ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Β. Πέτρου-Πιερίδου (κα), για τον Εφεσείοντα. Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-12-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΥΚΛΑΡΗΣ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Πολιτική Εφεση Αρ. 205/2012, 6/12/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A440

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 205/2012)

 

6 Δεκεμβρίου, 2017

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΥΚΛΑΡΗΣ,

Εφεσείων,

-      ν -

 

ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσίβλητου.

 

_ _ _ _ _ _

Β. Πέτρου-Πιερίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων-ενάγοντας ασχολείτο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο με την πώληση ζωοτροφών. Πελάτης του, μεταξύ άλλων, ήταν και ο Εφεσίβλητος-εναγόμενος. Κατά ή περί την 21.6.2008, η μεταξύ τους συνεργασία διακόπηκε. Ο Εφεσείων, επικαλούμενος οφειλόμενο υπόλοιπο εκ μέρους του Εφεσίβλητου, ύψους €6.630, προχώρησε στην καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, προς διεκδίκηση του πιο πάνω ποσού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ως μόνη αιτία αγωγής παραδεδεγμένο ή εκκαθαρισμένο λογαριασμό (account stated), σημειώνοντας ότι «Για τα υπόλοιπα αγώγιμα δικαιώματα (ως αυτά καταγράφονται στην έκθεση απαίτησης) δεν δικογραφούνται αντίστοιχες βάσεις αγωγής.». Παρά την πιο πάνω προσέγγισή του, το Δικαστήριο, παραδόξως, ως θα διαφανεί στη συνέχεια, επέτρεψε και δέχθηκε λεπτομερή μαρτυρία ως προς τα παραδοθέντα εμπορεύματα και ως προς τις καταγραφές στον επίδικο λογαριασμό. Τελικά, αξιολογώντας το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας, έκρινε ότι απουσιάζει, έστω και τεκμαρτή συμφωνία των μερών για το χρεωστικό υπόλοιπο. Περαιτέρω, διαπίστωσε ότι η μαρτυρία που προσήγαγε ο Εφεσείων, δεν χαρακτηριζόταν από την απαιτούμενη καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια και πληρότητα προς απόδειξη της υπόθεσής του, με αποτέλεσμα την εκθεμελίωση της αξίωσής του. Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, οι οποίες οδηγούσαν την αγωγή σε αποτυχία, προχώρησε και σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, τον οποίο έκρινε ως αξιόπιστο μάρτυρα, καταλήγοντας ότι «... αυτός με πειστικότητα αρνήθηκε την ακρίβεια και την ορθότητα των καταγεγραμμένων στα τεκμήρια 1 και 2 καθώς και του παρουσιαζόμενου ως του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού.» Τα εν λόγω τεκμήρια, αφορούσαν σελίδες ημερολογίου με καταγραφές των συναλλαγών των διαδίκων, στις οποίες είχε προβεί ο Εφεσείοντας. Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα-ενάγοντα.

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται ενώπιόν μας με πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο τίθεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, οι δικογραφημένες θέσεις του Εφεσείοντα, καθιστούσαν ως επίδικη, μόνο αιτία αγωγής που αφορούσε παραδεδεγμένο ή εκκαθαρισμένο λογαριασμό. Οι υπόλοιποι τέσσερις λόγοι, κινούνται ουσιαστικά γύρω από ζητήματα αξιολόγησης της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας, τόσο σε ό,τι αφορά τα τεκμήρια 1 και 2, όσον και σε αναφορά με την κατάληξη για αποδοχή, ως αξιόπιστης, της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου.

 

Εξετάζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, θεωρούμε ότι η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως οι δικογραφημένες θέσεις του καθιστούσαν επίδικη μόνο την αιτία αγωγής που αφορούσε παραδεδεγμένο ή εκκαθαρισμένο λογαριασμό, είναι ορθή.

 

Παραθέτουμε αυτούσια την ΄Εκθεση Απαίτησης του Εφεσείοντα-ενάγοντα:

 

«1.     Ο ενάγοντας κατά πάντα ουσιώδη χρόνο προς την παρούσα αγωγή ασχολείτο και ασχολείται μεταξύ άλλων με την πώληση ζωοτροφών.

 

2.       Ο εναγόμενος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν και είναι προπονητής αλόγων και για το σκοπό αυτό διατηρούσε και διατηρεί φάρμα αλόγων στη Ψημολόφου.

 

3.       Από κατά ή περί το Φεβρουάριο του 2006 μέχρι το Μάιο του 2008 ο εναγόμενος τηρούσε χρεωστικό λογαριασμό με τον ενάγοντα σχετικά με την πώληση και παράδοση σ΄ αυτόν ζωοτροφών από τον ενάγοντα. Ο αναφερόμενος λογαριασμός χρεωνόταν με τις εκάστοτε πωλήσεις και παραδόσεις ζωοτροφών από τον ενάγοντα στον εναγόμενο και πιστωνόταν με τις έναντι πληρωμές που εναγόμενου προς τον ενάγοντα.

 

4.       Κατά ή περί τον Αύγουστο του 2007 οι διάδικοι συμφώνησαν μεταξύ τους ότι στη συγκεκριμένη ημερομηνία το οφειλόμενο υπόλοιπο του εναγόμενου προς τον ενάγοντα δυνάμει του προαναφερόμενου λογαριασμού ανερχόταν σε ΛΚ2,630.- και ακολούθως συνέχισαν τη μεταξύ τους συνεργασία όπως πιο πάνω.

 

5.       Κατά ή περί την 21.06.08 ο προαναφερόμενος λογαριασμός του εναγόμενου παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €6.630.- το οποίο ο εναγόμενος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να οφείλει στον ενάγοντα παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις του ενάγοντα για πληρωμή.

 

6.       Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά ο ενάγοντας απαιτά αναφερόμενο ποσό των €6.630.- ως οφειλομένου υπολοίπου από ζωοτροφές που πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο και/ή βάσει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή ως αποζημίωση και/ή ως χρέος και/ή δυνάμει παράβασης συμφωνίας και/ή άλλως.

 

ΚΑΙ Ο ΕΝΑΓΟΝΤΑΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ:          

 

Α)      Ποσό €6.630.- όπως πιο πάνω.»

 

 

Ο εκκαθαρισμένος λογαριασμός συνιστά ξεχωριστή ενοχική αξίωση και αποτελεί αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο ως account stated, που εδράζεται στην ανάληψη υποχρέωσης από τον οφειλέτη για αποπληρωμή του υπολοίπου (Ττόκου ν. Σεργίου (1993) 1 ΑΑΔ 60). Όπως συνοψίζεται σχετικά επί του προκειμένου στην Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Νταϊγκ Κο Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 610, 615:

 

«Παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated) σημαίνει συμφωνία μεταξύ των μερών σύμφωνα με την οποία όλα τα στοιχεία του λογαριασμού καθώς και το υπόλοιπο είναι ορθά, συνδυασμένη με υπόσχεση ρητή ή εξυπακουόμενη να πληρωθεί το υπόλοιπο. Επενεργεί ως νέα σύμβαση χωρίς να είναι αναγκαία νέα αντιπαροχή και ο ενάγοντας, του οποίου η αιτία αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είναι υποχρεωμένος να δικογραφήσει και να αποδείξει καθένα από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού ξεχωριστά. Η συμφωνία των μερών ότι το υπόλοιπο είναι ορθό μπορεί να συναχθεί και από την παράδοση της κατάστασης λογαριασμού και την παράλειψη του χρεώστη να ενστεί για τα ποσά του λογαριασμού, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Βέβαια το τί συνιστά εύλογο χρονικό διάστημα είναι ζήτημα πραγματικό και νομικό στην κάθε περίπτωση.»

 

 

Αυτή είναι η έννοια του παραδεδεγμένου λογαριασμού, ως αυτοτελούς αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπό κρίση υπόθεση, όντως, δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας περίπτωσης. Δεν τέθηκε ούτε υπό τύπο δικογράφησης στην ΄Εκθεση Απαίτησης, αλλά ούτε και μέσω της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, ζήτημα εκκαθαρισμένου λογαριασμού. Η όποια συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων μερών ως προς την ύπαρξη καθορισμένου οφειλόμενου υπολοίπου, αφορούσε προγενέστερο χρόνο, ήτοι τον Αύγουστο του 2007. Από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι και τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων των δύο μερών, την 21.6.2008, μεσολάβησαν, όπως συνιστά κοινό τόπο, εκτεταμένες συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων, για τις οποίες ο Εφεσείοντας δεν επικαλέστηκε την ύπαρξη συμφωνίας, ως προς το τελικό υπόλοιπο. Εν πάση δε περιπτώσει, τα τεκμήρια 1 και 2 ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στον Εφεσίβλητο, ούτε και του παραδόθηκε οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού προς τελική συμφωνία.

 

Προκύπτει ξεκάθαρα από το περιεχόμενο της ΄Εκθεσης Απαίτησης ότι το ποσό που ζητούσε ο Εφεσείων συνιστούσε υπόλοιπο, κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενο, για πώληση ζωοτροφών, διεκδικούμενο ως χρέος ή στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή, ακόμη, δυνάμει παράβασης συμφωνίας. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ως πραγματικό υπόβαθρο της επίδικης αξίωσης δικογραφήθηκε αιτία αγωγής που αφορούσε παραδεδεγμένο ή εκκαθαρισμένο λογαριασμό, είναι εσφαλμένη. Αλλωστε, παρεμβάλλουμε, αν έτσι ήταν, τότε η ακροαματική διαδικασία θα έπρεπε να είχε περιορισθεί στην προσκόμιση μαρτυρίας προς απόδειξη της συμφωνίας για την ορθότητα του υπολοίπου, χωρίς να επεκταθεί στα επιμέρους στοιχεία του λογαριασμού αυτού.

 

 Είναι γνωστή η αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται σ΄ οποιαδήποτε θεραπεία δίδει ο νόμος, με την προϋπόθεση πως τα αναγκαία γεγονότα που εξάγουν το νομικό αυτό αποτέλεσμα είναι δικογραφημένα (Demil Co. Ltd v. A. Panayides Contracting Ltd (2008) 1 ΑΑΔ 661).

 

Τελικά, ως λέχθηκε, στην παρούσα υπόθεση και κατάλληλη δικογράφηση υπήρχε και κατάλληλη μαρτυρία δόθηκε, προς την κατεύθυνση κάλυψης των δικογραφημένων βάσεων αγωγής. Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσε να έχει εκδοθεί απόφαση υπέρ του Εφεσείοντα, δεδομένου όμως ότι η μαρτυρία που είχε δοθεί ήταν ικανοποιητική. Ζήτημα το οποίο οδηγεί στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε και δέχθηκε μαρτυρία για τις λεπτομέρειες των μεταξύ των μερών συναλλαγών, την οποία μαρτυρία και αξιολόγησε, όπως ήδη προαναφέραμε, καταλήγοντας στην απόρριψη της αγωγής.

 

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας είναι καλά γνωστές και παρέλκει η οποιαδήποτε επανάληψή τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ο κατ΄ εξοχήν κριτής.

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα επικαλέστηκε ενώπιόν μας η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα προκειμένου να πλήξει την πρωτόδικη αξιολόγηση. Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό και δεν κρίνουμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης στην οποία μπορούμε να επέμβουμε, προς ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας και γεγονότων. Η πρωτόδικος Δικαστής, έδωσε πειστική αιτιολογία για τους λόγους που την οδήγησαν στην απόρριψη των θέσεων του Εφεσείοντα και στην αποδοχή των ισχυρισμών του Εφεσίβλητου. Περαιτέρω, επεξήγησε, με λεπτομερή αναφορά στα τεκμήρια 1 και 2, γιατί αυτά στερούνται της αναγκαίας καθαρότητας και πληρότητας προς απόσειση του βάρους για απόδειξη του αξιούμενου ποσού, γεγονός που οδηγούσε, αναπόδραστα, στην απόρριψη της αγωγής. Παρά ταύτα, αξιολογώντας τον Εφεσίβλητο, τον έκρινε, βάσιμα, ως αξιόπιστο, αντιπαραβάλλοντας τις θέσεις του με τις καταγραφές στα πιο πάνω τεκμήρια.

 

Με βάση τα όσα προαναφέραμε, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσίβλητου και εις βάρος του Εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο