ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παναγιώτου Άντρη (Αρ. 2) (2002) 1 ΑΑΔ 1957
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 782
Γεωργαλλίδης Γιάννος (2003) 1 ΑΑΔ 302
Παναγιώτου Στέλλα Λουκαΐδου (2003) 1 ΑΑΔ 1114
Μηλιώτης Κυριάκος (2006) 1 ΑΑΔ 12
Κ.C. Saveriades & Co. (Κυρ. Κ. Σαβεριάδης & Σία) και Άλλη (2010) 1 ΑΑΔ 1401
Jawer Cyprus Ltd και Άλλοι (2011) 1 ΑΑΔ 2067
Κυπριανού Μάρθα (2013) 1 ΑΑΔ 17
Μακρίδης Έκτορας (2014) 1 ΑΑΔ 756, ECLI:CY:AD:2014:A238
Edrinotio Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 1461, ECLI:CY:AD:2015:D477
Moran James Steven ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 926, ECLI:CY:AD:2016:A185
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/2015, 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216
Συμιλλίδης Aναστάσιος ν. Aστυνομίας (Aρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160
EIΡΗΝΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.59/2016, 23/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:D107
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 23(I)/2001 - Ο περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμος του 2001
Ν. 66(I)/1997 - Ο περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος του 1997
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A48
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 153/2016)
30 Ιανουαρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27-29 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 9 ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ, Ν. 23(Ι)/2001 ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2000, Ν. 2(ΙΙΙ)/2000
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ 1. PETER KRAEMER HOLDINGS LIMITED, 2. MARINE SERVICE SHIPPING (GIBRALTAR) LIMITED KAI 3. CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ
Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/02/16 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ
ΜΕ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED, ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΜΑΡΑ ΑΡ. 2, 4001,
ΜΕΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
-----------------------------------------
Α. Χαραλάμπους, για Chrysses Demetriades & Co LLC,
για τους Εφεσείοντες.
----------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνούν οι Παρπαρίνος, Δ. και Λιάτσος, Δ. θα δοθεί από εμένα. Απόφαση μειοψηφίας θα δοθεί από την Μιχαηλίδου, Δ. με την οποία συμφωνεί και η Σταματίου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αρμοδία Αρχή της Γερμανίας ζήτησε με έγγραφο αίτημα της, δικαστική συνδρομή σε σχέση με διερευνόμενη υπόθεση φοροδιαφυγής από συγκεκριμένη εταιρεία. Η υπό διερεύνηση εταιρεία είναι μεταξύ των εφεσειόντων και συγκεκριμένα η εφεσείουσα 3, η οποία έχει την έδρα της στη Λεμεσό.
Στη βάση του άρθρου 9 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου αρ. 23(Ι)/2001, η Γερμανική Αρχή αποτάθηκε προς την αντίστοιχη Κυπριακή με στόχο την υποβολή σχετικού αιτήματος έκδοσης εντάλματος έρευνας, το οποίο όντως ζητήθηκε και εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στη βάση των άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, υποστηριζόμενη η σχετική αίτηση από ένορκη δήλωση του αρχιαστυφύλακα Οντέτση, ημερ. 10.2.2016. Σκοπός του εντάλματος ήταν η διενέργεια έρευνας σχετικά με υπό διερεύνηση στη Γερμανία υπόθεση φοροδιαφυγής. Το ένταλμα εκτελέστηκε στις 23.2.2016 με την παραλαβή 26 κιβωτίων με έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο για την περαιτέρω μεταχείριση τους, σύμφωνα με το Νόμο.
Πρωτοδίκως υποβλήθηκε μονομερής αίτηση για τη λήψη άδειας για καταχώρηση αιτήσεως διά κλήσεως με σκοπό την έκδοση εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση του εντάλματος έρευνας για τρεις ουσιαστικούς λόγους. Προβλήθηκε ότι υπήρχε πασίδηλο νομικό σφάλμα στο πρακτικό του Δικαστηρίου και υπέρβαση εξουσίας λόγω του ότι ενώ το αίτημα της Γερμανικής Αρχής για δικαστική συνδρομή παρελήφθη από την αρμοδία Αρχή της Δημοκρατίας στις 27.5.2015, εν τούτοις το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε οκτώ και πλέον μήνες μετέπειτα στις 10.2.2016. Περαιτέρω, ενώ το αίτημα από τη Γερμανική Αρχή είχε υποστηλωθεί με δικαστικό διάταγμα Δικαστηρίου της Γερμανίας, εν τούτοις σύμφωνα με το δίκαιο της Γερμανίας, το εν λόγω διάταγμα ήταν διάρκειας έξι μηνών, με συνέπεια να είχε παύσει να βρίσκεται σε ισχύ πριν ακόμη την έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας, γεγονός που ο ενόρκως δηλών Οντέτση παρέλειψε να αποκαλύψει στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Ο άλλος λόγος που προωθήθηκε ήταν ότι το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε από τον Επαρχιακό Δικαστή, η ώρα 11.00 π.μ., την ίδια ακριβώς ώρα που έγινε και η ένορκη δήλωση του αρχιαστυφύλακα με αποτέλεσμα να μην είχε προηγηθεί κατά οποιοδήποτε τρόπο προσεκτική ανάγνωση των εγγράφων που συνόδευαν το αίτημα για ένταλμα, γεγονός που αντανακλά στη διαπίστωση της ευλόγου αιτίας από τον Δικαστή που το εξέδωσε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για την παροχή άδειας, θεωρώντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε στο πλαίσιο των εξουσιών του όπως αυτές οριοθετούνται από τα άρθρα 27 και 28 του Κεφ. 155 και, επομένως, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί ούτε εκ πρώτης όψεως υπέρβαση εξουσίας ή εμφανές νομικό σφάλμα στο πρακτικό. Η εμφάνιση της ίδιας ώρας στην αίτηση για έκδοση του εντάλματος έρευνας και στο ίδιο το ένταλμα, δεν μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως εντασσόμενη στο πλαίσιο προδήλου νομικού σφάλματος, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει ότι δεν θα μπορούσε εξ αυτού του λόγου να τεθεί υπό αμφισβήτηση η συγκεκριμένη δήλωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι ικανοποιήθηκε εύλογα δυνάμει του Νόμου ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος έρευνας, εξ ου και υπέγραψε την έκδοση του.
Ως προς το ζήτημα της παρόδου του χρόνου μεταξύ της αναζήτησης από τη Γερμανική Αρχή της συνδρομής και της έκδοσης του εντάλματος έρευνας αφενός και της εκπνοής του διατάγματος του Γερμανικού Δικαστηρίου πριν την υλοποίηση του αιτήματος αφετέρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποτελούσαν οι πτυχές αυτές λόγο που θα εμπόδιζαν την αρμοδία αρχή της Δημοκρατίας να προχωρήσει με την υποχρέωση της να ικανοποιήσει το αίτημα δικαστικής συνδρομής. Οι πτυχές αυτές θεωρήθηκαν «μάλλον, σχετικές με τις διαδικασίες του αρμοδίου Δικαστηρίου της Γερμανίας που θα ασχοληθεί με την υπό διερεύνηση υπόθεση στη χώρα εκείνη, και, εκεί, θα πρέπει να προβληθούν.»
Η υπό κρίση έφεση επιδιώκει την ανατροπή του πρωτόδικου σκεπτικού με το οποίο απερρίφθη η αίτηση για χορήγηση άδειας. Τέσσερεις είναι οι λόγοι που υποστήριξαν την έφεση. Θεωρεί η εφεσείουσα εταιρεία και οι λοιποί εφεσείοντες, επίσης επηρεαζόμενοι από την έκδοση του εντάλματος, ότι υπήρξε απόκρυψη του γεγονότος ότι το Γερμανικό ένταλμα είχε περιορισμένη ισχύ με αποτέλεσμα κακώς το Επαρχιακό Δικαστήριο να είχε εκδώσει ένταλμα έρευνας, μη γνωρίζοντας τα ουσιώδη γεγονότα. Ο αστυφύλακας, παρά τη λεπτομέρεια του αιτήματος του, παρέβη να αποκαλύψει την ίδια τη Δικαστική Γερμανική εντολή και την ημερομηνία έκδοσης της στις 8.5.2015, αλλά ούτε και το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα μεταξύ 27.5.2015, όταν το αίτημα των Γερμανικών Αρχών παρελήφθη στη Δημοκρατία, μέχρι τις 10.2.2016 όταν έγινε το αίτημα για έκδοση του εντάλματος έρευνας, η εν λόγω Γερμανική εντολή ή διάταγμα είχε ήδη εκπνεύσει, από 8.11.2015. Αυτός ο λόγος συνδέεται και με το ζήτημα της καθυστέρησης στην υποβολή του αιτήματος ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση που αποτελεί και το δεύτερο λόγο έφεσης.
Οι υπόλοιποι λόγοι αφορούν το ζήτημα της ικανοποίησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την απαίτηση της νομολογίας όταν οι χρονικές ενδείξεις παρέπεμπαν σε ταυτόχρονη στην ουσία διαδικασία. Κατά τους εφεσείοντες πάντοτε, το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο από το ότι ο εκδώσας το ένταλμα Δικαστής, δεν ήταν λογικό να είχε στο ίδιο χρόνο αναγνώσει, κατανοήσει και ικανοποιηθεί για το εύλογο του αιτήματος που δεν ήταν ένα απλό και σύνηθες αίτημα σε μια συνηθισμένη ποινική υπόθεση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε και προφορικά τους πιο πάνω λόγους με αναφορά σε σχετική νομολογία, αλλά και με το γραπτό περίγραμμα αγόρευσης που κατέθεσε.
Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή το όλο ζήτημα, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά ή να συζητηθεί το θέμα σε λεπτομέρεια και αχρείαστο σ΄ αυτό το στάδιο βάθος, για να μην προκαταληφθεί η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Κρίνεται ότι υπάρχει βάσιμος λόγος αποδοχής της έφεσης επί τω ότι διαπιστώνεται σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι το θέμα της στο μεταξύ εκπνοής του Γερμανικού εντάλματος θα μπορούσε να απασχολήσει «μάλλον» τα Γερμανικά Δικαστήρια κατά την ενώπιον τους περαιτέρω διαδικασία. Η λήξη ή ενδεχόμενη λήξη του Γερμανικού εντάλματος ή Διατάγματος, αφορούσε ευθέως τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να ενεργήσει κατά διακριτική, και, βεβαίως, Δικαστική ευχέρεια και κρίση.
Γίνεται αναφορά πιο πάνω σε ενδεχόμενη λήξη της ισχύος του Γερμανικού εντάλματος διότι εκείνο το οποίο είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μια γνωμάτευση Γερμανού δικηγόρου επί του θέματος ότι τα εντάλματα που εκδίδονται στη χώρα του, έχουν περιορισμένη διάρκεια ισχύος έξι μηνών. Ίσως να υπάρχει, βάσιμα ή όχι δεν είναι το ζητούμενο τώρα, και αντίθετη θέση. Όμως από τη στιγμή που το εκδικάσαν πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε γνώση της γνωμάτευσης αυτής, γεγονός που άλλωστε το μνημονεύει στην υπό κρίση απόφαση, δεν έπρεπε και να το αγνοήσει. Αν το δεδομένο αυτό τίθετο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, τότε αναμφίβολα το εκεί Δικαστήριο θα ασκούσε ανάλογα την Δικαστική του κρίση αναλογιζόμενο και για τη δικαιοδοσία του να ενεργήσει επί μη υφισταμένου πλέον εντάλματος, στη βάση του οποίου ζητήθηκε η Γερμανική συνδρομή.
Το ένταλμα Certiorari δεν εκδίδεται για ακύρωση λάθους επί γεγονότος εκτός και αν το συγκεκριμένο γεγονός έγκειται ή αγγίζει τη ρίζα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, (Halsbury's Laws of Enland, 4η έκδ., σελ. 106-107, παρ. 84), όπου αναφέρεται ότι:
«Certiorari will not issue to quash a decision for error of fact unless the error goes to jurisdiction; but, if a tribunal sets out in its order the evidence adduced before it and the conclusions drawn from the evidence, the court may quash the decision for patent error of law if there is no evidence proper to be considered in support of a material point, or if the order discloses on its face that the tribunal has perpetrated an error of law in the process of drawing inferences or conclusions from the facts as found.»
Στο White Book 2006, Τόμος 1, σελ. 1629, παρ. 54.1.8, αναφέρονται τα εξής:
«In general, decisions on matter of fact are for the public body decision-maker. The courts may, however, review a decision where the public body has made an error of jurisdictional fact, i.e. an error as to the existence of some precedent fact which must exist before the public body acquires the power to act (R. v. Secretary of State, ex p. Khawaja (1984) A.C. 74). The courts have also begun to consider whether judicial review should allow generally because of some mistake of fact (see R. v. Criminal Injuries Compensation Board, ex p. A (1999) 2 A.C. 330 and E. v. Secretary of State for the Home Department (2004) EWCA Civ 49; (2004) Q.B. 1044).»
Στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 119-120, αναφέρεται ότι εσφαλμένη εφαρμογή νόμου στα γεγονότα αποτελεί πλάνη, ενώ στη σε. 117, αναφέρεται ότι το προνομιακό ένταλμα Certiorari είναι η κατάλληλη θεραπεία όταν αμφισβητείται η δικαιοδοσία κατώτερου Δικαστηρίου.
Κατά την εξέταση της νομιμότητας της ενέργειας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς την έκδοση εντάλματος έρευνας, που περικλείει και το στάδιο της αναθεώρησης του με Certiorari, στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να αγνοηθεί ένα αντικειμενικό γεγονός το οποίο προϋπήρχε της έκδοσης, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα. Αν αυτό το γεγονός πιστοποιηθεί, τότε το Επαρχιακό Δικαστήριο ενδεχομένως να υπέπεσε σε σφάλμα νόμου, ενεργώντας επί εσφαλμένων γεγονότων.
Συνεπώς, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στο να αρνηθεί την άδεια. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας το οποίο στα ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης περικλείει και το θέμα της καθυστέρησης και της μη αποκάλυψης, αφορά πρωτίστως το εκδώσαν το ένταλμα Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Γερμανικό Δικαστήριο το οποίο θα κληθεί εκ των υστέρων να ενεργήσει επί Δικαστικής απόφασης άλλης χώρας, της Δημοκρατίας της Κύπρου εν προκειμένω, θεωρώντας την βεβαίως εκ προοιμίου νομότυπη και ορθή. Αν πιστοποιείται πρόβλημα δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αυτό το πρόβλημα δεν πρέπει να αφεθεί να μεταφερθεί ενώπιον των Γερμανικών Δικαστηρίων. Το ζήτημα, επομένως, πρέπει να εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως προς το λόγο έφεσης που σχετίζεται με το ταυτόχρονο της παρουσίασης του όρκου και της έκδοσης του εντάλματος, αυτός κρίνεται αβάσιμος στα όλα δεδομένα της υπόθεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Χορηγείται άδεια προς καταχώρηση αιτήσεως διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Η αίτηση να καταχωρηθεί εντός 21 ημερών από σήμερα και να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα περαιτέρω.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
Λ. Παρπαρίνος,
Δ.
Α.Ρ. Λιάτσος,
Δ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 153/16]
30 Ιανουαρίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27-29 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ, Ν. 23(Ι)/2001 ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΥΡΩΤΙΚΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2000, Ν. 2 (ΙΙΙ)/2000
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ 1. PETER KRAEMER HOLDINGS LIMITED, 2. MARINE SERVICE SHIPPING (GIBRALTAR) LIMITED KΑΙ 3. CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ Ε. Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/2/16 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED, ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΜΑΡΑ ΑΡ. 2, 4001, ΜΕΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ, ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
-----
Ανδρέας Χαραλάμπους, για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους εφεσείοντες.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
[ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ]
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Έχουμε μελετήσει με προσοχή την απόφαση της πλειοψηφίας και για τους λόγους που αναλύονται κατωτέρω καταλήγουμε σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Ο πρώτος λόγος, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του βασίζεται στην ένορκη δήλωση του Α/Αστυφ. Οντέτση και αφορά την καθυστέρηση που επεδείχθη μεταξύ της υποβολής του αιτήματος της Γερμανικής Αρχής για δικαστική συνδρομή από την αντίστοιχη Κυπριακή (27.5.2015) και της καταχώρισης της αίτησης για έκδοση εντάλματος έρευνας (10.2.2016), είχαν παρέλθει οκτώ και πλέον μήνες, χωρίς να δίνεται οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση, η οποία, κατά την εφεσείουσα, θεωρείται επιλήψιμη και ενώ η δικαστική εντολή του Δικαστηρίου της Γερμανίας, στη βάση της οποίας ζητήθηκε το ένταλμα έρευνας, εξέπνευσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, κατά την εφεσείουσα, να αξιολογήσει δεόντως το θέμα της απόκρυψης των εν λόγω γεγονότων που σε συνδυασμό με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση για υποβολή του αιτήματος συνιστούσε σοβαρή πλημμέλεια. Λανθασμένη ως εκ τούτου η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν γνωστή στον Α/Αστυφ. Οντέτση η λήξη του διατάγματος του Γερμανικού Δικαστηρίου ώστε να κατηγοριοποιηθεί η παράλειψη ως επιλήψιμη.
Τα ανωτέρω υποστηρίχθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με επισύναψη σχετικού εγγράφου που συνόδευε την αίτηση, που καταμαρτυρούσε, κατά την εφεσείουσα, ότι σύμφωνα με το Γερμανικό δίκαιο η διάρκεια του διατάγματος Δικαστηρίου της Γερμανίας ήταν έξι μήνες και κατά συνέπεια, αυτό έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ πριν την έκδοση του επιδίκου εντάλματος έρευνας. Εξ ου και η καθυστέρηση αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τα ανωτέρω επισημαίνοντας και το πλέον, κατά την κρίση μας, σημαντικό: η μαρτυρία σε σχέση με το δίκαιο της Γερμανίας δεν τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε και προέκυπτε από την ένορκη δήλωση το γεγονός της λήξης της ισχύος του εν λόγω διατάγματος, που φαίνεται ότι δεν ήταν γνωστό στον ενόρκως δηλούντα, ώστε να μπορεί να στοιχειοθετεί ότι εν γνώσει του το απέκρυψε από το Δικαστήριο.
Η εφεσείουσα θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να διερευνήσει κατά πόσο το θέμα της μη αποκάλυψης της λήξης του διατάγματος θα μπορούσε να γίνει γνωστό στον Α/Αστυφ. μετά από εύλογη έρευνα, με αφετηρία, απ΄ ότι αντιλαμβανόμαστε, την επιδειχθείσα καθυστέρηση (1ος λόγος έφεσης).
O δεύτερος λόγος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος, θεωρούμε, με τον πρώτο, αν όχι εν ταυτίσει, και πλήττει το εσφαλμένο της απόφασης του Δικαστηρίου και την κατάληξη του ότι η καθυστέρηση αφ΄ εαυτής δεν εμπόδιζε την αρμόδια αρχή της Κύπρου να προχωρήσει σε υλοποίηση της υποχρεώσεως της προς ικανοποίηση του αιτήματος, παραλείποντας κατ΄ ουσία να εφαρμόσει τις νομικές αρχές και τη νομολογία που διέπει το ζήτημα της ειλικρινούς αποκάλυψης και απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων
σε μονομερείς αιτήσεις.
Η έκδοση εντάλματος έρευνας συνιστά επέμβαση στην ατομική ελευθερία και λαμβάνεται μετά από ώριμη αντίληψη των γεγονότων που συνθέτουν το αίτημα. Ο αιτών την έκδοση του εντάλματος, έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων προς τεκμηρίωση του αιτήματος. Αδιαμφισβήτητα λοιπόν επ΄ αυτού υπάρχει πλήρης ταύτιση με την πλειοψηφία, η λήξη ισχύος του διατάγματος, είναι ζήτημα το οποίο άπτεται ευθέως της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και της εξουσίας του προς έκδοση εντάλματος και ως η υπό κρίση, εντάλματος έρευνας.
Το τι όμως οφείλει ο ενόρκως δήλων να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, στα πλαίσια της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη, εξαρτάται αδιαμφισβήτητα πρωτίστως από το νομικό πλαίσιο που διέπει το αίτημα και προσδιορίζεται από αυτή καθεαυτή τη φύση της υπόθεσης και της αιτούμενης θεραπείας. Σε τελική ανάλυση, το κατά πόσο ένα στοιχείο είναι ουσιαστικής μορφής εμπίπτει στην κρίση του ιδίου του Δικαστηρίου να αποφασίσει και δεν συναρτάται ως τέτοιο από τον καθορισμό του από τον ίδιο τον αιτητή ή το δικηγόρο του. Η ανάγκη όπως οι ανακριτικές αρχές ενεργούν κατά πάντα χρόνο με καλή τη πίστη είναι αδιαμφισβήτητη και υπό αυτή την έννοια θα πρέπει να αντικριστεί και η απάντηση στο ερώτημα.
Δεν ήταν δυνατόν αλλά ούτε και λογικό, θεωρούμε, ο ομνύων Α/Αστυφ. ή όποιος αστυφύλακας να γνωρίζει τη λήξη της ισχύος του Γερμανικού διατάγματος: δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη στα γεγονότα που συνέθεταν το αίτημα της αρμόδιας Γερμανικής Αρχής. Η αίτηση τέθηκε καθηκόντως ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου, τηρουμένων των διατάξεων του σχετικού Νόμου περί συνεργασίας στο δικονομικό τομέα της Κύπρου, μεταξύ άλλων, και με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία, προς το σκοπό καταπολέμησης εγκλημάτων, με αναφορά στο άρθρο 9 του Ν. 23(Ι)/2001 και άρθρα 27 και 28 του ΚΕΦ. 155. Εξ άλλου κανένας από τους συναφείς Νόμους έχει καθορίσει χρονικό περιθώριο εκτέλεσης. Δεν είναι νοητό ή δυνατόν, οι αρμόδιες Κυπριακές Αρχές, Αστυνομία ή Δικαστήριο, να γνωρίζουν τα ισχύοντα στο δίκαιο κάθε χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου ισχύος δικαστικού εντάλματος, εκτός φυσικά αν τεθούν σχετικές λεπτομέρειες ενώπιον του Δικαστηρίου από το αιτούν κράτος.
Σημειώνουμε ως ιδιαιτέρως σημαντικά τα κατωτέρω από το Canadian Criminal Law Notebook, αναφορικά με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης αστυνομικού και της αποδοχής του από το Δικαστήριο, τα οποία αντανακλούν και τις δικές μας σκέψεις:
«Drafting Quality
Given that ITOs are drafted by police officer typically before all the evidence is known or without legal advice, the ITO need not have the level of quality of pleadings. Officer's generally speaking are not held to the same drafting quality as counsel.
An ITO should be written and read in a practical, non-technical, common-sense fashion.
Inquiry by Justice
A justice has no obligation to make inquiry of the affiant into the grounds of his belief.»
Διαφορετική αντίκριση του ζητήματος θα καθιστούσε, θεωρούμε, το Δικαστήριο υπόχρεο να διερευνήσει γεγονότα τα οποία τίθενται ενόρκως ενώπιον του από άλλο δημόσιο όργανο ή αστυνομικό. Τα καθήκοντα εκάστης αρμόδιας αρχής ή εκάστου οργάνου είναι ξεχωριστά και διακριτά και κατ΄ αυτή την έννοια ελέγχονται.
Όπως ήδη έχουμε επισημάνει στην ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 348/15, 9.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A216, η υπόθεση Edrinotio Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 363/12, 3.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D477, διακρίνεται της παρούσης. Αφορούσε ειδική διαδικασία και ειδικό Νόμο που έτασσε συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ο Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν. 188(Ι)/2007 και Ν. 58(Ι)/2010) αλλά και σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις του Ν. 66(Ι)/1997, περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμος. Ειδικότερα λόγω των προϋποθέσεων που τάσσουν τα άρθρα 45 και 46 και ορίζουν ρητώς τα περί προνομιούχων ή μη πληροφοριών. Όπως διαφοροποιείται και η Jawer Cyprus Ltd κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067: στην εν λόγω απόφαση ο όρκος παρουσίαζε θεμελιώδες πλημμέλημα και έπληττε τον πυρήνα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστή: Απουσίαζε προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του σχετικού περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001, Ν. 23(Ι)/2001, για την ανάθεση της υπόθεσης σε Επαρχιακό Δικαστή για παροχή δικαστικής συνδρομής. Πλημμέλειες που δεν συντρέχουν στην υπό εξέταση υπόθεση. Εν όψει του πλαισίου που διέπει την έκδοση του υπό κρίση εντάλματος έρευνας ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ζητήματα λήξης/εκπνοής του διατάγματος του Γερμανικού Δικαστηρίου είναι ζητήματα που θα προκύψουν στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων της Γερμανίας (Μοran (ανωτέρω)).
Με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν στοιχειοθετήθηκε υπέρβαση εξουσίας, ή εκ πρώτης όψεως πασίδηλο νομικό σφάλμα και ότι ο Επαρχιακός Δικαστής ενήργησε στο πλαίσιο των άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, αφού προηγουμένως ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη εύλογης αιτίας.
Επικεντρώνεται η εισήγηση στη θέση ότι η υπό εξέταση υπόθεση στηρίζονταν, κατ΄ ουσίαν, στον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα εταιρεία διέπραξε αδίκημα στη Γερμανία συνεπεία της παράλειψης της να υποβάλει εταιρικούς φόρους και εταιρικές φορολογικές δηλώσεις, με την απλή αναφορά «παρόλο που η εταιρεία είχε κέρδη που είναι φορολογητέα στη Γερμανία» («.although the company for this year had generated substantial profits.and which was liable to tax in Germany.»). Φράση ανεπαρκής, κατά τον δικηγόρο του εφεσείοντος, που δεν ήταν ικανή να αποτελέσει, βάση για εύλογη υποψία ότι η εφεσείουσα ενέχετο στο υπό διερεύνηση αδίκημα ή ότι δραστηριοποιείτο στη Γερμανία. Ειδικά όταν η εφεσείουσα είχε παρουσιάσει τεκμήρια που συνηγορούσαν υπέρ της θέσης ότι δεν είχε δεσμούς με τη Γερμανία. Όπως και δεν αξιολογήθηκε καθόλου από το Δικαστήριο, θεωρεί ο δικηγόρος της εφεσείουσας, το γεγονός πως ενώ το διάταγμα του Δικαστηρίου της Γερμανίας εκδόθηκε εναντίον συγκεκριμένου προσώπου, GENS Burgeneiter, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας από το 2000 μέχρι το 2014, εν τούτοις ο ουσιώδης χρόνος διάπραξης των αδικημάτων ήταν μεταξύ του 2001-2009, δηλαδή σε χρόνο που το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν ήταν διευθυντής. Εν κατακλείδι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει δεόντως τη θέση ότι δεν προέκυπτε εύλογη υποψία που να συνδέει την εφεσείουσα με τα υπό αναφορά αδικήματα που διαπράχθηκαν στη Γερμανία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις ανωτέρω αιτιάσεις κατέληξε ως ακολούθως:
«Η αναφορά είναι στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας, όπου συμπεριλήφθηκαν οι ισχυρισμοί οι οποίοι αναφέρονται στο γραπτό αίτημα της Γερμανικής Αρχής για δικαστική συνδρομή. ΄Ο,τι δε είναι σχετικό από αυτούς και, προφανώς, επέδρασε στη σκέψη του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα είναι οι αναφορές ότι συγκεκριμένα κατονομαζόμενα πρόσωπα, τα οποία διετέλεσαν διευθυντές της αιτήτριας εταιρείας, ή ασχολήθηκαν με τη διαχείριση των δραστηριοτήτων της και, επίσης, σχετίζονταν κατά παρόμοιο τρόπο και με την εταιρεία Chemikalien Seetransport Cyprus Limited, παρέλειψαν, ενώ είχαν υποχρέωση προς τούτο, να υποβάλουν εμπορικούς φόρους, εταιρικές φορολογικές δηλώσεις για την αιτήτρια σε σχέση με τις οικονομικές περιόδους 2001 έως 2007, παρόλο ότι αυτή είχε κέρδη, που ήταν φορολογητέα στη Γερμανία. Ως αποτέλεσμα δε της παράλειψής τους αυτής, δεν εκδόθηκαν, από την αρμόδια φορολογική αρχή της προαναφερθείσας χώρας, για τη συγκεκριμένη περίοδο, φορολογικές αποτιμήσεις για εμπορικούς και εταιρικούς φόρους, που έπρεπε να καταβάλει η αιτήτρια κατά τις προαναφερθείσες φορολογικές περιόδους.
Στα όσα αναφέρονται πιο πάνω, προστίθεται και ο ισχυρισμός ότι, από αλληλογραφία, η οποία είναι διαθέσιμη στις αρχές που διεξάγουν τις ανακρίσεις στη Γερμανία, είναι γνωστό ότι έγγραφα σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση μεταφέρθηκαν από το Γιβραλτάρ, όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα της αιτήτριας, στην Κύπρο. Πιθανολογείται δε ότι τα έγγραφα αυτά ίσως να βρίσκονται στα υποστατικά της Chemikalien Seetransport Cyprus Limited, με δεδομένο ότι οι δύο εταιρείες είχαν, σε διάφορους χρόνους, δύο πρόσωπα κοινούς διευθυντές, εναντίον των οποίων διενεργείται, επίσης, ποινική διερεύνηση στη Γερμανία, σε σχέση με την ίδια υπόθεση φοροδιαφυγής. Είναι στους πιο πάνω ισχυρισμούς, που, προφανώς, βασίστηκε ο Επαρχιακός Δικαστής, έχοντας ικανοποιηθεί περί της ύπαρξης εύλογης αιτίας σε σχέση με το ζητούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κεφ. 155, για να προβεί στην έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας.»
Για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας αυτό που απαιτείται είναι να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και όχι για τη στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος, CPS FREIGHT SERVICES LTD v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 219/14, 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126.
Όπως επισημάνθηκε στην Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160:
«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό, τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»
Επί του προκειμένου, διαφωτιστική είναι και η αγγλική νομολογία. Λέχθηκε στην υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.) (σελίδα 948):-
«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.»
Ενώ ένδειξη για το τι συνιστά «εύλογη υποψία» προσφέρεται και από την ακόλουθη αναφορά στην O' Hara v Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary [1997] AC 286:
«In order to have a reasonable suspicion the constable need not have evidence amounting to a prima facie case. Ex hypothesi one is considering a preliminary stage of the investigation and information from an informer or a tip-off from a member of the public may be enough: Hussien v Chong Fook Kam [1970] AC 942, 949.Hearsay information may therefore afford a constable reasonable grounds to arrest. Such information may come from other officers: Hussien's case . »
Το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί είναι το ελάχιστο από απόψεως μαρτυρίας. Αναφέρεται σχετικά στην Commissioner of Police for the Metropolis v Raissi [2008] EWCA Civ 1237:
«The threshold for the existence of reasonable grounds fοr suspicion is low: see e.g. Dumbell v Roberts [1944] 1 All ER 326 per Scott LJ where he said at page 329 A-B "the requirement is very limited".»
Η εύλογη υποψία αφορά τον ίδιο το Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος και οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα, με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να καλείται να ενεργήσει κατά τρόπο δικαστικό, Μάρθα Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17, Έκτορας Μακρίδης, Πολ. Έφ. Αρ. 514/12, ημερομηνίας 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238 και CPS FREIGHT SERVICES LTD (ανωτέρω).
Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι ο Επαρχιακός Δικαστής ικανοποιήθηκε ως προς την ύπαρξη εύλογων υποψιών που δικαιολογούσαν την έκδοση του εντάλματος όπως ορθά διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι ενώπιον του πληροφορίες και στοιχεία ήσαν αρκούντος ικανοποιητικά για τους σκοπούς έκδοσης του εντάλματος, Dumbell v. Roberts (1944) 1 All E.R. 326:
«.the amount of information required before such a suspicion way be said to be said to be based on reasonable grounds is obviously at a fairly low level. Certainty there is clear authority for saying that nothing in the nature of a prima facie case is required" (βλ. και R.Stone Entry, Search and Seizure, A Guide to Civil and Criminal Powers of Entry, 1989).»
Με βάση την ένορκη δήλωση που είχε ενώπιον του το Επαρχιακό Δικαστήριο, δημιουργείτο εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα υποστατικά των εν λόγω εταιρειών και της εφεσείουσας φυλάσσονταν τα αναφερόμενα τεκμήρια και έγγραφα, τα οποία σχετίζονται με την υπό διερεύνηση υπόθεση εναντίον της εν λόγω εταιρείας. Η πιθανότητα ύπαρξης οιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεδεμένου με τη διάπραξη αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος. Γεώργιος Μ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69 και 70 και τη Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/14, 31.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A185.
Η υπόθεση Κ. C. Saveriades & Co (Κυρ. Κ. Σαβεριάδης & Σία) κ.α., (2010) 1 Α.Α.Δ. 1401, (μονομελής σύνθεση) την οποία επικαλέστηκε ο αιτητής πρωτοδίκως, προς υποστήριξη του αιτήματος, δεν υποβοηθεί την υπόθεση του. Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης διαφέρουν της υπό κρίση. Εκεί διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε από την ένορκη δήλωση αυτή καθ΄ εαυτή, παραπλάνηση του Δικαστηρίου, και διαπιστωμένη απόκρυψη: υπήρχε, όπως έκρινε το Δικαστήριο, γνώση της ενόρκως δηλούσης από έρευνα που προηγήθηκε και διεξήγαγε η ίδια, ότι στη διεύθυνση που ενόρκως βεβαίωνε ότι διατηρούσαν τα γραφεία τους οι αιτητές 2, ήταν το δικηγορικό γραφείο των αιτητών 1.
Αφής στιγμής ο υπογράφων το ένταλμα Δικαστής σημείωσε πως είχε ικανοποιηθεί ο ίδιος για την αναγκαιότητα της έκδοσης του, όπως η ανωτέρω πρόνοια του Νόμου επιβάλλει, είναι αρκετό για να στοιχειοθετηθεί ότι το Δικαστήριο έχει εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση, η οποία υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας (Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 216, Παναγιώτου (Αρ.2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957, Γιωργαλλίδης (2003) 1 A.Α.Δ. 302, Φωτίου κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, Παναγιώτου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1114, Μηλιώτης (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, Μακρίδης (ανωτέρω) και Αναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Οdyssey Retriever Inc., Πολιτική Έφεση Αρ. 59/2016, 3.5.2017).
Σε συμφωνία με το λόγο του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα απορρίπταμε την έφεση.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/φκ