ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Level Tachexcavs Ltd (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 1105
Carter David Lee (Aρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 403
Γεωργιάδης Κυριάκος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 1909, ECLI:CY:AD:2016:D380
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1986 - Ο περί της Σύμβασης για τη Μεταφορά Καταδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1986
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Ν. 63(I)/1996 - Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1996
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:D410
Πολιτική αίτηση αρ.147/17
22 Νοεμβρίου, 2017
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS.
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34, 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 5(1 )(α), 5(4) ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 5 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ (Ν.14/1986) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 8, 9(1 )(α), 9(3) ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ (Ν.14/1986) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 8, 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 (Ν.61(Ι)/1996) ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ 3, 13 ΚΑΙ 25 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΩΝ (ΓΕΝΙΚΟΙ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 1997 (Κ.Δ.Π.121/97) ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ 5 ΚΑΙ 6 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (249/1953)
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ 1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11(1) ΚΑΙ 11(2)(α) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟΥ 5(1)(α) ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΑΡΘΡΟΥ 5 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕTΑΦΟΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ (Ν.14/1986), ΑΡΘΡΩΝ 8, 9(1)(α) 9(3) ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ (Ν.14/1986) ΑΡΘΡΩΝ 3, 8, 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 (Ν.61(Ι)/1996), ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ 3, 13 ΚΑΙ 25 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΩΝ (ΓΕΝΙΚΟΙ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 1997 (Κ.Δ.Π. 121/97) ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ 5 ΚΑΙ 6 TΟY ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (249/1953).
------------------
Β.Ακάμας με Αλ.Κληρίδη, για τον αιτητή.
Θ.Παπακυριακού, (κα), για την καθ΄ης η αίτηση.
Αιτητής παρών.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο ως άνω αιτητής εξαιτείται:
Α. Την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum:
1. Με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση και φυλάκιση του Αιτητή παράνομη και/ή καταχρηστική και/ή χωρίς να υπάρχει εν ισχύ νόμιμη διαταγή για την εκτέλεση της καταδίκης του και/ή χωρίς να υπάρχει απόφαση αρμόδιου Κυπριακού Δικαστηρίου για την κράτηση ή φυλάκιση του Αιτητή και/ή χωρίς να υπάρχει νόμιμο ένταλμα φυλάκισης ή νόμιμο διάταγμα το οποίο να διατάσσει ή να εξουσιοδοτεί τη νόμιμη κράτηση ή φυλάκιση του και/ή χωρίς να υπάρχει επαρκής εξουσιοδότηση για το Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών για κράτηση ή φυλάκιση του Αιτητή και/ή χωρίς να δικαιολογείται η κράτηση του Αιτητή βάση των πιο πάνω αναφερομένων άρθρων.
2. Το οποίο να απευθύνεται προς την Κυπριακή Δημοκρατία, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και τον Διευθυντή των Κεντρικών Φυλάκων και να τους διατάσσει να παρουσιάσουν αυθωρεί τον Αιτητή ενώπιων του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να αφεθεί ελεύθερος και/ή να αποφυλακίσουν και/ή να απελευθερώσουν αυθωρεί τον Αιτητή και/ή να άρουν αυθωρεί την κράτηση και/ή φυλάκιση του Αιτητή.
Β. Την αποφυλάκιση και/ή απελευθέρωση και/ή άρση της φυλάκισης του Αιτητή μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.
Γ. Την κήρυξη του εδαφίου (γ) του Άρθρου 5 του Περί της Σύμβασης για τη Μεταφορά Καταδίκων (Κυρωτικού) Νόμου (Ν.14/1986) ως αντισυνταγματικού.
Δ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Η νομική βάση της αίτησης, ως καταγράφεται σ΄αυτή, είναι τα ΄Αρθρα 11, 30, 34, 35, 144 του Συντάγματος, στα ΄Αρθρα 1, 5(1)(α), 5(4) και 13 της ΕΣΔΑ, στα ΄Αρθρα 3 και 5 του Περί της Σύμβασης για τη Μεταφορά Καταδίκων (Κυρωτικού) Νόμου (Ν.14/1986), στα ΄Αρθρα 8, 9(1)(α), 9(3) και 10 του Δεύτερου Μέρους του περί της Σύμβασης για τη Μεταφορά Καταδίκων (Κυρωτικού) Νόμου Ν.14/1986), στα ΄Αρθρα 3, 8, 11 του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν.61(Ι)/1996, στους Κανονισμούς 3, 13 και 25 των περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί του 1997 ΚΔΠ121/97 και στους Κανονισμούς 5 και 6 του περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί (249/1953).
Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση της κας Χρ.Πολυβίου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον αιτητή και η οποία δηλώνει εξουσιοδοτημένη απ΄αυτόν να προβεί σε ένορκη αναφορά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Επίσης κατατίθενται ως τεκμήρια σχετικά έγγραφα τα οποία θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η κράτηση του είναι παράνομη για τους λόγους που αναλυτικά εκθέτει, ιδιαίτερα στο ότι δεν μεσολάβησε δικαστική πράξη κυπριακού Δικαστηρίου για την έκτιση της ποινής του στη Δημοκρατία. Αν δε κριθεί ο περί της Σύμβασης για Μεταφορά Καταδίκων (Κυρωτικός) Νόμος 14/1986 ότι δεν θέτει ως προϋπόθεση κάτι τέτοιο, είναι αντισυνταγματική η σχετική πρόνοια. Επικαλείται επίσης διάφορα άρθρα του ιδίου Νόμου ιδιαίτερα τα άρθρα 3, 5, 8, 9 και 10 καθώς και τον περί Φυλακών Νόμο (Ν.61(Ι)/1996 και τους Κανονισμούς περί Φυλακών του 1997 (ΚΔΠ121/97), για να καταδείξει επίσης το παράνομο της κράτησης.
Η Δημοκρατία καταχώρησε ένσταση στην αίτηση στηριζόμενη σε δύο βασικούς πυλώνες: πρώτον ότι επί των γεγονότων δεν στοιχειοθετείται βάσιμος λόγος θεραπείας και δεύτερον ότι η παρούσα αίτηση παραβιάζει την αρχή του δεδικασμένου και ή γίνεται καταχρηστικά αφού ο αιτητής προηγουμένως είχε καταχωρήσει άλλην αίτηση, την Πολ.Αιτ.63/16, η οποία και απορρίφθηκε στις 27.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D380. ΄Εφεση που καταχωρήθη εναντίον της απόφασης αποσύρθηκε στις 14.9.2017 (έφεση αρ.259/16).
Το ένταλμα Habeas Corpus είναι δραστικό μέσο διασφάλισης της ελευθερίας του ατόμου και σκοπός του ακριβώς είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης και φυσικά η άμεσα απελευθέρωση ενός αιτητή εάν η κράτηση κριθεί παράνομη.
Για να εξεταστεί η υπόθεση θα πρέπει να καταγραφεί, έστω και συνοπτικά, το ιστορικό της υπόθεσης: Στις 8.12.1995 ο αιτητής καταδικάστηκε από αρμόδιο Δικαστήριο της πολιτείας της Καλιφόρνια των ΗΠΑ σε ποινές φυλάκισης οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ισόβιες (25 years to life and 7 years to life) για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης και το αδίκημα της απόπειρας φόνου αντίστοιχα. Το Δικαστήριο διέταξε όπως ο αιτητής εκτίσει τις εν λόγω ποινές διαδοχικά. Περαιτέρω, στον αιτητή επιβλήθηκε και ποινή φυλάκισης 4 ετών για το αδίκημα της χρήσης πυροβόλου όπλου. Η έκτιση των ποινών άρχιζε από τις 2.1.1996. Σύμφωνα δε με επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ δόθηκαν διευκρινίσεις σε σχέση με την ποινή του αιτητή από τις οποίες προκύπτει ότι οι πιο πάνω ποινές επιβλήθηκαν διαδοχικά και είναι αορίστου χρόνου. Δεν υπάρχει δε καθορισμένη ημερομηνία κατά την οποία δικαιούται να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Ο αιτητής έχει εκτίσει πρώτα την ποινή των 4 χρόνων, καθορισμένου χρόνου, (determinate sentence) η οποία ολοκληρώθηκε στις 12.3.97 (με μείωση 274 ημερών λόγω καλής διαγωγής οι οποίες και αφαιρέθηκαν από τα 4 χρόνια). Ακολούθως άρχισε την έκτιση των 25 ετών για την οποία έχει μειωθεί η ποινή του λόγω καλής διαγωγής ώστε να θεωρείται ότι ολοκλήρωσε την ποινή αυτή στις 10.11.2013. Ακολούθως, σύμφωνα πάντα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, θα άρχιζε την έκτιση της ποινής φυλάκισης των 7 ετών για την οποία δεν έχει δικαίωμα μείωσης, συνεπώς «η συντομότερη ημερομηνία κατά την οποία θα δικαιούται να προβεί σε αίτημα για αποφυλάκιση υπό όρους θα ήταν η 10.11.2020. Κατά την εν λόγω ημερομηνία ο αιτητής θα είχε εκτίσει συνολικά και πραγματικά 24 χρόνια, 10 μήνες και 8 μέρες».
Ο αιτητής με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα εκτίει το υπόλοιπο της ποινής φυλάκισης, που του επιβλήθηκε από αρμόδιο Δικαστήριο της Πολιτείας της Καλιφόρνιας των Ηνωμένων Πολιτειών για αδικήματα τα οποία διέπραξε στην εν λόγω Πολιτεία. Ο αιτητής μεταφέρθηκε στην Κύπρο μετά από δικό του αίτημα και μετά την έγκριση και σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, δυνάμει των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Μεταφορά Καταδίκων, η οποία κυρώθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με τον Νόμο 14/1986 και της οποίας συμβαλλόμενο μέρος είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το αίτημα του είχε εγκριθεί από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και η έγκριση κοινοποιήθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με σχετική επιστολή ημερ. 29.3.2011 με συνημμένη σ΄αυτή τα απαραίτητα έγγραφα σύμφωνα με τον πιο πάνω κυρωτικό Νόμο. Προκύπτει ότι έγιναν συναφώς όλες οι απαραίτητες διευθετήσεις δυνάμει της Σύμβασης μεταξύ των δύο αρμοδίων Αρχών, του κράτους καταδίκης, δηλαδή των ΗΠΑ και του κράτους εκτέλεσης, δηλαδή της Κύπρου. Τελικά μετά την έκδοση του απαραίτητου εντάλματος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης (τεκμ.3 επί της ένστασης) ο αιτητής μεταφέρθηκε στην Κύπρο στις 22.2.2012 για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής φυλάκισης του στις Κεντρικές Φυλακές.
Μετά την παράθεση του ιστορικού θα πρέπει να εξεταστεί πρωτίστως το θέμα του δεδικασμένου, που εγείρει η Δημοκρατία, αφού θετική αντίκριση αυτής της πτυχής της ένστασης θα οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης.
Στο φάκελο της δικογραφίας έχει καταχωρηθεί ως τεκμήριο η απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Λιάτσου επί της πρώτης αίτησης που ο αιτητής καταχώρισε, την οποία έχω μελετήσει. Πρόκειται για την Πολ.Αιτ. αρ.63/2016 Κυριάκος Γεωργιάδης, ημερ. 27.7.2016.
Το ιστορικό και τα δεδομένα της πρώτης αίτησης είναι σχεδόν ταυτόσημα με την παρούσα. Το Δικαστήριο στην πρώτη αίτηση, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, θεώρησε ότι η αίτηση για Habeas Corpus θα πρέπει να απορριφθεί στη βάση εκτεταμένης αιτιολογίας, μέρος της οποίας θα καταγράψω.
"Στην ενώπιόν μας περίπτωση η καταδίκη του Αιτητή δεν ήταν ούτε ως προς τη φύση της, αλλά ούτε και ως προς τη διάρκεια της ασυμβίβαστη με το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κράτους δηλαδή εκτέλεσης. Συνεπώς, δεν τίθεται και ζήτημα προσαρμογής της κύρωσης με τιμωρία που προβλέπεται από το δικό μας σύστημα δικαίου. Ο Αιτητής καταδικάστηκε από αρμόδιο δικαστήριο των ΗΠΑ για εγκλήματα ιδιαίτερα σοβαρής μορφής: Του φόνου εκ προμελέτης και της απόπειρας φόνου. Είναι αδικήματα για τα οποία και στην Κύπρο προβλέπονται ποινές ισόβιας φυλάκισης. Η ποινή μάλιστα της ισόβιας φυλάκισης είναι υποχρεωτική εκ του νόμου σε ό,τι αφορά το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης. Ούτε και είναι ασυμβίβαστη με το δίκαιό μας η επιβολή διαδοχικών ποινών φυλάκισης, συμπεριλαμβανομένων ποινών διά βίου φυλάκισης.
Με βάση τα πιο πάνω, ήταν ορθή και νόμιμη η απόφαση της αρμόδιας αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας για συνέχιση της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης και δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για μετατροπή της κύρωσης. Με αυτά ως δεδομένα η Κυπριακή Δημοκρατία δεσμευόταν από τη νομική φύση και τη διάρκεια της καταδίκης που επιβλήθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο των ΗΠΑ. Η εκτέλεση βέβαια της καταδίκης διέπεται από τη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κράτος εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των κανόνων που αφορούν απόφαση για αποφυλάκιση υπό όρους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προέβη σε εκτεταμένη αναφορά στη διάρκεια της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης σε συνάρτηση με τη δυνατότητα μείωσής της, προκειμένου να εισηγηθεί ότι ο Αιτητής έχει ουσιαστικά εκτίσει την τιμωρία του και, συνεπώς κρατείται πλέον παράνομα.
Με όλο το σεβασμό ο εξεταζόμενος λόγος στερείται βάθρου στήριξης. Στον Αιτητή επιβλήθηκαν διαδοχικές ποινές φυλάκισης τεσσάρων ετών με «πιστώσεις» (credits), 25 ετών μέχρι ισόβια με «πιστώσεις» (25 years to life with credits) και 7 ετών μέχρι ισόβια χωρίς οποιεσδήποτε «πιστώσεις». ΄Ηταν ξεκάθαρο και επιβεβαιώθηκε από την αρμόδια αρχή των ΗΠΑ στις 22.12.2014, όπως έχει ήδη καταγραφεί, ότι οι δύο τελευταίες ποινές αποτελούν ποινές ισόβιας φυλάκισης και ότι ο Αιτητής θα δικαιούτο να υποβάλει αίτηση για αποφυλάκιση υπό όρους στις 10.11.2020. Στον Αιτητή λοιπόν επιβλήθηκαν δύο ποινές ισόβιας φυλάκισης, οι οποίες θα εκτίονταν διαδοχικά.
΄Εστω όμως και αν οι ποινές της ισόβιας φυλάκισης δεν προσδιοριζόντουσαν ως φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής του Αιτητή και αν ακόμη υπολογιζόταν το χρονικό διάστημα των «πιστώσεων» στη βάση που έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή και πάλιν, δεδομένης της διαδοχικότητας των ποινών, ως ημερομηνία χρόνου αποφυλάκισης υπό όρους θα ήταν η 10.11.2020. Συνεπώς, δεν θα χωρούσε εξέταση εντάλματος Habeas Corpus στο παρόν στάδιο. Όπως έχει νομολογηθεί (Φανιέρος ανωτέρω, σελ. 941), ένταλμα Habeas Corpus μπορεί να εξεταστεί μόνο αν σε περίπτωση επιτυχίας του ο αιτητής θα απελευθερωθεί αμέσως. Δεδομένου λοιπόν ότι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ο Αιτητής δεν θα απολυόταν σήμερα, η αίτησή του θα κρινόταν ως πρόωρη και θα έπρεπε επίσης να απορριφθεί.
Τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα δεδομένα εκθεμελιώνουν την ουσιαστική προσέγγιση της πλευράς του Αιτητή περί παράνομης κράτησής του στις Κεντρικές Φυλακές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Αιτητής καταδικάστηκε από νόμιμο δικαστήριο και κρατείται με νόμιμο έρεισμα στις Κεντρικές Φυλακές, αφού εξακολουθεί να εκτίει ποινές ισόβιας φυλάκισης.
Παρεμβάλλω, ολοκληρώνοντας, ότι η διασύνδεση της δυνατότητας του Αιτητή να προσφύγει, εφόσον πληρούνται οι χρονικές προϋποθέσεις, στο Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ΄ Αδεία, με την επίκληση της δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, είναι, με όλο το σεβασμό, εσφαλμένη. Το νόμιμο της κράτησης δεν συναρτάται με το χρόνο καταχώρησης αίτησης στο πιο πάνω Συμβούλιο, αλλά με την εκπνοή του χρόνου ποινής που του είχε επιβληθεί. Η πάροδος δηλαδή των 25 ετών που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 14Β(1)(α) του περί Φυλακών Νόμου του 1996, Ν. 63(Ι)/96, που καλύπτει ποινές φυλάκισης διά βίου που τρέχουν διαδοχικά, παρέχει μεν το δικαίωμα καταχώρησης αίτησης για αποφυλάκιση επ΄ αδεία, δεν καθιστά όμως παράνομη την κράτηση.
Ας σημειωθεί ότι σε προηγούμενο στάδιο, στις 20.6.2012, ο Αιτητής προσέφυγε στο Συμβούλιο Αποφυλάκισης, πλην όμως η αίτησή του απορρίφθηκε στις 17.6.2014. Ηταν η κρίση του υπό αναφορά Συμβουλίου ότι η αίτηση ήταν πρόωρη, αφού ο Αιτητής δεν συμπλήρωσε 25 χρόνια φυλάκισης, που απαιτούνται σύμφωνα με το περί Φυλακών Νόμο. Παρά ταύτα, ο Αιτητής επανήλθε με νέα αίτησή του ημερομηνίας 26.6.2015, η οποία επίσης απορρίφθηκε ως πρόωρη, με απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλάκισης ημερομηνίας 22.12.2015".
Όπως ανεφέρθη ήδη, έφεση η οποία κατεχωρήθη εναντίον της απόφασης του Λιάτσου, Δ., απορρίφθηκε. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο πρακτικό της απόρριψης οι δικηγόροι του αιτητή αποσύροντας την έφεση δήλωσαν ότι θα προχωρήσουν με νέα αίτηση.
Συνεπώς τίθεται ευθέως θέμα αν συντρέχει περίπτωση δεδικασμένου ή όχι. Η μόνη ουσιαστική διαφορά την οποία μπόρεσα να εντοπίσω στις δυο αιτήσεις είναι ότι στην παρούσα προβάλλεται θέμα αντισυνταγματικότητας του εδαφίου (γ) του άρθρου 5 του Νόμου 1986, Ν.14/86 [1].
Ισχυρίζεται τώρα στην αίτηση του ο αιτητής ότι δικαιούται δυνάμει του ΄Αρθρου 144 του Συντάγματος να προβάλει το θέμα αντισυνταγματικότητας του ως άνω άρθρου εφόσον, κατά τη θέση του, είναι αντίθετο των προνοιών του ΄Αρθρου 11(2)(1) του Συντάγματος. Και εξηγεί ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο Υπουργός Δικαιοσύνης δηλαδή να διατάξει την κράτηση του αιτητή στις κεντρικές φυλακές με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας του ξεπερνά τα συνταγματικά όρια της διάκρισης της διοικητικής εξουσίας με της δικαστικής κατά παράβαση των ΄Αρθρων 54 και 152 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την εισήγηση του «το Δικαστήριο θα πρέπει να παραπέμψει το θέμα αυτό στο Ανώτατο Δικαστήριο για μελέτη και απόφαση του ζητήματος» (βλ. παραγρ.23 της ενόρκου δηλώσεως της Χρίστιας Πολυβίου).
'Εχω μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις για το θέμα της παραβίασης της αρχής του δεδικασμένου και θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτο συνήγορο της Δημοκρατίας, ότι στην παρούσα έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο τόσο δια της απόφασης του Λιάτσου, Δ., όσο και δια της απόσυρσης της έφεσης. Το ότι στην παρούσα παρεισφρύει (μάλιστα με γενικότητα)[2] θέμα αντισυνταγματικότητας, ως άνω, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τα πράγματα, εφόσον δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο στα θέματα τα οποία ηγέρθησαν στην πρώτη δίκη αλλά και εκείνα που θα μπορούσαν να εγερθούν ευθύς εξ αρχής. Εν προκειμένω τα γεγονότα και τα δεδομένα ήταν ταυτόσημα τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη αίτηση. Το ότι προστίθεται στην υπό κρίση αίτηση ως διάδικος «ο υπουργός δικαιοσύνης», δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία, αφού η αίτηση στρέφεται εναντίον της Δημοκρατίας.
Επί του σημείου, σχετική και βοηθητική είναι η απόφαση στη Σάββα Πλαστήρα Ιωάννου, (2003)Ι(Α) Α.Α.Δ 390, όπου αποφασίστηκε ότι κάθε θέμα το οποίο ο αιτητής πρόβαλε ή θα μπορούσε να είχε προβάλει στη διαδικασία της έφεσης και δεν το πρόβαλε, συνιστά δεδικασμένο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«Με βάση τις νομικές αρχές σχετικά με την ύπαρξη δεδικασμένου, δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο σε σχέση με όσα προβάλλονται σε μια διαδικασία, αλλά και σε σχέση με εκείνο, που Θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν. Στην απόφαση στην υπόθεση Henderson ν. Henderson [1843 - 1860] All E.R. Rep. 378 στη σελ. 381, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"I state the rule of the Court correctly, when I say that where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time ".
Σε μετάφραση:
«Αποδίδω ορθά τον κανόνα του Δικαστηρίου όταν λέγω ότι όταν ένα ορισμένο Θέμα καθίσταται αντικείμενο αντιδικίας και εκδίκασης από αρμόδιο Δικαστήριο, το Δικαστήριο απαιτεί από τους διαδίκους στην αντιδικία αυτή να προβάλουν ολόκληρη την υπόθεση τους και δεν Θα επιτρέπει (εκτός κάτω από 5 εξαιρετικές περιστάσεις) στους ίδιους διαδίκους να ανοίξουν το ίδιο αντικείμενο της αντιδικίας σε σχέση με Θέμα το οποίο Θα μπορούσε να είχε προβληθεί ως μέρος του αντικειμένου υπό αμφισβήτηση αλλά δεν προβλήθηκε, μόνο επειδή από αμέλεια, παραδρομή ή ακόμα ατύχημα παρέλειψαν μέρος της υπόθεσης τους. Η ένσταση του δεδικασμένου καλύπτει, εκτός σε ειδικές περιπτώσεις, όχι μόνο σημεία σε σχέση με τα οποία το Δικαστήριο πράγματι κλήθηκε από τους διαδίκους να μορφώσει γνώμη και να απαγγείλει απόφαση αλλά και κάθε σημείο το οποίο πρεπόντως ανήκει στο αντικείμενο της αντιδικίας και το οποίο οι διάδικοι, επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια. Θα απορούσαν να είχαν προβάλει τότε.»
΄Ακρως βοηθητική για το θέμα είναι και η υπόθεση David Lee Carter (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403, όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, ασχολήθηκε με το θέμα του δεδικασμένου ειδικά σε αιτήσεις για Habeas Corpus και αφού προέβη σε μια ιστορική αναδρομή του ζητήματος στην αγγλική νομολογία, ανέφερε ότι δημιουργείται δεδικασμένο σε μια επόμενη αίτηση Habeas Corpus όχι μόνο σε σχέση με όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία, αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της αλλά δεν προβλήθηκαν. Ασχολούμενο δε το Δικαστήριο και με το θέμα της κατάχρησης ως δια της επιδίωξης της ίδιας θεραπείας με πλείονες της μιας δικαστικές διαδικασίες ανέφερε ότι το πρόβλημα είναι θεμελιωδέστερο, αφού εν προκειμένω ισχύουν οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο (βλ. και Level Tachexcavs Ltd (1995)1 A.A.Δ. 1105).
Συνεπώς δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η έφεση που κατεχωρήθη αποσύρθηκε με επιφύλαξη του δικαιώματος για έγερση άλλης αίτησης. Εξακολουθεί να εμπίπτει το θέμα στην εξέταση αν συντρέχει ή όχι δεδικασμένο στη βάση των δεδομένων των δύο αιτήσεων, χωρίς να μπορεί η ούτω καλούμενη επιφύλαξη να εξουδετερώσει το δεδικασμένο αν οι προϋποθέσεις του υφίστανται. Κριτής το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα της αντισυνταγματικότητας εγείρεται με τρόπο γενικό και χωρίς τις απαιτούμενες λεπτομέρειες που επιτάσσουν οι αρχές επί έγερσης αντισυνταγματικότητας, ώστε απλώς να επανέλθει το θέμα ενώπιον Δικαστηρίου. Η ενέργεια αυτή, εκτός του ότι αποτελεί δεδικασμένο, θα έλεγα ότι έχει στοιχεία κατάχρησης που θα έπρεπε να οδηγήσουν επίσης την αίτηση σε απόρριψη.
Η αίτηση απορρίπτεται. Ενόψει της φύσης της υπόθεσης, ουδεμία διαταγή για έξοδα.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] «΄Ενταλμα εκδιδόμενο για τη μεταφορά καταδίκου στην Κυπριακή Δημοκρατία εξουσιοδοτεί:
(α) τη μεταφορά του καταδίκου στο έδαφος της Κυπριακής δημοκρατίας από οποιοδήποτε τόπο εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας
(β) τη μεταφορά του καταδίκου στο νόμιμο τόπο κρατήσεως εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας τον οποίο Υπουργός ήθελε καθορίσει στο ένταλμα και
(γ) την κράτηση του καταδίκου σύμφωνα με τους όρους τους οποίους ο Υπουργός Δικαιοσύνης θεώρησε σκόπιμο να καθορίσει στο ένταλμα για σκοπούς υλοποιήσεως των διεθνών διευθετήσεων βάσει των οποίων ο κατάδικος έχει μεταφερθεί».
[2] Οι λόγοι αντισυνταγματικότητας πρέπει να προβάλλονται εξειδικευμένα και συγκεκριμένα. Η απλή επίκληση παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου δεν είναι αρκετή. (Βλ. Δημοκρατία ν. Καυκαρή (1993)3 Α.Α.Δ. 598 και Φλωρίδη ν. ΕΤΕΚ Α.Ε.27/2011, 3.11.2016)