ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Αφρ. Κυριάκου (κα) για Ν. Καλλή, για τους Εφεσείοντες. Χ. Αγαπίου (κα) για Χρ. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΡΟΥΤΑΡΙΑ ΤΟ ΠΑΝΕΡΙ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. ν. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 426/2011, 29/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A432

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 426/2011)

 

29 Νοεμβρίου 2017 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

1.   ΦΡΟΥΤΑΡΙΑ ΤΟ ΠΑΝΕΡΙ ΛΙΜΙΤΕΔ

2.   ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΚΑΤΤΑΣΗ,

3.   ΝΙΝΑ ΚΑΤΤΑΣΗ,

Εφεσείοντες

-         ΚΑΙ   -

 

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,

Εφεσίβλητης

-------------------------------------

Αφρ. Κυριάκου (κα) για Ν. Καλλή, για τους Εφεσείοντες.

Χ. Αγαπίου (κα) για Χρ. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

--------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε μετά από ακροαματική διαδικασία απόφαση εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας για το ποσό των €69.462,21 με τόκο προς 9% ετησίως από 1.8.2008 μέχρι εξοφλήσεως επί του ποσού των €37.014,66 και εναντίον των εφεσειόντων 2 και 3, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με την εφεσείουσα εταιρεία, για το ποσό των €68.065,38 πλέον τόκο προς 8.5% ετησίως επί του ποσού των €36.263,83 από 1.8.2008 μέχρι την εξόφληση.  Επιδικάσθηκαν επίσης έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον όλων των εφεσειόντων αλληλέγγυα και κεχωρισμένα.

 

         Η αγωγή που ηγέρθηκε από την τράπεζα εναντίον όλων των εφεσειόντων βασιζόταν σε συμφωνία ημερ. 2.4.1992 με την οποία παραχωρήθηκαν προς την εφεσείουσα εταιρεία διευκολύνσεις και ή παρατράβηγμα, υποχρεώσεις που εγγυήθηκαν αλληλέγγυα και κεχωρισμένα οι εφεσείοντες 2 και 3, μέχρι ποσού ύψους ΛΚ 46.000 πλέον τόκους προς 8.5% ετησίως.  Η συμφωνία της τράπεζας με την εφεσείουσα εταιρεία προέβλεπε τον καθορισμό τόκου ύψους 9% ετησίως επί του τρεχούμενου λογαριασμού που ανοίχθηκε ή τόκο ίσο προς το εκάστοτε ανώτατο ποσοστό επιτοκίου που επιτρέπεται από το Νόμο.  Το επιτόκιο αυτό μετατράπηκε από τις 26.3.2011 σε 12% και από τις 7.9.2006 σε 10.5% και προς τούτο η τράπεζα ενημέρωσε όλους τους εφεσείοντες με σχετικές επιστολές.  Λόγω μη τήρησης εκ μέρους των εφεσειόντων των όρων της συμφωνίας, η τράπεζα τερμάτισε τη λειτουργία του λογαριασμού και τους κάλεσε να εξοφλήσουν το χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο στις 31.8.2007 ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ79.704,70 με τόκο προς 10.5% από 1.9.2007 επί ποσού ΛΚ78.288,98 μέχρι εξόφλησης. 

 

        Το Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία τριών μαρτύρων από πλευράς της τράπεζας και τη θέση του εφεσείοντα 2, ο οποίος ήταν και διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας.  Περαιτέρω άκουσε τη μαρτυρία του λογιστή εκ μέρους της εταιρείας, ο οποίος με την ανάλυση που διενήργησε και αφαιρώντας όλες τις, κατά την άποψη του, αυθαίρετες χρεώσεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε και πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος των εφεσειόντων ανερχόμενο στις 5.5.1998 στις ΛΚ7.809,65.  Ο μάρτυρας αυτός δεν είχε ολοκληρώσει τον έλεγχο των λογαριασμών των εφεσειόντων και ιδιαιτέρως της εταιρείας κατά το χρονικό σημείο της μαρτυρίας του.  Η βασική θέση των εφεσειόντων ήταν ότι η τράπεζα δεν προέβαινε σε ορθές χρεώσεις, ενημέρωνε δε τους λειτουργούς της τακτικά επί του θέματος αυτού, αναγκαζόμενοι στο τέλος να σταματήσουν τις συναλλαγές τους με την τράπεζα και τη  λειτουργία του λογαριασμού ακριβώς λόγω των αυθαίρετων αυτών χρεώσεων και του υπερτοκισμού.  Η εταιρεία και οι εφεσείοντες γενικώς θεωρούσαν τον τερματισμό που έγινε από την τράπεζα ως παράνομο και ενώ κατέθεταν χρήματα στο λογαριασμό, περιέργως το ποσό της οφειλής αυξανόταν.  Εν τέλει μετά από διάφορες οχλήσεις η εταιρεία παρέλαβε αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού με αφαιρεμένες τις αυθαίρετες χρεώσεις και τους επί πλέον τόκους και γι΄ αυτό ανατέθηκε στο λογιστή της εταιρείας, ο έλεγχος των τραπεζικών καταστάσεων ώστε να διαφανεί η αλήθεια.

         Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων εκ μέρους της εφεσίβλητης τράπεζας, χαρακτηρίζοντας σαφή και ειλικρινή τη μαρτυρία του Γεώργιου Παπαδόπουλου, Μ.Ε.1, ο οποίος και δεν αντεξετάστηκε ουσιωδώς, καθώς και τη μαρτυρία της Αγνής Προκοπίου, Μ.Ε.3, η κατάθεση της οποίας χαρακτηριζόταν από σαφήνεια και λεπτομερή περιγραφή των λογαριασμών που κατατέθηκαν.  Ως προς τη μαρτυρία της Μαρίας Κουμέρα, Μ.Ε.2., που είχε ετοιμάσει τις αναθεωρημένες καταστάσεις λογαριασμού, το
Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ήταν πάντοτε έτοιμη να απαντήσει επί ορισμένων χρεώσεων και δεν γνώριζε τι αντιπροσώπευαν ορισμένοι αριθμοί.  Η κατάθεση της όμως θα έπρεπε να ιδωθεί σε σχέση με το περιορισμένο έργο που ανέλαβε, αυτό της ετοιμασίας των αναθεωρημένων λογαριασμών και επίσης να συγκεραστεί με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων εκ μέρους της τράπεζας.  Από την άλλη, δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2, η μαρτυρία του οποίου ερχόταν σε σύγκρουση με τη δικογραφία ή αναφέρονταν για πρώτη φορά θέσεις που δεν είχαν υποβληθεί κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της τράπεζας.  Η μαρτυρία του ήταν γενικώς αόριστη παραπέμποντος στο λογιστή του Μ.Ε.2, ο οποίος όμως δεν επιβεβαίωσε τις θέσεις του και ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν είχε ολοκληρώσει την εργασία του.  Το Δικαστήριο κατέγραψε συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία δεν τέθηκαν στην πλευρά της εφεσίβλητης τράπεζας για να έχει την ευκαιρία να τα αντικρούσει.

 

         Το Δικαστήριο κατέληξε εν τέλει στο εύρημα ότι είχε αποδειχθεί η σύναψη της συμφωνίας περί ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού, καθώς και η σύναψη της  συμφωνίας εγγυήσεως, υπήρξε δε νόμιμος τερματισμός της συμφωνίας στη βάση των διαφόρων τεκμηρίων που κατατέθηκαν κατά τη μαρτυρία, τα οποία και προσδιόρισαν και το χρέος το οποίο οφειλόταν στο συγκεκριμένο χρόνο. 

 

        Με την έφεση αμφισβητούνται με εννέα λόγους τα ευρήματα και η κατάληξη του Δικαστηρίου με βασική τοποθέτηση που διατρέχει όλους τους λόγους ότι το χρεωστικό υπόλοιπο της εφεσείουσας εταιρείας και κατ΄ επέκταση και των εφεσειόντων 2 και 3 ως εγγυητών, δεν ήταν ορθό.  Η θέση που προβάλλεται είναι ότι υπήρχαν αυθαίρετες χρεώσεις από πλευράς της εφεσίβλητης τράπεζας που δεν αφαιρέθηκαν, ενώ δεν προστέθηκαν εκείνα τα ποσά που η εφεσείουσα εταιρεία κατέθεσε σε πίστωση του λογαριασμού της χωρίς επίσης να προσδιοριστούν με ακρίβεια και οι ανάλογοι τόκοι επί των διαφόρων ποσών.  Συναφής είναι και η θέση ότι κακώς το Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα των εφεσειόντων που διενήργησε δικό του λογιστικό έλεγχο σε αντίθεση με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης τράπεζας, η οποία προερχόταν από μη ειδικούς και προς τούτο λανθασμένα έγινε αποδοχή και της μαρτυρίας της Μαρίας Κουμέρα, Μ.Ε.2, για την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι θα ήταν επισφαλές να βασιστεί στη μαρτυρία της.  Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμών χωρίς να είχε ενώπιον του με λεπτομέρεια την περιγραφή του κάθε ποσού και τι αυτό αντιπροσώπευε, ενώ η εφεσίβλητη τράπεζα παρέλειψε να προσκομίσει και τις έντυπες μορφές των χρεωστικών και πιστωτικών σημειώσεων, όλα τα φύλλα επιταγών και τις αποδείξεις καταθέσεων μετρητών και επιταγών.  Διερωτούνται οι εφεσείοντες πώς εφόσον ο λογαριασμός τους λειτουργούσε ομαλά μέχρι τις 5.5.1998, ημερομηνία κατά την οποία το χρεωστικό υπόλοιπο ήταν ΛΚ29.696,90 το  υπόλοιπο αυτό να ανήλθε στις 5.10.1999 στις ΛΚ43.598,28 ενώ κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα έγιναν μόνο δεκαοκτώ καταθέσεις από τους εφεσείοντες συνολικού ύψους ΛΚ1.800.  Περαιτέρω, ενώ η τράπεζα κατέθεσε το Τεκμήριο 13 το οποίο περιείχε όλες τις αυθαίρετες χρεώσεις ύψους ΛΚ25.790,54 και το υπόλοιπο κατά τον τερματισμό του λογαριασμού στις 18.8.2000 με το Τεκμήριο 4, ήταν ΛΚ33.554,02, το οφειλόμενο υπόλοιπο έπρεπε να ήταν κατά πολύ λιγότερο με την απλή αφαίρεση του πρώτου ποσού από το δεύτερο ώστε με την προσθήκη και των πιστώσεων  που προέκυπταν από γραμμάτιο που είχε καταθέσει ο εφεσείων 2 και ποσά προερχόμενα από δύο βιβλιάρια, δεν θα έπρεπε να υπάρχει οποιοδήποτε υπόλοιπο.

 

        Η ουσιαστική θέση της εφεσίβλητης τράπεζας είναι ότι ο βασικός συλλογισμός των εφεσειόντων βασίζεται στη λανθασμένη λογική της απομόνωσης του Τεκμηρίου 13, από το οποίο όμως είχε ήδη αφαιρεθεί ολόκληρο το ποσό των τόκων που περιλαμβανόταν στα τεκμήρια 9 και 10Α και όχι μόνο ο τόκος που αναλογούσε στις χρεώσεις που η τράπεζα αφαίρεσε από τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 11 και 12.   Λανθασμένος είναι επίσης και ο ισχυρισμός ότι η τράπεζα προχώρησε στην αφαίρεση των χρεώσεων κρίνοντας ότι δεν έπρεπε να χρεωθούν μετά που αυτές οι χρεώσεις επιβαρύνθηκαν με τόκο.  Η τράπεζα όμως είχε για την προώθηση της αξίωσης της ήδη αφαιρέσει όλες τις χρεώσεις που έπρεπε να αφαιρεθούν και οι αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού κάλυπταν όλη την περίοδο λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού αρχίζοντας με μηδενικό υπόλοιπο.  Στις νέες αυτές καταστάσεις δεν περιελήφθησαν οποιεσδήποτε λανθασμένες χρεώσεις και επομένως δεν υπήρχαν ούτε και τόκοι επιβάρυνσης.  Σε σχέση με το ποσό του γραμματίου το οποίο ήταν ΛΚ13.236,60 και όχι ΛΚ12.735,83, αυτό αφαιρέθηκε από το χρεωστικό υπόλοιπο της εφεσείουσας εταιρείας και δεν αμφισβητήθηκε το ζήτημα, ούτε υποβλήθηκε σε μάρτυρα της τράπεζας ότι το ποσό δεν αφαιρέθηκε.  Η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην παράδοση των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού από την τράπεζα προς τους εφεσείοντες δεν απαλλάσσει τους τελευταίους από την υποχρέωση πληρωμής και εξόφλησης του χρεωστικού λογαριασμού.  Ως προς τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα των εφεσειόντων, ορθά το Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε στις θέσεις του, όχι μόνο γιατί ο έλεγχος που διενήργησε δεν είχε ολοκληρωθεί, αλλά και διότι ο μάρτυρας αυτός αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού.  Η μαρτυρία γενικώς των μαρτύρων της τράπεζας κρίθηκε στο πλαίσιο που επιτρέπει η νομολογία και το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση αυτή εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δείχνουν ότι η αξιολόγηση δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή ή αντιστρατεύετο την κοινή λογική ή ήταν αντίθετη με άλλη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. 

 

        Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν στο σύνολο τους.  Αυτό, διότι από τη προσεκτική μελέτη των πρακτικών που τηρήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι φανερό ότι η μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης τράπεζας ήταν σαφής και στηριζόμενη στα στοιχεία εκείνα που η τράπεζα καθηκόντως τηρούσε και τα οποία στοιχεία παρουσιάστηκαν με τον δέοντα τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου περιλαμβανομένου και του πιστοποιητικού που προνοείται από το άρθρο 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, ως αυτός έχει ιδιαιτέρως τροποποιηθεί στο ζήτημα με το Νόμο αρ. 32(Ι)/2004.  Οι τρεις μάρτυρες από πλευράς της εφεσίβλητης τράπεζας κατέθεσαν δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους όπου περιέγραψαν τις αντίστοιχες θέσεις που κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και την εμπλοκή και ανάμειξη τους με τον επίδικο λογαριασμό.  Παρά την επίμονη αντεξέταση που υπέστησαν και ιδιαίτερα η Μαρία Κουμέρα, εν τούτοις η όλη μαρτυρία τους χαρακτηριζόταν από συνοχή και σαφήνεια χωρίς να διαπιστώνεται ουσιώδης υπαναχώρηση σε οποιοδήποτε ζήτημα.

 

        Η αξιολόγηση που έγινε από το Δικαστήριο της μαρτυρίας των μαρτύρων της εφεσίβλητης τράπεζας, αλλά και των μαρτύρων των εφεσειόντων πρέπει να κριθεί μέσα στο πλαίσιο της γνωστής νομολογίας ότι το έργο της αξιολόγησης βαρύνει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει άμεση επαφή με τους μάρτυρες και βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση να παρατηρήσει τον τρόπο της κατάθεσης αυτών υπό το φως και της αντεξέτασης, πάντοτε στη ζωντανή ατμόσφαιρα της διαδικασίας.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία σε αυτή την αξιολόγηση παρόλο που έχει το δικαίωμα, εκτός και εάν η αξιολόγηση αντιστρατεύεται την κοινή λογική, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτή ή αντιβαίνει άλλη παραδεκτή μαρτυρία ή τα αδιαμφισβήτητα τεκμήρια που κατατίθενται, (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826, Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 425, Λέντζας ν. Laos Brothers Ltd, Πολ. Έφ. 140/2011, ημερ. 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A577 και Tolgay Erbekci ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 308/2011, ημερ. 6.10.2017), ECLI:CY:AD:2017:A341

 

Το Δικαστήριο έδωσε ικανοποιητικούς λόγους γιατί αποδέχθηκε τη μαρτυρία της τράπεζας και όχι αυτή των εφεσειόντων.  Να σημειωθεί ότι είναι λανθασμένη η θέση που προβάλλεται με τον πέμπτο, έκτο και όγδοο λόγο έφεσης ότι το Δικαστήριο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία της Κουμέρα διότι ρητώς το Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι εάν η συγκεκριμένη μάρτυς δεν υποστηριζόταν στη μαρτυρία της από τους άλλους μάρτυρες της τράπεζας ενδεχομένως να υπήρχε πρόβλημα.  Όμως, όπως ορθά τονίστηκε, η μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία, ενώ η μαρτυρία της Μ.Ε.3 είχε σκοπό να επεξηγήσει περαιτέρω την κατάθεση των αναδομημένων λογαριασμών και διάφορους κωδικούς τους οποίους η Κουμέρα αγνοούσε.  Να σημειωθεί περαιτέρω ότι η πλείστη αντεξέταση έγινε από τον ίδιο τον εφεσείοντα 2 μετά την αποχώρηση του πρώτου δικηγόρου του και είναι εμφανές από τα πρακτικά που τηρήθηκαν ότι όλες οι ερωτήσεις του είχαν απαντηθεί με τον δέοντα τρόπο από τους μάρτυρες της τράπεζας, ενώ πολλά ζητήματα τα οποία εν τέλει παρουσιάστηκαν κατά την κατάθεση του ιδίου του εφεσείοντα 2, ως μάρτυρα για την πλευρά των εφεσειόντων, δεν είχαν τεθεί κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της εφεσίβλητης τράπεζας.  Παραδείγματα της παράλειψης αντεξέτασης αναφέρονται από το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2, αφιερώνοντας προς τούτο μια και πλέον σελίδες της απόφασης.

 Είναι επίσης φανερό ότι από τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 και τις απαντήσεις που έδωσαν οι μάρτυρες της τράπεζας, όλα τα υπό αυτού αμφισβητούμενα ποσά ως αυθαίρετες χρεώσεις είχαν αφαιρεθεί, περιλαμβανομένων και των σχετικών τόκων, εξ ου και η κατάσταση των αναθεωρημένων λογαριασμών είναι ελεύθερη από οποιεσδήποτε προβληματικές ή αυθαίρετες χρεώσεις.  Το Δικαστήριο δέχθηκε στο σκεπτικό του τις εξηγήσεις που έδωσαν οι μάρτυρες Κουμέρα και Προκοπίου στο ότι το Τεκμήριο 13 περιείχε όλες τις χρεώσεις που αφαιρέθηκαν, καθώς και τους αφαιρεθέντες τόκους, έτσι ώστε να είχε αφαιρεθεί το σύνολο του ποσού των τόκων που περιλαμβάνοντο στα Τεκμήρια 9 και 10Α (λογαριασμοί) και όχι μόνο ο τόκος που αναλογούσε στις χρεώσεις που η τράπεζα αφαίρεσε από τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 11 και 12.  Η μαρτυρία των τραπεζικών υπαλλήλων έδειξε σαφώς ότι το σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή παρουσίαζε τις χρεωπιστώσεις χωρίς τόκους.  Αφαιρέθηκαν στη συνέχεια οι μη επιτρεπτές χρεώσεις, και μετά τίθετο το επιτόκιο για το τελικό αποτέλεσμα, εφόσον ο λογαριασμός των εφεσειόντων ήταν τοκοφόρος.

 

Το γραμμάτιο στο οποίο έδωσε έμφαση ο εφεσείων 2, κατά την αντεξέταση και τη μαρτυρία του, έκλεισε και μεταφέρθηκε μαζί με τους τόκους στο λογαριασμό και  αφαιρέθηκε από το χρεωστικό υπόλοιπο, ενώ η θέση του ότι οι καταθέσεις που κατά τον ίδιο υπήρχαν σε βιβλιάρια καταθέσεων και δεν πιστώθηκαν, δεν είχε υποστηριχθεί με ουσιαστική μαρτυρία ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να πιστοποιήσει ότι πράγματι υπήρχαν τα εν λόγω βιβλιάρια.  Ο ίδιος ο εφεσείων δεν μπόρεσε να τα εντοπίσει και να τα παρουσιάσει, ενώ ήταν και η ύπαρξη τουλάχιστον του ενός από τα θέματα που δεν τέθηκαν κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της εφεσίβλητης τράπεζας.

 

        Όσον αφορά τη μαρτυρία του λογιστή Δημητρίου εκ μέρους των εφεσειόντων, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπόρεσε να βασιστεί στη μαρτυρία αυτή, όχι μόνο γιατί ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με ολοκληρωμένη εισήγηση εφόσον συνέχιζε να διενεργεί έλεγχο των καταστάσεων λογαριασμού, έλεγχο που δεν είχε ολοκληρώσει, αλλά το σημαντικότερο διότι δεν είχε υπόψη του τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού όπως ρητώς παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, και στη σελ. 169 των πρακτικών.  Ο όποιος έλεγχος διενεργήθηκε από αυτόν έγινε στη βάση των καταστάσεων που του έδωσαν οι ίδιοι οι εφεσείοντες και επομένως δεν είχε  υπόψη του το αναδομημένο τελικό υπόλοιπο, από το οποίο είχαν ήδη αφαιρεθεί η κάθε χρέωση που η τράπεζα θεώρησε ότι δεν δικαιούτο με αποτέλεσμα να συμπαρασύρεται και ο οποιοσδήποτε τόκος είχε προηγουμένως επιβληθεί. 

 

        Ούτε ευσταθεί ο λόγος έφεσης που αφορά στην καθυστέρηση της παρουσίασης και παράδοσης των αναδομημένων λογαριασμών εξαιτίας της οποίας οι εφεσείοντες επιβαρύνθηκαν με πρόσθετα ποσά και τόκους, διότι δεν είναι αυτή η καθυστέρηση που οδήγησε το αξιούμενο ποσό να είναι περισσότερο, αλλά η καθυστέρηση των ιδίων των εφεσειόντων να αποπληρώσουν εγκαίρως (ή έστω σταδιακά), τα οφειλόμενα. 

 

        Όπως ορθά υποδεικνύει η εφεσίβλητη τράπεζα στο περίγραμμα της, η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων στηρίζεται στην ουσία στη θέση ότι δεν είχαν αφαιρεθεί από τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού τα διάφορα ποσά τόκων που αναλογούσαν στις χρεώσεις που η τράπεζα αποφάσισε να μην διεκδικήσει.  Οι αναδομημένες όμως καταστάσεις λογαριασμού όπως κατατέθηκαν ως τεκμήρια 11 και 12, αρχίζουν με μηδενικό  υπόλοιπο και δεν περιλαμβάνουν τις χρεώσεις που η τράπεζα θεώρησε στη βάση νομικής συμβουλής ότι δεν έπρεπε να διεκδικήσει και, κατ΄ επέκταση, κανένας τόκος επ΄ αυτών των ποσών δεν έχει προστεθεί.  Η μαρτυρία της Αγνής Προκοπίου, Μ.Ε.3, η οποία συμπλήρωσε όπως έχει ήδη αναφερθεί τη μαρτυρία της Κουμέρα Μ.Ε.2, ήταν στο ζήτημα σαφής και εύλογα την απεδέχθη το Δικαστήριο.  Δεν τίθεται ουσιαστικά ζήτημα αντίθεσης των δύο καταθέσεων μεταξύ Κουμέρα και Προκοπίου, ως διατείνονται οι εφεσείοντες, αλλά περί συμπλήρωσης πρέπει να γίνεται λόγος.  Ούτε και  υπάρχει οποιαδήποτε αντίθεση της αποδεκτής μαρτυρίας με τα παραδεκτά γεγονότα που έγιναν (που είναι στην ουσία, όπως τα θεωρούν οι εφεσείοντες, οι αφαιρεμένες χρεώσεις του Τεκμηρίου 13), εφόσον το Δικαστήριο εξήγησε το ζήτημα στην απόφαση του, όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε, ενώ  η πρόσθετη αφαίρεση του ποσού των ΛΚ270 στη βάση της μαρτυρίας της Προκοπίου ότι από τους αναδομημένους λογαριασμούς έπρεπε να αφαιρεθεί και αυτό το ποσό, δείχνει την επιμέλεια με την οποία η τράπεζα διενήργησε και το δεύτερο έλεγχο πριν προβεί στην τελική αξίωση του ποσού που διεκδικήθηκε. 

 

        Γενικά να λεχθεί ότι σε αυτού του είδους τις υποθέσεις ο ρόλος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πόσον μάλλον του Εφετείου, δεν είναι να προβεί σε λογιστικό ή άλλο αναλογιστικό έλεγχο των κατατεθειμένων λογαριασμών (η εφεσίβλητη τράπεζα κατέθεσε όλους τους λογαριασμούς που υπερβαίνουν τις 500 σελίδες), αλλά να αποφασίσει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων κατά πόσο η τράπεζα που διεκδικεί το οφειλόμενο ποσό έχει καταφέρει να αποδείξει την υπόθεση της.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη τράπεζα παρουσίασε όλο το ιστορικό της διαφοράς, τους αρχικούς και τους αναδομημένους λογαριασμούς και εξήγησε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τις χρεώσεις που έγιναν αφαιρώντας ό,τι θεωρήθηκε ως μη συμβατό με την τραπεζική πρακτική και τη νομολογία.  Από την άλλη, οι οφειλέτες, δηλαδή οι εφεσείοντες, δεν ήσαν επιτυχείς στο να δείξουν ότι οι λογαριασμοί αυτοί ήσαν λανθασμένοι και αναμφίβολα η εισήγηση τους ότι ήταν η τράπεζα που τους χρωστούσε χρήματα ήταν εντελώς εξωπραγματική και δεν υποστηρίχθηκε από σαφή μαρτυρία. 

 

 

 

 

 

        Η έφεση συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο