ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D43
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 2/2018)
25 Ιανουαρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ (Ν. 33/1964, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ)
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALTIUS INSURANCE LTD ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΠΙΟ ΚΑΤΩ Η «ΑΙΤΗΤΡΙΑ»), ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 28/2011, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 28/2011
ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Η ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΟΥ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΦΕΣΩΝ, ΚΥΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΤΙΣ 9/1/2018 ΠΡΟΕΒΗ ΣΕ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΦΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 28/2011
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ή ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΟΥ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΦΕΣΕΩΝ, ΚΥΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΤΙΣ 9/1/2018 ΠΡΟΕΒΗ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΣΕ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Ή ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΧΘΕΙΣΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/12/2017 ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 28/2011
----------------------------------------
Ν. Τσαρδελλής με Α. Γλυκύ και Χρ. Τριανταφυλλίδη, για την Αιτήτρια.
-----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 20.12.2017 εκδόθηκε η κατά πλειοψηφία απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση αρ. 28/2011, με την οποία ανετράπη η πρωτόδικη κρίση με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης-αιτήτριας στην παρούσα αίτηση, για το ποσό του €1.823.767,= με έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση υπέρ της εφεσείουσας.
Στη συνέχεια, η αρμόδια Πρωτοκολλητής συνέταξε το διάταγμα στις 21.12.2017 με το λεκτικό το οποίο το Εφετείο χρησιμοποίησε στις καταληκτικές του παραγράφους. Ακολούθησε επιστολή εκ μέρους του συνηγόρου της εφεσείουσας εταιρείας ημερ. 4.1.2018 προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία ζητούσε την σύνταξη του διατάγματος κατ΄ εφαρμογή των σχετικών προνοιών του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, ούτως ώστε η εκδοθείσα απόφαση υπέρ της εφεσείουσας να φέρει τον ανάλογο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Τονίσθηκε στην εν λόγω επιστολή το επείγον του θέματος, δεδομένου ότι υπήρχαν υπόνοιες για άμεση αποξένωση περιουσίας από πλευράς της εφεσίβλητης εταιρείας και, επομένως, θα έπρεπε να ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Νόμου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση. Η αρμόδια Πρωτοκολλητής στη συνέχεια επανασύνταξε το διάταγμα στις 9.1.2018, ούτως ώστε το επιδικασθέν ποσό να φέρει τόκο προς 8% από 6.5.2004 μέχρι 14.10.2008, τόκο προς 5.5% από 15.10.2008 μέχρι 31.12.2014, τόκο προς 4% από 1.1.2015 μέχρι 31.12.2016 και 3.5% από 1.1.2017 μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω επανασύνταξης καταχωρήθηκε η υπό κρίση μονομερής αίτηση της εφεσίβλητης εταιρείας με την οποία επιδιώκεται η χορήγηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως προς ακύρωση της ενέργειας της Πρωτοκολλητού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τμήμα Πολιτικών Εφέσεων, διά της εκδόσεως προνομιακού εντάλματος Certiorari. Ζητείται ταυτόχρονα και διάταγμα αναστολής της ισχύος και/ή εφαρμογής της ανασυνταχθείσας απόφασης, καθώς και αναστολή όλων των διαβημάτων ή διαδικασιών που αποτελούν συνέχεια ή προϊόν της απόφασης.
Τόσο στην έκθεση γεγονότων, όσο και στη συνοδευτική ένορκη δήλωση, αφού καταγράφονται τα ως άνω γεγονότα, θεωρείται ότι η αρμοδία Πρωτοκολλητής προέβηκε σε τροποποίηση του περιεχομένου της αρχικά συνταχθείσας απόφασης χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη γραπτή αίτηση της εφεσείουσας εταιρείας και χωρίς σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου. Κατά την αιτήτρια εταιρεία, υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης διότι η αρμοδία Πρωτοκολλητής ενήργησε μονομερώς χωρίς να ειδοποιήσει ή να πληροφορήσει την αιτήτρια εταιρεία ότι επί τη βάσει της επιστολής του δικηγόρου της εφεσείουσας ζητείτο η ένθεση τόκων στο ήδη συνταγμένο κείμενο. Περαιτέρω, η αρμοδία Πρωτοκολλητής ενήργησε κατά παράβαση των αρμοδιοτήτων της δεδομένου ότι σύμφωνα με τη Δ.34 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το Πρωτοκολλητείο με την έκδοση απόφασης καταχωρεί στο αρχείο το ακριβές λεκτικό της κατάληξης της απόφασης και παραδίδει στους διαδίκους συνταγμένη απόφαση στην οποία αναφέρεται το αποτέλεσμα της, το οποίο και θα πρέπει να συνάδει με την αρχειακή καταχώρηση. Δεν επιτρέπεται μετά τη σύνταξη και παράδοση του συνταγμένου κειμένου οποιαδήποτε τροποποίηση ή διαφοροποίηση, εκτός και εάν το επιληφθέν της αποφάσεως Δικαστήριο εκδώσει σχετικό διάταγμα μετά από αίτηση ενδιαφερομένου μέρους σύμφωνα με τη Δ.25 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η Πρωτοκολλητής όφειλε να πληροφορήσει την εφεσείουσα και/ή τους δικηγόρους της ότι εφόσον η απόφαση είχε ήδη καταχωρηθεί στο αρχείο των αποφάσεων και συντάχθηκε και παραδόθηκε και στους δικηγόρους της αιτήτριας, θα έπρεπε να καταχωρηθεί δικαστικό διάβημα για τροποποίηση της απόφασης ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε επανασύνταξη.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας προώθησαν τις πιο πάνω θέσεις κατά την αγόρευση τους ενώπιον του Δικαστηρίου και παρέπεμψαν σε σχετική νομολογία στο ότι η ενέργεια της Πρωτοκολλητού αποτελούσε και αποτελεί οιωνεί δικαστική πράξη για την οποία χωρεί προνομιακό ένταλμα.
Αρχίζοντας από το τελευταίο ζήτημα, είναι γεγονός ότι, κατά τη νομολογία, οι ενέργειες του αρμοδίου Πρωτοκολλητή αποτελούν οιωνεί δικαστικές πράξεις ώστε να έλκουν την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προς τούτο συνηγορούν οι αποφάσεις Στέφανη και Ολυμπία Αττεσλή (2009) 1 Α.Α.Δ. 791, Ρίτσα Παναγίδου (2006) 1 Α.Α.Δ. 165, Νίκου Ευαγγέλου Αργυρού (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 457 και πιο πρόσφατα, η Αίτηση των Γιώργου Ιωακείμ και Ίκαρου Ιωακείμ, Πολ. Αίτ. Αρ. 61/2015, ημερ. 13.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:D338.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά ως προς το ζήτημα της χορήγησης άδειας για την καταχώρηση προνομιακού εντάλματος διότι είναι ευρέως παγιωμένο ότι τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ΄ εξαίρεση και μόνο, αντλώντας την υπόσταση τους από το κατάλοιπο εξουσίας προς έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων. Η άδεια χορηγείται όταν από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη διαδικασία λήψης της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Ακόμη και εάν υπάρχει όμως εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν χορηγείται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και εάν καταδεικνύονται εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα, (δέστε Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464, Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Helenger Trading Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1965, κ.ά.).
Δεν διαπιστώνεται ούτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ούτε και οποιαδήποτε υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή, ακόμη, και παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης. Το ζήτημα των τόκων επί αποφάσεως ρυθμίζεται από το άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, το οποίο ρητά προνοεί ότι κάθε απόφαση, περιλαμβανομένου και του μέρους που αφορά τα δικηγορικά έξοδα, θα φέρει τόκο, «εκτός αν άλλη πρόβλεψις εγένετο εν τη αποφάσει δυνάμει του εδαφίου (1)». Το εδάφιο (1), προνοεί ότι το Δικαστήριο σε κάθε διαδικασία για την είσπραξη οποιουδήποτε χρέους θα επιδικάζει τόκο συμφώνως προς το επιτόκιο που προβλέπεται από το Νόμο για την περίοδο που άρχεται από την ημέρα που τέτοιος τόκος κατέστη απαιτητός, μέχρι τελικής αποπληρωμής.
Η μη πρόβλεψη, επομένως, από το Εφετείο στην απόφαση του ως προς τον τόκο, κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο, σήμαινε ότι η απόφαση έφερε τον προνοούμενο εκ του Νόμου τόκο, ανάλογα με την περίοδο, και η αρμόδια Πρωτοκολλητής όφειλε να συνέτασσε την απόφαση κατά τρόπο που να εμφαίνετο καθαρά επί του πρώτου συνταγμένου κειμένου ότι η απόφαση έφερε τον ανάλογο τόκο. Όπως έχει αποφασιστεί στις υποθέσεις Παναγιώτης Μουστάκας ν. Νεκτάρια Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 173 και Παύλου ν. Α/φοί Λανίτη Δημόσια Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 532, ο τόκος ακολουθεί αυτομάτως επί αποφάσεως και τίθεται στο συνταγμένο κείμενο από το Πρωτοκολλητείο («drawn up judgment»), κατά νομοθετική επιταγή.
Έπεται ότι η αρμοδία Πρωτοκολλητής δεν υπερέβη εξουσία με το να επανασυντάξει το κείμενο της απόφασης κατά τον προβλεπόμενο νομοθετικά τρόπο. Εάν το έναυσμα γι΄αυτή την επανασύνταξη ήταν η επιστολή των δικηγόρων της εφεσείουσας με την οποία εγειρόταν το ζήτημα, αυτό δεν σήμαινε ότι η Πρωτοκολλητής υπερέβη εξουσία. Αντίθετα τέθηκε σε εγρήγορση ώστε το συνταχθέν διάταγμα να απέδιδε τη νομοθετική βούληση, αλλά και τη Δικαστική, εφόσον το Εφετείο δεν έκρινε αναγκαίο να αναφέρει οτιδήποτε το διαφορετικό. Δεν χρειαζόταν συνεπώς προς τούτο να ειδοποιήσει οποιονδήποτε άλλο, εφόσον η ενέργεια της δεν παρέπεμπε σε τροποποίηση του αρχικώς συνταχθέντος διατάγματος, όπως με όλη την εκτίμηση λανθασμένα εισηγούνται οι συνήγοροι της αιτήτριας εταιρείας, με δεδομένο ότι το αρχικά συνταχθέν διάταγμα θα έπρεπε να ήταν εξ αρχής σύμφωνο με τη νομοθετική επιταγή. Η αβλεψία ή παράλειψη της αρμόδιας Πρωτοκολλητού να συντάξει κατά την πρόνοια της νομοθεσίας το διάταγμα δεν την αυτοδεσμεύει, ούτε και την αυτοεγκλωβίζει κατά τρόπο που να μην δύναται εκ των υστέρων να ασκήσει την εξουσία της ή την ευχέρεια της ώστε να ενεργήσει δεόντως κατά τα προβλεπόμενα εκ του Νόμου.
Το επιχείρημα που εδράζεται στις πρόνοιες της Δ.34 θ.1, δεν βοηθά την αιτήτρια διότι η πρόνοια αυτή αποτελεί την μεταγενέστερη της απόφασης ρύθμιση των Θεσμών, ούτως ώστε να καταχωρείται η απόφαση στο αρμόδιο βιβλίο κατά τρόπο που κατά την πρόνοια του θ.3, να παρουσιάζει τον πλήρη τίτλο της αγωγής, τα διάδικα μέρη, την τυχόν αντιπροσώπευση τους από δικηγόρο και να αναφέρει σε συντομία την απόφαση του Δικαστηρίου και ακόμη, αν το Δικαστήριο το θεωρήσει αναγκαίο, και τους λόγους της απόφασης. Νοείται, βεβαίως, ότι η αρχειακή καταχώρηση πρέπει να συνάδει με την απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν εξυπακούει ότι η καταχώρηση στο αρχείο δεν θα πρέπει να είναι σύμφωνα με το λεκτικό της απόφασης, αφενός, και, την οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση που επηρεάζει την απόφαση, αφετέρου. Εάν η αρμοδία Πρωτοκολλητής δεν συνέτασσε την απόφαση ακολουθώντας τις πρόνοιες του άρθρου 33(2) του Νόμου αρ. 14/60, θα παραβίαζε ρητές νομοθετικές πρόνοιες και τότε ήταν που θα ενεργούσε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας.
Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη Δ.34 που να βοηθά την αιτήτρια με οποιοδήποτε τρόπο. Τα όσα αναφέρονται στο White Book 1958 στα αντίστοιχα σχόλια του O.41 r.1, περί «perfect order», δεν επηρεάζουν εδώ το ζήτημα. Δεν έχει εκδοθεί η εφετειακή απόφαση κατά τρόπο που να χρήζει διόρθωσης, ώστε το ίδιο το Δικαστήριο να τροποποιήσει το πρακτικό του για να συνάδει με το διατακτικό του μέρος, ως αυτό απαγγέλθηκε, ούτε και τίθεται στην ουσία θέμα τροποποίησης του συνταχθέντος Διατάγματος ώστε να συνάδει με τη διαταγή του Δικαστηρίου. Δεν εντοπίζεται στην απόφαση «clerical mistake» κατά τη Δ.25 θ.6, το αντίστοιχο O.28 r.1 των Αγγλικών Θεσμών το οποίο αναφέρεται στα σχόλια του O.41 r.1, το οποίο να πρέπει να τροποποιηθεί με αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.
Η υπόθεση Union V-Tex Shirt Factory Ltd v. Union B-Tex Realty Ltd HKCA 4, (1983) 2 HKC 25, του Εφετείου του Hong Kong, όχι μόνο δεν είναι βοηθητική προς την αιτήτρια, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνει τη σκέψη του Δικαστηρίου. Η υπόθεση αφορούσε εν πάση περιπτώσει πολύ διαφορετικά γεγονότα. Το Εφετείο εκεί είχε δεχθεί την έφεση από απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου να μην απορρίψει αγωγές για έλλειψη προώθησης τους, αναφέροντας ότι οι λόγοι θα δίδονταν αργότερα. Το θέμα των εξόδων δεν αποφασίστηκε εκείνη την ημέρα, αλλά αφέθηκε να συζητηθεί και αποφασιστεί μετά την καταγραφή και έκδοση των λόγων αποδοχής της έφεσης. Συμφωνήθηκε μετέπειτα μεταξύ των συνηγόρων ότι τα έξοδα θα ακολουθούσαν το αποτέλεσμα και το Εφετείο θα καλείτο να διατάξει αναλόγως. Ο Πρωτοκολλητής ενέκρινε και εξέδωσε συνταγμένο Διάταγμα ότι επιτρεπόταν η έφεση και ο εφεσίβλητος θα πληρώσει τα έξοδα. Όμως τέτοια διαταγή εξόδων δεν είχε ακόμη εκδοθεί.
Επί αιτήσεως να επανανοίξει η έφεση, (που δεν είναι βεβαίως εδώ η περίπτωση), κρίθηκε ομόφωνα από το Εφετείο, ότι το συνταχθέν Διάταγμα ήταν κάτι λιγότερο από «perfect», διότι περιείχε το διάταγμα επί των εξόδων που δεν είχε ακόμη διαταχθεί από το Δικαστήριο. Θεωρήθηκε ότι το Διάταγμα περιείχε λάθος που θα μπορούσε να διορθωθεί, έστω και αν το κείμενο, κατά την πρακτική, θεωρείτο ως «perfected», από τη στιγμή που συντάχθηκε, υπογράφηκε, σφραγίστηκε και αρχειοθετήθηκε.
Υπήρξε όμως ανθρώπινο λάθος κατά τη σύνταξη, με αποτέλεσμα το Εφετείο να πει ότι:
«Thus a perfected order may be something less than perfect.»
Το μέρος που αφορούσε λοιπόν τα έξοδα ήταν λανθασμένο και μπορούσε να διορθωθεί, ενώ το υπόλοιπο ήταν «perfected».
Αν δείχνει κάτι η πιο πάνω απόφαση, είναι ότι τα ανθρώπινα λάθη κατά τη σύνταξη Διατάγματος, διορθώνονται. Κατά τα άλλα, η υπόθεση δεν σχετίζεται με τα παρόντα γεγονότα. Η Πρωτοκολλητής αντιληφθείσα προφανώς τη μη πληρότητα του αρχικώς συνταχθέντος διατάγματος, (το οποίο περιείχε και έτερο λάθος στο ότι περιλαμβανόταν σ΄ αυτό και η Έντιμη Σταματίου, Δ., που είχε διαφωνήσει με την απόφαση), το επανασύνταξε κατά τη νομοθετική πρόνοια.
Ούτε και η υπόθεση Nicholas v. Cyprus Application No. 63246/10, ημερ. 9.1.2018, έχει οποιαδήποτε σχέση με την παρούσα περίπτωση, όπως βεβαίως ρητά αναγνώρισε ευθύς εξαρχής ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο οποίος και τη μνημόνευσε μόνο ως προς το θέμα της τελεσιδικίας. Το τελεσίδικο της διαφοράς στην υπό κρίση υπόθεση έγκειται στην έκδοση της εφετειακής απόφασης. Τα επόμενα βήματα όπως η σύνταξη του διατάγματος, η αρχειοθέτηση του κλπ, είναι βεβαίως διαδικαστικής και μηχανιστικής φύσεως και εάν στη διαδικασία παρεισφρύσει λάθος, αυτό υπόκειται στην ανάλογη διόρθωση.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ