ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A414
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 235/2011)
23 Νοεμβρίου, 2017
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΗΡΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
2. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
ΚΑΙ
1. ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
2. ΡΙΤΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
---------
Κ. Χατζηϊωαννου, για τους εφεσείοντες.
Λ. Βραχίμης, για τους εφεσίβλητους.
---------
NAΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Μιχαηλίδου, Δ.
---------
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι διαφορές των τότε συζύγων, εναγομένου 1 και εναγομένης 2-εφεσίβλητης 2, ανέσυραν στο φως τις απαιτήσεις των εφεσειόντων-εναγόντων οι οποίοι καταχώρισαν την υπό κρίση αγωγή που θεμελιώθηκαν διαζευκτικά, στη μεταξύ όλων των διαδίκων προφορική συμφωνία, δυνάμει της οποίας οι εφεσείοντες δάνεισαν στον αδελφό τους, εναγόμενο 1 και εφεσίβλητη 2 (το ζεύγος), ως οικονομική βοήθεια £100.000, με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση και εγγραφή της κοινής συζυγικής κατοικίας (η κατοικία) (κατά το 1/2 μερίδιο έκαστος), επ΄ ονόματι των εφεσειόντων, υπό την αναβλητική αίρεση ότι η μεταβίβαση θα λάμβανε χώρα, άμα τη εξοφλήση εκ μέρους του ζεύγος της υφιστάμενης υποθήκης προς όφελος της Τράπεζας Κύπρου. Μέχρι τότε το ζεύγος θα κρατούσε την κατοικία προς όφελος των εφεσειόντων οι οποίοι ενεργούσαν από κοινού, ως εμπιστευματοδόχοι (constructive trust - εξυπακουόμενο εμπίστευμα) και/ή ως χρήματα ληφθέντα για αντάλλαγμα που απέτυχε και/ή ως quantum meruit.
Το ζεύγος, από τα μέσα του 2002 βρισκόταν σε διάσταση, οπότε όταν κλήθηκαν από τους εφεσείοντες, περί τον Οκτώβριο του 2002, να τους μεταβιβάσουν την κατοικία, στη βάση των συμφωνηθέντων, αρνήθηκαν, ερίζοντας μεταξύ τους σε ποιον από τους δύο ανήκε, εξ ου και οι εφεσείοντες προχώρησαν στην καταχώριση της υπό κρίση αγωγής.
Ο εναγόμενος 1 με την υπεράσπιση του κατ΄ ουσίαν αποδέχεται τον πυρήνα των ισχυρισμών των εφεσειόντων: τη συμφωνία και την υπόσχεση μεταβίβασης της κατοικίας επ΄ ονόματι τους, αρνούμενος όμως ότι ενεργούσε από κοινού μετά της εφεσίβλητης-εναγόμενης 2, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα του «όπως διεκδικήσει οιαδήποτε διαφοράν από το ποσόν το οποίον θα κληθεί να πληρώσει προς τους ενάγοντες και το οποίον στην πραγματικότητα είναι οφειλή της εναγομένης 2». Εκ του διεκδικούμενου ποσού ο εναγόμενος 1 αποδέχεται ότι «οφείλει ελάχιστο μόνον μέρος ενώ το υπόλοιπο και/ή ολόκληρο οφείλεται από την εφεσίβλητη». Η εφεσίβλητη εξ αντιθέτου προβάλλει γενική άρνηση και ειδικότερα προβάλλει ότι ουδέποτε η ίδια συμφώνησε με τους εφεσείοντες να τη δανείσουν οποιοδήποτε ποσό, ή συμφώνησε για «μεταβίβαση, παραχώρηση ή κατακράτηση της κατοικίας της, προς όφελος των εφεσειόντων». Ήταν η σταθερή της θέση, όπως και επ΄ ακροατηρίω προωθήθηκε, ότι εάν πληρώθηκαν οποιαδήποτε ποσά, ήσαν από χρήματα ή χρηματικά μερίδια του εναγομένου 1 από καταθέσεις, κέρδη, μετοχές ή οικογενειακές δωρεές προς τον ίδιο, καταλογίζοντας αλλότρια κίνητρα, ιδιαιτέρως στην εφεσείουσα-ενάγουσα 2, και προσπάθεια να της αποστερηθεί η περιουσία της μετά τη διάσταση και το επικείμενο διαζύγιο της από τον εναγόμενο 1. Ο εναγόμενος 1 ήταν, όπως υποστήριξε η εφεσίβλητη, άτομο με μεγάλη περιουσία και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με εισοδήματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μέτοχος κατά 1/3 της εταιρείας Karagianis Bros & Co Ltd, και με καταθέσεις στο Λονδίνο.
Το Δικαστήριο με αναφορά στην ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία, όπως καταγράφεται με λεπτομέρεια, απέρριψε την εκδοχή και τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, τους οποίους έκρινε αναξιόπιστους, περί συνομολόγησης προφορικής συμφωνίας πώλησης του ακινήτου ή για αγορά του ακινήτου με χρήματα που τους ανήκαν και αντλήθηκαν σύμφωνα με τις θέσεις των εφεσειόντων, από τον κοινό λογαριασμό που διατηρούσαν οι ίδιοι με άλλους δύο δικαιούχους: τη μητέρα τους και τον εναγόμενο 1.
Οι εφεσείοντες εγείρουν τόσο δικονομικά θέματα όσο και ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, που συνθέτουν ανάλογους λόγους έφεσης και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη αποδεκτή μαρτυρία: η κατάληξη του δεν συνάδει με την ενώπιον του μαρτυρία, ότι η αιτιολογία του Δικαστηρίου για δήθεν αναξιοπιστία των εφεσειόντων ή δήθεν αξιοπιστία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της δεν ευσταθούν, δεν ακολουθήθηκαν οι καθιερωμένοι κανόνες ελέγχου της αξιοπιστίας και συγκρότησης της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα ευρήματα (λόγοι έφεσης 3ος, 5ος, 8ος).
Επί ζητημάτων αξιοπιστίας, πρωταρχικός είναι ο ρόλος του εκδικάζοντος Δικαστηρίου το οποίο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο, από τα διαδραματισθέντα κατά τη δίκη και των εκατέρωθεν θέσεων και επιχειρημάτων. Το Εφετείο επεμβαίνει σπανίως και με πολλή φειδώ (Μάκης Αδαμίδης & Συνεργάτες v Δ. Κυθρεώτη & Συνεργάτες κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106) εκεί όπου διαπιστώνει ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε όπου η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, εν όψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.
Το Δικαστήριο αναφέρει με πολλή λεπτομέρεια ποια σημεία της μαρτυρίας των εφεσειόντων το οδήγησαν σε συμπέρασμα αναξιοπιστίας και συνακόλουθα απόρριψης των ισχυρισμών των εφεσειόντων για συνομολόγηση προφορικής συμφωνίας πώλησης του ακινήτου. Αναφορά γίνεται στις διαφορετικές εκδοχές που έδωσε στην μαρτυρία της η ενάγουσα-εφεσείουσα 1 όσον αφορά τη γνώση της εφεσίβλητης για το δανεισμό των χρημάτων και στις εξηγήσεις της αναφορικά με το τεκμήριο 45, έγγραφο που σύμφωνα με την εφεσείουσα 1 «ετοιμάστηκε από την ίδια», μέσα στα πλαίσια διαπραγμάτευσης για επίλυση των οικονομικών εκκρεμοτήτων που υπήρχαν μεταξύ των δύο οικογενειών που συμπεριελάμβαναν, πάντοτε κατ΄ ισχυρισμό των εφεσειόντων, και τη διεκδικούμενη συζυγική κατοικία, θέση που απέρριψε το Δικαστήριο ως αναληθή.
Ως προς τον εφεσείοντα 2, το Δικαστήριο σημείωσε ιδιαιτέρως τις τέσσερεις διαφορετικές εκδοχές που έδωσε, ως προς το κατ΄ ισχυρισμό μερίδιο του στα χρήματα που βρίσκονταν κατατεθειμένα στον κοινό λογαριασμό στην Αγγλία, όπως και τις πλείστες όσες αναφορές του και τις τοποθετήσεις του, τις οποίες έκρινε ως αόριστες, γενικότροπες και επαμφοτερίζουσες, ώστε να θεωρήσει ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί μετά βεβαιότητας στη μαρτυρία του εφεσείοντος 2 για να καταλήξει σε θετικά ευρήματα. Στα πλαίσια άλλης αγωγής (Αρ. Αγωγής 4967/03)[1], ο εφεσείων 2 δήλωνε πως ο εν λόγω λογαριασμός στην Αγγλία μετά το θάνατο του πατέρα τους κατέστη κοινός για όλους, ενώ κατά τη δίκη πρόβαλε ως μόνη δικαιούχο τη μητέρα τους, ερχόμενος, όπως καταγράφει το Δικαστήριο, σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ισχυρίστηκαν στη διαδικασία οι Εφεσείοντες: ότι η πλειοψηφία των χρημάτων ανήκε σε αυτούς:
«Εάν στα πιο πάνω προστεθεί και η εκδοχή της εναγούσης 1 αναφορικά με τα χρήματα και λογαριασμό εις Αγγλία φαίνεται πραγματικά το εξωπραγματικό της εκδοχής τους αλλά και οι ψευδείς ισχυρισμοί τους. Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή της εναγούσης 1 τα χρήματα της ιδίας και του ενάγοντα 2 που προήλθαν από την εργασία τους εις Νότιο Αφρική διά 7 και 10 χρόνια αντίστοιχα, μεταφέρθησαν στο λογαριασμό που διατηρούσαν εις Αγγλία οι γονείς τους, ο οποίος ήταν κοινός (and/or). Όταν απεβίωσε ο πατέρας των εναγόντων και εναγομένου 1 δεν έγινε διαχείριση της περιουσίας του και ο άνω λογαριασμός διαμορφώθηκε ώστε δικαιούχοι να είναι όλοι, ήτοι η μητέρα και τα τρία αδέλφια αλλά δικαίωμα υπογραφής να έχει η μητέρα, Χλόη. Οι τέσσερις τους ήταν οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα πατέρα και ο εναγόμενος 1 κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα ήταν 18 ετών. Ένα θέμα που γεννάται και δεν απαντήθη τεκμηριωμένα είναι διατί ο εναγόμενος 1 δεν είχε κανένα δικαίωμα εις μέρος των χρημάτων του άνω λογαριασμού εφόσον επρόκειτο περί χρημάτων και του πατέρα του. Επίσης, αν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων ανήκε στους ενάγοντες ως ισχυρίζονται, διατί τότε δεν είχαν δικαίωμα υπογραφής και οι ίδιοι εφόσον τα ονόματα τους φαίνονταν στο λογαριασμό ως δικαιούχοι και συνεπώς δεν τίθετο θέμα απόκρυψης ή αποφυγής ενδεχομένως ευθύνης από διωκτικές αρχές. Οι διάφορες δικαιολογίες που προφασίστηκαν ούτε πειστικές είναι αλλά ούτε λογικές ή φυσικές. Επίσης οι ισχυρισμοί τους ότι ο εναγόμενος 1 δεν είχε δικαίωμα και μερίδιο εις το λογαριασμό καταρρίπτεται πλήρως από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 κ. Χρίστου Κωμοδίκη την οποία δέχομαι εις την ολότητα της ως ειλικρινή και αξιόπιστη. Η μαρτυρία του, απλή ως ήταν, υποστηρίζεται πλήρως από τα τεκμ. 76, 77 και 78 και δεν αφήνει αμφιβολίες. Από τη μαρτυρία αυτή προκύπτει ότι ο εναγόμενος 1 είχε στη διάθεση του χρήματα εις Αγγλία όπως και δυνατότητα διακίνησης τους. Σχετικό είναι και το περιεχόμενο της παραγρ. 23 του τεκμ. 66. Η μεταφορά δε των Stg18.000 έγινε το Δεκέμβριο του 2001 όπως φαίνεται στο τεκμ. 76 ότε ο πατέρας Καραγιάννης δεν ευρίσκετο εν ζωή . Στο τεκμ. 76 αναφέρεται ότι το άνω ποσό μεταφέρθηκε από λογαριασμό των "MR/MRS Karayiannis". Λαμβάνοντας υπόψη ότι ούτε ίχνος μαρτυρίας δεν παρουσιάστηκε από τους ενάγοντες για ύπαρξη τέτοιου λογαριασμού, τότε οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί υπάρξεως εις Αγγλία μόνο ενός λογαριασμού με δικαιούχους και τους τέσσερις (4) οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι αυτοί προβάλλουν ψευδείς ισχυρισμούς. Περαιτέρω δεν αποκαλύπτονται με αυτόν τον τρόπο το ύψος του ποσού του λογαριασμού και τυχόν δικαιώματα του εναγομένου 1 αναφορικά με τα χρήματα του πατέρα του εναγομένου 1. Συνεπώς, απορρίπτω εις την ολότητα τους, τους προβληθέντες από τους ενάγοντες ισχυρισμούς αναφορικά με την ιδιοκτησία των χρημάτων και λογαριασμού εις Αγγλία.»
Δεν περιορίστηκε το Δικαστήριο όμως στις εν λόγω παρατηρήσεις του. Αντίκρισε το ζήτημα και από άλλη σκοπιά με αναφορά σε διάφορα ποσά, τα οποία εξεταζόμενα στην ολότητα τους, σε συνδυασμό αλλά και ανεξάρτητα με την κακή εντύπωση που δημιούργησε το Δικαστήριο για τους εφεσείοντες, το οδήγησαν να απορρίψει τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με την, κατ΄ ισχυρισμόν τους, συμφωνία πώλησης της οικίας τον Αύγουστο του 1999 ή προγενέστερες ισχυριζόμενες συμφωνίες δανείων με την εφεσίβλητη ή σε ότι αφορά την εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό στην Αγγλία. Ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ύπαρξη κάποιου λογαριασμού στην Αγγλία, απ΄ όπου έγινε μεταφορά χρημάτων από την εφεσείουσα 2 και διενεργήθηκαν πληρωμές προς όφελος του εναγόμενου 1, δεν ανέτρεπε την κατάληξη του.
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί σφάλμα ούτε και δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου επί της κρίσης αξιοπιστίας (Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172) στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει μετά το πέρας της υπόθεσης της εφεσίβλητης, την αντεξέταση του εναγομένου 1 ή και της μητέρας των εφεσειόντων επί δηλώσεων που τους απέδωσαν η εφεσίβλητη 2 και οι μάρτυρες της (ΜΥ2 και ΜΥ3) (5ος λόγος έφεσης) εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο της λανθασμένης αξιολόγησης του Δικαστηρίου που στηρίχθηκε σε εξ ακοής μαρτυρία.
Το Δικαστήριο επί τούτου, με ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 26.1.2010, απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων, κρίνοντας ότι η κλήτευση των εν λόγω προσώπων, δεν θα εξυπηρετούσε στην απονομή δικαιοσύνης, αντιθέτως, θα προξενούσε καθυστέρηση στην εκδίκαση. Λόγω δε και της στενής συγγένειας εφεσειόντων και προτεινόμενων προσώπων ως μαρτύρων, η θέση της εφεσίβλητης 2, ενόψει και της στάσης που τήρησε ο εναγόμενος 1 υπέρ της απαίτησης των εφεσειόντων, θα καθίστατο, έκρινε το Δικαστήριο, δυσμενής.
Το ζήτημα αφορά την εφαρμογή του άρθρου 26(1) του Περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, αναφορικά με την εξουσία κλήτευσης μαρτύρων για αντεξέταση σε περίπτωση εξ' ακοής μαρτυρίας. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με την επιφύλαξη του συγκεκριμένου άρθρου, έχει τη διακριτική ευχέρεια να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και εφικτή ή ότι δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Το βάρος απόδειξης οποιουδήποτε επιμέρους αμφισβητούμενου επίδικου ζητήματος βαρύνει τον ενάγοντα, ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει το βάσιμο της εκδοχής του με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Οι εφεσείοντες παρουσίασαν προς απόδειξη των αξιώσεων τους τη μαρτυρία που οι ίδιοι έκριναν, η οποία υπόκειτο σε αξιολόγηση, χωρίς όμως να είναι σε θέση να επεξηγήσουν την πληρωμή διαφόρων χρηματικών ποσών, την πηγή προέλευσης τους από την Κύπρο ή από το εξωτερικό, από κοινό λογαριασμό ή από άλλες πηγές, ή να καλέσουν μάρτυρες προς υποστήριξη των αξιώσεων τους και παρόλο που οι ίδιοι κατά την αντεξέταση τους αναφέρθηκαν στο ρόλο της μητέρας τους, σε σχέση με τον εν λόγω λογαριασμό για να την ορίσουν ως τη μόνη δικαιούχο. Όπως σημειώνει με πολλή λεπτομέρεια το Δικαστήριο οι εφεσείοντες:
«Απέφυγαν επιμελώς αμφότεροι να πράξουν κάτι τέτοιο και ούτε εκάλεσαν άλλο μάρτυρα όπως ενδεχομένως τη μητέρα τους να πράξει αυτό αν και προκλήθησαν από την άλλη πλευρά. Επέμεναν στην προφορική τους μαρτυρία η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί. Το τεκμ 76 καταδεικνύει, όπως ήδη έχει αναφερθεί, κάτι άλλο από αυτό που ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ότι δηλ. ο λογαριασμό απ΄ όπου αντλούσαν χρήματα οι ενάγοντες εις Αγγλία ήταν εις το όνομα «Mr/Mrs Karayiannis". Ο λογαριασμός σύμφωνα με τους ενάγοντες εις Αγγλία ήταν ένας και ο Εναγόμενος 1, σύμφωνα με αυτούς δεν διέθετε ούτε μια λίρα εις Αγγλία και η μητέρα τους δεν θα άγγιζε το μικρό ποσό καταθέσεων που είχε. Η πληρωμή των Stg18.000 που τεκμηριώνεται με το τεκμ 76 είναι γεγονός και δεν εξηγήθηκε ποτέ από τους ενάγοντες ή εναγόμενο 1. Πρόσθετα ο εναγόμενος 1 εις γραπτή δήλωση του, τεκμ. 66, που κατάθεσε στην αγωγή 4967/03 Ε.Δ Λευκωσίας αναφέρει εις την παράγρ. 23:-
«Ομοίως απερρίφθη και καταγγελία για τον δήθεν λογαριασμόν στο εξωτερικόν, αφού μετά από εξετάσεις διεπιστώθη ότι ο λογαριασμός ήτο των γονέων μου από εργασίαν των εις το εξωτερικόν, ο οποίος μετά τον θάνατον του πατέρα μου, και με πρωτοβουλίαν της μητέρας μου έγινε κοινός για όλους μας αλλά με υπογραφήν και διαχείρηση μόνον της μητέρας μου που είναι ουσιαστικά η μόνη δικαιούχος.»
Ο συνδυασμός των τεκμηρίων 66 και 76 σε συνάρτηση ανυπαρξίας ισχυρισμού από τους ενάγοντες 1 και 2 ότι ο άνω λογαριασμός τους ανήκει, οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Ο λογαριασμός της Αγγλίας εξακολουθεί να ευρίσκεται επ' ονόματι των Mr and Mrs Karayianni, δηλ. του πατέρα και μητέρας των εναγόντων και εναγομένου 1. Να σημειωθεί ότι δεν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να αντεξετασθή ο εναγόμενος 1 επί της δήλωσης του αυτής, τεκμ. 66 από τους ενάγοντες και το τεκμ. 66 δεν αμφισβητήθη ουσιαστικά.»
Έστω και για το λανθασμένο επιμέρους λόγο που καταχωρεί το Δικαστήριο στην ενδιάμεση του απόφαση, ότι δηλαδή θα επηρεάζονταν τα συμφέροντα και η θέση της εφεσίβλητης, εν όψει της στενής συγγένειας των προτεινόμενων προσώπων, εν τούτοις οι λοιπές επιμέρους παρατηρήσεις του και η κατάληξη του είναι ορθές. Κάτι τέτοιο θα απέβαινε προς βλάβη των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Οι εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν όλα τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους, ακόμη και τη μαρτυρία της μητέρας τους, παρόλο που οι θέσεις του αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση και προκλήθηκαν να τα παρουσιάσουν, όπως παρατηρεί και το Δικαστήριο. Δεν επιτρεπόταν να αναμένουν, θεωρούμε οι εφεσείοντες, το κλείσιμο της υπόθεσης της υπεράσπισης και να επικαλούνται ως λανθασμένη την «παράλειψη του Δικαστηρίου» να μην τους επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας προς αντίκρουση των θέσεων της εφεσίβλητης.
Οι εφεσείοντες είχαν υπόψη τους τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης, τη ρητή και συγκεκριμένη αναφορά σε λογαριασμό ή λογαριασμούς του συζύγου της και στο εξωτερικό ή στην εταιρεία Karagianis & Bros Ltd, δεν έδωσαν οποιαδήποτε λεπτομέρεια για λογαριασμούς από τους οποίους διατείνονταν ότι καταβλήθηκαν ως δάνειο διάφορα ποσά στον εναγόμενο 1 και/ή την εφεσίβλητη, ώστε να επεξηγήσουν με λεπτομέρεια τις θέσεις τους, με αποτέλεσμα το αποδεικτικό βάρος που παρέμεινε στους ώμους των εφεσειόντων δεν απεσείσθη. Η προφορική μαρτυρία των εφεσειόντων δεν μετέφερε στους ώμους της εφεσίβλητης οποιοδήποτε βάρος ή καθήκον να εξειδικεύσει πληρωμές τις οποίες η ίδια αρνείτο.
Ομοίως δεν παρέχεται έδαφος για επέμβαση του Εφετείου, ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αντιλήφθηκε την εξαίρεση του κανόνα που αφορά την αποδοχή μαρτυρίας με την αιτιολογία ότι δεν υπήρξε αντεξέταση. Ουδέν το αναληθές. Η αντεξέταση , όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε από τα πρακτικά, κατέδειξε πως η εφεσείουσα 2 αποδόμησε τις θέσεις των εφεσειόντων και δίνοντας τη δική της εκδοχή, κατάθεσε σειρά εγγράφων, απορρίπτοντας κάθε ισχυρισμό για συνομολόγηση συμφωνίας πώλησης του ακινήτου, όσο και για δανεισμό οποιουδήποτε χρηματικού ποσού προς την ίδια, εμμένοντας στις δικογραφημένες της θέσεις.
Οι αιτιάσεις που προβάλλονται από τους εφεσείοντες δεν μπορεί να ληφθούν σοβαρά υπόψη, αποτελούν εικασίες και ασκήσεις επί υποθετικών σεναρίων. Το σχόλιο του Δικαστηρίου ότι με τη διευθέτηση μεταξύ των πρώην συζύγων της Αίτηση υπ΄ αρ. 38/03 Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο εναγόμενος 1 απώλεσε πλεονέκτημα, διότι η εφεσίβλητη ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα της ανήκουν, θεωρούμε ότι έγινε obiter και εκ του περισσού, αλλά δεν μπορούσε να επηρεάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ορθή, κατά τα άλλα, κατάληξη του. Καταγράφηκε δε, θεωρούμε, υπό το φως της αποδεκτής μαρτυρίας της εφεσίβλητης, η οποία καθόλο τον ουσιώδη χρόνο πρόβαλε σταθερά τη θέση ότι τα χρήματα ανήκαν στον εναγόμενο 1 και όχι στην ιδία.
Καθίσταται δε σαφές από το ίδιο το περιεχόμενο του διατάγματος[2] που εξεδόθη στα πλαίσια της ανωτέρω Αίτησης, ότι αφορούσε στη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και δεν επηρέαζε οποιεσδήποτε συναλλακτικές σχέσεις των διαδίκων με τρίτα πρόσωπα και/ή με τους εφεσείοντες. Εν πάση περιπτώσει οι εφεσείοντες απέτυχαν να διασυνδέσουν τις αξιώσεις τους με τις επιμέρους διαφορές του ζεύγους, με αποτέλεσμα το ζήτημα να καθίσταται άνευ σημασίας.
Το τεκμήριο 45, το οποίο περιλαμβάνει προτάσεις συμβιβασμού μεταξύ των δύο οικογενειών των τότε συζύγων, και για το οποίο οι εφεσείοντες πρόβαλαν τη θέση ότι σε αυτό συμπεριλαμβανόταν και η επίδικη διαφορά, απετέλεσε σημείο αμφισβήτησης και έντονης επιχειρηματολογίας. Θεωρούν οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε και λανθασμένα αποδέχθηκε ως μαρτυρία το τεκμήριο 45 για να στηρίξει και επ΄ αυτού την απόφαση του παρά την ένσταση των εφεσειόντων.
Λανθασμένα θεωρούν οι εφεσείοντες, το Δικαστήριο έκρινε, με ενδιάμεση απόφαση του, ότι επρόκειτο για προτάσεις συμβιβασμού και διευθέτηση των διαφορών του ζεύγους και δεν μπορούσε να εκληφθεί ως προνομιούχο. Άμεσα συναφής με τα ανωτέρω ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αντιλήφθηκε τα συμφωνηθέντα (τεκμήριο 45), η δε κατάληξη του δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία, προφορική ή εμπράγματη (2ος λόγος έφεσης).
Είναι νομολογημένο ότι δηλώσεις και/ή αλληλογραφία που διεξάγεται «άνευ βλάβης» στα πλαίσια ειλικρινών προσπαθειών διευθέτησης μιας διαφοράς, πριν από τη λήψη δικαστικών μέτρων ή κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας, θεωρούνται προνομιούχες. Προνόμιο που υφίσταται υπέρ του προτείνοντος και αποσκοπεί στην προστασία των θέσεων του (Electromatic Constructions Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 Α.Α.Δ. 258), δύναται όμως να εγκαταλειφθεί από το διάδικο προς όφελος του οποίου υφίσταται (Photiou Bros Co and another v. Autolifts and Engineering Co Ltd (1984) 1 C.L.R. 422).
Οι αιτιάσεις των εφεσειόντων ότι επετράπη η κατάθεση του εν λόγω εγγράφου παρά την ένσταση των ιδίων, κατ΄ επίκληση του προνομίου, δεν ευσταθούν. Ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι το προνόμιο υφίσταται προς όφελος της εφεσίβλητης και όχι των εφεσειόντων, από την ενώπιον του μαρτυρία και τις θέσεις της εφεσείουσας 1 ότι κατέγραφε όσα της υπαγόρευαν ο εναγόμενος 1 και η εφεσίβλητη. Η δική της συμμετοχή την οποία η ίδια όρισε «ως εμπλοκή γραμματέα» θεωρούμε ότι ως ορθή σφραγίζει την κατάληξη του Δικαστηρίου. Η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων προς επίκληση του προνομίου ότι οι διαπραγματεύσεις διεξάγονταν «μεταξύ των δύο οικογενειών» δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Το τεκμήριο 45 καταγράφει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του ζεύγους και των εκατέρωθεν γονέων τους, ώστε να καθοριστεί κατά το δυνατό η συνεισφορά εκάστου εξ αυτών στην απόκτηση της συζυγικής περιουσίας και όχι τις αξιώσεις των εφεσειόντων. Ορθά σχολιάζει περαιτέρω το Δικαστήριο ότι αν ευσταθούσαν οι θέσεις των εφεσειόντων το απλούστερο που είχαν να κάνουν, οι εφεσείοντες, ήταν να καταγραφεί και η αξίωση τους επί της κατοικίας ώστε να συμπεριληφθεί στις διαπραγματεύσεις ή να τη διεκδικήσουν ως δική τους περιουσία:
«Διατί δεν διεκδίκησαν το επίδικο ακίνητο, όπως θα ήταν φυσικό, ως ιδικήν τους ιδιοκτησία οπότε και το θέμα θα τελείωνε ως εκεί. Η εκδοχή της εναγούσης 1 ότι της έλεγαν τα στοιχεία του τεκμ. 45 και τα έγραφε πιστεύω ότι είναι εντελώς αναληθής, .»
Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση του 10ου λόγου έφεσης ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το τεκμήριο 45 κατατέθηκε χωρίς ένσταση. Εν πάση όμως περιπτώσει εκ του περισσού καταγράφουμε ότι από αναδρομή στα πρακτικά (σελίδες 57 και 59) η ένσταση επί της κατάθεσης του εγγράφου ηγέρθη σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο και όταν ήδη το εν λόγω έγγραφο είχε καταστεί τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατάλληλος χρόνος εναντίωσης στη κατάθεση εγγράφου ως τεκμηρίου είναι ο ίδιος ο χρόνος της προσπάθειας κατάθεσης του και όχι μεταγενέστερα (Κυριάκου ν. Γρίβα (2002) 1 Α.Α.Δ. 825 και δικονομική πρακτική όπως ενσωματώθηκε στη Δ.38 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).
Ο 1ος, 9ος και 10ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Οι εφεσείοντες αποδίδουν με τον 4ο και 7ο λόγο έφεσης ότι το Δικαστήριο μετετράπη σε αντίδικο των εφεσειόντων, εχθρικά διακείμενο προς τους εφεσείοντες, στηριζόμενο κατ΄ ουσίαν και στη στάση που τήρησε ο εναγόμενος 1 με την υπεράσπιση του, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε απόρριψη της απαίτησης, στάση του που αντανακλάται, κατά τους εφεσείοντες, στο κατωτέρω απόσπασμα:
«Δι' όλους τους πιο πάνω λόγους που ανέφερα, την κακή εντύπωση που δημιούργησα για τους ενάγοντες όταν αυτοί κατάθεταν, ότι δηλαδή δεν έλεγαν την αλήθεια και ότι ό,τι είχε σχέση με τα χρήματα αυτά, όπως ανελύθη πιο πάνω αλλά και άλλα όπως τον φορολογικό έλεγχο που ισχυρίστηκε η ενάγουσα 2 και τρόπο που έρχονταν τα χρήματα αυτά εις Κύπρο, τα άφησαν μόνο σε επίπεδο προφορικού λόγου ώστε να μην μπορούν να ελεγχθούν, δεν μπορώ να δεχθώ τους ισχυρισμούς τους.
Παρενθετικά και μόνο αναφέρεται ότι αρκετό υλικό για να προχωρήσουν στην παρούσα αγωγή οι ενάγοντες τους εδόθη από τον εναγόμενο 1 τόσο πριν όσο και μετά την έγερση της και συγκεκριμένα:
(α) Το τεκμ. 3, καταστάσεις λογαριασμού του Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης δόθησαν στους ενάγοντες το 2003 μετά την έγερση της αγωγής.
(β) τα αρχιτεκτονικά σχέδια της επίδικης οικίας δόθησαν από τον ίδιο στους ενάγοντες οι οποίοι με τη σειρά τους τα έδωσαν στον εκτιμητή Μ.Ε.1 προκείμενου να ετοιμάσει την εκτίμηση του, τεκμ. 44.
(γ) το τεκμ. 43 στο οποίο καταγράφονται με λεπτομέρεια όλα τα έξοδα και κόστος ανεγέρσεως της επίδικης οικίας το οποίο λογικά οι ενάγοντες δεν έπρεπε να έχουν στην κατοχή τους.
(δ) ο εναγόμενος 1 κατεχώρησε Έκθεση Υπεράσπισης εις την οποία προβαίνει σε παραδοχές επί όλων των θεμάτων, όπως ήταν δικαίωμα του βεβαίως, αλλά και ισχυρισμών που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Τέτοια περίπτωση είναι η παραδοχή του δια το ύψος των χρημάτων που κατ΄ ισχυρισμό δόθησαν στους εναγόμενους ήτοι £170.800. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου το ποσό ήταν πολύ μικρότερο αλλά και σύμφωνα με τους ίδιους τους ενάγοντες το ποσό ήταν £161.825 (βλ. σελ. 4 παράγρ. 3 αγόρευσης κ. ΧΊωάννου)
(ε) οι παραδοχές του Εναγομένου 1 έρχονται σε αντίθεση με μαρτυρία που έδωσε σε άλλη διαδικασία (βλ. τεκμ. 66 παράγρ. 23).»
Ανατρέξαμε και πάλι στην απόφαση του Δικαστηρίου και στα πρακτικά: δεν διαπιστώνουμε να υποστηρίζονται τα όσα οι εφεσείοντες αποδίδουν στο Δικαστήριο ή να θεμελιώνουν κατ΄ ελάχιστον τη θέση τους. Το Δικαστήριο, ως όφειλε, τήρησε αμερόληπτη στάση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και απ΄ όσα ήδη καταγράψαμε και επισημάναμε, αποφάσισε στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, κατά πόσον έλαβε χώρα προφορική συμφωνία μεταβίβασης του ακινήτου. Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να αποδίδεται στο Δικαστήριο εχθρική στάση λόγω της δικαιολογημένης από τη μαρτυρία, μόρφωση της τελικής του κρίσης ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το αποδεικτικό βάρος που έφεραν.
Ομοίως οι αιτιάσεις των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγομένης 2, ενώ εξέδωσε απόφαση εναντίον του εναγομένου 1 (12ος λόγος έφεσης), δεν ευσταθούν. Ήταν, θεωρούμε, το αποτέλεσμα παραδοχών στην υπεράσπιση του εναγομένου 1 (§3, 4, 5, 6, 7 και 8), καθώς και της μη προσαγωγής μαρτυρίας εκ μέρους του κατά τη δικάσιμο. Με δεδομένο δε ότι δεν αντηλλάγησαν δικόγραφα μεταξύ συνεναγομένων (εναγομένου 1 και εναγόμενης 2-εφεσίβλητης) ήταν επιτρεπτό και ανοικτό για το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση εναντίον του εναγομένου 1 και να απορρίψει την αξίωση σε βάρος της εφεσίβλητης στη βάση των τελικών του ευρημάτων.
Εν όψει των όσων έχουμε ανωτέρω καταγράψει απορρίπτοντας τους λόγους έφεσης ως προς το εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας παρέλκει η εξέταση του 6ου και 11ου λόγους έφεσης περί εσφαλμένης απόρριψης της αιτίας αγωγής που στηρίζεται σε εξυπακουόμενο εμπίστευμα ή με βάση την αρχή quantum meruit.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/φκ Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
[1] Τεκμήριο 66 στη παρούσα διαδικασία σε συνδυασμό με σελίδα 31, 42 των πρακτικών.
[2] Τεκμήριο 71.