ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Ν. Κληρίδης, για τον Αιτητή. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. Αιτητής παρών. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ IRAKLIY DZHANDZHGAVA, Πολιτική Αίτηση Αρ. 137/2017, 17/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D404

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 137/2017)

 

17 Νοεμβρίου 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ  ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 33/1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 97/1970

 

-         ΚΑΙ    -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ IRAKLIY DZHANDZHGAVA ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΚΑΤΟΧΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. 7406079999 ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

 

-         ΚΑΙ  -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ ΑΡ. 97/1970  ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 95/1970

 

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 172/1986

 

-         ΚΑΙ   -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΤΟΥ 1957 ΑΡΘΡΟ 3(2)

 

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ 2013/32 ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ  ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ 2011/95

 ΑΡΘΡΟ 4(3)(Α)

 

-          ΚΑΙ   -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8/9/2017 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 3/2016

 

---------------------------------------

 

Ν. Κληρίδης, για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αιτητής παρών.

Η κα Μπ. Μέσσιου είναι παρούσα για σκοπούς μετάφρασης

από τα ελληνικά στα ρωσικά και αντίστροφα.

 

----------------------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Επιδιώκεται με το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus η απελευθέρωση του αιτητή γεννηθέντα στη Ρωσία και κατόχου ρωσικού διαβατηρίου. Διατάχθηκε η έκδοση του με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 8.9.2017, στη Ρωσική Ομοσπονδία με ταυτόχρονη διαταγή όπως αυτός παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε.

 

        Στην πολυσέλιδη απόφαση του, (εκτεινόμενη σε 46 πυκνογραμμένες σελίδες), το Δικαστήριο αναφέρει ότι η διαδικασία έκδοσης ζητήθηκε από τη Ρωσική Ομοσπονδία δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων ώστε αυτός να δικαστεί για το αδίκημα της απάτης σε ευρεία κλίμακα και συγκεκριμένα της κλοπής περιουσίας με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης διαπραχθέν από οργανωμένη ομάδα προσώπων κατά παράβαση του άρθρου 159 παράγραφος (4) του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.  Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν ο Ανδρέας Κυριακίδης, Προϊστάμενος της Μονάδας Διεθνούς Νομικής Συνεργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Δημοκρατίας, ο οποίος παρουσίασε όλα τα έγγραφα τα οποία αποστάλησαν στη Δημοκρατία μέσω της Πρεσβείας της Ρωσίας στη Λευκωσία, μαζί με τη σχετική εξουσιοδότηση που υπεγράφη από τον αρμόδιο Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.  Σύμφωνα με την Interpol εναντίον του αιτητή είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης στις 28.6.2016 στη Ρωσία, προς αναζήτηση του στη βάση της διαδικασίας που προσφέρει η Συνθήκη περί Φυγοδίκων.  Κατέθεσε επίσης ο Α/Αστ. 3498, Φώτης Οντέτσης που υπηρετεί στο ΤΑΕ Λεμεσού, ο οποίος παρέλαβε το αίτημα για εντοπισμό και σύλληψη του αιτητή που  φερόταν να ήταν στη Λεμεσό.

 

 Από την πλευρά του ο αιτητής κατέθεσε ότι επισκέφθηκε την Κύπρο για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2002 και είναι νυμφευμένος με δύο παιδιά ηλικίας 32 και 12 ετών.  Έχει αγοράσει σπίτι στη Δημοκρατία, ενώ η μεγάλη του θυγατέρα που έχει επίσης ιδιόκτητο διαμέρισμα εδώ, παντρεύτηκε στην Κύπρο τον Απρίλιο του 2016 και απέκτησε ένα κοριτσάκι.  Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε αφορά τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στη Ρωσία όπου είχε τρία εργοστάσια και οκτώ πλοία-ψαροκάϊκα. Ο ίδιος δεν ασχολείτο ούτε συμμετείχε στην πολιτική.  Όμως ένας Sergay Soroca, η σύζυγος του οποίου αρχικά κατείχε το 50% στην εταιρεία του, ήταν βουλευτής της Περιφερειακής Κυβέρνησης της περιοχής του Murmansk και ο αιτητής έδιδε χρήματα σ΄ αυτόν χωρίς να γνώριζε που τα διέθετε.

 

 Μια άλλη εταιρεία, ονόματι Stroykomplekt, είχε ιδιοκτήτη τον Gennadiy Shubin, ο οποίος εκπροσωπούσε επίσης τα συμφέροντα της LDPR του Zhirinovsky, ο οποίος τοποθετείτο ανοικτά εναντίον του Προέδρου Πούτιν. Υπήρχε ανοικτός πόλεμος μεταξύ της Κυβερνήτου της περιοχής, διορισθείσα από τον Πρόεδρο Πούτιν, και του Shubin ο οποίος εν τέλει συνελήφθη και φυλακίστηκε για περίοδο 12 ετών.  Τα  προβλήματα του αιτητή άρχισαν διότι η κυβέρνηση της Ρωσίας γνώριζε ότι αυτός έδινε χρήματα στον Soroca τον οποίο οι ιδιοκτήτες της σειράς εταιρειών Stroykomplekt υποστήριζαν στην πολιτική.  Χωρίς να του πουν ποτέ και ευθέως ότι θεωρείτο ένοχος, εκβιαζόταν από τις αστυνομικές αρχές και αναγκάστηκε να διορίσει δικηγορικό γραφείο της Αγγλίας για να ερευνήσει τους λόγους που κινήθηκαν νομικά εναντίον του στη Ρωσία, το οποίο γραφείο συνέταξε διάφορες εκθέσεις που απέστειλε στην Interpol με σκοπό να αφαιρεθεί το όνομα του από τον κατάλογο της.

 

 Σε σχέση με τις εναντίον του διαδικασίες στη Ρωσία υπέβαλε αίτηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Κατά τη διάρκεια που βρισκόταν στην Κύπρο, μέσω φιλικού του προσώπου, του ζητήθηκαν χρήματα ως αντάλλαγμα για την απόσυρση των εναντίον του ποινικών υποθέσεων.  Ο αιτητής αρνείται ότι διέπραξε όσα του καταμαρτυρούν, νοιώθει δε να κινδυνεύει συνεχώς με τις απειλές να προέρχονται από τον Αρχηγό Αστυνομίας. 

 

        Το Δικαστήριο μετά από εκτενή αναφορά στη νομική πτυχή με ανάλυση των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων, αποδέχθηκε ως ορθές τις θέσεις των δύο μαρτύρων εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Δημοκρατίας, κρίνοντας ότι η αίτηση για έκδοση του αιτητή υποβλήθηκε νομότυπα από τον Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση και τα πρόσθετα Πρωτόκολλα της, περιλαμβανομένων και των επιφυλάξεων-ενστάσεων εκ μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας.  Στη συνέχεια, εξετάζοντας τη θέση του αιτητή ότι η δίωξη του στη Ρωσία παρακινείται από πολιτικά κίνητρα, έκρινε ότι ο αιτητής δεν απέσεισε το βάρος που φέρει για το ζήτημα, ο οποίος και δεν εντυπωσίασε με τις προβληθείσες θέσεις του, οι οποίες ήσαν ασαφείς, είχαν έλλειψη συνέπειας και λογικής και στερούνταν πειστικότητας.  Το Δικαστήριο ανέλυσε διεξοδικά τους ισχυρισμούς του αιτητή σε σχέση με τα προαναφερθέντα πρόσωπα και τις σχέσεις του με αυτά, αλλά θεωρώντας ότι οι θέσεις αυτές ήταν αντιφατικές, και μη λογικές, κατέληξε ότι δεν οδηγούσαν σε συμπέρασμα ότι η ποινική του δίωξη ήταν προϊόν πολιτικών κινήτρων.  Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι στην αίτηση που υπεβλήθη από τον ίδιο στο ΕΔΑΔ στις 26.9.2016, την ίδια ημέρα της σύλληψης του, δεν έγινε καμία αναφορά στην ύπαρξη πολιτικών ή αλλότριων κινήτρων.  Το Δικαστήριο ανέλυσε επίσης τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθησαν από τον αιτητή και τα οποία έκρινε ότι δεν αλλοίωναν την κρίση του ότι δεν πιστοποιούνταν πολιτικά κίνητρα πίσω από τη δίωξη του. 

 

        Στη συνέχεια απορρίφθηκε και η θέση του αιτητή ότι δεν πληρείτο η προϋπόθεση της διπλής εγκληματικότητας κρίνοντας ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το αλλοδαπό ένταλμα σύλληψης δεν χρειάζεται να περιέχει ταυτόσημα αδικήματα με τα προνοούμενα στη Δημοκρατία, δεδομένης της διαφοράς μεταξύ των διαφόρων νομικών συστημάτων της κάθε χώρας.  Εκείνο που απαιτείται είναι η περιγραφή των γεγονότων από πλευράς πραγματικής κατάστασης, να παραπέμπει σε παρόμοια νομικά αδικήματα με βάση τους νόμους της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα αδικήματα για τα οποία ο αιτητής αναζητείται από τη Ρωσική Ομοσπονδία συνιστούν κολάσιμες πράξεις κατά το εκεί νομικό δίκαιο που επιφέρουν ποινή φυλάκισης δέκα ετών, ενώ αυτές, οι κατ΄ ισχυρισμόν, εγκληματικές πράξεις, συνιστούν και παράβαση της κυπριακής νομοθεσίας και συγκεκριμένα των άρθρων 255 κ.ε., που αφορούν τα αδικήματα κλοπής και απόσπασης χρημάτων. 

 

        Με την παρούσα αίτηση του ο αιτητής επαναλαμβάνει στην ουσία τα όσα τέθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αλλά επεκτείνεται και πολύ πέραν αυτών.  Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο τότε δικηγόρος του αιτητή, διαφορετικός από τον νυν, υποστήριξε ότι η αίτηση για έκδοση θα έπρεπε να απορριφθεί για δύο μόνο λόγους:  πρώτον, ότι η αίτηση δεν υποβλήθηκε από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τη Σύμβαση περί Φυγοδίκων και τα Πρωτόκολλα της, και δεύτερον, ότι η ποινική δίωξη του αιτητή δεν είναι γνήσια, αλλά εμφορείται από πολιτικά κίνητρα.  Περαιτέρω, καταγράφηκε ότι με τη μαρτυρία που τέθηκε από την αιτούσα αρχή, τη Δημοκρατία, πληρούνταν όλες οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, πλην μίας.  Επομένως, στην ουσία ό,τι τώρα τίθεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου πέραν των ανωτέρω, ανεπιτρέπτως προωθούνται και δεν χρήζουν εξέτασης.

 

 Η βασική τοποθέτηση  του αιτητή τώρα είναι ότι η απόφαση για έκδοση του  είναι λανθασμένη διότι δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα απαραίτητα σχετικά έγγραφα ή στοιχεία, ούτε και δόθηκε η απαραίτητη μαρτυρία ότι ο αρμόδιος Υπουργός τα μελέτησε πριν υπογράψει τη σχετική εξουσιοδότηση.  Η διαδικασία διεξήχθη με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων, Νόμο αρ.95/70, και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο αρ. 97/70, ενώ ο Υπουργός εξουσιοδότησε την έναρξη διαδικασίας έκδοσης με βάση τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμων 1970-1990 και τη Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΕΣΣΔ, Κυρωτικός Νόμος αρ. 172/86.  Το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε εύρημα ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις της εν λόγω Συνθήκης και εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δυνάμει των προνοιών του άρθρου 9 του Νόμου αρ. 97/70, δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την έκδοση του εκζητούμενου, παρά μόνο να διατάξει την προφυλάκιση του μέχρι την έκδοση διατάγματος έκδοσης.

 

        Περαιτέρω το Δικαστήριο έλαβε την απόφαση του κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32, αφού αγνόησε το γεγονός ότι ο αιτητής με τη μαρτυρία του έδειξε ότι είναι διωκόμενο πρόσωπο και η αρμοδία αρχή όφειλε να εξετάσει αυτούς τους ισχυρισμούς.  Διαζευκτικά, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4(3)(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε καθήκον να ικανοποιηθεί ότι η μαρτυρία του αιτητή ότι είναι πολιτικά διωκόμενο πρόσωπο ήταν επαρκής.  Πρόσθετα, λανθασμένα το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ως προς την αρχή της διπλής εγκληματικότητας ερμηνεύοντας αντινομικά τις πρόνοιες του Ρωσικού νόμου χωρίς μαρτυρία σε σχέση με αυτόν, ενώ ερμήνευσε λανθασμένα και τις πρόνοιες της Κυπριακής νομοθεσίας.  Γενικώς, το Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων αναλύοντας τη μαρτυρία του αιτητή με διαφορετικό τρόπο από εκείνο που ανέλυσε τη μαρτυρία της αιτούσας αρχής, κρίνοντας την ως να έπρεπε να ήταν του επιπέδου του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αντί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ενώ λανθασμένα κατέληξε και στο συμπέρασμα ότι η προέλευση των απειλών και των προτροπών από ρωσικής πλευράς ήταν περιορισμένης και τοπικής μορφής και δεν συνδέετο με την κεντρική κυβέρνηση. 

 

        Ως πρόσθετο στοιχείο, ο συνήγορος ανέφερε ότι στις 19.9.2017 ο αιτητής υπέβαλε από τις φυλακές αίτηση αναγνώρισης του ως πολιτικού πρόσφυγα και, επομένως, η συνέχιση της εκδίκασης της αίτησης για έκδοση είναι παράνομη και αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32 και το Δικαστήριο οφείλει να παραπέμψει το αίτημα του αιτητή στην αρμόδια επιτροπή εξέτασης πολιτικού ασύλου.  Αυτό το δεδομένο, κατά το συνήγορο, αποτελεί νέο στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί  υπόψη από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επίσης θα πρέπει να διατάξει την απελευθέρωση του λόγω και του μακρού χρόνου που έχει παρέλθει από τις κατ΄ ισχυρισμόν κατηγορίες εναντίον του, καθώς και της μακράς παραμονής του στη Δημοκρατία και των αλλαγών που επήλθαν στην επαγγελματική και οικογενειακή του ζωή.

 

        Η αντίθετη θέση της πλευράς της Δημοκρατίας ήταν ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή με τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να είναι περιορισμένη στη βάση της θεώρησης ότι αυτό που κρίνεται αντικειμενικά είναι κατά πόσο υπήρχε επαρκής μαρτυρία που δικαιολογεί την έκδοση.  Όσον αφορά τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη Συνθήκη μεταξύ Δημοκρατίας και ΕΣΣΔ, η εισήγηση είναι ότι η Συνθήκη δεν έχει καμία εφαρμογή στα υπό κρίση δεδομένα εφόσον δεν ήταν αυτή η βάση πάνω στην οποία προωθήθηκε η διαδικασία έκδοσης. 

 

        Εξετάζοντας την ουσία της αίτησης, η νομολογία αποκαλύπτει ότι το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus έχει σκοπό να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης από δικαστική ή άλλη αρχή, ακόμη και από ιδιώτη, παρέχοντας ένα αποτελεσματικό και άμεσο μέτρο απελευθέρωσης.  Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ενεργώντας στην προνομιακή αυτή δικαιοδοσία δεν επενεργεί ως Εφετείο και δεν δύναται να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, ούτε και να ελέγξει την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του.  Το Ανώτατο Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ή όχι ικανοποιητική μαρτυρία δικαιολογούσα την έκδοση και κατά πόσο η όλη υπόθεση εξετάστηκε στο ορθό δικαιοδοτικό πλαίσιο, (Παναγιώτη Λιάκου Μελά (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191, Katcho (2004) 1 Α.Α.Δ. 793, Χαρατσίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 394/2014, ημερ. 28.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A176 και Seif Eldin Mostafa Mohamed Emam, Πολ. Έφ. Αρ. 35/2017, ημερ. 2.11.2017)

 

        Περαιτέρω, έχει νομολογηθεί ότι η διαπίστωση της ύπαρξης επαρκούς μαρτυρίας για σκοπούς έκδοσης, συναρτάται με εκείνο το επίπεδο ή βαθμό απόδειξης που πιθανολογεί τεκμήριο ενοχής, στη βάση δηλαδή του προνοούμενου από το άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, επίπεδο (In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393, In re Manfred Mutke (1982) 1 C.L.R. 992 και Re Jean Gabriel Hayek (1983) 1 C.L.R. 266).

 

        Η διαδικασία έκδοσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού είχε έναυσμα και έρεισμα την εξουσιοδότηση του  Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στη βάση του     άρθρου 7 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 και, επομένως, είναι εμφανές ότι η Συνθήκη μεταξύ Δημοκρατίας-ΕΣΣΔ Κυρωτικός Νόμος αρ. 172/86, καμία απολύτως σχέση δεν είχε με την υπόθεση.  Άλλωστε συνάγεται και από το πολυσέλιδο κείμενο της απόφασης ότι τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου από τον προηγούμενο δικηγόρο του αιτητή και είναι γι΄ αυτό που το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το εύρος και εμβέλεια της Συνθήκης, η οποία αναλύεται εκτενώς στην υπόθεση Αίτηση του Serge Efimov (2009) 1 Α.Α.Δ. 326.  Επομένως, όλα τα σχετικά επιχειρήματα που αφορούν την όποια επίπτωση της Συνθήκης δεν έχουν θέση στην παρούσα αίτηση για Habeas Corpus.  Κατά δεύτερο λόγο, η διαδικασία που ακολουθήθηκε κρίνεται ως καθόλα νομότυπη, εφόσον η αιτούσα χώρα απέστειλε όλο το απαιτούμενο αποδεικτικό  υλικό στην αρμοδία αρχή που είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στη Δημοκρατία, ούτως ώστε ορθή  ήταν και η εξουσιοδότηση που εξέδωσε ο  Υπουργός όπως αυτή έχει αυτούσια τεθεί ως Παράρτημα 1 στην ένσταση της Δημοκρατίας.  Είναι συνεπώς λανθασμένη η εισήγηση που γίνεται ότι η εξουσιοδότηση του Υπουργού δεν έγινε στη βάση των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων ή ότι συμπεριελήφθη στην εξουσιοδότηση και η Συνθήκη μεταξύ Δημοκρατίας και ΕΣΣΔ, ή, ότι ο Υπουργός δεν είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα και στοιχεία, τα οποία και τεκμαίρεται ότι μελέτησε δεόντως πριν υπογράψει την εξουσιοδότηση.  Από την άλλη, ο Γενικός Εισαγγελέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας νομότυπα μπορούσε και υπέβαλε το αίτημα στη Δημοκρατία, (δέστε και Atapina (2002) 1 Α.Α.Δ. 1208).

 

        Όσον αφορά την εισήγηση ότι λανθασμένα αξιολογήθηκε η μαρτυρία του αιτητή και μάλιστα με διαφορετικό μέτρο κρίσης από αυτή των μαρτύρων της Δημοκρατίας, έχοντας διεξέλθει το σύνολο της μαρτυρίας, αλλά και την περί αυτής αξιολόγηση από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κρίνεται ότι το Δικαστήριο με ιδιαίτερη επιμέλεια, μέχρι και αχρείαστη λεπτομέρεια, συσχέτισε κάθε τι το οποίο ανέφερε στην κατάθεση του ο αιτητής και εύλογα και εντός της διακριτικής του ευχέρειας θεώρησε τη σχετική μαρτυρία ως αντιφατική και μη πειστική.  Δεν χρειάζεται για σκοπούς της παρούσας απόφασης να γίνει αναφορά στην παράθεση των λόγων που το Δικαστήριο έδωσε για την κρίση του αυτή, και αρκεί να λεχθεί ότι το πλείστο μέρος της απόφασης του ασχολείται με αυτό το θέμα, καθώς και με τα τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του.  Τα τεκμήρια αυτά, που είναι συνημμένα και στην παρούσα αίτηση, είναι οι εκθέσεις που ετοίμασαν οι Άγγλοι δικηγόροι που ο ίδιος ο αιτητής διόρισε με σκοπό να αποσταλούν στο Commission for the Control of Interpol, ώστε να διαγραφεί το όνομα του και οι πληροφορίες που είναι εκεί φυλαγμένες για το άτομο του.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα τεκμήρια αυτά δεν βοηθούσαν τον αιτητή δεδομένου ότι περιείχαν εξ ακοής μαρτυρία και μάλιστα πέραν του πρώτου βαθμού, ενώ είχαν συνταχθεί στη βάση διαφόρων πληροφοριών, περιλαμβανομένων και πληροφοριών από ιστοσελίδες και μάλιστα ανεπιβεβαίωτων, καθώς και των όσων ο αιτητής ανέφερε, τα δε συμπεράσματα ήταν οι προσωπικές θέσεις των συντακτών τους, οι οποίοι και δεν είχαν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για σκοπούς αντεξέτασης.  Όλο το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών, αντικρούετο, εν πάση περιπτώσει, από άλλο τεκμήριο που κατέθεσε η Ρωσική Ομοσπονδία για να δείξει ότι τα κίνητρα της δίωξης δεν ήσαν πολιτικά. 

 

 Όλα τα ανωτέρω συνεπώς θεωρήθηκαν  ως μη παρέχοντα ικανοποιητικό βάθρο για τη θεώρηση του αιτητή ως διωκόμενου προσώπου για πολιτικά ή αλλότρια κίνητρα.  Υπενθυμίζεται ότι οι διαδικασίες έκδοσης φυγοδίκων εμπίπτουν στην κατηγορία των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη της Σύμβασης στη βάση  σχέσης αμοιβαιότητας ώστε τα ζητήματα των φυγοδίκων να αντιμετωπίζονται γρήγορα και αποτελεσματικά, στο πλαίσιο της διακρατικής συνεργασίας των κρατών μελών.  Σκοπός της Σύμβασης Φυγοδίκων είναι η ταχεία διεκπεραίωση των διαδικασιών και απόδοσης στη χώρα που ζητείται του ατόμου που έχει ήδη καταδικαστεί  για ποινικά αδικήματα ή στον οποίο θα απαγγελθούν ποινικές κατηγορίες ώστε να καταπολεμηθεί το έγκλημα σε διεθνή κλίμακα.  Η νομοθεσία που διέπει τις εκδόσεις φυγοδίκων στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στο ποινικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και στην τήρηση των αρχών που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Η νομολογία επιτρέπει ευρεία και φιλελεύθερη ερμηνεία των  σχετικών νομοθετικών κειμένων, (Petrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 856Mechanov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228 και Atapina (2003) 1 Α.Α.Δ. 1509).  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που και η δικαιοδοσία του Habeas Corpus έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί ούτε τιμωρητικό μέτρο, ούτε μέτρο για αποζημίωση, αλλά είναι προς όφελος του αιτούμενου το ένταλμα ώστε όπου διαπιστώνεται το παράνομο της κράτησης, η θεραπεία της απελευθέρωσης να παρέχεται ex debito justitiae, (Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 20).

 

        Η  βασική τοποθέτηση του αιτητή ότι διώκεται για πολιτικά κίνητρα κρίθηκε λοιπόν στο πλαίσιο των κριτηρίων που τίθενται στο ζήτημα και στη βάση του γεγονότος ότι το βάρος το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο ώστε να δείξει στο ισοζύγιο των πιθανονήτων ότι η δίωξη γίνεται για πολιτικά ή αλλότρια κίνητρα.  Χρειάζεται προς τούτο όχι απλή  υποψία από πλευράς του αιτητή, αλλά και η παρουσίαση μαρτυρίας με θετικό τρόπο.  Έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά και το γεγονός ότι στις αιτήσεις για έκδοση ισχύουν τα τεκμήρια της νομιμότητας και κανονικότητας, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Konovalova, Πολ. Έφ. Αρ. 436/2011, ημερ. 30.9.2015), ECLI:CY:AD:2015:D639, αλλά και ότι οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών της Σύμβασης θεωρούνται ότι ενεργούν με καλή πίστη, κρίνεται ότι το Δικαστήριο ενήργησε αφενός εντός της δικαιοδοσίας του και αφετέρου έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για τη μη αποδοχή της θέσης του αιτητή ότι τα κίνητρα της ποινικής του δίωξης είναι πολιτικά.  Δεν χρησιμοποιήθηκε βεβαίως διαφορετικό μέτρο κρίσης μεταξύ της αξιολόγησης της δικής του μαρτυρίας και αυτής των μαρτύρων εκ μέρους της Δημοκρατίας, η μαρτυρία των οποίων ήταν, ως ορθά έκρινε το Δικαστήριο, τυπικής μορφής.  Ούτε και εξετάστηκε η κατάθεση του αιτητή σε επίπεδο διαφορετικό από το καθορισθέν από τη νομολογία, αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

          Εν πάση περιπτώσει είναι σαφές ότι το Δικαστήριο ενήργησε έχοντας κατά νου τις ορθές νομοθετικές και νομολογιακές παραμέτρους και έκρινε τη μαρτυρία ως όφειλε και στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του.  Ορθά έκρινε, σε αντίθεση με την εισήγηση του αιτητή, ότι η μαρτυρία για το ποινικά κολάσιμο των φερόμενων πράξεων του στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν κρίνεται επί της ουσίας ή της αποδεικτικής της αξίας από το Δικαστήριο.  Το Δικαστήριο αντικρύζει το ζήτημα στη βάση του πιθανού τεκμηρίου ενοχής κατ΄ αντιστοιχία με το τι αναμένεται να εξεταστεί στις προανακρίσεις κατά το άρθρο 94 του Κεφ. 155, (Suray κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 453).  Η ενοχή ή μη του αιτητή αφορά την αιτούσα χώρα κατά τις εκεί λαμβανόμενες διαδικασίες και το αποδεικτικό δίκαιο.

 

        Ως προς το ζήτημα που ιδιαιτέρως τόνισε ο συνήγορος του αιτητή ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε, ενεργώντας  έτσι εκτός δικαιοδοσίας, και  κατά  παράβαση του άρθρου 9 του Νόμου αρ. 97/70, την έκδοση του αιτητή αντί της προφυλάκισης του μέχρι την έκδοση, το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει την ουσία του θέματος.  Ο αιτητής προφυλακίστηκε μέχρι την έκδοση του, εξηγήθηκε δε σ΄ αυτόν ότι έχει δικαίωμα υποβολής αιτήματος για Habeas Corpus, όπου θα μπορούσε να τεθεί και αυτό το ζήτημα, όπως και τέθηκε.  Δεν πρόκειται βεβαίως για υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά μάλλον για ατυχές λεκτικό που δεν αλλοιώνει τη φύση του πράγματος.  Τέτοιο ζήτημα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο και στη Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 849, όπου το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε ότι η σχετική αναφορά περί έκδοσης και όχι απλής προφυλάκισης μέχρι την έκδοση που είναι πράξη που ανατίθεται στον Υπουργό δυνάμει του άρθρου 11(1) του Νόμου, (δέστε και Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567), δεν είχε καμία επίπτωση ή επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την εγκυρότητα της τελεσίδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας που διέγνωσε τη συνδρομή όλων των νομιμοποιητικών παραμέτρων προς έκδοση.  Σχετική είναι και η Grishanenko Igor Nicolay (2011) 1 Α.Α.Δ. 2179, όπου ανάλογη διαταγή για έκδοση από το Επαρχιακό Δικαστήριο  κρίθηκε ότι είχε τεθεί εκ του περισσού και δεν επηρέαζε το κύρος της απόφασης.

 

        Το θέμα της διπλής εγκληματικότητας δεν τέθηκε από τον αιτητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εξετάστηκε όμως από αυτό στο πλαίσιο του καθήκοντος του να διασφαλίσει ότι τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει στη χώρα του, ενέχουν το στοιχείο της αμοιβαιότητας και αποτελούν και αδικήματα, στη γενικότητα τους βέβαια, και στη Δημοκρατία, εφόσον δεν είναι ανάγκη να ταυτίζονται ή να έχουν τα αυτά τυπικά γνωρίσματα και στοιχεία, (Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109).  Και επ΄ αυτού η κρίση του Δικαστηρίου ήταν ορθή.

 

        Ως προς το νέο δεδομένο το οποίο εισήχθηκε κατά την παρούσα διαδικασία ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο ώστε, κατά την εισήγηση, η διαδικασία έκδοσης να πρέπει να αναχαιτιστεί μέχρι την εξέταση της αίτησης, παρατηρείται ότι η υποβολή και μόνο αίτησης για προστασία δεν εξουδετερώνει τη διαδικασία έκδοσης καθότι ο αιτητής είναι απλά αιτητής πολιτικού ασύλου και δεν του έχει ακόμη χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα.  Στην πρόσφατη απόφαση Seif Eldin Mostafa Mohamed Emam - ανωτέρω - κρίθηκε στη βάση του ορισμού του πρόσφυγα  σύμφωνα με το άρθρο 1(Α) της Σύμβασης της Γενεύης και το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, ότι το καθεστώς του πρόσφυγα δεν εφαρμόζεται σε όλους τους αιτητές εφόσον το άρθρο 5 του Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, αποκλείει αιτητή από αυτό το καθεστώς όταν έχει διαπράξει σοβαρό, μη πολιτικό, έγκλημα πριν από την έκδοση άδειας διαμονής.  Περαιτέρω, ένας αιτητής ασύλου σύμφωνα με το άρθρο 8(1)(α) του Νόμου έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση απόφασης επί του αιτήματος από την Αναθεωρητική Αρχή, δικαίωμα όμως που παύει να υφίσταται στην περίπτωση που καλύπτει το άρθρο 8(1)(δ), όταν, δηλαδή, οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας προτίθενται να παραδώσουν ή  να εκδώσουν τον αιτητή σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει της νομοθεσίας που διέπει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, είτε άλλως πως, ή, σε τρίτη χώρα, εφόσον η αρχή που αποφασίζει την έκδοση ικανοποιείται ότι η απόφαση περί έκδοσης δεν οδηγεί σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας βάσει του διεθνούς δικαίου ή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Οι δύο διαδικασίες έκδοσης και καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα, είναι διαφορετικές και έχουν διαφορετικούς σκοπούς χωρίς να απαγορεύεται η παράλληλη προώθηση τους.

 

Συναφώς δεν ευσταθεί ούτε το σχετικό επιχείρημα ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες των Ευρωπαϊκών Οδηγιών 2013/32, που αφορά τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και η οποία επέφερε σημαντικές αλλαγές στην προηγηθείσα Οδηγία 2005/85/ΕΚ, και 2011/95, για αναγνώριση υπηκόων τρίτων χωρών και ενιαίο καθεστώς προσφύγων οι οποίες να σημειωθεί δεν τέθηκαν υπόψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε και έγινε κάποια εισήγηση σε σχέση μ΄ αυτές.

 

        Δεν θα ήταν άτοπο να σημειωθεί ότι ο αιτητής παρά την πολύχρονη παραμονή του στη Δημοκρατία, και την υπ΄ αυτού ληφθείσα άδεια μόνιμης παραμονής τύπου F, ουδέποτε προηγουμένως αιτήθηκε ασύλου, παρά μόνο έντεκα ημέρες μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς έκδοση του.

 

        Όσον αφορά τα ζητήματα της παρόδου μακρού χρόνου και των αλλαγών στις προσωπικές συνθήκες του αιτητή με την παραμονή του στη Δημοκρατία για σειρά ετών, παρατηρείται ότι αποτελούν και αυτά θέματα που ουδόλως τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, παρόλο ότι προϋπήρχαν.  Εν πάση περιπτώσει, συνοπτικά να αναφερθεί ότι η πάροδος του χρόνου δεν αποτελεί παράγοντα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Mrwkwa, Πολ. Έφ. Αρ. 41/14, ημερ. 5.3.2014), συναρτάται δε και με την ίδια τη συμπεριφορά του αιτητή που θεωρείται από το κράτος του ως φυγόδικος.  Η εγκατάλειψη της χώρας διαμονής συντείνει στο να μη θεωρείται η έκδοση άδικη ή καταπιεστική, (Νικολαϊδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1964 και Ali v. Secretary of State (1984) 1 All E.R. 1009).  Στην Slawomir Laguniouek v. The Lord Advocate (2015) 1 HCJAC 53, λέχθηκε ότι από την ώρα που ένας αιτητής διαπιστώνεται ως φυγόδικος, αυτό θέτει σχεδόν κατ΄ αυτόματο τρόπο εμπόδιο στην εισήγηση μη έκδοσης λόγω παρόδου χρόνου, εκτός και αν ο φυγόδικος μπορεί να τεκμηριώσει «serious injustice or oppression», (δέστε γενικώς για το θέμα την υπόθεση Χαρατσίδη - ανωτέρω -).

 

        Η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου έδειξε για το θέμα ότι ο αιτητής έφυγε από τη Ρωσία το 2010 προφανώς για να αποφύγει οποιαδήποτε δίωξη του, κατά τη Ρωσική Ομοσπονδία λόγω του ότι αντελήφθη την ποινική φύση των πράξεων που του καταλογίζονταν, κατά τον αιτητή διότι δεν έβλεπε διέξοδο στα οικονομικά προβλήματα που του είχαν δημιουργηθεί και φοβόταν πολιτικά υποκινούμενη ποινική δίωξη εναντίον του.  Σημασία έχει ότι ο ίδιος εγκατέλειψε το έδαφος της χώρας του, και έτσι δεν μπορεί ο διαρρεύσας χρόνος να λειτουργήσει υπέρ του.  Το γεγονός ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε το 2016, εξηγείται από την αιτούσα χώρα στην τότε ολοκλήρωση και συμπλήρωση των εναντίον του ερευνών που απεκάλυψαν και ευρύτερα και σοβαρότερα αδικήματα.

 

        Επομένως, όλες οι αιτιάσεις που έχει προβάλει ο αιτητής δεν είναι ορθές.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο διέγνωσε ορθά όλα τα θέματα που τέθηκαν ενώπιον του και διαπίστωσε τη συνδρομή όλων των διαδικαστικών και ουσιαστικών παραμέτρων προς ικανοποίηση της αιτούσας χώρας ως το αίτημα της όπως παρουσιάστηκε από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας.

 

        Η αίτηση απορρίπτεται.

 

        Ο αιτητής θα παραμείνει υπό προφυλάκιση μέχρι την έκδοση του.

        Τα έξοδα της μεταφράστριας να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

 

 

 

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο