τέλος της ημέρας αγωγές για αποζημιώσεις, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι και οι δύο πλευρές απαλλάσσονταν από την περαιτέρω εκτέλεση των προνοιών τoυς, (Metaxas Loizides Syrimes & Co κ.ά. ν. K. Globalsoft Com. Limited (2007) 1 Α.Α.Δ. 54).

 

        Η εφεσείουσα με την έκθεση απαίτησης της, όπως τροποποιήθηκε, διεκδίκησε «αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης ή/και ως απώλεια κερδών λόγω παρανόμου τερματισμού της συμφωνίας ..».  Αυτή η διατύπωση αφορούσε τις δύο βασικές αξιώσεις στην αγωγή αρ. 891/06 για ΛΚ34.220, ή το αντίστοιχο σε €58.468,34 ποσό που αφορούσε την απώλεια κέρδους με βάση την πρώτη συμφωνία ημερ. 1.1.2005 μέχρι 31.12.2007, σε σχέση με την παροχή προσωπικού προς την εφεσίβλητη, το δε δεύτερο ποσό αφορούσε ΛΚ81.840,45 ή €139.832,71 που απέρρεαν από τη δεύτερη συμφωνία ημερ. 1.2.2005 έως 31.1.2007 αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών στις διάφορες πτήσεις για τροφοδοσία αεροστεγών προϊόντων μίας χρήσης.  Και για τις δύο αυτές αξιώσεις η έκθεση απαίτησης στην παρ. 8 Α και Β, παρέθεσε λεπτομέρειες απώλειας κέρδους στις οποίες λεπτομέρειες καταγραφόταν το κόστος για κάθε υπάλληλο, η χρέωση προς την εφεσίβλητη για κάθε υπάλληλο και το προκύπτον κέρδος.  Το ίδιο και για την προμήθεια των αεροστεγών προϊόντων όπου καταγραφόταν το κόστος, η χρέωση προς την εφεσίβλητη και το κέρδος της εφεσείουσας για κάθε παρεχόμενη υπηρεσία για κάθε πτήση.

 

        Οι δύο συμφωνίες, που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 3 και 4 πρωτοδίκως, είχαν τη μορφή επιστολών οι οποίες υπογράφησαν από τους διαδίκους.  Το Τεκμήριο 3 αφορούσε την παροχή κατά μέσο όρο οκτώ προσώπων ημερήσια για κάθε εβδομάδα με κόστος παροχής της υπηρεσίας καθορισθέν σε ΛΚ18.5, ανά υπάλληλο, ανά ημέρα.  Η δεύτερη συμφωνία Τεκμήριο 4, για την παροχή των άλλων  υπηρεσιών, καθόριζε το κόστος σε ΛΚ80.- για κάθε υπηρεσία/πτήση και αφορούσε την προμήθεια των συνημμένων στο Τεκμήριο που καθορίζονταν σε, μεταξύ άλλων, σαπούνια, πλαστικές σακκούλες, πετσέτες χεριού, τσάϊ, νέσκαφε και διάφορα άλλα. Οι αριθμοί αυτοί έδειχναν τη συμφωνηθείσα αμοιβή της εφεσείουσας την οποία θα κατέβαλλε η εφεσίβλητη.  Όπως άλλωστε κατέθεσε ο Χ. Μανέντζος, Μ.Ε.1, η μαρτυρία του οποίου έγινε πλήρως αποδεκτή, στον  υπολογισμό των ποσών που η εφεσείουσα θα λάμβανε ως αμοιβή είχε ήδη υπολογιστεί το κόστος της, καθώς και το ποσοστό κέρδους που θα απέφερε η συνεργασία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία της λογίστριας Έλενας Κυπριανού, Μ.Ε.3, η οποία ανέλαβε τα λογιστικά της εφεσείουσας και ανέτρεξε στα λογιστικά βιβλία αναφορικά με τις δύο συμφωνίες Τεκμήρια 3 και 4, για να εντοπίσει το κόστος της εφεσείουσας για κάθε προσφερόμενη  υπηρεσία κάτω από τις δύο συμφωνίες.  Καθόρισε, για μεν το ημερήσιο κόστος κάθε υπαλλήλου στο πλαίσιο της συμφωνίας Τεκμήριο 3, το ποσό των ΛΚ12,97, ενώ καθόρισε το συνολικό κόστος όλων των προϊόντων που επισυνάπτονταν στη σελ. 2 του Τεκμηρίου 4, το ποσό των ΛΚ30,141.  Αυτή τη μαρτυρία, όπως λέχθηκε, το Δικαστήριο αποδέχθηκε πλήρως χαρακτηρίζοντας την Έλενα Κυπριανού ως σαφή, πλήρως διαφωτιστική και επεξηγηματική έχοντας δώσει πλήρεις λεπτομέρειες για τον τρόπο υπολογισμού του κόστους στην κάθε περίπτωση.  Η μαρτυρία της κρίθηκε ως «απόλυτα τεκμηριωμένη και, ως τέτοια, γίνεται αποδεκτή καθ΄ ολοκληρίαν.».  Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι μεταξύ της μαρτυρίας της Έλενας Κυπριανού και του Χαράλαμπου Μανέντζου, Μ.Ε.1, την οποία επίσης ως λέχθηκε αποδέχθηκε , υπήρχαν μικρές διαφορές ως προς το κόστος και το κέρδος που προέκυπτε από την κάθε μία από τις δύο συμφωνίες. Θεώρησε ότι τον ορθό προσδιορισμό των σχετικών ποσών είχε δώσει στο Δικαστήριο η Ε. Κυπριανού λόγω της ιδιότητας της. 

 

        Τα πιο πάνω ποσά, όπως τα επεξήγησε η Μ.Ε.3, ήταν αυτά τα οποία στην ουσία διεκδίκησε η εφεσείουσα με την έκθεση απαίτησης της με ελάχιστες διαφορές ως προς το ύψος τους.  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο απεδέχθη το σύνολο της μαρτυρίας της εφεσείουσας και ιδιαίτερα της λογίστριας Ε. Κυπριανού, ήταν λανθασμένη η περαιτέρω αναζήτηση πρόσθετων ποσών ως κόστος για την παροχή της υπηρεσίας που προέκυπτε από την κάθε συμφωνία.  Ήταν εξώφθαλμα εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το κέρδος το οποίο προέκυπτε, η εφεσείουσα πλήρωνε και κάποια άλλα έξοδα που είχε για σκοπούς διεκπεραίωσης της πτήσης με αποτέλεσμα να απορρίψει τη δίκαιη αξίωση της εφεσείουσας για αποζημιώσεις που προκάλεσε η εφεσίβλητη λόγω του παράνομου τερματισμού των συμφωνιών.  Το αν είχε ή όχι άλλα έξοδα η εφεσείουσα δεν αφορούσε την εφεσίβλητη, η οποία είχε συμφωνήσει ότι οι παρασχεθείσες υπηρεσίες από πλευράς της εφεσείουσας θα της στοίχιζαν ΛΚ18.5 για κάθε υπάλληλο και ΛΚ80.- για τις διάφορες άλλες  υπηρεσίες αεροστεγών προϊόντων.

 

 Η θέση του Δικαστηρίου ότι με την αξίωση της η εφεσείουσα αναζητούσε διαφυγόντα κέρδη και όχι συμφωνηθείσα αμοιβή, (από την άποψη ότι δεν ζητείτο συγκεκριμένο συμφωνηθέν εφάπαξ ποσό), προκάλεσε εν τέλει σύγχυση, με το Δικαστήριο να συζητά αχρείαστα τη διαφορά μεταξύ διαφυγόντος κέρδους και συμφωνηθέντος ποσού, καθώς και την ανάκτηση απομακρυσμένης ζημιάς που ενδεχομένως να είχε η εφεσείουσα και την οποία δεν θα μπορούσε να ανακτήσει εν πάση περιπτώσει, εάν δεν είχε συμφωνηθεί ή δεν ήταν στην εύλογη σκέψη των συμβαλλομένων ως ζημία που ενδεχομένως να προέκυπτε, δυνάμει του άρθρου 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.

 

  Εδώ, υπήρχε συμφωνημένη αμοιβή παροχής των υπηρεσιών και εφόσον δεν καθοριζόταν στις δύο συμφωνίες το κόστος για την κάθε υπηρεσία της εφεσείουσας, ορθά η εφεσείουσα, ως η υποχρέωση της, προσέφερε μαρτυρία για να στοιχειοθετήσει το κέρδος που προέκυπτε κατά την εκπλήρωση των δύο συμφωνιών και από τη στιγμή που έγινε πλήρως αποδεκτή η μαρτυρία αυτή, το ζήτημα έληγε εκεί.  Το θέμα τέθηκε ορθά από τον Χ. Μανέντζο στη μαρτυρία του ότι το τι αποζητούσε η εφεσείουσα ήταν απλώς το κέρδος το οποίο θα προποριζόταν εάν η εφεσίβλητη άφηνε τη συνεργασία να εξελιχθεί ομαλά.  Διαφυγόν κέρδος, δεν είναι τίποτε άλλο από το κέρδος που θα λαμβανόταν από την ολοκληρωμένη εκτέλεση της συμφωνίας, (C & K Κυριάκου & Α/φοι Λτδ ν. Αντώνη Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479).  Όταν η εφεσείουσα διά του συνηγόρου της εισηγείτο ότι υπήρχε συμφωνημένη αμοιβή και δεν ήταν υπόθεση διαφυγόντος κέρδους, εκείνο που εμφανώς εννοούσε, ήταν ότι η αξίωση αφορούσε την απώλεια κέρδους, εξ ου και η έκθεση απαίτησης βασίστηκε στο δεδομένο ύπαρξης κέρδους με την υπόδειξη του ύψους του μετά την αφαίρεση του κόστους από τη συμφωνηθείσα αμοιβή.

 

        Όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στο σύγγραμμα Ewan Mckendrick: Contract Law, 6η έκδ. στο Κεφάλαιο 20, που αφορά τις αποζημιώσεις για διάρρηξη σύμβασης, υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες στις οποίες ο ενάγων δύναται να εντάξει την αξίωση του για αποζημιώσεις.  Η πρώτη αφορά το λεγόμενο «expectation interest» που έχει ως βάση την προσδοκία του ενάγοντα ότι ο εναγόμενος θα εκπληρώσει τις δικές του συμβατικές υποχρεώσεις και στην περίπτωση που δεν το πράττει, οι αποζημιώσεις θα πρέπει να τον αποζημιώνουν με το να τον θέσουν στην ίδια καλή κατάσταση που θα ήταν αν ο εναγόμενος εκπλήρωνε την  υπόσχεση του.  Η δεύτερη κατηγορία αφορά το λεγόμενο «reliance interest» στην οποία εμπίπτουν οι ενέργειες τις οποίες προς βλάβη του έχει  υποστεί ο ενάγων στη βάση της υπόσχεσης του εναγομένου ότι θα εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να υποστεί διάφορα έξοδα τα οποία ο εναγόμενος θα πρέπει να αποκαταστήσει.  Ο σκοπός εδώ είναι να τεθεί ο ενάγων στην ίδια καλή κατάσταση ως θα ήταν πριν την υπόσχεση που έδωσε ο εναγόμενος.  Τέλος, ο ενάγων μπορεί να αξιώσει το λεγόμενο  «restitution interest», κατά το οποίο ο ενάγων δεν επιθυμεί να αποζημιωθεί για την απώλεια που έχει υποστεί, αλλά επιθυμεί να αποστερήσει από τον εναγόμενο το κέρδος το οποίο απεκόμισε σε βάρος του.  Τα ίδια στην ουσία λέγονται και στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract,           6η έκδ., σελ. 547 κ.ε., σε σχέση με το «expectation loss».

 

        Είναι φανερό εδώ ότι η εφεσείουσα επέλεξε να αξιώσει αποζημίωση στη βάση του «expectation interest».  Η μαρτυρία της εφεσείουσας ήταν σαφής και θετική και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.  Αυτό σήμαινε ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων θα έπρεπε να ακολουθούσε χωρίς άλλο.  Διέφυγε εντελώς του Δικαστηρίου ότι ήδη η εφεσίβλητη είχε αναγνωρίσει την οφειλή της προερχόμενη από προηγούμενα εκδοθέντα τιμολόγια και τον τηρηθέντα χρεωστικό λογαριασμό που τηρούσε η εφεσείουσα και προσυπόγραψε η εφεσίβλητη.  Αυτό έδειχνε και παρέπεμπε, χωρίς άλλο, στο δικαίωμα της εφεσείουσας να λάβει την αμοιβή της στη βάση των συμφωνηθέντων στα οποία βεβαίως εμπεριέχετο το κέρδος.  Αλλά ακόμη και να υπήρχαν και άλλα έξοδα τα οποία κατέβαλλε η εφεσείουσα για διεκπεραίωση κάθε πτήσης, τα  οποία δεν γνώριζε με ακρίβεια ο Χ. Μανέντζος και πάλι το Δικαστήριο έσφαλε στο να μην αποδώσει τουλάχιστον εκείνα που είχε το ίδιο αποδεχθεί ως προερχόμενα από την αξιόπιστη μαρτυρία της εφεσείουσας.

 

        Το Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί την πραγματική διάσταση του ζητήματος.  Δεν ήταν νοητό η εφεσείουσα να μην μπορούσε να ανακτήσει το κέρδος της στη βάση του ότι υπήρχαν και άλλα έξοδα που αφορούσαν τα εσωτερικά της εταιρείας και όχι την εφεσίβλητη.  Ο Χ. Μανέντζος το έθεσε ξεκάθαρα στη μαρτυρία του, απόσπασμα από την οποία παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτυγχάνοντας όμως να το αντικρύσει στην ορθή του διάσταση.  Ο μάρτυρας είχε σαφέστατα πει ότι «ανεξάρτητα με τα κόστα τα οποία ήταν δικά μας εσωτερικά και οι δύο πλευρές κάθισαν κάτω, βρήκαν μια τομή σε ένα αριθμό για κάθε υπάλληλο τα οποία συμφώνησαν και συνεργάστηκαν άψογα για ένα χρόνο μέχρι την ημερομηνία που έχει παράνομα τερματίσει η μια πλευρά τη συμφωνία.».

 

        Με άλλα λόγια, αν η εφεσείουσα είχε και επιπρόσθετο κόστος πέραν του αρχικώς υπολογισθέντος, αυτό, λόγω ίσως κακού υπολογισμού, θα  βάρυνε την ίδια εφόσον η αμοιβή για την εφεσίβλητη ήταν ήδη δεδομένη.  Η εφεσείουσα όμως δικαιούτο στη βάση των υπαρχόντων στοιχείων να θεωρήσει ότι θα συνέχιζαν τα ίδια δεδομένα ως και στην προηγούμενη περίοδο συνεργασίας και για την επόμενη περίοδο μέχρι τη λήξη της.  Δεν μπορούσε βάσιμα να συζητείται ζήτημα αστάθμητων παραγόντων σ΄ εκείνο το στάδιο όταν οι συμφωνίες τερματίστηκαν υπαιτιότητι της εφεσίβλητης, η οποία μάλιστα στην υπεράσπιση της δεν έθεσε τίποτε το συγκεκριμένο και απλά ισχυρίστηκε ότι ο τερματισμός των συμφωνιών ήταν νόμιμος και ότι αν συνεχιζόταν η συνεργασία δεν θα πραγματοποιείτο ο συγκεκριμένος αριθμός πτήσεων λόγω του ατυχήματος με την Ήλιος, θέσεις που απερρίφθηκαν από το Δικαστήριο.  Στη γενικότητα της  υπεράσπισης, δεν θα έπρεπε καν να αφήνετο μαρτυρία περί αστάθμητων παραγόντων.  Υπενθυμίζεται ότι η μαρτυρία της Ελ. Κυπριανού έγινε πλήρως αποδεκτή την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως πλέον εμπεριστατωμένη σε ό,τι αφορούσε ποσά από αυτή του   Χ. Μανέντζου, και η απόρριψη τελικώς της όλης αξίωσης ήταν άκρως αντιφατική εκ μέρους του Δικαστηρίου.

 

        Ως προς την έφεση υπ΄ αρ. 28/2012, παρατηρείται ότι η εφεσείουσα δεν προώθησε πρωτοδίκως την αξίωση της, ούτε και προσφέρθηκε σχετική μαρτυρία από τον Χ. Μανέντζο, Μ.Ε.1, ούτε στην ένορκη κατάθεση του, ούτε στη γραπτή του δήλωση, έγγραφο 1, αλλά ούτε και λέχθηκε οτιδήποτε σχετικό από την Ελ. Κυπριανού Μ.Ε.3.  Διέφυγε όμως του Δικαστηρίου το γεγονός ότι κατά την αντεξέταση της Μαρίας Αντωνίου, Μ.Υ.3, τη μαρτυρία της οποίας το Δικαστήριο έκρινε  ως πλήρως αξιόπιστη, η  μάρτυρας παραδέχθηκε την οφειλή της εφεσίβλητης προς την εφεσείουσα για το αξιούμενο ποσό των ΛΚ1.042,80 (σελ. 166 των πρακτικών) και άρα κακώς απέρριψε τη σχετική απαίτηση.  Δεν υπάρχει όμως σχετικός λόγος έφεσης επ΄ αυτού και έτσι το Εφετείο δεν μπορεί να επέμβει. Από την άλλη, ορθά το Δικαστήριο ενέκρινε την ανταπαίτηση για το ίδιο ουσιαστικό ποσό στη βάση της μη επιστροφής από την εφεσείουσα προς την εφεσίβλητη των 6.000 trolley bags που η εφεσίβλητη είχε στο αποθεματικό της ως μη επιστραφέντα.  Το γεγονός ότι αυτά ενδεχομένως να ανήκαν στην Ήλιος δεν έχει σημασία, εφόσον η εφεσείουσα κατακρατούσε ενεργητικό στοιχείο που της παρεδόθη από την εφεσίβλητη.

 

        Η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ως κατωτέρω αναλυτικά αναφέρεται.

 

        Η εφεσείουσα θα δικαιούτο επομένως σε απόφαση υπέρ της στην έφεση υπ΄ αρ. 27/2012 στη βάση των ανάλογων ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς το κόστος κάθε υπηρεσίας και άρα το αναλογούν κέρδος.  Με δεδομένο, όμως, ότι η εφεσείουσα περιόρισε τις αξιώσεις της δυνάμει της δήλωσης του Χ. Μανέντζου  στο δικογραφημένο ποσό των €58.468,34 ως προς την πρώτη συμφωνία και στις €71.253,40 ως προς τη δεύτερη συμφωνία (σχετική είναι η παρ. 4.3.2 της γραπτής της αγόρευσης), εκδίδεται απόφαση για €58.468,34 ως προς την πρώτη και €71.253,40 για τη δεύτερη συμφωνία με νόμιμο τόκο επί κάθε ποσού από την έγερση της αγωγής.

 

        Η έφεση υπ΄ αρ. 28/12 που αφορά μόνο την εκδοθείσα επί της ανταπαιτήσεως απόφαση στην αγωγή  υπ΄ αρ. 874/06 απορρίπτεται.

 

        Τα έξοδα επί της έφεσης αρ. 27/2012 επιδικάζονται πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην ανάλογη κλίμακα, λαμβανομένου βεβαίως υπόψη των ήδη επιδικασθέντων προς όφελος της εφεσείουσας εξόδων.

 

        Ενόψει της συνεκδίκασης στην ουσία της έφεσης υπ΄ αρ. 28/2012, δεν εκδίδεται επ΄ αυτής οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο