ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ. Μιχαηλίδης με Θ. Καπάταη για Δ. Παυλίδη, για τους εφεσείοντες. Β. Πέτρου-Πιερίδου (κα), για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-12-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΡΤΕΜΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥ κ.α. ν. ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΕΤΡΟΥ-ΠΙΕΡΙΔΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΚΩΣΤΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 311/2011, 18/12/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A467

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 311/2011)

 

18 Δεκεμβρίου 2017

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]

 

1.   ΑΡΤΕΜΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

2.   DIANA & ANDREAS DEVELOPMENTS LTD

Εφεσειόντων/Εναγομένων

ΚΑΙ

ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΕΤΡΟΥ-ΠΙΕΡΙΔΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΚΩΣΤΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

-------------

Μ. Μιχαηλίδης με Θ. Καπάταη για Δ. Παυλίδη, για τους εφεσείοντες.

Β. Πέτρου-Πιερίδου (κα), για την εφεσίβλητη.

-------------

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από

                               τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

-------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο αποβιώσας πρώην ενάγοντας-εφεσίβλητος ήταν «καλουψιής» οικοδομών και ανέλαβε κατόπιν συμφωνίας και κατασκεύασε τα καλούπια 7 διώροφων κατοικιών της εναγόμενης 2-εφεσείουσας εταιρείας. 

 

Το κυρίως αμφισβητούμενο ζήτημα ήταν το κατά πόσο η εν λόγω συμφωνία είχε συνομολογηθεί μεταξύ του ενάγοντα και των εφεσειουσών, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, ή μεταξύ αυτού, ως υπεργολάβος και του εργολάβου του έργου Κ. Καπλάνη, χωρίς οποιαδήποτε συμβατική εμπλοκή οιασδήποτε των εφεσειουσών, όπως ήταν η υπεράσπισή τους.  Ήταν περαιτέρω η υπεράσπισή τους ότι, εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα 1, διευθύντρια της εφεσείουσας 2, ουδεμία ανάμειξη είχε, υπό την προσωπική της ιδιότητα. 

 

Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα και κατέληξε ότι η συμφωνία είχε γίνει με την εφεσείουσα 1, ως αντιπρόσωπος της 2ης εφεσείουσας εταιρείας, χωρίς να είχε αποκαλυφθεί στον ενάγοντα η αντιπροσωπευτική της ιδιότητα.  Κατόπιν τούτου, απορρίπτοντας και την υπεράσπιση της παρανομίας στην οποία θα αναφερθούμε αμέσως κατωτέρω, εξέδωσε απόφαση για την αξίωση του ενάγοντα, που αφορούσε υπόλοιπο συμφωνηθείσας αμοιβής για εκτελεσθείσα εργασία, εναντίον και των δύο εφεσειουσών.

 

Οι εφεσείουσες έθεσαν θέμα παράνομης σύμβασης εφόσον ο ενάγοντας δεν ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εργοληπτών και συνεπώς δεν ήταν ούτε κάτοχος ετήσιας άδειας εργολήπτη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο  24 του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 2001 (Ν. 29(Ι)/2001) (εν τοις εφεξής καλούμενος «ο Νόμος») αποτελεί ποινικό αδίκημα η ανάληψη, ακόμα και η υποβολή προσφοράς, εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου από πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης.   Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 25, απαγορεύεται η ανάθεση της εκτέλεσης οποιουδήποτε οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε τέτοιο πρόσωπο.  Για να μην αφεθεί αμφιβολία ως προς τις συνέπειες των απαγορεύσεων και της παρανομίας, προέβλεψε περαιτέρω ρητώς ο Νόμος ότι κάθε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, η οποία αφορά σε ανάθεση εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο ή αδειούχο εργολήπτη, είναι άκυρη (άρθρο 30 του Νόμου).

 

Ήταν η θέση του ιδίου του ενάγοντα ότι ήταν επαγγελματίας «καλουψιής»,   ότι δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης και ότι ανέλαβε την κατασκευή καλουπιών κατόπιν δικής του συμφωνίας με τις εφεσείουσες, όπως επιβεβαιώθηκε με το εύρημα του Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου, στις οποίες αναφερόμαστε στο βαθμό που είναι αναγκαίο για τις ανάγκες της υπόθεσης:

 

«εργολήπτης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει κατ΄επάγγελμα την εκτέλεση ή εκτελεί οικοδομικό έργο (περιλαμβανομένης της ανάληψης μόνο των εργατικών) έναντι καθορισμένου ποσού ή άλλου νομίμου ανταλλάγματος, πλην μισθού.

 

«οικοδομικό έργο» σημαίνει, μεταξύ άλλων, «την κατασκευή καλουπιών».  Σημειώνεται δε ότι οι διάφορες έννοιες που αποδίδονται με τις εν λόγω πρόνοιες στον όρο «οικοδομικό έργο» τίθενται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά (Νικολάου ν. ΕΚΑ ROCK DESIGNS LTD, Πολιτική Έφεση 175/2011, ημερομηνίας 22.12.2016).

 

Ο συνδυασμός των παραπάνω νομοθετικών προνοιών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία αφορούσε σε ανάθεση της εκτέλεσης «οικοδομικού έργου», ήτοι την «κατασκευή καλουπιών», σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη.  Πέραν της ρητής πρόνοιας του άρθρου 30, σειρά νομολογίας έχει παγιώσει την ακυρότητα τέτοιων συμφωνιών στα πλαίσια του εν λόγω Νόμου, με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε να μην παρέχεται άλλη βάση διεκδίκησης (ΕΥΧΡΙΣΩ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. Κώστα Θεμιστοκλέους (2008) 1 ΑΑΔ 456, FLECHA CONTRACTING LTD ν. M.C. MICHAEL DEVELOPMENT LTD (2003) 1 ΑΑΔ 263, Μιχάλης Σκουτέλας ν. Ανδρέα Αγαπίου (2003) 1 ΑΑΔ 338, Σάββας Μυλωνά ν. Μιχάλη Μεσαρίτη (2003) 1 ΑΑΔ 700,  Εργοληπτική Εταιρεία Ανδρέας Κασκάνης Λτδ ν. ΔΡΕΚΑ Εταιρεία Κατασκευών Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 507, CHR. MAVRIKIOS CONSTRUCTIONS LTD ν. Μιχάλη Χατζηκωνσταντά (2009) 1 ΑΑΔ 1093, Λάμπρος Χριστοφή κ.α. ν. Γιάννη Φετοκάκη (2009) 1 ΑΑΔ 1208, Σπύρος Γρηγορίου κ.α. ν. Οικοσυνθέσεις Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1932).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν θεώρησε ότι εύρισκε εφαρμογή το άρθρο 30.  Θεωρώντας ότι σκοπός του Νόμου είναι η διασφάλιση της ευρυθμίας στον οικοδομικό κλάδο διά της εκτέλεσης έργων μόνο από προσοντούχους εργολάβους και όχι η απαγόρευση είσπραξης δεδουλευμένων από τους διάφορους τεχνίτες του έργου, απλώς και μόνο διότι η πληρωμή συμφωνήθηκε να καταβληθεί από τον ιδιοκτήτη του έργου, έκρινε ότι εκείνο που είχε σημασία ήταν πως ο εργολάβος ήταν άλλος, ο Κ. Καπλάνης, ο οποίος είχε τη γενική εποπτεία, τον έλεγχο και την ευθύνη για την εκτέλεση του οικοδομικού έργου και όλοι οι άλλοι, περιλαμβανομένου του ενάγοντα, εργάζονταν υπό τη δική του μέριμνα.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειουσών εισηγήθηκε ότι η παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση είναι λανθασμένη, παραπέμποντας στην έννοια που ο Νόμος αποδίδει στον όρο «οικοδομικό έργο».  Η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι δεν θα μπορούσε ο σκοπός του Νόμου να ήταν η κατάργηση της δυνατότητας ανάληψης και εκτέλεσης οικοδομικών ή τεχνικών εργασιών από υπεργολάβους και τεχνίτες και  η υποχρεωτική υπαλληλοποίησή τους στους εργολήπτες, νοουμένου βεβαίως ότι εργάζονται υπό τον έλεγχο εγγεγραμμένων εργοληπτών.  Τέτοια ερμηνεία του Νόμου θα είχε ως αποτέλεσμα τα εργοτάξια να κατακλυστούν από εγγεγραμμένους εργολήπτες, λόγω της ευρύτατης έννοιας του όρου «οικοδομικό έργο».

 

Αναγνωρίστηκε η δυνατότητα  τελεολογικής ερμηνείας ενός νόμου, όταν η γραμματική ερμηνεία οδηγεί σε καταφανώς άτοπα αποτελέσματα και το λάθος της διάρθρωσης της νομοθεσίας είναι πασίδηλο.  Κατά τα άλλα όμως, η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων δεν καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις.  Όπου οι πρόνοιες του νόμου είναι σαφείς, το κείμενό του αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νόμου (ΚΟΤ ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 ΑΑΔ 86, Τροκκούδη ν. Πέτρου κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 683).

 

Εν προκειμένω, οι πρόνοιες του Νόμου είναι σαφείς.  Χωρίς αμφιβολία ο ενάγοντας έχοντας αναλάβει την εκτέλεση «οικοδομικού έργου» έναντι αμοιβής που δεν αποτελούσε μισθό και εφόσον δεν αμφισβητήθηκε το ζήτημα από οποιαδήποτε άλλη τυχόν σκοπιά, ενέπιπτε στην έννοια του εργολήπτη που θα έπρεπε να είχε εγγραφεί στο Μητρώο Εργοληπτών και να είχε την απαιτούμενη ετήσια άδεια.  Η σαφήνεια των προνοιών του Νόμου, δεν επιτρέπει αναζήτηση άλλου σκοπού έξω από τα πλαίσια που ο Νόμος όρισε.  Εν πάση περιπτώσει, οι πρακτικές ενδεχομένως δυσχέρειες στις οποίες αναφέρθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως καταφανώς άτοπα αποτελέσματα που να υποδηλώνουν πασίδηλο λάθος στη διάρθρωση του Νόμου.  Αυτή θα μπορούσε να ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, αλλά δεν τίθεται θέμα για τέτοιο προβληματισμό, εφόσον ως εκ των άνω περιοριζόμαστε στο σαφές γράμμα του Νόμου.

 

Η παραπάνω διαπίστωση έχει, ενόψει των ευρημάτων του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί των γεγονότων, ως αποτέλεσμα, την ακυρότητα της σύμβασης και την απόλυτη αδυναμία διεκδίκησης αξίωσης που να απορρέει εξ αυτής.  Η αγωγή θα έπρεπε ως εκ τούτου να είχε απορριφθεί.

 

Λαμβάνοντας υπόψη την κοινή εμπλοκή των διαδίκων στη σύναψη της παράνομης συμφωνίας, δεν θα δοθεί διαταγή για έξοδα στην έφεση, ούτε σε σχέση με την αγωγή (βλ. Εργοληπτική Εταιρεία Ανδρέας Κασκάνης Λτδ ν. ΔΡΕΚΑ Εταιρεία Κατασκευών Λτδ, ανωτ.).

 

Η έφεση γίνεται δεκτή και η αγωγή απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα ούτε στην έφεση, μήτε στην αγωγή.

 

 

                                                          Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο