ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Μιχαήλ, για Αιτητή CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-12-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤHN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22.5.2017 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 353/15, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 188/2017, 6/12/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D439

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 188/2017

 

 

6 Δεκεμβρίου, 2017

 

 

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 30 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ 1991 (Ν.33/1964) ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΚΑΙ/Η MANDAMUS

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤHN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22.5.2017 ΣΤΗΝ  ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 353/15 ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΝΑ ΜΗΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΣΗ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ ΕΞΟΔΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ - ΠΕΛΑΤΗ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ  ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΔΙΟΤΙ ΘΕΩΡΗΣΕ ΟΤΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΕΞΟΔΩΝ ΠΡΟΣ ΨΗΦΙΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΕΛΑΤΗ ΤΟΥ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Δ.59 ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Θ.Θ.15, 16, 17 ΚΑΙ 25 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ ΝΑ ΨΗΦΙΣΕΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ Ο ΠΕΛΑΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ

---------------------

 

Π. Μιχαήλ, για Αιτητή

.........

 

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

                             Θα δοθεί από την Α. Πούγιουρου, Δ.

 .................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Ο Vadim Rybalchenko δια της πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Natalia Bredneva καταχώρισε την αγωγή 353/13 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ αξιώνοντας την καταβολή του ποσού των €5.000.000 το οποίο είχε καταθέσει στην Τράπεζα στις 8.7.2013.  Η αγωγή καταχωρήθηκε από το δικηγορικό γραφείο Λουκάς Ν. Λουκά και Σία ΔΕΠΕ και στον Τύπο Διορισμού Δικηγόρου, σύμφωνα με τη Δ.2 Θ.14 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, περιείχετο η ρητή συμφωνία ότι ο Rybalchenko θα πλήρωνε στους δικηγόρους του ως δικηγορική αμοιβή το ποσό των €500.000,00 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.  Το ποσό αυτό αναλάμβανε να πληρώσει και στην περίπτωση ακόμη που δεν θα λαμβάνοντο δικαστικά μέτρα εάν η διαφορά διευθετείτο εξώδικα και εισπράττετο ολόκληρο το ποσό της απαίτησης.  Η συμφωνία αυτή είχε χαρτοσημανθεί δεόντως, όπως μια κανονική συμφωνία.  Στις 12.5.15 ο Rybalchenko, μέσω της ίδιας πληρεξουσίου αντιπροσώπου, διόρισε ως επιπρόσθετους δικηγόρους του το δικηγορικό γραφείο Χρ. Κ. Χρυσοστομίδη & Σία ΔΕΠΕ και τον κ. Απόστολο Ντορζή.  Ο Τύπος Διορισμού Δικηγόρου στην περίπτωση των τελευταίων δεν περιείχε οποιαδήποτε συμφωνία σε σχέση με την αμοιβή τους.

 

Κατά τη δικάσιμο της 19.5.2015 ο δικηγόρος που εμφανίστηκε για τον Rybalchenko, κατόπιν δήλωσης του δικηγόρου της Τράπεζας ότι εκδόθηκε επιταγή επ'  ονόματι του Ενάγοντα για το ποσό των €5.000.594,00 η οποία παραδόθηκε στις 18.5.2015 στους δικηγόρους του, ζήτησε άδεια να αποσύρει την Αγωγή ως εξωδίκως διευθετηθείσα και χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.  Το Δικαστήριο έδωσε σχετική άδεια και απέρριψε την αγωγή.  Στις 22.2.2017 ο δικηγόρος Πέτρος Μιχαήλ καταχώρισε αίτηση στον Πρωτοκολλητή μαζί με διοριστήριο δικηγόρου, για ψήφιση καταλόγου εξόδων, εκ μέρους του Rybalchenko, εναντίον των δικηγόρων που τον εκπροσώπησαν στην πιο πάνω αγωγή.  Κατόπιν οδηγιών της επιτετραμμένης Πρωτοκολλητού η αίτηση επιδόθηκε σε όλους τους δικηγόρους που εμφανίστηκαν στην αγωγή και είχαν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης για τον Rybalchenko.

 

Η αίτηση ορίστηκε αρχικά για ακρόαση στις 11.4.2017 ενώπιον της Πρωτοκολλητού, η οποία έθεσε αυτεπάγγελτα θέμα νομιμοποίησης του Πέτρου Μιχαήλ στην υποβολή του Καταλόγου, που έκρινε θεμελιακό για την υπόθεση, και ζήτησε από τους δικηγόρους να αγορεύσουν σχετικά.

 

Στην αγόρευση τους ο μεν κ. Μιχαήλ υπεραμύνθηκε της νομιμοποίησης του στην εκπροσώπηση του πελάτη του και συνακόλουθα στην υποβολή του Καταλόγου Εξόδων, που προκύπτει από την εφαρμογή της Δ.59 θ.25 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και τη νομολογία, ο δε κ. Ταλιαδώρος που εμφανίστηκε για τους δικηγόρους του Rybalchenko στη διαδικασία της αγωγής, εισηγήθηκε ότι η Πρωτοκολλητής στερείτο αρμοδιότητας να επιληφθεί της αίτησης, την οποίαν θεωρεί εξ υπαρχής άκυρη, λόγω της απουσίας νόμιμης εξουσιοδότησης του κ. Μιχαήλ να εκπροσωπεί τον Rybalchenko.

 

Η Πρωτοκολλητής στηριζόμενη στις πρόνοιες της Δ.59 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών με την απόφαση της ημερ. 22/5/17 απέρριψε  την αίτηση για δύο λόγους ουσιαστικά, ότι (1) επρόκειτο για συμφωνία αμοιβής, δεόντως χαρτοσημασμένης και υπογεγραμμένης μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, όπου ο Πρωτοκολλητής στερείτο αρμοδιότητας ακύρωσης της και (2) ο κ. Μιχαήλ δεν νομιμοποιείτο  στην καταχώρηση της αίτησης,  εφόσον δικηγόροι του Rybalchenko εξακολουθούσαν να είναι οι δικηγόροι που τον εκπροσώπησαν στην αγωγή.

 

Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης ο Rybalchenko υπέβαλε στη συνέχεια την Πολιτική Αίτηση αρ. 71/17 στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία ζητούσε ακύρωση της απόφασης της Πρωτοκολλητού ημερ. 22.5.17 και την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Πρωτοκολλητής να επιληφθεί του καταλόγου εξόδων που υπέβαλε ο κ. Μιχαήλ  καθώς να παράσχει οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή το Δικαστήριο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την απόφαση του ημερ. 7.6.2017 απέρριψε την αίτηση.  Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 7.6.2017 με πέντε λόγους έφεσης, που πολύ συνοπτικά είναι οι εξής:

 

1.        Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επιδίωξη του Εφεσείοντα με το αίτημα του για ψήφιση του καταλόγου εξόδων ήταν ουσιαστικά η ακύρωση της συμφωνίας αμοιβής και ότι η διαδικασία που επέλεξε δεν προσφέρετο για τέτοιο στόχο είναι λανθασμένη.

2.        Η κατάληξη ότι δεν μπορεί άλλος δικηγόρος από αυτόν που διεκδικεί τα έξοδα να ζητήσει ψήφιση εξόδων εκ μέρους του πελάτη, είναι επίσης λανθασμένη.

3.        Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η Δ.59 θ.25 δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ότι εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ένας δικηγόρος στηρίζεται σε συμφωνία την οποία αμφισβητεί ο πελάτης, οπότε το αίτημα για ψήφιση γίνεται από το δικηγόρο και απλά ο πελάτης ενίσταται, είναι λανθασμένο.

4.        Το συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων ουσιαστικά επιζητεί την ακύρωση της συμφωνίας που συνήψε με το δικηγόρο του που δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη διαδικασία ψήφισης καταλόγου εξόδων, είναι εσφαλμένο.

5.        Το τελικό συμπέρασμα ότι δεν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί την έκδοση των αιτουμένων θεραπειών, είναι λανθασμένο.

 

Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας της αίτησης, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο και πεδίο εφαρμογής του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari. Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ.  Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.»  Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.  (Βλ. Αίτηση του Dmytro Firtash (2013) 1 (Γ) AAΔ 2491, και Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 878).

 

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης  (βλ.  Aίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2476 και Αίτηση Μarewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 AAΔ 116).

 

Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ. 4,  σελ. 127-128 αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσης certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις.  Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή.  Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας.  Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο.  Όπως αποφασίστηκε επίσης στην Αίτηση Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ. (αρ. 3) (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1066 το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε ενεργεί ως έφεση υπό μεταμφίεση και ούτε ως μέσο επανακρόασης των ιδίων ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο δικαστήριο.

 

Δεν αμφισβητείται ότι η άσκηση του Πρωτοκολλητή της εξουσίας που του παρέχεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας θεσμούς ψήφισης των εξόδων, αφορά σε οιονεί δικαστική λειτουργία η οποία ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα (βλ. Αίτηση Νεοκλή Ε. Νεοκλέους (2007) 1 ΑΑΔ 477).

 

Όλοι οι λόγοι Έφεσης είναι συναφείς και έχουν στο στόχαστρο τους την πρωτόδικη δικαστική διαπίστωση ότι επιδίωξη του εφεσείοντα με το αίτημα του για ψήφιση του Καταλόγου Εξόδων ήταν (1) η ακύρωση ουσιαστικά της συμφωνίας που κατήρτισε με τους δικηγόρους του ως προς το ύψος της αμοιβής τους, οπότε η διαδικασία ψήφισης εξόδων δεν προσφέρετο για τέτοιο σκοπό και (2) ότι μόνο ο δικηγόρος που διεκδικά τα έξοδα έχει δικαίωμα να αποταθεί για ψήφιση τους.

 

Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη Δ.59 θ.25, η οποία δίνει  ξεκάθαρα τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να ακυρώσει τη συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη ή να μειώσει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του.  Είναι εισήγηση του ότι η γραμματική ερμηνεία της πιο πάνω Διαταγής είναι σαφέστατη και ο δικηγόρος ή ο πελάτης έχουν εξίσου δικαίωμα να προβούν σε χρήση της Διαταγής, διαφορετικά θα προέκυπτε θέμα παραβίασης κάθε έννοιας δικαίου και φυσικής δικαιοσύνης και θα αποστερούσε περαιτέρω στον πελάτη το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατ'  αρχάς την εμβέλεια της Δ.59,  ιδιαίτερα του θεσμού 25, και στη συνέχεια κατά πόσο η Διαταγή αυτή εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση.

 

"Εξέτασα με προσοχή τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο συνήγορος, τη νομολογία στην οποία με παρέπεμψε, καθώς και τις πρόνοιες της Δ.59 θθ. 15, 16, 17 και 25.

 

Η Δ.59 πραγματεύεται το θέμα των εξόδων. Ο Πρωτοκολλητής έχει εξουσία να προβαίνει σε ψήφιση καταλόγου εξόδων, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις μεταξύ δικηγόρου - πελάτη. Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό που επεδίωξε ο αιτητής με την ψήφιση του καταλόγου εξόδων ήταν  ουσιαστικά η ακύρωση της συμφωνίας που είχε με ένα εκ των δικηγόρων του. Αυτή, όμως, η διαδικασία δεν προσφέρεται για την επίτευξη τέτοιου στόχου. Ούτε μπορεί δικηγόρος άλλος από αυτόν που διεκδικεί τα έξοδα να ζητήσει την ψήφιση εξόδων εκ μέρους του πελάτη. Σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι ο δικηγόρος που ζητά την ψήφιση και όχι ο πελάτης. Δεν έχει υποδειχθεί εξάλλου από τον συνήγορο οποιοσδήποτε διαδικαστικός κανονισμός ή νομοθετική πρόνοια ή νομολογία, η οποία προνοεί για τέτοια διαδικασία, έτσι ώστε να καταδειχθεί ότι υπάρχει έστω εκ πρώτης όψεως οποιαδήποτε παρανομία ή υπέρβαση εξουσίας ή αυθαιρεσία ή παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης στην απόφαση της Πρωτοκολλητού.

 

Ούτε η Δ.59 θ.25 που επικαλέστηκε ο συνήγορος εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση. Ο εν λόγω διαδικαστικός κανονισμός προνοεί ως ακολούθως:

 

«Where on taxation between advocate and client the advocate relies upon any agreement and the client objects that it is unfair and unreasonable, the Registrar may enquire into the facts and certify the same to the Court; and if, upon such certificate, it shall appear to the Court or Judge that cause has been shown either for cancelling the agreement or for reducing the amount payable under the same, the Court or Judge shall have power to order such cancellation or reduction, and to give all such directions necessary or proper for the purpose of carrying such order into effect, or otherwise consequential thereon, as to the Court or Judge may seem fit.»[*]

 

Είναι προφανές ότι η Δ.59 θ.25 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ο δικηγόρος στηρίζεται σε συμφωνία και ο πελάτης ενίσταται, ισχυριζόμενος ότι αυτή είναι άδικη και παράλογη. Εννοείται λοιπόν ότι το αίτημα για ψήφιση γίνεται από τον δικηγόρο και ο πελάτης ενίσταται. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Νεοκλέους (2007) 1 ΑΑΔ 477, στη σελ. 480:

 

«Εξέτασα τις ουσιαστικές και δικονομικές πρόνοιες στις οποίες βασίζεται η παρούσα αίτηση και βρίσκω ότι μόνον η Δ.59, θ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι στην πραγματικότητα σχετική.  Η Δ.59, θ.25 προνοεί ότι όταν σε περίπτωση ψήφισης ή επιψήφισης εξόδων μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, ο δικηγόρος βασίζεται σε συμφωνία και ο πελάτης ενίσταται για το λόγο ότι η συμφωνία είναι άδικη και παράλογη (unfair and unreasonable), ο Πρωτοκολλητής μπορεί (may) να ερευνήσει τα γεγονότα και να τα πιστοποιήσει στο δικαστήριο.  Και αν, στη βάση του πιστοποιητικού (του Πρωτοκολλητή) φανεί στο δικαστήριο ότι έχει καταδειχθεί αιτία είτε για την ακύρωση της συμφωνίας, είτε για τη μείωση του πληρωτέου ποσού δυνάμει της συμφωνίας, το δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει τέτοια ακύρωση ή μείωση και να δώσει όλες τις αναγκαίες ή αρμόζουσες οδηγίες με σκοπό την υλοποίηση του διατάγματος του.»

 

 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του προς υποστήριξη της θέσης του ότι το ίδιο δικαίωμα με το δικηγόρο έχει και ο πελάτης να ζητήσει ψήφιση Καταλόγου Εξόδων, αναφέρθηκε στους Κανονισμούς 7 και 12 των Περί Δικηγόρων Κανονισμών ΚΕΦ. 3, Μέρος Ι που προνοούν τα εξής:

 

"7.  The client who disputes the amount of the bill of costs furnished to him by the advocate, may apply to the Registrar of the Court in which the proceedings were conducted in respect of which such costs were incurred to tax the bill of costs, and the Registrar shall tax the bill of costs accordingly."

 

"12.  Any such agreement may be enforced by application, made by the advocate after notice to the client, to the Court in which the business in respect of which such agreement was made was conducted, and, if it shall appear to the Court that such agreement was fair and reasonable, the Court shall order the client to pay the sum due under the agreement."

 

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης παραθέτουμε και τον Κανονισμό 10 που προβλέπει για τη δυνατότητα καταρτισμού συμφωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη ως προς την αμοιβή του δικηγόρου για τις υπηρεσίες του:

"10.  Subject to the conditions and provisions contained in there rules, an advocate may make an agreement in writing with his client respecting the amount and manner of payment for the whole, or any part, of any services, fees, charges or disbursements in respect of business to be done by such advocate, either by a gross sum, or by commission, or percentage, or salary, or otherwise, and either at the same, or a greater rate, or at a less rate as, or than, the rate at which he would otherwise be entitled to be remunerated; but every such agreement shall be subject to the conditions and provisions contained in these rules, which shall be impliedly incorporated in such agreement."

 

Με όλο το σεβασμό προς το δικηγόρο του εφεσείοντα, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ως προς τη σχετικότητα των πιο πάνω Κανονισμών με την παρούσα περίπτωση. Ο μεν Κανονισμός 7 αναφέρεται στην περίπτωση που ο δικηγόρος προμηθεύει τον πελάτη του με το λογαριασμό των εξόδων του και ο τελευταίος τον αμφισβητεί γι΄ αυτό και προσφεύγει στον Πρωτοκολλητή για ψήφιση των εξόδων, ο δε Κανονισμός 12 αναφέρεται στην περίπτωση που ο δικηγόρος ζητά με αίτηση του στο Δικαστήριο, την οποία κοινοποιεί στον πελάτη, εκτέλεση της συμφωνίας που κατήρτισε με τον πελάτη με την οποία καθορίστηκε η αμοιβή του.

 

Στην περίπτωση του εφεσείοντα δεν τέθηκε κανένα στοιχείο ενώπιον της Πρωτοκολλητού ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πριν την καταχώρηση της αίτησης οι δικηγόροι του Rybalchenko,  που τον είχαν εκπροσωπήσει στη διαδικασία της αγωγής και με τους οποίους κατήρτησε ειδική συμφωνία για την αμοιβή τους, απαίτησαν από τον ίδιο την πληρωμή των εξόδων τους ώστε να δικαιούται να προσφύγει στον Πρωτοκολλητή για ψήφιση των εξόδων των δικηγόρων, στη βάση του Κανονισμού 7, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, εφαρμόζεται επί διαδικασίας που έχει ως υπόβαθρο κατάλογο εξόδων, και όχι ειδική συμφωνία, όπως η υπό κρίση περίπτωση.

 

Αντ' αυτού ο κ. Πέτρος Μιχαηλ αποτάθηκε απευθείας στον Πρωτοκολλητή,  ως δικηγόρος του εφεσείοντα, υποβάλλοντας ο ίδιος Κατάλογο Εξόδων εναντίον των δικηγόρων του εφεσείοντα στη διαδικασία της αγωγής, ενώ καμιά νομοθετική πρόνοια δεν του δίνει τέτοιο δικαίωμα.  Ούτε η Δ.59 θ.25 τον βοηθά εφόσον εκείνο που καθίσταται σαφές από τη Διαταγή αυτή είναι ότι στη διαδικασία ψήφισης των εξόδων, σε περίπτωση που ο δικηγόρος βασίζεται σε συμφωνία με τον πελάτη και ο τελευταίος ενίσταται, εφόσον την θεωρεί άδικη και αντικανονική, τότε ο Πρωτοκολλητής προβαίνει σε διερεύνηση των γεγονότων και τα πιστοποιεί στο Δικαστήριο.  Σημειώνεται ότι αυτούσια η Δ.59 θ. 25 παρατίθεται στο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, πιο πάνω.

 

Κατ'  ουδένα λόγο η Δ.59 θ.25 μπορεί να ερμηνευθεί ότι παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να υποβάλει είτε προσωπικά είτε μέσω άλλου δικηγόρου ο ίδιος Κατάλογο Εξόδων των δικηγόρων του για ψήφιση.

 

Διαφορετική ερμηνεία, όπως αυτή που εισηγείται ο κ. Μιχαήλ, οδηγεί σε παράδοξες καταστάσεις γεγονός που εντόπισε τόσο η Πρωτοκολλητής όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.

 

Μόνο ο δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση γνωρίζει τις εργασίες που έκαμε για λογαριασμό του πελάτη του και τι απαιτεί ως αμοιβή του και όχι ο πελάτης ή κάποιος τρίτος δικηγόρος που ενεργεί εκ των υστέρων για τον πελάτη.

 

Έχουμε ανατρέξει στη νομολογία στην οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος του εφεσείοντα προς υποστήριξη των θέσεων του αλλ' ούτε και αυτή είναι σχετική με τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης.   Η υπόθεση Re Solicitor (1961) 2 All E.R. 321, αφορούσε μεν σε αίτημα του πελάτη για ψήφιση του Καταλόγου Εξόδων του δικηγόρου του, αλλά του είχεν ήδη αποσταλεί ο Κατάλογος από το δικηγόρο και τον αμφισβητούσε.  Αυτή είναι και η διαδικασία που προνοείται από τον Κανονισμό 7 των δικών μας περί Δικηγόρων Κανονισμών.  Τονίζουμε και πάλιν ότι εδώ έχουμε περίπτωση ειδικής συμφωνίας και όχι κατάλογο εξόδων.  Τα ίδια ισχύουν και για την υπόθεση Symbol Park Lane Ltd. v. Steggles Palmer (a firm) (1985) 2 All E.R. 167 και Phuah v. Hassan & Kong Yeam, High Court of Malaya, ημερ. 30/9/86, όπου ο δικηγόρος είχε απαιτήσει την πληρωμή των εξόδων του, τα οποία αμφισβητούσε ο πελάτης, γι΄αυτό και o τελευταίος με αίτημα του ζήτησε τη ψήφιση τους.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω είναι κατάληξη μας ότι η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

Α. Λιάτσος, Δ.

 

Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

Α. Πούγιουρου, Δ

/ΚΑς

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο