ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γιάλλουρου Κρυστάλλω ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και Άλλης (2011) 1 ΑΑΔ 1635
Suphire (Finance) Ltd ν. Σάββα Παπαμιχαήλ (2011) 1 ΑΑΔ 1649
Μάτση Σοφία ν. Ellinas Finance Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 2400
Χατζηγαβριήλ Μιχάλης ν. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 668
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:A389
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ 390/2011)
6 Νοεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
1. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LIMITED,
2. ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LIMITED,
3. A & C UNITED ESTATE AGENCY LIMITED,
4. SHARE LINK SECURITIES AND FINANCIAL SERVICES
LIMITED,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------
Κ. Μελάς με Ελ. Ασσιώτου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χαβιαράς για Κούσιο, Κορφιώτη, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για
τους Εφεσίβλητους.
---------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε αγωγή της εφεσίβλητης εταιρείας 1, (εφεξής «η εταιρεία»), εναντίον του εφεσείοντος για αξίωση ποσού ΛΚ41.864,37 πλέον τόκους προς 8.5% ετησίως από 1.1.2006, προερχόμενο από δάνειο και ή χρηματοδότηση για αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Η απαίτηση βασίστηκε σε έγγραφο ημερ. 6.11.2000, με το οποίο συμφωνήθηκε η παραχώρηση δανείου στον εφεσείοντα ύψους ΛΚ27.000 με πρόσθετα συμβαλλόμενα μέρη, τους εξ ανταπαιτήσεως εφεσίβλητους 2, (εφεξής «η Custodian»), επ ονόματι των οποίων θα εγγράφοντο οι μετοχές, καθώς και τους εξ ανταπαιτήσεως εφεσίβλητους 3, οι οποίοι θα ενεργούσαν ως χρηματιστές του εφεσείοντος χρησιμοποιώντας το λογαριασμό που θα ανοίγετο από την εταιρεία, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών. Στην πορεία του χρόνου, οι εξ ανταπαιτήσεως εφεσίβλητοι 3, αντικαταστάθηκαν από τους εξ ανταπαιτήσεως εφεσίβλητους 4, (εφεξής «η Share Link»).
Η εταιρεία κάλεσε στις 23.1.2006 τον εφεσείοντα να προβεί σε διορθωτικά μέτρα του λογαριασμού, ο οποίος παρουσίαζε υπερβάσεις με το περιθώριο ασφαλείας που είχε συμφωνηθεί να ήταν χαμηλότερο του απαραίτητου ορίου. Οι εταιρείες Custodian και Share Link, εκποίησαν τελικώς τις αξίες που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα της πρώτης προς όφελος του εφεσείοντος, λόγω μη ανταπόκρισης του στις παραινέσεις για διορθωτικές κινήσεις. Μετά την εκποίηση, ο λογαριασμός του εφεσείοντος παρουσίαζε το χρεωστικό υπόλοιπο που αξιώθηκε με την αγωγή.
Ο εφεσείων υπερασπιζόμενος την αγωγή όχι μόνο αρνήθηκε την ορθότητα του ύψους του χρεωστικού λογαριασμού λόγω του ότι πολλές πράξεις από τις Custodian και Share Link έγιναν εκτός της πληρεξουσιοδότησης τους, αλλά και ανταπαίτησε την ακύρωση της συμφωνίας ημερ. 6.11.2000, ως ετεροβαρούς και ιδιαζόντως επαχθούς, περιέχουσα καταχρηστικούς όρους, ενώ καταλόγισε σε όλους τους εφεσίβλητους και την εκπόνηση συνωμοτικού σχεδίου με στόχο την καταδολίευση του για απόσπαση χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς εξηγώντας τον τρόπο υπογραφής της συμφωνίας, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας της, με την εταιρεία να εισηγείται ότι δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα, διαχείριση που είχε ο ίδιος, με την Custodian να ήταν απλά οι εγκεκριμένοι ιδιοκτήτες των αξιών του χαρτοφυλακίου, ενώ οι εφεσίβλητοι 3 και η Share Link εισηγήθηκαν ότι ενήργησαν εντός των καθηκόντων τους και δυνάμει του εγκύρου πληρεξουσίου εγγράφου που υπέγραψε ο εφεσείων.
Η απαίτηση και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν και το Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία του Αιμίλιου Έλληνα ως μοναδικού μάρτυρα της εταιρείας, τον εφεσείοντα και τον Λοϊζου Λοίζου εκ μέρους των εφεσιβλήτων 3 και της Share Link (η Custodian δεν προσκόμισε μαρτυρία), προέβη στα εξής ευρήματα μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας: Ο εφεσείων ήταν ένας από τους πελάτες της εταιρείας, χρηματοδοτικός οργανισμός που παρείχε δάνεια και διευκολύνσεις για συγκεκριμένους σκοπούς, μεταξύ αυτών, και, για επενδυτικά σχέδια, χωρίς η εταιρεία να δέχεται καταθέσεις ή να εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα.
Η αίτηση που υπέβαλε ο εφεσείων για χρηματοδότηση ύψους ΛΚ30.000 εγκρίθηκε για το ποσό των ΛΚ27.000 και υπογράφηκε συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου μεταξύ της εταιρείας, του εφεσείοντος αλλά και της Custodian και των εφεσιβλήτων 3, εφόσον οι μετοχές θα εγγράφονταν επ΄ ονόματι της Custodian ως εξασφάλιση με δικαιούχο τον εφεσείοντα, οι δε εφεσίβλητοι 3 θα ήταν οι χρηματιστές που θα ενεργούσαν για λογαριασμό του. Ο εφεσείων υπέγραψε και σχετικό πληρεξούσιο διορίζοντας τους εφεσίβλητους 3 και, μετά την αλλαγή, τη Share Link ως πληρεξουσίους αντιπροσώπους του για να ενεργούν ως χρηματιστές αυτού. Οι χρηματιστές ενεργούσαν για αγορά ή πώληση μετοχών στη βάση των εντολών που τους έδιδε ο εφεσείων, ενημέρωναν σχετικά την εταιρεία αποστέλλοντας τα πινακίδια συναλλαγής, η οποία πλήρωνε τα ανάλογα ποσά, αν επρόκειτο για αγορά μετοχών χρεώνοντας τον λογαριασμό του εφεσείοντος ή εισέπρατταν το προϊόν αν επρόκειτο για πώληση, πιστώνοντας ανάλογα το λογαριασμό του. Η εταιρεία απέστελλε ταχυδρομικώς μηνιαίως κατάσταση λογαριασμού στον εφεσείοντα μαζί με τα πινακίδια συναλλαγής. Ο εφεσείων ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή αμφισβήτησε το υπόλοιπο που εμφανίζετο στους λογαριασμούς. Λόγω μη ικανοποιητικών εξασφαλίσεων που είχε δώσει ο εφεσείων, η εταιρεία ζήτησε με διάφορες επιστολές τη μείωση του χρεωστικού υπολοίπου, πλήν όμως, λόγω μη ανταπόκρισης μετά από σχετική προειδοποίηση, οι μετοχές που ήσαν εγγεγραμμένες στο όνομα του πωλήθηκαν μαζί με τον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το οφειλόμενο από τον εφεσείοντα υπόλοιπο, μετά την εκποίηση, ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ38.979,50 αντί του αξιωθέντος ποσού για το οποίο και εξέδωσε τελικώς απόφαση με το ποσό να ήταν πλέον εκφρασμένο σε ευρώ, ήτοι, €66.600,43 πλέον τόκους και έξοδα. Απέρριψε ταυτόχρονα όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντος για ακύρωση της συμφωνίας λόγω εξαπάτησης του ή λόγω συνωμοσίας κρίνοντας ότι όλες οι πράξεις των εφεσιβλήτων 3 και της Share Link, είχαν γίνει κατόπιν εντολών του, ενεργώντας στα πλαίσια των όρων της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία δέχθηκε ως αξιόπιστη την κατάθεση του Αιμίλιου Έλληνα ο οποίος δεν είχε περιπέσει σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις με την προφορική μαρτυρία του να συνήδε με τη σωρεία των εγγράφων που κατέθεσε ως τεκμήρια. Ο Έλληνας εξήγησε επ΄ ακριβώς το είδος της χρηματοδότησης που χορηγήθηκε στον εφεσείοντα και ότι ο χρηματιστής ήταν επιλογή του τελευταίου, ο οποίος και είχε υποβάλει την αίτηση για χρηματοδότηση μέσω του χρηματιστή. Οι λογαριασμοί που κατέθεσε ο Έλληνας κρίθηκαν ορθοί από το Δικαστήριο εφόσον ήσαν αναλυτικοί καλύπτοντας ολόκληρη την περίοδο από το άνοιγμα του λογαριασμού μέχρι και τον τερματισμό του. Οι λογαριασμοί είχαν ελεγχθεί και από τον ίδιο, εξηγώντας ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής τροφοδοτείτο καθημερινά στη συνήθη πορεία των εργασιών της εταιρείας, εξήγησε δε λεπτομερώς το περιεχόμενο και τις χρεώσεις σ΄ αυτούς. Εξήγησε επίσης και τα πινακίδια συναλλαγής που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση, ούτε και υποδείχθηκε στον Έλληνα ότι κάποια χρέωση στην κατάσταση λογαριασμού ήταν λανθασμένη.
Αντίθετα, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως ύστατη προσπάθεια αποφυγής των όποιων υποχρεώσεων του κρίνοντας ότι δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο με σκοπό να παρουσιάσει τα πραγματικά γεγονότα. Το Δικαστήριο διέγνωσε και πολλές αντιφάσεις στην προφορική του μαρτυρία αναιρώντας σχετικές δικογραφημένες θέσεις και ερχόμενη σε σύγκριση με τις συμφωνίας που υπέγραψε. Το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, κατέγραψε οκτώ συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του. Από την άλλη, δέχθηκε τη μαρτυρία του Λοίζου ως ειλικρινή και ορθή, με συνοχή και σταθερότητα.
Επί της νομικής πτυχής, το Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα και έκρινε ότι η υπογραφή της συμφωνίας έγινε αυτοβούλως και δεν ήταν προϊόν εξαπάτησης από τις εφεσίβλητες εταιρείες λόγω διοργάνωσης σεμιναρίων και παραστάσεων των ιδίων ότι επρόκειτο για επένδυση με σίγουρο κέρδος. Τα σεμινάρια είχαν πράγματι διενεργηθεί, αλλά αυτά στόχευαν στην ανάλυση της αγοράς και του Χρηματιστηρίου την εποχή της κατάρρευσης του Χ.Α.Κ., εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν επενδύσεις σε εκείνη τη χρονική περίοδο για μείωση ζημιών ή κερδοφορία, ανάλογα με την περίπτωση. Ο Παναγιώτης Παναγιώτου, ο οποίος είχε παρουσιάσει το σχέδιο στον εφεσείοντα, δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων 3 και της Share Link, αλλά αντιπροσώπευε τον ίδιο και ενεργούσε εκ μέρους του. Ούτε κρίθηκε ορθή η θέση ότι επειδή οι εφεσίβλητες ήσαν αδελφές εταιρείες λόγω συγγενικών σχέσεων των αξιωματούχων και διευθυντών αυτών, είχαν συνωμοτήσει προς καταδολίευση του εφεσείοντος. Ούτε έγινε δεκτή η θέση ότι οι όροι της συμφωνίας ήταν επαχθείς ή αυτή υπεγράφη κατόπιν εξαναγκασμού ή χωρίς την ελεύθερη θέληση του. Το γεγονός ότι ο χρηματιστής αναλάμβανε να διαχειρίζεται το λογαριασμό του εφεσείοντος, δεν παρέπεμπε σε οποιαδήποτε εξαπάτηση ή επαχθή συναλλαγή εφόσον ο διορισμός αυτός έγινε στη βάση του πληρεξουσίου εγγράφου που υπέγραψε ο εφεσείων με το οποίο ο χρηματιστής είχε δικαίωμα να ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του και όχι να διαχειρίζεται εν λευκώ το χαρτοφυλάκιο. Η επιλογή των μετοχών που αγοράζονταν και πωλούνταν ανήκε πάντοτε στον εφεσείοντα.
Επίσης δεν διαπιστώθηκε αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων εταιρειών, οι οποίες εκτελούσαν απλώς τις οδηγίες του εφεσείοντος χωρίς ποτέ αυτός να είχε προηγουμένως παραπονεθεί ή αμφισβητήσει οποιαδήποτε συναλλαγή. Οι χρηματιστές δεν είχαν συμβουλευτικό καθήκον έναντι του εφεσείοντος και η εν τέλει εκποίηση των μετοχών έγινε με βάση τη συμφωνία, ήταν δε δικαίωμα της εταιρείας και όχι υποχρέωση της να πωλήσει τις μετοχές ανά πάσα στιγμή. Η μόνη υποχρέωση ήταν ότι κατά την πώληση των μετοχών έπρεπε να επιδειχθεί εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλιζόταν η τρέχουσα τιμή της αγοράς και όχι η χαμηλότερη. Η υποχρέωση αυτή τηρήθηκε χωρίς την επίδειξη αμέλειας.
Ο εφεσείων παραπονείται για την απόφαση του πρωτόδικού Δικαστηρίου με τέσσερεις λόγους έφεσης θεωρώντας και την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη νομική πτυχή, λανθασμένες, χωρίς όμως να αμφισβητούνται όλες οι πτυχές της απόφασης. Ο εφεσείων εστίασε την προσοχή του κατά πρώτο λόγο κατά τη συζήτηση στο δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλοντας την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο πίνακας χρεώσεων αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας και ήταν δεσμευτικός. Εισηγήθηκε μέσω του συνηγόρου του, ότι ο πίνακας χρεώσεων δεν υπογράφηκε ποτέ και προσετέθη μετά στη συμφωνία ώστε να προβάλλει ως αυθαίρετη η θέση του Δικαστηρίου ότι ο πίνακας ήταν συνημμένος και υπογραμμένος, θέση που έρχεται σε αντίθεση και με τη μαρτυρία των ίδιων των εφεσιβλήτων. Επομένως, κατά την εισήγηση, αφού ο πίνακας ήταν ανυπόγραφος δεν υπήρξε συμφωνία για τις χρεώσεις και συνακόλουθα όλες οι χρεώσεις που προέκυψαν, ήσαν παράνομες. Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης αναπτύσσονται επιχειρήματα αναφορικά με την αποδοχή των λογαριασμών από το Δικαστήριο, το λανθασμένο νομικά της κρίσης ότι οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμα για πώληση των μετοχών όποτε ήθελαν, δικαίωμα που εν πάση περιπτώσει ασκήθηκε καταχρηστικά, καθώς και τη λανθασμένη κρίση επί της αξιοπιστίας του Έλληνα για τους λόγους που εξηγούνται στο περίγραμμα.
Αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων σε όλα τα ανωτέρω θέματα, με την εισήγηση ότι το Δικαστήριο έκρινε ορθά τη μαρτυρία στη βάση των ενώπιον του τεκμηρίων και της αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Αρχίζοντας από το δεύτερο λόγο έφεσης στον οποίο ο εφεσείων έδωσε έμφαση, αφού επιτυχία του θα σήμαινε κατάρρευση της αξίωσης των εφεσιβλήτων και ιδιαιτέρως της εταιρείας, με συνακόλουθη ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης επί του θέματος, κρίνεται εντελώς λανθασμένη η επ΄ αυτού εισήγηση του συνηγόρου. Το Τεκμήριο 3Α, τιτλοφορούμενο ως «Συμφωνία Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου», παραπέμπει στον όρο 2Γ στον «επισυνημμένο Πίνακα Χρεώσεων που αποτελεί παράρτημα της Συμφωνίας». Πράγματι, ο Πίνακας αυτός δεν είναι υπογραμμένος ξεχωριστά, αλλά αποτελεί μέρος της Συμφωνίας ως σελίδες 9 και 10. Καμιά σελίδα όμως δεν είναι υπογραμμένη σε αυτή τη Συμφωνία, εκτός από τη σελίδα 8, όπου τέθηκαν τα δέοντα χαρτόσημα και οι υπογραφές του εφεσείοντος και των τριών εφεσιβλήτων με τη σφραγίδα τους. Ο εφεσείων υπέγραψε στην παρουσία του Π. Παναγιώτου. Υπογραμμένο είναι επίσης και το Πληρεξούσιο Έγγραφο, Τεκμ. 3Α επισυνημμένο στη Συμφωνία, και έτσι κατατέθηκε. Καμιά άλλη σελίδα δεν είναι υπογραμμένη από τις αρχικές από 1 έως 7, ή έστω μονογραμμένη. Η θέση του Έλληνα στη δήλωση του Έγγραφο 1, παρ. 8(δ), ότι το Τεκμήριο 3Α φέρει επισυνημμένο και υπογραμμένο πίνακα χρεώσεων, εξηγήθηκε από τον ίδιο κατά την αντεξέταση του να σήμαινε ότι εφόσον η συμφωνία ήταν υπογραμμένη και σ΄ αυτή αναφερόταν και ο Πίνακας Χρεώσεων, θεωρείτο ότι η υπογραφή ίσχυε και γι΄ αυτόν, δεχόμενος, όμως, ότι ο καθαυτό Πίνακας δεν ήταν υπογραμμένος.
Η επί του ανωτέρω κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο Πίνακας ήταν δεσμευτικός ήταν εύλογη, όχι μόνο διότι η θέση του Έλληνα δεν ήταν παράλογη, αλλά αντίθετα ήταν λογικά παρεπόμενη της καθ΄ αυτό υπογραφής της ίδιας της συμφωνίας, σύμφωνα και με την ευρύτερη αξιοπιστία του, (για την οποία λόγος γίνεται και κατωτέρω), αλλά και διότι ο ίδιος ο εφεσείων, όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, ποτέ δεν εισηγήθηκε με οποιαδήποτε πειστικά στοιχεία ότι ο Πίνακας δεν υπήρχε. Η θέση του, που απερρίφθη, ότι ο Πίνακας ήταν ανυπόγραφος και προστέθηκε μετά, τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τον ίδιο, όταν στην αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν θυμόταν πότε έγινε αυτό και ότι την ίδια τη Συμφωνία την οποία και δέχθηκε βεβαίως ότι υπέγραψε, τη διάβασε «πολλά πρόχειρα», διότι ήταν «πνιγμένος τότε», και, πέρασαν και πολλά χρόνια και δεν θυμόταν.
Να σημειωθεί ότι πουθενά στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του, ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ρητώς την ύπαρξη του Πίνακα Χρεώσεων ή έθεσε ισχυρισμό ότι αυτός προστέθηκε μετέπειτα. Με γενικότητα και μόνο ισχυρίστηκε στην παρ. 10(ΙΙΙ) του δικογράφου του ότι οι εφεσίβλητοι 3 και 4, «προέβαιναν σε χρεώσεις που δεν βρίσκουν έρεισμα στη συμφωνία των μερών ημερομηνία 6/11/2000». Αυτού του είδους η δικογράφηση είναι τουλάχιστον ασαφής και σίγουρα δεν υποδηλώνει αυτό που εκ των υστέρων στη μαρτυρία του προέβαλε ο εφεσείων.
Το παράπονο που διατυπώνεται με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ενήργησε επί του λογαριασμού που κατατέθηκε, Τεκμήριο 10, διότι διαφάνηκε ότι μετά την τελευταία ημερομηνία που αυτός κάλυπτε, έπρεπε να είχε πιστωθεί ένα ποσό της τάξης των €2.884,87 το οποίο αφορούσε πώληση μετοχών και το οποίο το Δικαστήριο αφαίρεσε από την αξίωση της εταιρείας. Η εισήγηση του εφεσείοντος είναι ότι το ποσό αυτό λανθασμένα αφαιρέθηκε διότι θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί από το κεφάλαιο και μετέπειτα να υπολογίζονταν οι τόκοι. Γενικώς το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι χρεώσεις του Τεκμηρίου 10 ήσαν ορθές, αφού αυτές δεν εξηγήθηκαν με επάρκεια, εφόσον ο Έλληνας δεν ήταν ο ίδιος που προέβαινε σε καταχωρήσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και δεν είχε την απαραίτητη προσωπική γνώση για να δώσει μαρτυρία. Περαιτέρω, στη βάση του ότι οι εφεσίβλητοι δεν ζήτησαν μείωση του ποσού της αξίωσης οι ίδιοι, λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ως ορθό και το υπόλοιπο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι χωρίς υπόσταση γιατί ο Έλληνας, μεταξύ άλλων, εξήγησε με επάρκεια την κατάσταση λογαριασμού στις παραγράφους 25-27 της γραπτής του δήλωσης στις οποίες και περιέγραψε με λεπτομέρεια τις διάφορες στήλες του Τεκμηρίου 10. Ιδιαίτερα στην παράγραφο 27 αναφέρθηκε σε παραδείγματα χρεώσεων και πιστώσεων από αγορές ή πωλήσεις μετοχών στο Χ.Α.Κ., δίδοντας προς τούτο συγκεκριμένα στοιχεία μαζί με τον τρόπο χρέωσης των τόκων και των δικαιωμάτων της εταιρείας. Εξ αυτού συνάγεται ότι λανθασμένα ο εφεσείων εισηγείται ότι δεν υπάρχουν πιστώσεις στο Τεκμήριο 10, ενώ στη σελ. 58 των πρακτικών, σε σχετική ερώτηση στην αντεξέταση, δέχθηκε ότι με εξαίρεση το ποσό των ΛΚ2.884,87 που έπρεπε να αφαιρεθεί, όπως και αφαιρέθηκε από το Δικαστήριο, κατά τα υπόλοιπα είχε ελέγξει όλα τα ποσά του Τεκμήριου 10 και συμφωνούσε με αυτά. Το Δικαστήριο ήταν προσεκτικό στην αποδοχή του Τεκμηρίου 10 και του υπολοίπου του λογαριασμού, δεχόμενο στο πλαίσιο της αξιοπιστίας του τη γενικότερη θέση του Έλληνα ότι είχε και ο ίδιος προσωπική γνώση των χρεώσεων και πιστώσεων που είχαν τυπωθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή από υπάλληλο της εταιρείας εφόσον τις έλεγξε και ήταν ορθές. Οι χρεώσεις και πιστώσεις εξηγήθηκαν με λεπτομέρεια και κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του, παραπέμποντας και στα διάφορα πινακίδια συναλλαγής που φαίνονται στο Τεκμήριο 5 και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσείοντα.
Χαρακτηριστική ήταν η θέση του Έλληνα ότι ποτέ δεν επικοινώνησε ο εφεσείων με την εταιρεία ή το χρηματιστή για να αμφισβητήσει είτε τις καταστάσεις λογαριασμού που του αποστέλλονταν, είτε τα Πινακίδια. Η πληρωμή μάλιστα από τον εφεσείοντα στις 1.1.2001 και 29.11.2001, συνολικού ποσού ΛΚ200, μετά που του απεστάλησαν οι επιστολές με σκοπό να τακτοποιήσει το χρέος του, αποτελεί πρόσθετη επιβεβαίωση ότι όχι μόνο αποδεχόταν τα οφειλόμενα, αλλά και προέβηκε σε προσπάθεια σταδιακής αποπληρωμής. Γενικώς στον Έλληνα δεν τέθηκε οποτεδήποτε ευθέως συγκεκριμένο άλλο ποσό ως το ορθό ή ότι ποσά δεν είχαν πιστωθεί στην κατάσταση λογαριασμού. Αναφέρθηκε το Δικαστήριο και στο άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, κρίνοντας ότι η κατάσταση του λογαριασμού ήταν αποδεκτή ως τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως απόδειξη του περιεχομένου του και θα μπορούσε να γίνει τελικώς αποδεκτή εφόσον αξιολογείτο ανάλογα από το Δικαστήριο, όπως και έγινε με την αφαίρεση του ποσού που έχει προαναφερθεί. Προστίθεται βεβαίως ότι το άρθρο 22 δεν είχε εφαρμογή διότι αυτό ισχύει για τραπεζικά βιβλία και η εταιρεία δεν είναι τράπεζα, ούτε διεξάγει τραπεζικές εργασίες, (δέστε Μιχάλης Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668).
Η κατάσταση λογαριασμού θα μπορούσε να υποστηριζόταν από πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35(1) του Κεφ. 9, το εδάφιο (2) του οποίου σχετίζεται με την τήρηση αρχείου επιχείρησης, έγγραφο δε που παρουσιάζεται ότι αποτελεί μέρος τέτοιου αρχείου, προσάγεται ως αποδεικτικό στοιχείο με την αξία του να αποτιμάται από το Δικαστήριο. Το Τεκμήριο 10 βεβαίως βρισκόταν εν πάση περιπτώσει στην κατοχή του Έλληνα και μπορούσε να το παρουσιάσει ως μέρος του αποδεικτικού υλικού της αξίωσης της εταιρείας προς ανάλογη αξιολόγηση του από το Δικαστήριο, (Μιχάλης Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited - πιο πάνω -).
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το δικαίωμα της εταιρείας να ασκούσε κατά την κρίση της και σε χρονικό σημείο που επέλεγε, το δικαίωμα της για πώληση των μετοχών. Ο εφεσείων συνδυάζει το παράπονο του με το ότι το δικαίωμα της εταιρείας για πώληση ήταν διαφορετικό από την άσκηση του δικαιώματος με καταχρηστικό τρόπο, το δε Δικαστήριο απέτυχε να διακρίνει μεταξύ των δύο. Έτσι, παρά το ότι ο εφεσείων δέχεται στην ουσία ότι η εταιρεία είχε διακριτική ευχέρεια στη συνέχιση λειτουργίας του λογαριασμού, θεωρεί ότι το Δικαστήριο έπρεπε να ελέγξει δικαστικά τον τρόπο άσκησης αυτού του δικαιώματος στη βάση και της ανάγκης να λαμβάνονται υπόψη και κριτήρια που εφαρμόζονται γενικώς στο εμπόριο, ώστε ένα συμβόλαιο, ο τερματισμός της λειτουργίας του και τα προκύπτοντα από τον τερματισμό, να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με ανάλογο «commercial sense». Ο εφεσείων παρέπεμψε επί τούτου στην υπόθεση Abu Dhabi National Tanker Company v. Product Star Shipping Limited (No. 2) (1993) 1 Lloyds Law Reports 397.
Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί για το λόγο ότι ορθά το Δικαστήριο έκρινε στη βάση της ερμηνείας των παραγράφων 2(Ε) και 2(ΣΤ), ότι η εταιρεία είχε δικαίωμα και όχι υποχρέωση πώλησης, δικαίωμα που μπορούσε να ασκηθεί κατά τη βούληση του δανειστή με μόνο περιορισμό την άσκηση εύλογης επιμέλειας ώστε να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή τιμή. Το ότι η εταιρεία δικαιούτα να τερματίσει τη συμφωνία οποτεδήποτε καθιστώντας το όποιο οφειλόμενο ποσό απαιτητό και να δώσει οδηγίες προς τη θυγατρική εταιρεία να προβεί σε εκποίηση, απορρέει άλλωστε αβίαστα από το ρητό λεκτικό του όρου 6(Γ) της συμφωνίας. Επομένως, η εταιρεία δεν είχε υποχρέωση να ασκήσει το δικαίωμα στη βάση των επιθυμιών του εφεσείοντος, ο οποίος, υπενθυμίζεται, δημιούργησε χρέος προς την εταιρεία πέραν των εξασφαλίσεων που έδωσε και το οποίο χρέος παρέλειψε ή αρνήθηκε να τακτοποιήσει παρά τις προς τούτο επανειλημμένες οχλήσεις της εταιρείας. Όπως αποφασίστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Χατζήγαβριηλ, παρόμοια με την παρούσα, η εταιρεία είχε ως μόνη εμπλοκή την παροχή των χρημάτων και τίποτε άλλο. Ήταν η Share Link που είχε ευθύνη να αγοραπωλεί τις αξίες και αυτό στη βάση μόνο των εκάστοτε εντολών του εφεσείοντος. Το χρέος αποκρυσταλλώθηκε κατά τον τερματισμό της συμφωνίας από την εταιρεία ώστε το άλλο παράπονο του εφεσείοντος ότι θα μπορούσε η εταιρεία να τερμάτιζε και να πωλούσε το χαρτοφυλάκιο ενωρίτερα, αντί να άφηνε το λογαριασμό να αυξάνεται με πρόσθετους τόκους και χρεώσεις, παραγνωρίζει πέραν του καθαυτού δικαιώματος της εταιρείας να τερματίσει κατά την κρίση της το λογαριασμό και τη θέση που προέβαλε στη μαρτυρία του ο Έλληνας ότι το Νοέμβριο του 2011, σε δύο περιπτώσεις, ο εφεσείων είχε καταθέσει έναντι του λογαριασμού του από ΛΚ100 και εύλογα η εταιρεία θεώρησε ότι η προσπάθεια αυτή μείωσης του χρέους θα συνεχιζόταν.
Στην υπόθεση China and South Sea Bank v. Tan (1989) 3 All E.R. 839, η οποία υιοθετήθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ανδρέου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740, Μάτση ν. Ellinas Finance Company Limited (2012) 1 Α.Α.Δ. 2400 και Χατζήγαβριηλ - ανωτέρω -), κρίθηκε ότι ο πιστωτής δεν έχει ευθύνη προς τον οφειλέτη όταν ο τελευταίος δεν ενεργεί προς ίδιο όφελος, αναμένοντας απλώς από τον πιστωτή να ενεργήσει προς μείωση του δικού του υπολοίπου. Έχει μόνο θέση εμπιστευματοδόχου όταν ο οφειλέτης εξοφλήσει πλήρως τον πιστωτή, του τελευταίου παραμένοντας υπευθύνου για την επιστροφή στον οφειλέτη οποιουδήποτε πλεονάσματος προκύπτει από την πώληση του χαρτοφυλακίου.
Η εισήγηση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος πώλησης και εκποίησης των μετοχών τέθηκε με αοριστία και γενικότητα διότι ο εφεσείων θα έπρεπε να αποδείκνυε ότι η εταιρεία ήταν σε θέση στη δεδομένη χρονική περίοδο να προέβλεπε τις αυξομειώσεις των μετοχών στο Χ.Α.Κ. και ότι το ποσό που θα εισπραττόταν από πώληση σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο θα ήταν διαφορετικό από εκείνο που εν τέλει εξασφαλίστηκε, προς ζημία βεβαίως του εφεσείοντος. Τέτοιες εισηγήσεις είναι εύκολο να γίνονται εκ των υστέρων όταν τα δεδομένα της πορείας της αξίας των διαφόρων μετοχών είναι γνωστά, αλλά χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο για να αποδειχθεί κατάχρηση στην άσκηση του δικαιώματος πώλησης ή αμέλεια εκ μέρους της εταιρείας ή των υπολοίπων εφεσιβλήτων. Ορθά επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμέλεια αναφορικά με την εξ ανταπαιτήσεως εφεσίβλητη εταιρεία 3 και τη Share Link, ιδιαιτέρως όταν δέχθηκε στη μαρτυρία του ότι όλες οι πράξεις που διενεργήθηκαν από τους χρηματιστές έγιναν σύμφωνα με τις οδηγίες του.
Η υπόθεση Abu Dhabi National Tanker Co - πιο πάνω - η οποία ακολουθήθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων με πιο πρόσφατη την British Telecommunications Plc v. Telefonica O2 UK Ltd (2014) UKSC 42, έθεσε το γενικό κανόνα ότι όπου μια συμφωνία εναποθέτει διακριτική ευχέρεια σε συμβαλλόμενο μέρος, αυτή, στην απουσία πολύ σαφούς λεκτικού προς το αντίθετο, πρέπει να ασκείται καλή τη πίστει και όχι αυθαίρετα ή ως αποτέλεσμα ιδιότροπης συμπεριφοράς. Η αρχή αυτή τυγχάνει βεβαίως εφαρμογής ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε οτιδήποτε που να δείχνει άσκηση του δικαιώματος με οποιοδήποτε αυθαίρετο τρόπο ή κατά τρόπο που παρέπεμπε σε αμέλεια.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας του Έλληνα. Προς τούτο αναφέρεται ότι ενώ ο Έλληνας είχε εξηγήσει στο Δικαστήριο ότι είχε ελέγξει προσεκτικά την κατάσταση λογαριασμού, διαφάνηκε ότι υπήρχαν λάθη, ενώ επίσης δέχθηκε ότι ο πίνακας χρεώσεων δεν ήταν υπογραμμένος παρά την αρχική τοποθέτηση του. Επίσης, ενώ προέβαλε τη θέση ότι δεν είχε χαθεί οποιοδήποτε ποσό, εν τούτοις στο τέλος δέχθηκε την πίστωση σε λογαριασμό ποσού που δεν φαινόταν κατά τη λήξη της περιόδου που κάλυπτε ο λογαριασμός. Αντίθετα λανθασμένα αξιολόγησε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντος, τον οποίο δεν έκρινε με το ίδιο μέτρο όπως τον Έλληνα.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι η αξιολογική κρίση των μαρτύρων εναπόκειται κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο σπανίως επεμβαίνει εκτός εάν τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία, προφορική ή έγγραφη. Οι υποθέσεις επενδυτικών σχεδίων, όπως η παρούσα, δεν διαφέρουν από οποιαδήποτε άλλη υπόθεση και αποτελεί ζήτημα ιδιαζόντων γεγονότων και λεπτομερειών το κατά πόσο η αξιολόγηση κινήθηκε στα ορθά λογικά και νομολογιακά πλαίσια, (Κρυστάλλω Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1635 και Suphire (Finance) Limited v. Παπαμιχαήλ Σάββα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1649). Η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε με επιμέλεια και έχουν δοθεί επαρκέστατοι λόγοι για την αποδοχή της μαρτυρίας του Έλληνα και αντιστοίχως για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος, για την οποία καταγράφησαν μεταξύ άλλων οκτώ συγκεκριμένοι λόγοι σε τρεις σελίδες της απόφασης, γεγονός που δείχνει τη λεπτομέρεια με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε την υπόθεση. Έχει ήδη καταγραφεί και προηγουμένως ότι δεν διαπιστώνεται αντίφαση τέτοια που να εκθεμελιώνει την αξιοπιστία του Έλληνα, είτε λόγω της θέσης του περί μη υπογραφής του Πίνακα χρεώσεων, είτε λόγω της μη εμφάνισης του ποσού που αφαιρέθηκε εν τέλει από την κατάσταση λογαριασμού.
Μπορεί εν κατακλείδι να σημειωθεί ότι ο εφεσείων δεν εφεσίβαλε την κρίση του Δικαστηρίου επί πολλών από τις αρχικές του θέσεις, όπως ότι είχε εξαπατηθεί στο να υπογράψει τη Συμφωνία, ότι είχε δελεαστεί ανεπίτρεπτα από τα σεμινάρια και τις παραστάσεις που έγιναν εκεί ή ότι υπήρχε συνωμοσία των εφεσιβλήτων προς καταδολίευση του. Προκύπτει, επομένως, ότι ορθή ήταν η θέση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, είχε κάμει μια ύστατη προσπάθεια αποφυγής των υποχρεώσεων του.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ