ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A420
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
28 Νοεμβρίου 2017
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
STEFAN GRANT
Εφεσείοντα/Eνάγοντα
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
----------------
Αν. Μυλωνάς μαζί με Ρ. Βεραζανλη, για τον εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου με Ροδ. Φιλίππου (κα) για τον Εφεσίβλητο Γενικό Εισαγγελέα.
---------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η καταδίκη του εφεσείοντα σε άμεση ποινή φυλάκισης ακυρώθηκε μετά από έφεση, πλην όμως ο εφεσείων στερήθηκε, συνεπεία αυτής, της ελευθερίας του για περίοδο τεσσάρων και πλέον μηνών.
Ακολούθως, καταχώρισε αγωγή διεκδικώντας «δίκαιη και εύλογη» αποζημίωση δυνάμει του περί Κατ΄Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου του 2001, Ν. 144(Ι)/2001. Στα πλαίσια της ακρόασης της αγωγής έγινε κοινώς αποδεκτό ότι ο εφεσείοντας είχε απωλέσει τις απολαβές του για τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και ως αποτέλεσμα της καταδίκης του απολύθηκε από τους εργοδότες του με αποτέλεσμα να μείνει χωρίς εργασία. Έγινε περαιτέρω κοινώς αποδεκτό ότι, έχοντας ηλικία 20 ετών, λευκό ποινικό μητρώο και χαίροντας εξαιρετικής εκτίμησης από τον κοινωνικό και επαγγελματικό του κύκλο, «τραυματίστηκε συναισθηματικά, αισθάνθηκε προσβολή, ταπείνωση και εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να υποστεί απώλεια κοινωνικής υπόστασης».
Ο προαναφερθείς Νόμος, ο οποίος δημιούργησε το υπό συζήτηση δικαίωμα για αποζημιώσεις, προσδιόρισε παράλληλα τον τρόπο καθορισμού τους, θέτοντας και ανώτατο όριο ως ακολούθως:
«5.—(1) Για τον καθορισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη—
(α) Η περίοδος της ποινής φυλάκισης, την οποία ο δικαιούχος πράγματι έχει εκτίσει-
(β) η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου-
(γ) το επάγγελμα ή η απασχόληση του δικαιούχου αμέσως πριν από την καταδίκη του και η πραγματική απώλεια εισοδήματος συνεπεία της παραμονής του στη φυλακή για την περίοδο που είχε παραμείνει εκεί.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η αποζημίωση, που θα χορηγηθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει την πραγματική απώλεια εισοδήματος του δικαιούχου, όπως η τελευταία καθορίζεται βάσει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), αυξημένη κατά 25%.
Νοείται ότι. εάν ο δικαιούχος δεν απώλεσε εισόδημα ή εάν το ποσό που απώλεσε είναι μικρότερο του ποσού που θα εισέπραττε αν το εισόδημα του ήταν ίσο με το εκάστοτε σε ισχύ κατώτατο όριο μισθών βάσει του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου, Κεφ. 183, η αποζημίωση δε θα μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που θα εισέπραττε αν είχε τέτοιο εισόδημα αυξημένο κατά 25%.
(3) Μετά τον καθορισμό της αποζημίωσης, ο διευθυντής πληροφορεί εγγράφως το δικαιούχο για το ποσό της αποζημίωσης που θα του χορηγηθεί.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε το μέγιστο των προβλεπομένων από το παραπάνω άρθρο αποζημιώσεων, εφόσον απέδωσε την πραγματική απώλεια εισοδήματος του εφεσείοντα αυξημένη κατά 25%. Τούτο, παρά την εισήγηση του εφεσείοντα ότι η εκ του Νόμου συνάρτηση της αποζημίωσης με την απώλεια εισοδήματος αντίκειται στην αρχή της ισότητας όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Ήταν η θέση του ειδικότερα ότι εισάγει αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση υπέρ των υψηλά αμειβομένων έναντι των χαμηλά αμειβομένων, τη στιγμή που δεν μπορεί να διαχωριστεί επί τη βάσει τέτοιου κριτηρίου ο ψυχικός τραυματισμός οποιουδήποτε ανθρώπου, είτε υψηλά είτε χαμηλά αμειβόμενου.
Το Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας και την απέρριψε.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η παραπάνω κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και ζητείται από το Εφετείο η απόδoση «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης» κατά τρόπο ανάλογο ως οι περιπτώσεις παράνομου περιορισμού ή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας (false imprisonment), χωρίς να ληφθεί υπόψη, ως αντισυνταγματικό, το μέγιστο όριο του Νόμου. Για τους λόγους που κατωτέρω θα εξηγήσουμε, δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε τη φύση και το μέτρο τέτοιων αποζημιώσεων στην υποθετική περίπτωση που το όριο που θέτει το άρθρο 5(2) του Νόμου θα κρινόταν αντισυνταγματικό και θα μπορούσε να δοθεί αποζημίωση με βάση την πρόνοια του άρθρου 5(1) χωρίς περιορισμό. Όμως δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε τη διαφορά μιας κράτησης δυνάμει νόμιμης διαταγής δικαστηρίου από την παράνομη κράτηση που συνιστά αστικό αδίκημα.
Αυτά όμως, ως άνω, δεν είναι του παρόντος, εφόσον θεμελιώδης προϋπόθεση ώστε ένα δικαστήριο να προχωρήσει σε εξέταση συνταγματικότητας νόμου, στα πλαίσια του περιορισμού που επιβάλλει η διάχυτη στη συνταγματική μας τάξη διάκριση των εξουσιών, είναι κατά πάγια αρχή το απαραίτητο του εγχειρήματος για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης (Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.α. (1996) 2 ΑΑΔ 126). Στην αρχή αυτή αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς όμως να την εφαρμόσει.
Η εξέταση της συνταγματικότητας του ορίου που θέτει ο νόμος σε συνάρτηση με τις απολαβές του ενάγοντα, τότε μόνο θα προέκυπτε ως πραγματικό ζήτημα προς επίλυση, εάν προηγουμένως το Δικαστήριο εκτιμούσε ότι η κατ΄εισήγηση του εφεσείοντα αποζημίωση θα υπερέβαινε το εκ του νόμου όριο. Τέτοια διαπίστωση δεν έγινε. Ως εκ τούτου, η εξέταση της συνταγματικότητας έγινε έξω από τις πραγματικές ανάγκες της υπόθεσης, έχοντας ακαδημαϊκό και μόνο χαρακτήρα.
Το Εφετείο δεν μπορεί, για τους ίδιους λόγους, να εξετάσει το θέμα της αντισυνταγματικότητας, το οποίο και διέπει την έφεση στο σύνολό της. Η ακρόαση της υπόθεσης ήταν απλή και έγινε επί παραδεκτών γεγονότων. Ενόψει των παραπάνω θα πρέπει να επανεκδικαστεί, με τον ίδιο τρόπο, πλην όμως στα ορθά, ως άνω, πλαίσια.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα €2000 πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα. Διατάσσεται η εκδίκαση της αγωγής, ως άνω, από άλλο Δικαστή.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π