ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ.Πουτζιουρής, για τους Εφεσείοντες Γ.Καραμανλή, (κα.), για τους Εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΪΛΗΣ κ.α. ν. ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 133/2012, 28/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A419

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 133/2012)

 

28 Nοεμβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.   ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΪΛΗΣ

2.   ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΛΛΟΥΜΑ

3.   ΠΑΝΙΚΟΣ ΑΔΑΜΟΥ

4.   Σ.ΣΑΚΚΑΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΛΤΔ

5.   ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΑΚΚΑΣ

6.   ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΛΤΔ

7.   ΜΑΚΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

8.   ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΙΑΚΚΟΥΡΜΑ

9.   ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

και

1.   ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ ΛΤΔ

2.   P.S.ATLANTAS DEVELOPERS LTD

3.   KENNEDY HOTELS LTD

Εφεσίβλητοι/Eνάγοντες

_ _ _ _ _ _

Χρ.Πουτζιουρής,  για τους Εφεσείοντες

Γ.Καραμανλή,  (κα.), για τους Εφεσίβλητους

_ _ _ _ _ _

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι συνενωμένες αγωγές καταχωρήθηκαν από τους εφεσίβλητους/ενάγοντες εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων με διάφορες αξιώσεις λόγω κατ΄ισχυρισμό παράνομης επέμβασης των εφεσειόντων επί 6 ακινήτων, κατ΄επίκληση δικαιώματος των εφεσιβλήτων να εγγραφούν αρχικά και ως ιδιοκτήτες από τις 4.9.2009 στα επίδικα ακίνητα, στην επαρχία Λάρνακας, τα οποία και περιγράφονται στη δικογραφία.

 

Υπήρξε η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων, θέση την οποία προώθησαν και δια της μαρτυρίας τους, ότι το Σεπτέμβρη του 2009 οι εφεσείοντες χωρίς τη συγκατάθεση τους ανήγειραν, στα εν λόγω ακίνητα, υποστατικά και παραπήγματα. 

 

Οι θέσεις των εφεσειόντων δικογραφικά και κατά την ακρόαση ήταν ότι δεν υπήρξε παράνομη επέμβαση ενώ είχαν εγείρει στις τελικές τους αγορεύσεις διάφορες ούτω καλούμενες «προδικαστικές ενστάσεις» που αφορούσαν το θέμα της δικαιοδοσίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη σχετική μαρτυρία (6 μάρτυρες για την πλευρά των εναγόντων και 5 μάρτυρες υπεράσπισης για τους εναγομένους), κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι κατάφεραν να αποδείξουν το αδίκημα της παράνομης επέμβασης  εναντίον των εφεσειόντων.

 

Είναι χρήσιμο να παραθέσουμε τα πρωτόδικα ευρήματα όπως ακριβώς η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής τα διατυπώνει στις σελ.39-41:

«Έχοντας αξιολογήσει τη μαρτυρία και έχοντας μελετήσει το περιεχόμενο των Τεκμηρίων που κατατέθηκαν, θεωρώ ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως ακολούθως: Είχε παραχωρηθεί το 1976 στον Εναγόμενο, στην Αγωγή Αρ.2872/2009, κ. Καϊλή, τουρκοκυπριακός κλήρος, ο οποίος αφορούσε τα τεμάχια 254, 250, 251, 252 και 253, του Φ/Σχ.40/560502, Τμήμα 6, στην περιοχή Περβόλες στην ενορία Σωτήρος στη Λάρνακα. Του είχε παραχωρηθεί η συγκεκριμένη γη λόγω του ότι ήταν πρόσφυγας από τη Λύση και με απώτερο στόχο να επαναδραστηριοποιηθεί επαγγελματικά μετά την τουρκική εισβολή. Ο κ. Καϊλής αναπροσάρμοσε τη γη, φυτεύοντας δέντρα, εποχιακά και τριφύλλι. Το 1983 η παραχωρηθείσα γη περιορίστηκε στα Τεμάχια 253 και 269 του Φ/Σχ.40/50502, Τμήμα 6.

 

Λόγω του ότι η γη που είχε παραχωρηθεί στον κ. Καϊλή ήταν μεγάλης έκτασης και δεν χρησιμοποιείτο στην ολότητά της, καταλήφθηκε από τους υπόλοιπους Εναγόμενους, με την άδεια του κ. Καϊλή, σε κάποιο στάδιο μετά το 1990, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 21. Οι Εναγόμενοι, πλην του κ. Καϊλή, δεν είχαν αποταθεί στον Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακής Γης για να τους παραχωρηθεί άδεια για τη χρήση των κομματιών των ακινήτων που είχαν καταλάβει και χρησιμοποιούσαν. Αντίθετα, λόγω του ότι δεν είχαν ενοχληθεί, συνέχιζαν να κατέχουν κάποιο μέρος των ακινήτων χωρίς οποιαδήποτε άδεια. Τα συγκεκριμένα ακίνητα πωλήθηκαν δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, στις 28/09/2004, από το νόμιμο ιδιοκτήτη τους, τον Ibrahim Mustafa Vaiz, ο οποίος ήταν κάτοικος Αγγλίας, στους Κώστα Λειβαδιώτη, Παντελή Πατσαλίδη, Χρίστο Φυλακτού και Βαρνάβα Βαρναβίδη, για το ποσό των Λ.Κ.900.000-. Ενεργοποιήθηκε η λήψη άδειας από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για τη συγκεκριμένη πώληση και στις 11/03/2008 το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εξουσιοδοτήσει τον Κηδεμόνα να αποδεχτεί τη δήλωση πώλησης, πράγμα το οποίο έγινε στις 20/08/2008. Ο Κηδεμόνας έδωσε άδεια για την πώληση των ακινήτων και για αποδοχή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, με την παράκληση να αντικατασταθούν οι κλήροι του κ. Καϊλή και να βρεθεί άλλη επαγγελματική στέγη «στους επεμβασίες, εφόσον κριθούν δικαιούχοι». Ο Εναγόμενος, κ. Κκαϊλής, ειδοποιήθηκε στις 02/04/2009 ότι είχαν αφαιρεθεί από την άδεια χρήσης τα συγκεκριμένα ακίνητα, αλλά μη νοιαζόμενος, συνέχισε να παραμένει σε αυτά. Το Σεπτέμβριο 2009 ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση των ακινήτων επ' ονόματι των Εναγουσών Εταιρειών, μετά από εκχώρηση των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων προς τις Εταιρείες. Οι Εναγόμενοι γνώριζαν επίσημα από τον Απρίλιο 2009 ότι θα έπρεπε να φύγουν από τα ακίνητα, αφού κανένας τους δεν είχε άδεια να παραμένει σε αυτά. Παρά ταύτα, παρέμειναν στα ακίνητα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο Δικαστήριο».

 

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα 1 εκρίθη περαιτέρω ότι μετά τις 2.4.2009 η κατοχή εκ μέρους του, των ακινήτων κατέστη παράνομη, οπόταν οι εφεσίβλητες οι οποίες είχαν πλέον νόμιμο τίτλο ως οι ιδιοκτήτριες των ακινήτων, κατέστησαν κάτοχοι αυτών, με αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του για παράνομη επέμβαση. 

 

Τα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου καταγράφονται σε σχετικά αποσπάσματα στις σελ.51-54 και μπορούν να συνοψιστούν στα κάτωθι:

 

΄Ολοι οι εφεσείοντες κατέλαβαν και κατείχαν μέχρι την ημερομηνία της απόφασης παράνομα μέρος των ακινήτων κατ' αποκλεισμό της κατοχής από τις εφεσίβλητες εταιρείες, αφού έχουν ανεγείρει διάφορα υποστατικά ή/και έχουν τοποθετήσει διάφορα μηχανήματα, όπως διαφαίνεται και από τις φωτογραφίες Τεκμήρια 5 μέχρι 10. Η συγκεκριμένη επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα αφού υπάρχουν οικοδομήματα στα τεμάχια.  Οπόταν, οι εφεσίβλητες εταιρείες ως εγγεγραμμένες συνιδιοκτήτριες, παρόλο ότι δεν είχαν πραγματική κατοχή, μπορούσαν να εγείρουν την αγωγή λόγω της μονιμότητας της επέμβασης.  (Βλ. Λάμπρου κ.α. ν. Ελένης Κεφάλα κ.α. (2000)1Γ Α.Α.Δ. 1516, και Liasidou a.a. v. Papademetriou (1975)1 C.L.R. 122). 

 

Ο εφεσείων 1, ο οποίος είχε άδεια να χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα ακίνητα, ειδοποιήθηκε για ανάκληση της συγκεκριμένης άδειας τον Απρίλιο του 2009, οπόταν η οποιαδήποτε παραμονή του μετά τον Απρίλιο του 2009 στα ακίνητα, συνιστούσε παράνομη επέμβαση. Όσον αφορά τους υπόλοιπους εφεσείοντες, αυτοί είχαν «ab initio» παρέμβει παράνομα στα ακίνητα, αφού δεν είχαν καμία άδεια να τα κατέχουν από τον Κηδεμόνα. Ο εφεσείων 1 δεν μπορούσε να τους παραχωρήσει άδεια να κατέχουν μέρος αφού η δική του άδεια (τεκμ.11) απαγόρευε την εκχώρηση ή την παραχώρηση άδειας χρήσης οποιουδήποτε μέρους των παραχωρηθέντων ακινήτων σε τρίτους.

Στη βάση των ευρημάτων και των συμπερασμάτων του το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο οι εφεσείοντες/εναγόμενοι σε όλες τις αγωγές διατάσσονταν να παραδώσουν ελεύθερη την κατοχή του μέρους του ακινήτου που κατέχουν από τα επίδικα ακίνητα και να μετακινήσουν, κατεδαφίσουν ή απομακρύνουν οποιαδήποτε υποστατικά, τα οποία έχουν αναγείρει εντός του μέρους των επιδίκων ακινήτων που κατέχουν καθένας απ΄αυτούς ξεχωριστά, εντός ενός μηνός από την ημέρα της απόφασης.  Επίσης επιδικάστηκαν υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η κα Καραμανλή κατά την ακρόαση της έφεσης προέβαλε τη θέση ότι η παρούσα έφεση δεν έχει αντικείμενο με το εξής σκεπτικό:  εφόσον έχει δοθεί πλέον άλλος χώρος στους εφεσείοντες και έχουν μετεγκατασταθεί και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν επιδικάστηκαν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις, η έφεση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και είναι απορριπτέα.  Ακόμα και σε περίπτωση που το Εφετείο κρίνει ότι η επέμβαση δεν ήταν παράνομη, πρακτικά δεν θα αλλάξει ο,τιδήποτε στην ουσία των πραγμάτων.  Παρέθεσε δε σχετικές αυθεντίες.  (Βλ.Μarketrends (Capital Market) Ltd v. Λεωνίδα Θεοδωρίδη, (2003) 1Β Α.Α.Δ. 1248, Ιωάννη Μαυρονικόλα ν. Κικής Φοινιώτη κ.ά., (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1659 και Χ.M.S.Canteen Ltd a.o. και Cyprus Airports (F&B) Ltd, Πολ.εφ.Ε192/14, 2.10.2015).

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με τη γενικότητα της πιο πάνω τοποθέτησης.  Προφανώς και η μετεγκατάσταση των εφεσειόντων συντελέστηκε ως εκ της πρωτόδικης απόφασης την οποία και εφεσίβαλαν ως λανθασμένη.  Παρά το ότι αντιλαμβανόμαστε ότι πρακτικά ο σκοπός δεν θα είναι η επαναφορά των πραγμάτων, όπως και ο κ.Πουτζιουρής παραδέχθηκε, ως ήταν πριν την κατεδάφιση και μετεγκατάσταση, ωστόσο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την έφεση αλυσιτελή, εκκρεμούντος μάλιστα του θέματος των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας τα οποία ήδη πληρώθηκαν από τους εφεσείοντες και τα οποία θα διεκδικήσουν αν επιτύχουν στην παρούσα.  Συνεπώς η εισήγηση δεν επιτυγχάνει και θα προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης.

 

Στην προσπάθεια μας να προσεγγίσουμε τους λόγους έφεσης για πιο ευχερή εξέταση τους, τους ομαδοποιήσαμε ως ακολούθως:

 

Α΄ Ομάδα. 

Σ΄αυτήν εντάσσεται μόνο ο λόγος έφεσης 1 για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Στην αιτιολογία αυτού του λόγου  οι εφεσείοντες επεκτείνονται και επικαλούνται και παράβαση επιτακτικής φύσης διάταξης των δικονομικών θεσμών, ήτοι της Δ.2 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Β΄ Ομάδα.

Σ΄αυτήν εντάσσονται οι λόγοι που αφορούν την αξιοπιστία των μαρτύρων, λόγος 2 για τους Μ.Υ.3, 4 και 5 ότι δηλαδή λανθασμένα και αυθαίρετα το Δικαστήριο έκρινε ότι ήσαν αναξιόπιστοι, λόγος 3 για τους Μ.Ε.2, 4 και 5 ότι δηλαδή λανθασμένα και αυθαίρετα το Δικαστήριο έκρινε ότι ήσαν αξιόπιστοι. Επίσης οι λόγοι που αφορούν στο ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία και τα τεκμήρια, αλλά και ότι αντινομικά και αυθαίρετα το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο το αδίκημα της παράνομης επέμβασης  (λόγοι 4 και 5). Δια του λόγου 8 αποδίδεται γενικά στο Δικαστήριο κατηγορία ότι δεν προέβη σε αξιολόγηση ή επαρκή αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και των κατατεθέντων τεκμηρίων.   Στην ίδια ομάδα μπορεί να ενταχθεί ο λόγος 6 με βάση τον οποίο βάλλεται το Δικαστήριο ότι δεν αποφάσισε επί όλων των επιδίκων θεμάτων τα οποία εγέρθησαν από τους εφεσείοντες.  Εν τέλει δια του λόγου 9 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η απόφαση του στερείται αιτιολογίας ή και επαρκούς αιτιολογίας.

 

Γ΄ Ομάδα:

Σ΄αυτήν εντάσσονται οι λόγοι 10, 11 και 12 οι οποίοι βασικά έχουν ως πυρήνα το θέμα των εξόδων. 

 

Ξεκινούμε από την Β΄ Ομάδα των λόγων έφεσης η οποία αν και περιλαμβάνει πολλούς λόγους αριθμητικά το κυρίαρχο στοιχείο είναι το έργο αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας.  Είναι γνωστό ότι το Εφετείο επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας με φειδώ και εφόσον συντρέχουν οι περιστάσεις που η νομολογία έχει θέσει.  Όπως ορθά τίθεται το θέμα από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων θα πρέπει το Δικαστήριο να πειστεί ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή όταν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία και δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή όταν διαπιστώνονται ουσιαστικής φύσεως αντιφάσεις.  (βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011)1Β Α.Α.Δ. 1422).

 

΄Εχουμε εξετάσει συνεπώς προσεκτικά τα όσα οι εφεσείοντες θέτουν στο περίγραμμα τους σε συνάρτηση με τους πιο πάνω λόγους έφεσης.  Παρατηρούμε ότι τα όσα λέγονται αδικούν την πρωτόδικη απόφαση αφού τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την αναξιοπιστία των Μ.Υ.3-5 και τη θετική αξιοπιστία των Μ.Ε.2, 4 και 5 δεν ήταν ούτε λανθασμένα ούτε αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν περιέχουν ουσιώδεις αντιφάσεις.  Με όλο το σεβασμό η πλευρά των εφεσειόντων απομονώνει κάποια στοιχεία της μαρτυρίας τους σχολιάζοντας τα χωρίς να τα συσχετίζει με τη συνολική τους εκδοχή, προβαίνοντας ακριβώς σε μια μικροσκοπική ανάλυση και αφαιρώντας από τη συνολική αιτιολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με την αποδοχή ή μη της μαρτυρίας των μαρτύρων.  Θα προσθέταμε ότι τα κατατεθέντα τεκμήρια αντικειμενικά πρόσθεταν στην εκδοχή των μαρτύρων των εφεσιβλήτων που έγιναν αποδεκτοί.  Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ίδια τη συμφωνία, τεκμ.11, αλλά και την επιστολή της επαρχιακής διοίκησης Λάρνακας 2.4.2009, τεκμ.12 επί του οποίου σχολιάστηκε ιδιαίτερα το αφύσικο της εκδοχής των ΜΥ3, εφεσείοντα 1 και του υιού του ΜΥ4.  Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε το σχετικό σχόλιο του Δικαστηρίου στη σελ.37.  «Αντεξεταζόμενος (εννοείται ο εφεσείων 1-ΜΥ3) όταν του υποδείχθηκε η επιστολή τεκμ.12 (με την οποία του γνωστοποιείται ότι το επίδικο τεμάχιο δεν αποτελεί τουρκοκυπριακή περιουσία και του αφαιρείται από την άδεια χρήσης) ισχυρίστηκε ότι δεν την είχε δει ποτέ για να παραδεχτεί στη συνέχεια ότι έλαβε την επιστολή και την έδωσε στο γιο του..).  Παρακάτω στην ανάλυση της μαρτυρίας του υιού του, ΜΥ4, αναφέρθηκε ότι αυτός έδωσε διαφορετική μαρτυρία από του πατέρα του και δίδονται πλήρεις εξηγήσεις γιατί δεν γίνεται αποδεκτός επίσης, ενώ άφησε στο Δικαστήριο την εντύπωση ότι ήλθε απλώς να βοηθήσει τον πατέρα του.  Σε σχέση δε με το ΜΥ5 σε συσχετισμό με τα δοθέντα τεκμήρια το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε εξήγηση επί της διαπίστωσης του ότι ο ΜΥ5 προσπάθησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο.  Αντίστοιχα, το Δικαστήριο ανέλυσε αντιπαραβάλλοντας με τα τεκμήρια και δίδοντας εξηγήσεις γιατί αποδέχτηκε πλήρως τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων μάλιστα σημειώνοντας ότι στο μεγαλύτερο της μέρος προήλθε από άτομα τα οποία δεν είχαν οποιονδήποτε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, προερχόμενα από αρμόδιες υπηρεσίες. 

 

Θεωρούμε εντελώς αβάσιμους τους σχετικούς λόγους έφεσης και η διαπίστωση μας ότι το έργο της αξιολόγησης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν και ορθό και επιμελές, οδηγεί σε απόρριψη και τους συναφείς λόγους έφεσης που αφορούν το αναιτιολόγητο της απόφασης ή το ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη όλη τη μαρτυρία και τα τεκμήρια.  Aβάσιμη θεωρούμε και τη μομφή ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί με όλα τα επιχειρήματα και τις θέσεις των εφεσειόντων.  Όπως ελέχθη από τον Πική, Δ, όπως ήταν τότε, στην υπόθεση (Οδυσσέα Αστυνομίας (1999)2 Α.Α.Δ. 490) «δεν αποτελεί αναπόδραστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται».  Σημασία έχει αν, δια της συνολικής απόφασης, μεταδίδεται η δικαστική κρίση και η διεργασία της υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης αμφισβήτησης (Βλ. Φακοντή κ.ά. ν. Κακουτή, Πολ. Εφ.70/2011, ημερ. 23.6.2015), ECLI:CY:AD:2015:A444.

 

Επιπρόσθετα κρίνουμε ότι το συναφές έργο του Δικαστηρίου επί της νομικής πτυχής με την οποία έκρινε ότι στοιχειοθετείτο το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης επίσης επιτελέστηκε στα σωστά πλαίσια και με βάση τη νομολογία.  Με την επίκληση της υπόθεσης Λάμπρου ν. Κεφάλα (ανωτέρω) εξηγήθηκε γιατί νομιμοποιούντο οι εφεσίβλητες εταιρείες ως εγγεγραμμένες συνιδιοκτήτριες παρόλο του ότι δεν είχαν πραγματική κατοχή να επιτύχουν στην αγωγή τους.  Θέτουμε το σχετικό απόσπασμα για του λόγου το αληθές:

«Η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι ουσιαστικά αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R. 100, έστω και μικρός βαθμός κατοχής είναι αρκετός για να νομιμοποιεί τον ενάγοντα να εγείρει αγωγή εναντίον του εναγομένου. Στην υπόθεση Liasidou and Another v. Papademetriou (1975) 1 C.L.R. 122, λέχθηκε ότι κατοχή (possession) σημαίνει πραγματική κατοχή (occupation) ή φυσικό έλεγχο της περιουσίας. Ο ιδιοκτήτης που δεν έχει κατοχή δεν μπορεί να ενάγει σε σχέση με παράνομη επέμβαση στην ιδιοκτησία του, με εξαίρεση την περίπτωση όπου υπάρχει πρόκληση ζημιάς στην περιουσία ή όπου η επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα. (Δέστε Γεωργίου ν. Ανδρέα (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2311, όπου η φύτευση δένδρων θεωρήθηκε ως επέμβαση μόνιμου χαρακτήρα που νομιμοποιούσε την ιδιοκτήτρια που ενοικίαζε το κτήμα σε άλλους να εγείρει αγωγή). Στην παρούσα περίπτωση, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες 3 και 4 ήταν εγγεγραμμένοι συνιδιοκτήτες και, παρόλον ότι δεν είχαν κατοχή, αφού η επέμβαση στο κτήμα είχε μόνιμο χαρακτήρα, κατά την κρίση μας εδικαιολογείτο η νομιμοποίησή τους για να εγείρουν την αγωγή.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επ΄αυτής της πτυχής καταλήγει:

 

Τα πιο πάνω μπορούν να εφαρμοστούν και στην υπό κρίση υπόθεση, όπου όλοι οι Εναγόμενοι κατέλαβαν και κατέχουν μέχρι σήμερα παράνομα μέρος των ακινήτων κατ' αποκλεισμό της κατοχής του από τις Ενάγουσες Εταιρείες, αφού έχουν ανεγείρει διάφορα υποστατικά ή/και έχουν τοποθετήσει διάφορα μηχανήματα, όπως διαφαίνεται και από τις φωτογραφίες Τεκμήρια 5 μέχρι 10. Η συγκεκριμένη επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα αφού υπάρχουν οικοδομήματα στα τεμάχια. Οπόταν, οι Ενάγουσες Εταιρείες ως εγγεγραμμένες συνιδιοκτήτριες, παρόλο ότι δεν είχαν πραγματική κατοχή μπορούσαν να εγείρουν την αγωγή λόγω της μονιμότητας της επέμβασης.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο κ. Καϊλής είχε φυσική κατοχή της γης, μέρος της οποίας είχε παραχωρήσει, χωρίς την άδεια του Κηδεμόνα, στους υπόλοιπους Εναγόμενους. Όμως, η άδειά του για φυσική κατοχή ανακλήθηκε και έκτοτε κατέχει το επίδικο ακίνητο παράνομα. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Winfield & Jolowicz on Tort, 17η έκδ., σελ.494, παράγρ.13.10:

 

«A bare license . . . may be revoked at any time, and so may many contractual licenses, . . . After revocation the licensee becomes a trespasser, but he must be allowed a reasonable time in which to leave and to remove his goods.»

 

Δεν βρίσκουμε κανένα λάθος στη παράθεση της νομικής πτυχής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε επαρκή ανάλυση του άρθρου 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 και δεν έχουμε διαπιστώσει οποιονδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του.  Συνεπώς οι λόγοι έφεσης της Β΄Ομάδας απορρίπτονται.

 

Προχωρούμε στην εξέταση του λόγου της Α΄Ομάδας.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία στην εκδίκαση των αγωγών ενόψει της πρόνοιας του άρθρου 22(3)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 το οποίο αναφέρει:

«22.-(3) Έκαστoς Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμoδιότητα vα ακoύει και vα απoφασίζει για-

(α) ...

(β) Οπoιαδήπoτε αγωγή για τηv αvάληψη κατoχής oπoιασδήπoτε ακίvητης ιδιoκτησίας, ή oπoιαδήπoτε αγωγή βασιζόμεvη σε αδικoπραξία πoυ διαπράχθηκε σε σχέση με ακίvητη ιδιoκτησία στηv oπoία η αξιoύμεvη θεραπεία περιλαμβάvει έκδoση απαγoρευτικoύ διατάγματoς και στηv oπoία δεv αμφισβητείται o τίτλoς της ακίvητης ιδιoκτησίας, χωρίς vα λαμβάvεται υπόψη ότι λόγω της αξίας της επίδικης ακίvητης ιδιoκτησίας, η αγωγή δε θα ήταv της αρμoδιότητας Αvώτερoυ Επαρχιακoύ Δικαστή ή Επαρχιακoύ Δικαστή,  σύμφωvα με τις πρόvoιες της παραγράφoυ (α) τoυ παρόvτoς εδαφίoυ:»

 

Αντικείμενο σφοδρής επιχειρηματολογίας εκατέρωθεν υπήρξε το αν μπορεί να εφαρμοστεί το εν λόγω άρθρο εφόσον ήταν κοινό έδαφος πως εάν δεν υπήρχε αμφισβήτηση ιδιοκτησίας δεν θα είχε εφαρμογή η συγκεκριμένη πρόνοια και το Δικαστήριο εν πάση περιπτώσει θα είχε δικαιοδοσία.  Συνεπώς το πρώτιστο που θα πρέπει να εξεταστεί από το Εφετείο είναι αν υπήρξε αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας των επιδίκων ακινήτων στην πρωτόδικη διαδικασία.  ΄Εχουμε μελετήσει για το σκοπό αυτό τόσο τη δικογραφία όσο και την εξέλιξη της διαδικασίας.  Δεν θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι το θέμα της αμφισβήτησης εξαντλείται μόνο στη δικογραφία εφόσον είναι δυνατό κατά πάντα χρόνο στην εξέλιξη μιας δίκης να διαφανεί ότι αυτή η αμφισβήτηση, ακόμη και αν υφίσταται αρχικά, στην πορεία αναιρείται.  Εκτός του ότι η δικογραφική άρνηση του θέματος ήταν γενική, όπως ορθά υποδεικνύει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εξέλιξη της δίκης κατέδειξε ότι δεν υπήρχε τέτοια αμφισβήτηση.  Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μ.Υ.1 - Βασιλική Πάλμα, του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας, την οποία βεβαίως οι εφεσείοντες κάλεσαν, κατέθεσε ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς (αρχικά στον τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη και μετά στους εφεσίβλητους ως δικαιοδόχους).  Η μαρτυρία αυτή ταυτίζετο με τη θέση των εφεσιβλήτων.  Συνεπώς η εισήγηση των εφεσειόντων δεν έχει αντίκρισμα.  Η δε επιπρόσθετη αιτιολογία που δίδεται για παραβίαση του θεσμού Δ.2 θ.10, εκτός του ότι εκφεύγει του λόγου έφεσης, δεν έχει και αυτοδύναμη αξία.  Ο λόγος έφεσης της Α΄Ομάδας απορρίπτεται.

 

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους λόγους που εντάσσονται στη Γ΄Ομάδα.  Πρέπει να πούμε ότι μας προκάλεσε απορία η έμμεση διατύπωση παραπόνων εκ μέρους των εφεσειόντων ότι η συνένωση των αγωγών και η εξέλιξη τους δια της συνεκδίκασης δεν ήταν ορθή.  Να σημειώσουμε ότι είναι οι ίδιοι οι εφεσείοντες που ζήτησαν τη συνένωση των αγωγών.  Αναφορικά με το παράπονο για τη μη αποσυνένωση τους στο τέλος της εκδίκασης  που εγείρεται δια του σχετικού λόγου έφεσης, θα συμφωνήσουμε ότι θα ήταν ορθότερο να αποσυνενωθούν οι αγωγές και να εκδοθούν χωριστά διατάγματα, πλην όμως το αποτέλεσμα δεν δημιουργεί αδικία ώστε να χρειαστεί να επέμβουμε.  Ωστόσο το σημείο που θεωρούμε ότι φαίνεται να έχουν δίκαιο οι εφεσείοντες είναι η άδικη κατανομή των εξόδων ως προς τον εφεσείοντα Γ.Χαλλούμα στην αγωγή 2870/09 δηλαδή τον εφεσείοντα 2.  Κρίνουμε ότι είναι άδικο να επιδικαστούν έξοδα εναντίον του €5,590.60, ενώ στους λοιπούς εφεσείοντες τα έξοδα κυμαίνονταν από €1,800 περίπου μέχρι €2,000.  Αυτό βέβαια αφορούσε την έγκριση των εξόδων από το πρωτόδικο Δικαστήριο σύμφωνα με κατάλογο που ετοιμάστηκε από τον πρωτοκολλητή.  Ωστόσο, χωρεί παρέμβαση μας.  Προσθέτως θεωρούμε ότι δεν έχει αιτιολογηθεί γιατί η κλίμακα αγωγής σε όλες τις υποθέσεις όσον αφορά τα έξοδα θα έπρεπε να είναι η κλίμακα €10,000-50,000 και όχι η χαμηλότερη κλίμακα των €2,000-10,000.  Αυτό φέρνει στο προσκήνιο τη Δ.2 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας με βάση την οποία θα έπρεπε να τεθεί στη δικογραφία η αξία του ακινήτου, πρόνοια που οι εφεσίβλητοι δεν τήρησαν.

 

Προς άρση λοιπόν οποιασδήποτε αδικίας θεωρούμε ότι η κλίμακα για τα έξοδα θα έπρεπε να είναι η κλίμακα €2,000-10,000.  Συνεπώς κατ΄αποκοπή - και για αποφυγή περαιτέρω διαδικασιών για υποβολή καταλόγων - θεωρούμε ότι εναντίον του κάθε εφεσείοντα/εναγομένου θα πρέπει να επιδικαστεί το ποσό των €1,500 ως έξοδα.  Και τα ποσά τα οποία ήδη επιδικάσθησαν ως έξοδα, ακυρώνονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στο συντριπτικό της μέρος εκτός σε σχέση με τα έξοδα αφού αυτά θα αντικατασταθούν ως η πιο πάνω διαταγή μας.  Ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης και των ιδιαίτερων της περιστατικών δεν θα εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα ως προς την έφεση.

                                                          ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                                                          ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο