ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σ.Αγγελίδης, για τους αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Χριστόδουλου Χριστοδούλου κ.α., Πολιτική αίτηση αρ.1/18, 10/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D2

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική αίτηση αρ.1/18

 

10 Ιανουαρίου, 2018

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα Άρθρα 3, 4, 9 και 11 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, ως έχει τροποποιηθεί

      και

Αναφορικά με την Αίτηση των 1.  Χριστόδουλου Χριστοδούλου και   A.C. Christodoulou Consultants Ltd, κατηγορουμένων αρ.1 και 6, αντιστοίχως, στην ποινική υπόθεση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας με αρ. 15161/16, με την οποία ζητείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος

και

Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 18/9/2017 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση υπ' αρ. 15161/16 δια της οποίας απέρριψε αίτημα των Αιτητών στη βάση του Άρθρου 69(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και στη βάση της αρχής της κατάχρησης της διαδικασίας (abuse of process)

 

------------------

Σ.Αγγελίδης, για τους αιτητές.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex-tempore)

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα αίτηση οι ως άνω αιτητές εξαιτούνται άδεια που να επιτρέπει την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, με σκοπό την παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 18/9/2017 που εξέδωσε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην υπόθεση υπ΄ αρ. 15161/16 με την οποία απορρίφθηκε η ειδική απολογία των Αιτητών που ηγέρθη κατ' επίκληση του Άρθρου 69(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ότι έχουν προηγουμένως καταδικαστεί και υποστεί τιμωρία σύμφωνα με προηγούμενη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 27/10/2014 στη βάση κοινών και/ή  άρρηκτα συνδεδεμένων γεγονότων με τα γεγονότα  της υπόθεσης υπ' αρ. 15161/16, με αποτέλεσμα η συνέχιση της εκκρεμούσας ποινικής διαδικασίας εναντίον τους να συνιστά, κατ' εφαρμογή του δόγματος autrefois convict, παραβίαση του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 4 του 7ου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τηv Πρoάσπιση τωv Δικαιωμάτωv τoυ Αvθρώπoυ και τωv Θεμελιωδώv Ελευθεριώv («ΕΣΔΑ»), καθώς επίσης και το επιπρόσθετο και/ή διαζευκτικό αίτημα των Αιτητών για αναστολή και/ή διακοπή της ποινικής διαδικασίας του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας εναντίον τους καθότι η εν λόγω δίωξή τους συνιστά κατάχρηση  της ποινικής διαδικασίας (abuse of process) αφού παραβιάζει την αρχή ότι ουδείς τιμωρείται δύο φορές για αδίκημα που προκύπτει από το ίδιο ή ουσιωδώς το ίδιο πλαίσιο γεγονότων καθώς επίσης συνιστά κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας (abuse of process)   λόγω της συμπεριφοράς της Κατηγορούσας Αρχής η οποία έχει προωθήσει κατηγορίες έκδηλα αντίθετες και/ή ασυμβίβαστες με τα γεγονότα της προηγούμενης καταδίκης.

 

Η αίτηση βασίζεται στα  Άρθρα 1 Α, 12.2, 33, 34, 35 και 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα Άρθρα 1, 13, 18 και στο Άρθρο 4 του 7ου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τηv Πρoάσπιση τωv Δικαιωμάτωv τoυ Αvθρώπoυ και τωv Θεμελιωδώv Ελευθεριώv, στο Άρθρο 19 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (ως έχει τροποποιηθεί), στο άρθρο 69(1)(β) και (2) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, στα άρθρα 3, 9 και 11 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (ως έχει τροποποιηθεί), στα Άρθρα 2, 19, 29, 30, 31 και 43 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 (ως έχει τροποποιηθεί) στους  Θεσμούς του Αγγλικού Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court) Δ.59 των Παλαιών Θεσμών και την αντίστοιχη Δ.53 των Νέων Θεσμών, στη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οποιαδήποτε άλλη σχετική καθοδηγητική νομολογία, στις αρχές του δικαίου της Επιείκειας και στους Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης καθώς επίσης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Οι αιτητές είναι οι κατηγορούμενοι 1 και 6 σε ποινική υπόθεση που έχει εγερθεί από τη Δημοκρατία εναντίον τους, ομού με ακόμη 6 πρόσωπα, για αδικήματα διαφθοράς, δεκασμού δημοσίου λειτουργού, δωροδοκίας, δωροληψίας, κατάχρησης εξουσίας και άλλων.  Μετά από ειδική απολογία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δυνάμει του άρθρου 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 οι αιτητές έθεσαν θέματα που αφορούσαν καταδίκη των αιτητών στην ως άνω ποινική υπόθεση (η πρώτη υπόθεση) καθώς και γενικότερα θέμα κατάχρησης της διαδικασίας.  Αφού ακούστηκαν οι πλευρές τόσο της Δημοκρατίας όσο και των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο επί του θέματος, έκρινε ότι ούτε η ειδική απολογία στοιχειοθετείτο, ούτε το θέμα κατάχρησης ήταν βάσιμο.  Η απόφαση αυτή εδόθη στις 18.9.2017.

 

Όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση όντως οι αιτητές στην ως άνω πρώτη υπόθεση, καταδικάστηκαν κατόπιν παραδοχής για το αδίκημα καταχώρησης ψευδούς δήλωσης, κατά παράβαση του άρθρου 49(1)(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου που αφορούσε την παράλειψη καταχώρησης ως εισοδήματος της αιτήτριας 2 (κατηγορούμενης 6) του ποσού των €1.000,000 που είχε εισπραχθεί από την εταιρεία FOCUS για σκοπούς απόδοσης φόρου εισοδήματος  (βλ.τεκμ.1).

 

Υπήρξε εισήγηση του κ.Αγγελίδη, ως συνηγόρου των αιτητών, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες, προέκυψαν από ταυτόσημα γεγονότα ή και βασίζονται ουσιαστικά στα ίδια γεγονότα που αντιμετωπίζουν οι αιτητές στο κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Ακόμη και η ανακριτική κατάθεση του αιτητή-κατηγορουμένου 1, πριν την καταχώρηση της πρώτης υπόθεσης, περιελάμβανε προειδοποίηση για διερεύνηση αδικημάτων που αφορούσαν συνωμοσία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. 

 

Συνεπεία της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 27.10.2014 που αφορούσε την πρώτη υπόθεση (υποθ. αριθ.793/14) ο αιτητής 1 καταδικάστηκε και εξέτισε συνολική ποινή φυλάκισης 5 μηνών, ενώ στον αιτητή 2 επεβλήθη χρηματική ποινή. 

 

Σημειώνεται ότι το κατηγορητήριο στη δεύτερη υπόθεση, δηλαδή στην παρούσα,  κατεχωρήθη στις 4.4.2017. 

 

Το Κακουργιοδικείο επί των σχετικών θέσεων του ευπαιδεύτου δικηγόρου των κατηγορουμένων 1 και 6 αποφάσισε ως εξής: 

 

(Παρατίθεται μέρος του σκεπτικού της απόφασης 18.9.2017):

«΄Εχοντας αναλύσει τα πιο πάνω στοιχεία απομένει να εξεταστεί κατά πόσον αυτή είναι κατάλληλη περίπτωση για να διαταχθεί αναστολή. Με βάση τις λεπτομέρειες του Κατηγορητηρίου είναι προφανές πως τα γεγονότα της υπόθεσης δεν περιορίζονται στα γεγονότα που περιλαμβάνονται στο Κατηγορητήριο της υπόθεσης 793/2014 (Τεκμήριο Α). Η Κατηγορούσα Αρχή έχοντας εξετάσει το συγκεντρωθέν μαρτυρικό υλικό, το οποίο συμπληρώθηκε το έτος 2015, όπως αναφέρθηκε από την κα Παπαγαπίου, κατέληξε ότι δικαιολογείτο η δίωξη για τα αδικήματα που καταγράφονται στο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο. Υποδεικνύεται ότι από πλευράς γεγονότων καλύπτουν ευρύτερο φάσμα αδικοπραξιών, με την εμπλοκή και συνέργεια και άλλων (φυσικών και νομικών προσώπων) στην όλη υπόθεση. Η οποία πλέον δεν μπορεί να συσχετιστεί με την προγενέστερη υπόθεση που αφορούσε τη διάπραξη αδικημάτων από τους Κατηγορούμενους 1 και 6, κατά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας.

 

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι η μεταφορά του ποσού του €1 εκ. από τη FOCUS σε λογαριασμό της Κατηγορούμενης 6, τον Ιούλιο του έτους 2007, αποτελεί την κοινή συνισταμένη των δύο υποθέσεων. Πρόκειται όμως για δυο εντελώς διαφορετικές υποθέσεις, τόσο από απόψεως σοβαρότητας αδικημάτων, όσο και των γενικότερων περιστάσεων που τις περιβάλλουν. Δεν θα μπορούσε να λεχθεί πως όταν η Κατηγορούσα Αρχή προωθούσε την υπόθεση με τα φορολογικά αδικήματα εναντίον των Κατηγορουμένων 1 και 6, είχε στη διάθεσή της το μαρτυρικό υλικό που σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση. Είναι φανερό από τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί νωρίτερα, ότι η υπόθεση 793/2014, προωθήθηκε στη βάση των αναθεωρημένων φορολογικών δηλώσεων που υπέβαλαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 6 το έτος 2013. Μετά την αποπεράτωση της υπόθεσης εκείνης, προέκυψε, ως έχει αναφερθεί, πρόσθετη μαρτυρία με βάση την οποία, ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι στοιχειοθετούνται τα σοβαρά αδικήματα διαφθοράς με την εμπλοκή και των υπόλοιπων Κατηγορουμένων και έτσι αποφάσισε να καταχωρήσει το παρόν κατηγορητήριο.

 

Δεν βλέπουμε να υπάρχει τίποτε το μεμπτό σε σχέση με την προώθηση της παρούσας υπόθεσης. Δεν θα μπορούσε δε να υποστηριχθεί βάσιμα από τους Κατηγορούμενους 1 και 6, ότι είχαν την προσδοκία πως δεν θα αντιμετώπιζαν τα σοβαρότερα αδικήματα του παρόντος κατηγορητηρίου, στην περίπτωση που προέκυπτε μαρτυρία για την προώθηση τέτοιων κατηγοριών εναντίον τους (βλ. Regina ν. Gore - πιο πάνω).

 

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν θεωρούμε ότι η συνέχιση της υπόθεσης ενδέχεται να προκαλέσει δυσμενή επηρεασμό στα δικαιώματα των Κατηγορουμένων 1, 2, 3, 6, 7 και 8, οι οποίοι μπορούν να προβάλουν τις  υπερασπίσεις τους στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγουμε ότι η εισήγηση των Κατηγορουμένων για κατάχρηση της διαδικασίας δεν είναι βάσιμη.

 

Διαζευκτικά ο κ. Αγγελίδης είχε εισηγηθεί ότι εφαρμόζεται η αρχή  «issue estoppel». Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του αυτή αφού το συγκεκριμένο δόγμα αφορά το δίκαιο των συμβάσεων και μόνο. Στο σύγγραμμα Spencer Bower and Handley Res Judicata, παρά. 8.38, σελ. 123 διαβάζονται τα ακόλουθα:

«Issue estopples are not recognized in criminal cases DPP v. Humphrys [1997] AC para. 14.04, Maxwell v. IRC NZLR».

 

Επιδιώκεται δια της παρούσης να δοθεί άδεια που να επιτρέπει την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari προς ακύρωση της ως άνω ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 18.9.2017, επί τω ότι τίθεται θέμα δίκαιης δίκης για τους αιτητές, εφόσον το Κακουργιοδικείο, παρά το ότι αναγνώρισε την υιοθέτηση μιας ευρείας ερμηνείας σε σχέση με το δόγμα autrefois στη νομολογία του ΕΔΑΔ, εντούτοις «είναι εμφανές από το πρακτικό της διαδικασίας πως δεν την υιοθέτησε ως όφειλε να πράξει, αλλά αντιθέτως υιοθέτησε μια περιοριστική προσέγγιση τόσο όσο αφορά το ζήτημα του δόγματος, ως επίσης και της αρχής της κατάχρησης της διαδικασίας».  Τέθηκαν και ενώπιον μου εν ευρεία αναλύσει οι σχετικές υποθέσεις του ΕΔΑΔ, καθώς και αγγλικές επί του ιδίου θέματος.

 

Επίσης ο κ.Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση εξαιρετικές περιστάσεις για να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία καθότι αφενός δεν επιτρέπεται έφεση σε ενδιάμεσες ποινικές αποφάσεις και αφετέρου, αν αφεθεί η διαδικασία να προχωρήσει, θα πρέπει, οι αιτητές να καταδικαστούν και μετά να  τους δοθεί δικαίωμα να ισχυριστούν ότι η όλη διαδικασία ήταν εξ υπαρχής άκυρη και να υποστούν όλη αυτή τη διαδικασία αχρείαστα.

 

Εκείνο που πρωταρχικά με έχει απασχολήσει και μετέφερα την ανησυχία μου στον κ.Αγγελίδη είναι ο χρόνος που έχει επιλεγεί από τους αιτητές για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης.  Και αυτό βεβαίως, σε συνάρτηση, με το ότι η απόφαση για την  οποία κρίθηκε αναγκαία η προσφυγή σε διαδικασία certiorari, εξεδόθη από το Κακουργιοδικείο στις 18.9.2017.  Ο χρόνος που παρήλθε μέχρι σήμερα καθιστά επιτακτική την εξέταση του παράγοντα της καθυστέρησης, αφού ως παραδεδειγμένη νομολογική αρχή η καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεων για έλεγχο με προνομιακό ένταλμα certiorari αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης του.  (Βλ. Halsbury's Laws of England, 4th ed. vol. 1(1), para. 170). 

 

Εν πάση περιπτώσει η καθυστέρηση στο διάβημα πρέπει πάντα να αιτιολογείται από τον προσφεύγοντα.  Η δε αιτιολογία βεβαίως πρέπει να περιλαμβάνεται στην ένορκη παράθεση των γεγονότων και όχι να δίδεται ως μέρος της αγόρευσης των συνηγόρων.  Στην κρινόμενη περίπτωση δεν έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε αναφορά επί της ένορκης δήλωσης στον παράγοντα του διαρρεύσαντος χρόνου.

 

Σε πρόσφατη απόφαση μας στην Πολ.έφ. 59/16 Odyssey Retriever Inc. ημερ. 3.5.2017, τονίσαμε τη σημασία της παρέλευσης χρόνου ως προς την επιδιωκόμενη θεραπεία, σε διαδικασία certiorari.  Χρήσιμο είναι να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα:

«Ως προς τον 1ο λόγο που αφορά την καθυστέρηση στην υποβολή της αιτήσεως για άδεια certiorari έχουμε εξετάσει τις σχετικές θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας καθώς και τη νομολογία που μας εδόθη σε συνάρτηση με το χρόνο που θεωρήθη ότι συνιστά καθυστέρηση στη νομολογιακή διαδρομή του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και αγγλικών υποθέσεων. (Βλ. Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 202, In re Antonios Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100, In re Christofis (1985) 1 C.L.R. 692, In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 371, Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124, Μιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 472, Laertis Shipping Ent. (1992) 1 A.A.Δ. 686, Καλοπαίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 114, Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, Beogradska Banka D.D. (1995) 1 A.A.Δ. 737, Ερμής Ασφαλ. Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811, Σωτηρούλλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 827 και Αναφορικά με το ένταλμα έρευνας Ε.Δ.Λεμεσού ημερ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 571).

 

Δεν θα παραθέσουμε ολόκληρο τον κατάλογο των σχετικών αυθεντιών διότι είναι αρκετά μεγάλος.  Θα αρκεστούμε να πούμε ότι όντως από την παράθεση αυτών των υποθέσεων προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά: 

 

(α)  Καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεων για έλεγχο με προνομιακό ένταλμα certiorari αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης του.  Το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει σοβαρά υπόψη την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.  (Ηalsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1(1), παράγρ.170). 

 

(β)  Το θέμα του χρόνου αντιμετωπίζεται στο γενικότερο πλαίσιο της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης χωρίς να καθορίζονται a priori αυστηρά χρονικά πλαίσια.  Στην Αγγλία ισχύει η προθεσμία των 3 μηνών για την καταχώρηση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα (βλ. Διαταγή 53.4 (1) των Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών), πλην όμως αποτελεί απλώς το ανώτατο επιτρεπτό όριο και αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμη και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπομένης προθεσμίας. Στην Κύπρο δεν έχουν θεσπιστεί κανονισμοί ως προς τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων και καθορισμού προθεσμίας.  ΄Εχει όμως νομολογηθεί ότι ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας. 

 

(γ)  Η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται.   ΄Οσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογη είναι και η υποχρέωση για αιτιολόγηση της καθυστέρησης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αρχικά ότι αντικειμενικά η παρέλευση των 5 εβδομάδων δεν συνιστούσε άνευ ετέρου καθυστέρηση.  Ωστόσο η παρέλευση του χρόνου σε συσχετισμό με τα γεγονότα της υπόθεσης και ιδιαίτερα με την παντελή έλλειψη αιτιολόγησης ως προς την καθυστέρηση αξιολογήθηκε εν τέλει από τον πρωτόδικο Δικαστή ότι τω όντι οδηγούσε σε εύρημα καθυστέρησης, καταλήγοντας ως εξής:

«.... λαμβάνοντας υπόψιν ότι υπήρχε δυνατότητα της αιτήτριας από 24.12.15 να αναζητήσει θεραπεία όπως αυτή που τώρα επιζητεί και δεν το έπραξε παρά μόνο στις 2.2.16, ήτοι μετά πάροδο 5 περίπου βδομάδων χωρίς απολύτως καμία δικαιολόγηση. Η αναφορά του συνηγόρου της περί των εορτών δεν μπορεί να έχει καμία τύχη λόγω του ότι δεν προβάλλεται, ως θα έπρεπε, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αλλά και διότι κρίνεται ως αβάσιμος. Διαφορετική θεώρηση θα εξουδετέρωνε τις πιο πάνω αρχές που έχουν αναφερθεί. Διά το λόγο αυτό θα απέρριπτα την αίτηση».

 

Προκύπτει από τη νομολογία ότι εφόσον η άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. Supreme Court Practice 1999, σελ.908) η επέμβαση του Εφετείου χωρεί σε συγκεκριμένα πλαίσια.  Τα πλαίσια αυτά έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Μαρκιτανή (2000)1 Α.Α.Δ. 923 ως εξής:

 

«(α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».

 

Με βάση τα πιο πάνω πλαίσια δεν είναι ορθό το Εφετείο απλώς να επαναξιολογήσει τα γεγονότα για να κρίνει το ίδιο αν υπήρξε καθυστέρηση στο διάβημα.  Θα εξετάσει μόνο αν συντρέχει λόγος επέμβασης στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τους πιο πάνω λόγους.   Δεν έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει δυνατότητα επέμβασης μας αφού κανένας από τους πιο πάνω λόγους δεν έχει στοιχειοθετεθεί από την εφεσείουσα. ΄Επεται ότι και ο λόγος 1 απορρίπτεται".

(Βλ. και την Πολ.έφ.117/16 Νίκος Νικολάου, 25.5.17).

 

Ερχόμενη στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ ότι από τις 18.9.2017 μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης (5.1.2018) έχουν παρέλθει σχεδόν 4 μήνες, ένα αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα, που εκφεύγει ακόμη και της προθεσμίας που σύμφωνα με την αγγλική έννομη τάξη, είναι πλέον το ανώτατο επιτρεπτό όριο, αν και βεβαίως αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμη και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας.  Εκτός του ότι αντικειμενικά η παρέλευση του ως άνω χρόνου είναι ιδιαίτερα μεγάλη, έχει βαρύνουσα σημασία και το γεγονός της ανυπαρξίας αιτιολογίας για την καθυστέρηση.  Η ανυπαρξία ζημίας στο άλλο μέρος η οποία ετέθη από τον κ.Αγγελίδη στην αγόρευση του δεν είναι πειστική.  Η ενδιάμεση απόφαση αφορά εκκρεμή διαδικασία ενώπιον Κακουργιοδικείου και η καθυστέρηση δεν είναι νοητή  αφού η ακρόαση (σε προδικαστικό θέμα) άρχισε έστω και αν ακόμη δεν ακούστηκε μαρτυρία.

Με βάση τη νομολογία το Δικαστήριο αφ΄ης στιγμής διαπιστώσει καθυστέρηση δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της αίτησης.  Ως εκ τούτου το θέμα θα πρέπει να σταματήσει εδώ. 

 

Συνεπακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο