ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D434
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 108/2017)
1 Δεκεμβρίου, 2017
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ NATALIA CORDUNEANU (BUDU), ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑΣ ΣΤΗ ΜΟΛΔΑΒΙΑ ΤΗΝ 21.4.1985, ΚΑΤΟΧΟΥ ΜΟΛΔΑΒΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS AD SUBJICIENDUM
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤON ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ 97/70
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΗΜΕΡ. 26.7.2017 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 3/16
ΑΙΤΗΤΡΙΑ
ΚΑΙ
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
_ _ _ _ _ _
Θ. Ιωαννίδης και Π. Χατζηπαναγιώτου, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα) Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την αίτηση αρ. 3/16, η οποία καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η Δημοκρατία της Μολδαβίας επιδίωξε την έκδοση της Αιτήτριας για αδικήματα που περιστρέφονται γύρω από εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης συμπατριώτισσάς της και υποβολής της σε καταναγκαστική εργασία, όταν η τελευταία βρισκόταν στην Κύπρο. Η αίτηση εδραζόταν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων, η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον Νόμο 95/70 (η Σύμβαση) και στον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο, Ν. 97/70 (ο Νόμος).
Το αίτημα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας έγινε αποδεκτό, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, έκρινε ότι είχαν καλυφθεί οι προϋποθέσεις του Νόμου και της Σύμβασης.
Η Αιτήτρια, θεωρώντας εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση, άσκησε το μοναδικό εκ του νόμου ένδικο μέσο που είχε στη διάθεσή της για προσβολή της απόφασης, καταχωρώντας αίτημα για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Προβάλλει ότι η απόφαση είναι παντελώς λανθασμένη και η κράτησή της παράνομη. Θέτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν συνυπολόγισε και/ή δεν στάθμισε ορθά και/ή δεν έλαβε υπόψη του όλα τα γεγονότα ή και νομικά σημεία που είχε ενώπιόν του. Συγκεκριμένα, εισηγείται ότι δεν τεκμηριώθηκε διάπραξη οποιωνδήποτε αδικημάτων ή αδικημάτων τα οποία έλαβαν χώραν στο έδαφος της Μολδαβίας, ότι παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην όλη υπόθεση, ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στη Δημοκρατία της Μολδαβίας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του όλα τα απαραίτητα έγγραφα και ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 του Νόμου εξουσιοδότηση προς έναρξη της διαδικασίας της έκδοσης δεν είχε εκδοθεί εγκαίρως.
Το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus απασχόλησε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191. Λέχθηκαν τα εξής, στις σελίδες 199-201:
«Τέλος έχει εγερθεί το εξής θέμα: ποίο ακριβώς είναι το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις habeas corpus. Η δικαιοδοσία του, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό, είναι πράγματι περιορισμένη. Αυτή είναι η άποψη που επικράτησε από την αρχή, όταν ανεφύη το θέμα, στη νομολογία. Το δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες του εξουσίες. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αναθεωρήσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.
Αναγνωρίζεται όμως στο Ανώτατο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση» επαρκής μαρτυρία για την έκδοση με την έννοια που προεκτέθηκε. Την αρχή αυτή αποσαφήνισε η Schtraks v. Government of Israel [1962] 1 All E.R. 529, το δε κριτήριο που έθεσε υιοθέτησε η Hayek, ανωτέρω. Παρατηρεί ο Lord Redd με τη διεισδυτικότητα και σαφήνεια που διακρίνει τη νομική του σκέψη (σελ. 533):.
"The court (the Divisional Court), and on appeal this House, can and must consider whether on the material before the magistrate a reasonable magistrate would have been entitled to commit the accused, but neither a court nor this House can retry the case so as to substitute its discretion for that of the magistrate. In the first place the court must see what is the offence charged...Next it is necessary to determine whether the material before the magistrate was adequate to justify committal."
Παρόμοιες σκέψεις απηχεί η μεταγενέστερη νομολογία χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενο της παραπάνω αρχής: Armah v. Government of Ghana. [1966] 3 All E.R. 177. Δεν υπάρχουν στις κατοπινές υποθέσεις αφιστάμενες απόψεις. Η West German Govemement v. Sotiriadis (1974) 1 All E.R. 692, αφού αναφέρεται στις δύο προηγούμενες αποφάσεις, διευκρινίζει πως σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία το δικαστήριο διατάζει την αποφυλάκιση του υποδίκου. Η έλλειψη μαρτυρίας δεν συνιστά, υπό αυστηρή έννοια, υπέρβαση εξουσίας αλλά νομική πλάνη. Ομως στο δίκαιον της εκδόσεως επικράτησε το νομικό λάθος να θεωρείται υπέρβαση εξουσίας. Η απόφαση αντιμετώπισε και την περίπτωση που έχουμε κάποια μαρτυρία που υποστηρίζει την παραπομπή και θέτει το ζήτημα ως εξής:(σελ. 706)
"Accordingly, your Lordships would be entitled to allow this appeal if you were satisfied that there was no evidence before the magistrate that the applicant had committed either of the offences with which he was charged But, if there was some evidence, you would not be entitled to substitute your own appreciation of its weight or cogency for that of the magistrate on whom jurisdiction to determine whether the evidence is sufficient to justify committal is conferred by s 10 of the Act."
Η πιο πρόσφατη απόφαση Re Osman [1988] Grim. LA. 611 αναφερόμενη στο κριτήριο αξιολόγησης της μαρτυρίας κάμνει την εξής παρατήρηση:
"as a working guide, the test to be applied was to consider the evidence to see whether it was such that upon it a reasonable jury properly directed could convict."»
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρμοδιοτήτων, θα πρέπει να εξετασθεί η υπό κρίση αίτηση.
Το άρθρο 7 του Νόμου προβλέπει περί της εντολής του Υπουργού Δικαιοσύνης, ήτοι της «εξουσιοδότησις προς έναρξιν της διαδικασίας της εκδόσεως», ως απαραίτητης προϋπόθεσης για εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου. Προβάλλει η πλευρά της Αιτήτριας ότι παράτυπα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την εν λόγω εξουσιοδότηση, ενώ αυτή δεν είχε κατατεθεί ως τεκμήριο πριν την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης.
Η εξεταζόμενη εισήγηση στερείται βάθρου στήριξης. Όπως μπορεί να διαπιστωθεί από τον φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας, η υπό αναφορά εξουσιοδότηση, ημερομηνίας 18.8.2016, κατατέθηκε ως τεκμήριο την επομένη, στις 19.8.2016. Προηγουμένως, στις 29.7.2016, η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας ζήτησε χρόνο προκειμένου να παραληφθούν τα απαραίτητα έγγραφα από τη Μολδαβία, να καταχωρηθεί η εξουσιοδότηση του Υπουργού και να ξεκινήσει η διαδικασία. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και η υπόθεση επανορίστηκε για τις 19.8.2016, οπόταν, ως λέχθηκε, καταχωρήθηκε η εξουσιοδότηση. Κατά την ημερομηνία αυτή, ζητήθηκε και ημερομηνία ακρόασης. Προγραμματίστηκε η υπόθεση για ακρόαση για τις 16.9.2016, αλλά η διαδικασία δεν ξεκίνησε, αφού παρατηρήθηκε καθυστέρηση εκ μέρους της Δημοκρατίας στην προμήθευση των απαραίτητων εγγράφων στην πλευρά της Αιτήτριας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε στις 28.9.2016, οπόταν και προσφέρθηκε η μαρτυρία της πρώτης μάρτυρας για τη Δημοκρατία.
Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παρατυπία, δεδομένου ότι η απαραίτητη προς έναρξη της διαδικασίας εξουσιοδότηση είχε ήδη κατατεθεί προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης με την παρουσίαση της μαρτυρίας της πρώτης μάρτυρας.
Εκθετες σε απόρριψη είναι επίσης οι εισηγήσεις ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του όλα τα απαραίτητα έγγραφα και ότι κατατεθέντα αντίγραφα εγγράφων δεν έφεραν την απαραίτητη επίσημη σφραγίδα των αρμοδίων αρχών της Μολδαβίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί παρέμειναν μετέωροι, αφού δεν τεκμηριώθηκαν εκ μέρους της Αιτήτριας. Αντιθέτως, υπήρχε, ικανοποιητική, επί του ζητήματος, μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία ορθά και έγινε αποδεκτή.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας επικέντρωσαν την προσοχή τους στην προώθηση της εισήγησης ότι δεν έχει αποκαλυφθεί διάπραξη ποινικών αδικημάτων και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται η Αιτήτρια διεπράχθησαν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι εν μέρει και στο έδαφος της Μολδαβίας, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε.
Η έκδοση της Αιτήτριας, όπως εντοπίζεται από τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν και όπως αποτυπώνεται στη σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού, ζητήθηκε με σκοπό τη δίκη της στη Μολδαβία για το αδίκημα της εμπορίας και εκμετάλλευσης προσώπου, κατά παράβαση του άρθρου 165(2) του Μολδαβικού Ποινικού Κώδικα. Κατηγορείται, συγκεκριμένα, ότι κατά την περίοδο Νοεμβρίου 2013 - Ιανουαρίου 2014, διέπραξε μαζί και σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, από την Κύπρο στην οποία βρισκόταν, το αδίκημα της εμπορίας και εκμετάλλευσης προσώπου, αφού, έχοντας προσελκύσει, με υποσχέσεις για εργασία με υψηλές απολαβές σε φάρμα στην επαρχία Λάρνακας, ομοεθνή της στη Μολδαβία, την Elena Pereu, την έπεισε να έρθει στην Κύπρο και στη συνέχεια την εγκλώβισε στην εν λόγω φάρμα εξαναγκάζοντάς την σε καταναγκαστική εργασία για περίοδο δύο περίπου μηνών.
Όπως βάσιμα εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η κατ΄ ισχυρισμόν εγκληματική πράξη συνιστά και παράβαση της κυπριακής νομοθεσίας και συγκεκριμένα του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014, Ν. 60(Ι)/2014. Ορθά επίσης σημειώνει ότι το αδίκημα για το οποίο εκζητείται η Αιτήτρια εμπίπτει στα αδικήματα για τα οποία δύναται να χωρέσει έκδοση. Περαιτέρω, τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα δικαιολογούσαν την κατάληξή του ότι η εκζητούμενη δεν διώκετο για αδικήματα πολιτικού χαρακτήρα και πως είχαν παρασχεθεί από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας οι απαραίτητες εγγυήσεις ως προς το σεβασμό όλων των δικαιωμάτων της. Παρεμβάλλω, επί του προκειμένου, ότι η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Αιτήτριας περί τεράστιων δημοκρατικών ελλειμμάτων στη Μολδαβία και πιθανής καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της εκζητούμενης στην περίπτωση που ήθελε εκδοθεί, δεν τεκμηριώθηκε, αφού η πλευρά της Αιτήτριας δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε, στο χαμηλό βαθμό που αυτό απαιτείται σε υποθέσεις αυτής της φύσης, ήτοι δεν παρουσίασε στοιχεία που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογη ή σοβαρή πιθανότητα ή ουσιώδεις λόγους προς υποστήριξη των θέσεών της (In Re Essa (2007) 1 AAΔ 1127, 1136).
Επανερχόμενος στο ζήτημα της ύπαρξης μαρτυρίας διάπραξης εγκληματικής πράξης, υπενθυμίζω ότι στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας εξετάζεται κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός των νομίμων ορίων άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Ελέγχεται κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα σωστά πλαίσια, αν δηλαδή υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για τους σκοπούς της παραπομπής και έκδοσης της Αιτήτριας. Όπως συνοψίζονται οι αρχές στην απόφαση Hachem (ανωτέρω):
«Πρέπει όμως πρώτα να διευκρινίσουμε τις νομικές αρχές που διέπουν τη βασιμότητα των κατηγοριών όπως ενσωματώνονται στην υπουργική εξουσιοδότηση. Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται ρητά από το νόμο {άρθρ. 9 (5)}. Αφορά δε τα προσαγόμενα από τη ξένη χώρα αποδεικτικά στοιχεία: In re Manfred Mutke (1982) 1 C.L.R. 922. To επαρχιακό δικαστήριο αποφαίνεται κατά πόσον η μαρτυρία αυτή είναι επαρκής για να παραπεμφθεί ο συλληφθείς σε δίκη εφόσον το αδίκημα είχε διαπραχθεί στην Κύπρο. Αναφορικά με το επίπεδο ή το βαθμό απόδειξης εισάγεται το κριτήριο του άρθρ. 94 του Κεφ. 155 που ισχύει για τις προανακρίσεις. Είναι αρκετό δηλαδή, για να διαταχθεί η έκδοση αν η προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργεί, όπως ορίζει το αρθρ. 94, πιθανό τεκμήριο ενοχής. Βλέπε Re Jean Gabriel Hayek (1983) 1 C.L.R. 266.»
Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Konovalova, Πολ. ΄Εφεση Αρ. 436/2011, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639, λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το επίπεδο απόδειξης:
«Κατά πόσο, δηλαδή, η προσαχθείσα μαρτυρία, απαλλαγμένη από τα μη αποδεκτά μέρη της και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αντιφατική μαρτυρία, τεκμηριώνει πιθανή υπόθεση ενοχής ώστε η μαρτυρία αυτή να στοιχειοθετεί υπόθεση για παραπομπή του φυγόδικου σε δίκη βάσει του άρθρου 94 της Ποινικής Δικονομίας. Και αυτό, όπως παρατηρήθηκε per curiam στην εν λόγω απόφαση, στη βάση φιλελεύθερης ερμηνείας του ημεδαπού (ποινικού) δικαίου προς ευόδωση του στόχου της καταπολέμησης του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας τις πιο πάνω αρχές, και βασιζόμενο, ως ήταν υποχρέωσή του, σε μαρτυρικά στοιχεία που συνιστούσαν παραδεκτή μαρτυρία, αποφεύγοντας την εις βάθος αξιολόγησή τους, έκρινε ότι είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155. Το εύρημά του δεν μπορεί να ανατραπεί. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια εμπεριέχουν το στίγμα της συνομωσίας προς στρατολόγηση, εμπορία και εκμετάλλευση προσώπου. Όπως ορθά εντοπίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το γεγονός ότι η Αιτήτρια βρισκόταν στην Κύπρο, δεν μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στην έκδοσή της. Η Pereu βρισκόταν στη Μολδαβία κατά τον κρίσιμο χρόνο της στρατολόγησής της και, κατά προέκταση, τα κατ΄ ισχυρισμό αδικήματα διεπράχθησαν, τουλάχιστον εν μέρει, και στη Δημοκρατία της Μολδαβίας.
Συνεπώς, δεν έχουν προβληθεί οποιοιδήποτε συγκεκριμένοι λόγοι που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το εξεταζόμενο πρωτόδικο εύρημα και η ανάλογη εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Αιτήτριας απορρίπτεται.
Προβλήθηκε, τέλος, ότι παρατηρήθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος για έκδοση της Αιτήτριας και περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν εντοπίζεται στοιχειοθέτηση οποιασδήποτε υπαίτιας καθυστέρησης σε ό,τι αφορά στην πρωτόδικη διαδικασία. Περαιτέρω, λόγω έλλειψης στοιχείων, δεν μπορεί να εξεταστεί ζήτημα καθυστέρησης στην έναρξη δίωξης εκ μέρους των αρχών της Μολδαβίας (In re Gardner (2004) 1 ΑΑΔ 1481, 1488-1489).
Εν πάση περιπτώσει, τυχόν καθυστέρηση η οποία θα μπορούσε να επιδράσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στα δικαιώματα της Αιτήτριας, από την άποψη της δυνατότητας δίκαιης δίκης, είναι ζήτημα το οποίο εμπίπτει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Μολδαβίας, τα οποία είναι και τα μόνα αρμόδια να την συνεκτιμήσουν στα πλαίσια της όλης διαδικασίας που θα λάβει χώραν ενώπιόν τους. Ούτε και βρισκόμαστε ενώπιον εκτεταμένου χρονικού διαστήματος, ούτως ώστε, το μήκος του χρόνου που παρήλθε, να έχει επιφέρει τέτοιες διαφοροποιήσεις στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες της Αιτήτριας, που θα ήταν άδικο και καταπιεστικό να εκδοθεί, ιδίως συσχετιζόμενο το όλο ζήτημα με τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση. Σημειώνεται σχετικά ότι οι προσωπικές συνθήκες της Αιτήτριας δεν διαφοροποιήθηκαν στο διάστημα μεταξύ 2014 και 2017 (Kakis v. Government of the Republic of Cyprus (1978) 3 All E.R. 634, HL, Sergeenva (Αρ. 2) (2012) 1 ΑΑΔ 1574, 1579).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.