ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A413
22 Noεμβρίου, 2017
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
Εφεσείουσας/Αιτήτριας
Και
1. KIKIS A. DEMETRIOU PROPERTIES LIMITED
2. TAMEIOY ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------
Μ. Σάββα, για την εφεσείουσα
Α. Κεφάλας, για τους εφεσίβλητους 1
Α. Χριστοφόρου, Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας
ΠΑΝΑΓΗ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι οι υπηρεσίες της τερματίστηκαν μονομερώς από τον εργοδότη της (την εφεσίβλητη 1) και στη βάση αυτή απέρριψε την αίτηση της με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις για παράνομη και αδικαιολόγητη απόλυση ή πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (εφεσίβλητο 2) χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.
Τα ουσιώδη γεγονότα που συνέθεταν την υπόθεση ΄ήταν βασικά παραδεκτά, πλην των συνθηκών τερματισμού της εργασιακής σχέσης. Έχουν ως ακολούθως:-
Η εφεσείουσα απασχολήθηκε ως βοηθός μάγειρας στην πιτσαρία «PIZZA INN» στην Αγία Νάπα (στο εξής η Πιτσαρία) από 1.5.1998 μέχρι 31.3.07. Με δηλωμένο εργοδότη, από 1.5.98 μέχρι 31.10.03, την εταιρεία Stelel Catering Ltd, πλην από τις χρονικές περιόδους από 16.3.00 μέχρι 14.5.00 και από 1.4.04 μέχρι 31.10.04 που είχε ως δηλωμένους εργοδότες τις εταιρείες PHC Franchised Restaurants Ltd και Hag Times Co Ltd (αντιστοίχως), ενώ από 15.3.05 μέχρι 31.3.07 εργοδότης της ήταν η εφεσίβλητη 1. Με την επισήμανση ωστόσο ότι, από 1.11.06 μέχρι 31.3.07 η εργασία της είχε ανασταλεί και κατά την περίοδο αυτή λάμβανε ανεργιακό επίδομα λόγω του ότι η Πιτσαρία είχε κλείσει για εκτέλεση εργασιών ανακαίνισης της προκειμένου στο υποστατικό να λειτουργήσουν δύο εστιατόρια - ενός ιταλικού και ενός κινέζικου - τα οποία λειτούργησαν τον Απρίλη του 2007. Περαιτέρω ήταν παραδεκτό ότι στις 2.4.07 η εφεσείουσα προσελήφθη στο ξενοδοχείο Nissi Beach ως καθαρίστρια κουζίνας.
Ήταν δικογραφημένος ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι οι υπηρεσίες της τερματίστηκαν από την εφεσίβλητη 1 την 31.3.07 με τον ισχυρισμό ότι το εστιατόριο έκλεισε και ενόψει τούτου υπέβαλε, στις 25.5.07, αίτηση στο εφεσίβλητο Ταμείο για πληρωμή λόγω πλεονασμού. Το Ταμείο όμως απέρριψε την αίτηση της, στις 12.5.08, στη βάση ότι ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης δεν οφειλόταν σε πλεονασμό, αλλά γιατί η ίδια δεν αποδέκτηκε άλλη κατάλληλη εργασία που της πρόσφερε η εφεσίβλητη 1 και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της. Τέτοια όμως εργασία, ισχυρίστηκε, δεν της προσφέρθηκε και συνεπώς δικαιούται αποζημιώσεις για παράνομη και αδικαιολόγητη απόλυση ή πληρωμή λόγω πλεονασμού.
Η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων ήταν κοινή:- Η εφεσίβλητη 1 άλλαξε το χώρο παρασκευής πίτσας και ενόψει τούτου πρότεινε στην εφεσίβλητη να συνεχίσει την εργασία της στο νέο χώρο, στον Πρωταρά, αλλά αυτή αρνήθηκε και οικειοθελώς άλλαξε εργοδότη.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, ένα ήταν το επίδικο θέμα για το πρωτόδικο Δικαστήριο: Ποιος από τους δύο τερμάτισε την εργασιακή σχέση, η εφεσείουσα ή η εφεσίβλητη;
Η εφεσείουσα προώθησε την προαναφερθείσα δικογραφημένη θέση της με μαρτυρία που έδωσε η ίδια και ο συντεχνιακός Κουζάλης, ενώ η αντίστοιχη θέση των εφεσιβλήτων προωθήθηκε με μαρτυρία των υπεύθυνων της εφεσίβλητης 1 Κ. Δημητρίου και Γ. Κεφάλα, καθώς επίσης και από τη λειτουργό του Ταμείου Γ. Ντρίτσου. Για τους σκοπούς της παρούσας δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης 1 εφόσον αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη και επί τούτου δεν υπάρχει αντέφεση - αλλά η αντέφεση της περιορίζεται μόνο στο ότι εσφαλμένως δεν της επιδικάστηκαν έξοδα ως αποτέλεσμα της απόρριψης της αίτησης. Θα συνοψίσουμε επομένως μόνο τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του συντεχνιακού Κουζάλη, στη βάση της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι η εργασιακή σχέση τερματίστηκε από την εφεσίβλητη 1.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσείουσας, το Σεπτέμβρη του 2006 ο Κ. Δημητρίου της ανέφερε ότι η Πιτσαρία θα έκλεινε και θα πρέπει «να βρει δουλειά». Έξι μήνες μετά, το Μάρτη του 2007, διαπίστωσε ότι στην Πιτσαρία εκτελούνταν εργασίες ανακαίνισης και όταν σχετικώς ρώτησε τον Κ. Δημητρίου τι θα γίνει με την απασχόληση της, αυτός της απάντησε ότι η Πιτσαρία αγοράστηκε από κάποιο τρίτο και θα γίνει εστιατόριο και ως εκ τούτου θα πρέπει να βρει αλλού εργασία. Μετά απ΄ αυτή την εξέλιξη απευθύνθηκε στο συντεχνιακό Κουζάλη και επειδή στις 31.3.07 έληξε η αναστολή της εργασίας της δέχτηκε να εργοδοτηθεί στο Nissi Beach σε εργασία που της βρήκε ο συντεχνιακός. Ουδέποτε ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη 1 της πρόσφερε άλλη εργασία και η αίτηση της για πληρωμή από το Ταμείο έγινε γιατί όπως της είπε ο Δημητρίου η Πιτσαρία έκλεισε.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κουζάλη, η εφεσείουσα τον επισκέφθηκε το Μάρτη του 2007 και του ανέφερε πως ο ένας εκ των ιδιοκτητών της εταιρείας, ο Κ. Δημητρίου, της ανέφερε πως η Πιτσαρία θα μετατρεπόταν σε εστιατόριο. Αυτός τότε επικοινώνησε με τον δεύτερο ιδιοκτήτη της εταιρείας, τον Γ. Κεφάλα, και τον ρώτησε τι θα γίνει με την απασχόληση της εφεσείουσας. Η απάντηση που πήρε ήταν πως η εφεσείουσα είναι «με αναστολή εργασιών» μέχρι 31.3.07 και όταν λήξει η αναστολή «βλέπουμε». Όταν δε τον επισκέφθηκε ξανά η εφεσείουσα και του ανέφερε πως δεν ειδοποιήθηκε από την εφεσίβλητη 1 για εργασία, την παρέπεμψε στο Nissi Beach λόγω του ότι το ανεργιακό της επίδομα θα σταματούσε να της καταβάλλεται στις 31.3.07.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας, κατέληξε πως του δημιουργήθηκαν ερωτηματικά και αμφιβολίες για το αξιόπιστο της εκδοχής της και στη βάση αυτή αποφάνθηκε πως απέτυχε να αποδείξει τον τερματισμό της απασχόλησης της από την εφεσίβλητη 1, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης της.
Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως απέτυχε να αποδείξει το μονομερή τερματισμό της απασχόλησης της από την εφεσίβλητη 1 (1ος λόγος έφεσης). Περαιτέρω, με άλλους τέσσερις λόγους έφεσης, παραπονείται πως, με δεδομένες τις εκατέρωθεν δικογραφημένες θέσεις και με δεδομένο το γεγονός ότι η Πιτσαρία έκλεισε και μετετράπη σε δύο εστιατόρια, εσφαλμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
1. Δεν προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης έγινε βάσει του άρθρου 18(β) ή βάσει του άρθρου 20(α) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/1967 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος).
2. Δεν περιορίστηκε στην εξέταση των επιδίκων θεμάτων όπως αυτά καθορίστηκαν από τους διαδίκους στις εγγράφους προτάσεις τους, αλλά εξέτασε και τη μη δικογραφημένη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ότι της πρόσφεραν άλλη εργασία και
3. Δεν εξέτασε την υποχρέωση της εφεσίβλητης 1 να της γνωστοποιήσουν τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης για την κατ΄ ισχυρισμό προσφερθείσα (νέα) εργασία, όπως προνοείται από το άρθρο 4 του περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμου του 2000 (Ν.100(1)/2000).
Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας με περίγραμμα αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Το ίδιο έπραξαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές, πλην του θέματος των εξόδων για το οποίο - όπως σημειώθηκε - η εφεσίβλητη 1 κατέθεσε αντέφεση.
Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι οι λόγοι έφεσης 2-5 προβάλλονται προς περαιτέρω ενίσχυση του 1ου λόγου έφεσης που στοχεύει σε ανατροπή του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει το μονομερή τερματισμό της απασχόλησης της από την εφεσίβλητη 1. Καθίσταται επομένως σαφές πως επιτυχία του 1ου λόγου έφεσης θα συνεπάγεται επιτυχία και της έφεσης, ενώ αποτυχία του υπό αναφορά λόγου έφεσης θα καταστήσει αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενο προς τούτο την Αριστείδου ν. R.K. Super Beton Ltd κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 114, το βάρος απόδειξης της απόλυσης το φέρει σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου ο εργοδοτούμενος, του δε λόγου της απόλυσης ο εργοδότης. Επί τούτου δεν υπάρχει διαφωνία από την πλευρά της εφεσείουσας. Ωστόσο - με παραπομπή στην ίδια αυθεντία - διατείνεται ότι στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας και με δεδομένη την απόρριψη ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων της εφεσίβλητης 1, το μόνο που παρέμεινε ήταν η δική της αναντίλεκτη μαρτυρία. Κατά συνέπεια το μόνο συμπέρασμα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι η εργασιακή σχέση τερματίστηκε μονομερώς από την εφεσίβλητη 1. Τη στιγμή μάλιστα που αξιολογώντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας παρατήρησε ότι «. ήταν σταθερή στις θέσεις της αναφορικά με τις συζητήσεις που είχε με τον κ. Δημητρίου σχετικά με την απασχόληση της στην πιτσαρία μετά την 1.4.2007, με το ότι ο κ. Δημητρίου επέβλεπε την εργασία της τον τελευταίο καιρό και ότι της έδωσε αύξηση το προηγούμενο καλοκαίρι και με την εργοδότηση της στο ξενοδοχείο Nissi Beach».
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα είχε το βάρος απόδειξης της απόλυσης της και το γεγονός ότι απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη η μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης 1 δεν συνιστούσε, άνευ ετέρου, λόγο για αποδοχή της δικής της μαρτυρίας στο σύνολο της. Όπως συναφώς τόνισε το παρόν Εφετείο σε πρόσφατη απόφαση του, στη Τhe United Automotive Dealers Ltd v. Πέτρου, Πολ. Εφ. 442/2011 ημερ. 25.10.17, ECLI:CY:AD:2017:A371, η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο ανάγεται στο πλαίσιο της αποκλειστικής του αρμοδιότητας και επί τούτου δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου, εκτός βεβαίως όταν η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/1967, όπως τροποποιήθηκε) οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι εφέσιμες για νομικό σημείο μόνο. Στην παρούσα όμως περίπτωση, δεν εντοπίζουμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση έχει εμφιλοχωρήσει εσφαλμένη νομική καθοδήγηση σ΄ ό,τι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας. Ναι μεν το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εφεσείουσα ήταν «.σταθερή στις θέσεις της αναφορικά με τις συζητήσεις που είχε με τον κ. Δημητρίου σχετικά με την απασχόληση της στην πιτσαρία μετά την 1.4.07», αλλά ήταν στο πλαίσιο της αποκλειστικής του αρμοδιότητας να αποφασίσει κατά πόσο στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας που προσκόμισε απέδειξε ότι η εργασιακή της σχέση τερματίστηκε από την εφεσίβλητη 1. Επ΄ αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού - το οποίο η εφεσείουσα παραβλέπει - που έκδηλα εκθεμελιώνει τα παράπονα της και ως προϊόν αξιολόγησης δεν δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου:-
«Παρόλα αυτά μας δημιουργούνται ερωτηματικά και αμφιβολίες αναφορικά με το αξιόπιστο της εκδοχής της για τους πιο κάτω λόγους:
(α) μας δημιουργείται η απορία πως γίνεται ο κ. Δημητρίου τον Σεπτέμβριο του 2006 να αναφέρει στην Αιτήτρια ότι η πιτσαρία θα κλείσει και ότι αυτή θα πρέπει να εξεύρει άλλη εργασία και τον Οκτώβριο του 2006 οι Εργοδότες να αναστέλλουν τις εργασίες της Αιτήτριας αντί να τις τερματίζουν; Περαιτέρω διερωτόμαστε για ποιο λόγο οι Εργοδότες να θέσουν σε αναστολή την Αιτήτρια τον Οκτώβριο του 2006 αφού δεν είχαν σκοπό να συνεχίσουν την απασχόληση της τον Απρίλιο του 2007 και για ποιο λόγο η Αιτήτρια η οποία γνώριζε από τον Σεπτέμβριο του 2006 ότι έπρεπε να βρει άλλη εργασία περίμενε μέχρι τον Μάρτιο του 2007 να αποταθεί στη συντεχνία της για εξεύρεση άλλης κατάλληλης απασχόλησης και δεν φρόντισε κατά την περίοδο αναστολής των εργασιών της να επικοινωνήσει η ίδια με τον κ. Κεφάλα για να δει τι θα γίνει με την εργασία της στους Εργοδότες. Μας ξενίζει το γεγονός ενώ η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο κ. Κουζάλης της είπε ότι θα επικοινωνούσε με τον κ. Κεφάλα με σκοπό να τον ρωτήσει για την απασχόληση της, κατά την κατάθεση της αρχικά ανέφερε ότι δεν ξέρει αν ο κ. Κουζάλης μίλησε με τον κ. Κεφάλα. Στη συνέχεια είπε ότι δεν θυμάται αν μίλησε ο κ. Κουζάλης με τον κ. Κεφάλα. Μας δημιουργούνται ερωτηματικά πως γίνεται η Αιτήτρια να μην ενδιαφερθεί να μάθει τι ανέφερε στον κ. Κουζάλη ο κ. Κεφάλας αναφορικά με το μέλλον της απασχόλησης της. Ακόμη μας δημιουργούνται και ερωτηματικά πως γίνεται να μην θυμάται ένα τόσο σημαντικό, κατά την κρίση μας, γεγονός για την υπόθεση της. Εντοπίζουμε και το εξής παράδοξο στη μαρτυρία της Αιτήτριας. Ενώ ανέφερε ότι πριν αποταθεί στον κ. Κουζάλη ο κ. Δημητρίου της είπε ότι πρέπει να εξεύρει άλλη εργασία και ότι δεν ξέρει και δεν θυμάται αν μίλησε ο κ. Κουζάλης με τον κ. Κεφάλα, στη συνέχεια είπε ότι μετά που αττοτάθηκε στον κ. Κουζάλη περίμενε μέχρι και την τελευταία στιγμή ( μέχρι να λήξει η αναστολή) να της τηλεφωνήσουν οι Εργοδότες για εργασία. Διερωτόμαστε για ποιο λόγο περίμενε μέχρι να λήξει η αναστολή της εργασίας της για να ψάξει για άλλη εργασία αφού ο κ. Δημητρίου της ανέφερε ξεκάθαρα ότι οι υπηρεσίες της θα τερματίζονταν και αυτή όπως ανέφερε δεν γνώριζε ότι ο κ. Κεφάλας είπε στον κ. Κουζάλη ότι μετά τη λήξη της αναστολής των εργασιών θα δουν τι θα κάνουν με την απασχόληση της, και
(β) η θέση της Αιτήτριας ότι τον Μάρτιο του 2007 ο κ. Δημητρίου της ανέφερε ότι η πιτσαρία αγοράστηκε από κάποιον τρίτο ο οποίος θα προσλάβει δικό του προσωπικό και ότι αυτή θα πρέπει να ψάξει για άλλη εργασία δεν υποστηρίχτηκε από τη μαρτυρία του κ. Κουζάλη. Ο κ. Κουζάλης ανέφερε ότι τον Μάρτιο του 2007 τον επισκέφθηκε η Αιτήτρια στο γραφείο του στο Παραλίμνι και του ανέφερε ότι σε επικοινωνία που είχε με τον ένα από τους δύο ιδιοκτήτες της πιτσαρίας, τον κ. Δημητρίου, της λέχθηκε ότι n πιτσαρία θα άλλαζε λειτουργία και θα μετατρεπόταν σε εστιατόριο. Αυτός επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον άλλο ιδιοκτήτη της πιτσαρίας, τον κ. Γ. Κεφάλα και του ανέφερε τις ανησυχίες της Αιτήτριας. Ο κ. Κεφάλας του είπε ότι η Αιτήτρια είναι με αναστολή εργασιών μέχρι τις 31.3.2007 και ακολούθως «βλέπουμε». Στη συνέχεια όταν δεν ειδοποιήθηκε η Αιτήτρια για εργασία επειδή το ανεργιακό επίδομα που λάμβανε θα σταματούσε να της καταβάλλεται στις 31.3.2007, η Αιτήτρια τον επισκέφθηκε ξανά στο γραφείο του για να της βρει άλλη εργασία. Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του κ. Κουζάλη γίνεται αναφορά σε τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας από τον κ. Δημητρίου ως η θέση της Αιτήτριας».
Για τους πιο πάνω λόγος κρίνουμε πως δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Η ΑΝΤΕΦΕΣΗ
Ο πρώτος λόγος της αντέφεσης αφορά απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 4.5.11 βάσει της οποίας έγινε αποδεκτή, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, αίτηση της εφεσίβλητης 1 ημερ. 20.9.10 για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της ερήμην στις 27.5.09. Και αυτό στη βάση ότι η εφεσίβλητη 1 δεν έλαβε γνώση της αίτησης της εφεσείουσας για να αμυνθεί εφόσον η αίτηση «. δεν απεστάλη στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου των εργοδοτών. Παρελήφθηκε από κάποιο πρόσωπο που υπέγραψε με το όνομα Cornelia χωρίς όμως οποιαδήποτε ένδειξη για την ιδιότητα του και ή αν ήταν γνωστό στους Εργοδότες, αφού ούτε και η απόδειξη παραλαβής φέρει σφραγίδα των εργοδοτών». Παρά όμως την επιτυχία της αίτησης της εφεσίβλητης 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν της επιδίκασε έξοδα κρίνοντας πως «Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα».
Είναι θέση της εφεσίβλητης 1 ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα διαδικασία δεν κατεδίκασε την εφεσείουσα σε έξοδα και επί του προκειμένου παρέπεμψε στις Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 416 και Αρέστη ν. Λαδοκόνου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646.
Με τους επόμενους δύο λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην της επιδικάσει έξοδα ως αποτέλεσμα της απόρριψης της (κυρίως) αίτησης της εφεσείουσας, στη βάση ότι η μαρτυρία της κρίθηκε αναξιόπιστη. Παρέπεμψε συναφώς και επί τούτου στην ίδια νομολογία που επικαλέστηκε προς τεκμηρίωση του 1ου λόγου της αντέφεσης.
Η εφεσείουσα αντιτείνει ότι η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί για δύο λόγους. Ο πρώτος ότι η εφεσίβλητη 1 δεν εξασφάλισε την προβλεπόμενη από τη Δ.35 θ.20 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών άδεια για άσκηση έφεσης σ΄ ό,τι αφορά τα έξοδα και, ο δεύτερος, ότι η εφεσίβλητη 1 συνέβαλε με τη συμπεριφορά της σε αδικαιολόγητη αύξηση των εξόδων εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της ακροαματικής διαδικασίας αναλώθηκε στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων της, η οποία κρίθηκε αναξιόπιστη και στη συντριπτική της πλειοψηφία ήταν εκτός δικογράφων.
Εξετάσαμε αμφότερες τις πρωτόδικες αποφάσεις υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν αναπτυχθείσας επιχειρηματολογίας.
Το πρώτο θέμα που εγείρεται είναι κατά πόσο η εφεσίβλητη 1, χωρίς την προγενέστερη άδεια του Εφετείου ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δ,35 θ.20) μπορεί να εγείρει θέμα εξόδων. Η απάντηση έχει δοθεί στην Αρέστη (ανωτέρω) και είναι θετική. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:-
«Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι δεν υφίσταται εμπόδιο στην άσκηση αντέφεσης βάσει της Δ.35. θ.10, σε σχέση με τα έξοδα, χωρίς προηγούμενη άδεια, όπου με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην ολότητα της. Η διαταγή ως προς τα έξοδα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του δικαστηρίου. Η τύχη της εξαρτάται άμεσα από την έκβαση της έφεσης. Εφόσο η διαταγή ως προς τα έξοδα αποτελεί παρεπόμενο του αντικειμένου της έφεσης, το θέμα δεν εισάγεται με την ειδοποίηση βάσει της Δ.35 θ.10, και, επομένως, δεν είναι αναγκαία η παροχή άδειας για την έγερσή του».
Η εφεσίβλητη 1, λοιπόν, είχε κάθε δυνατότητα να επιδιώξει ανατροπή των πρωτόδικων αποφάσεων σ΄ ό,τι αφορά τα έξοδα χωρίς την προβλεπόμενη από τη Δ.35 θ.20 άδεια. Όπως δε έχει καθιερωθεί νομολογιακά η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα πρέπει να ασκείται δικαστικά με κύριο γνώμονα την έκβαση της διαδικασίας και κατά γενικό κανόνα τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν παρέκκλιση. Δηλαδή μόνο αν συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους της (βλ. Αρέστη και Κυριάκου (ανωτέρω), Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Επισήμου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της περιουσίας της D. K. Intercity Buses Larnacas Ltd, Πολ. Εφ. 388/11 ημερ. 7.7.17, ECLI:CY:AD:2017:A256 και Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου, Πολ. Εφ. 9/14 ημερ. 7.6.16, ECLI:CY:DOD:2016:4 που παραπέμπουν και σε προηγούμενη επί του θέματος νομολογία).
Στην παρούσα περίπτωση σ΄ ό,τι αφορά την (ενδιάμεση) απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 4.5.11 έγινε παρέκκλιση από τον κανόνα με γνώμονα «τα περιστατικά της υπόθεσης», χωρίς να προσδιορίζονται πια περιστατικά συνιστούσαν σοβαρό λόγο για να μην ακολουθηθεί ο κανόνας. Κατά συνέπεια ο συναφής με την εν λόγω απόφαση λόγος έφεσης (ο υπ΄ αρ. 1) γίνεται αποδεκτός και η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα έξοδα παραμερίζεται και υποκαθίσταται με διαταγή βάσει της οποίας τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον της εφεσείουσας.
Αναφορικά όμως με τα έξοδα της τελικής απόφασης τα πράγματα είναι διαφορετικά. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα επιτρεπτά όρια, εφόσον σημαντικό μέρος των εξόδων προκλήθηκε από τη μαρτυρία - αναξιόπιστη όπως κρίθηκε - των δύο μαρτύρων της εφεσίβλητης 1. Κατά συνέπεια οι υπ΄ αρ. 2 και 3 λόγοι της αντέφεσης απορρίπτονται.
Η αντέφεση επομένως επιτυγχάνει μερικώς σ΄ ότι αφορά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της πρώτης απόφασης ημερ. 4.5.11 και ενόψει τούτου δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ