ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2017:8
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ OIKOΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 10/2013
2 Νοεμβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΤΥΛΙΑΝΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗ
Εφεσείουσας/Αιτήτριας
και
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΤΣΕΡΤΟΥ
Εφεσίβλητου/Καθ΄ ου η Αίτηση
--------
Δ. Ιωαννίδης, για την εφεσείουσα/αιτήτρια
Ν. Παπαμιχαήλ (κα), για τον εφεσίβλητο/καθ΄ ου η αίτηση
----------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου Θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα αξίωσε με αίτηση που καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας να της αναγνωριστεί συνεισφορά στην επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου (πρώην συζύγου της), την οποία συγκεκριμενοποίησε στο ½ του ½ μεριδίου της οικίας της οδού Πολυκράτη αρ. 10 στο Στρόβολο (στο εξής η οικία) και στο ½ ενός οικοπέδου στο Πεταλίδη Μεσσηνίας, στην Ελλάδα (στο εξής το οικόπεδο) που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του εφεσίβλητου.
Συναφώς ήταν δικογραφικώς κοινός τόπος ότι η οικία αγοράστηκε από τους διαδίκους στις 6.12.1995, με την προοπτική τέλεσης γάμου, αντί του ποσού των £75.000 και γράφτηκε επ΄ ονόματι αμφοτέρων με μερίδιο ½ έκαστος.
Για την αγορά της οικίας η εφεσείουσα κατέβαλε £37.500 και ο εφεσίβλητος £18.000, το δε υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς το κατέβαλε ο εφεσίβλητος με δάνειο ύψους £20.000 που συνήψε από τον οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης και το οποίο εξόφλησε στη συνέχεια με μηνιαίες δόσεις μετά το γάμο.
Ο γάμος τελέστηκε στις 11.5.97 και στις 10.12.98 οι διάδικοι απέκτησαν έναν υιό, τα δε έξοδα συντήρησης της οικογένειας τα επωμίσθηκε βασικά ο εφεσίβλητος αφού ως καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου είχε μηνιαίες απολαβές άνω των £2.000, ενώ η εφεσίβλητη ανέλαβε τη φροντίδα της οικογένειας αφού οι μηνιαίες απολαβές της από μερική απασχόληση ήταν μόνο £375 το μήνα.
Είναι επίσης κοινός τόπος ότι η διάσταση στο γάμο επήλθε τον Αύγουστο του 2003 και όπως έγινε παραδεκτό με ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου ημερ. 12.2.08 - κατ΄ ακολουθία διατάγματος δυνάμει του άρθρου 14A(1) του περί Ρυθμίσεως Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) - το οικόπεδο αγοράστηκε το μήνα αυτό αντί του ποσού των €20.000 (€22.010,72 σύμφωνα με το πωλητήριο έγγραφο που κατέθεσε στη δίκη ως τεκμ. 4)
Τέλος, είναι δικογραφικώς παραδεκτό ότι ο γάμος λύθηκε δικαστικώς στις 29.11.05.
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω - απλά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα - το μόνο επίδικο θέμα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο η εφεσείουσα συνείσφερε στην αύξηση της προαναφερθείσας περιουσίας του εφεσίβλητου και, εάν ναι, σε πιο βαθμό. Η κατάληξη επ΄ αυτού του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αρνητική, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης της εφεσείουσας. Και αυτό στη βάση ότι η αιτήτρια πρέλειψε (α) «. να δικογραφήσει και να αποδείξει το χρέος του καθ΄ ου η αίτηση στον ουσιώδη χρόνο, το χρόνο της διάστασης, ώστε να ανευρεθεί η καθαρή περιουσία του. Ενόψει της παράλειψης της αυτής, δεν απέδειξε αύξηση της περιουσίας του καθ΄ ου η αίτηση ως προς το μερίδιο του στην επίδικη κατοικία, ώστε να εξεταστεί η συνεισφορά της και (β) να δικογραφήσει και να αποδείξει την αρχική περιουσία του εφεσίβλητου, σ΄ ό,τι αφορά το οικόπεδο και συγκεκριμένα «.. δεν δικογράφησε την αρχική κινητή περιουσία του καθ΄ ου η αίτηση όσον αφορά τις καταθέσεις του στους τραπεζικούς λογαριασμούς του» από τους οποίους άντλησε το ποσό αγοράς του οικοπέδου.
Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για έξι (6) λόγους, οι οποίοι περιστρέφονται βασικά γύρω από δύο άξονες. Ο πρώτος, ότι διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δικογραφικώς ήταν κοινός τόπος ο τρόπος και ο χρόνος απόκτησης τόσο του ½ μεριδίου της οικίας όσο και του οικοπέδου από τον εφεσίβλητο και, ο δεύτερος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου ημερ. 12.2.08 όπου δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε χρέος κατά τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίο απέκτησε την επίδικη περιουσία. Εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρόβαλε, δεν είχε υποπέσει στα πιο πάνω σφάλματα, είναι φανερό ότι θα κατέληγε σε εύρημα ότι κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων η περιουσία του εφεσίβλητου αυξήθηκε κατά £34.089 σε σχέση με την οικία και €22.010 σε σχέση με το οικόπεδο και στη βάση αυτή θα έπρεπε να αποδώσει στην εφεσείουσα το 1/3 δυνάμει του άρθρου 14(2) του Νόμου. Διευκρίνισε επί του προκειμένου ότι οι διάδικοι δήλωσαν από κοινού ότι η αξία της οικίας το Σεπτέμβριο του 2003 ήταν £104.178,77 και επομένως το μερίδιο (1/2) του εφεσίβλητου στην εν λόγω οικία ήταν £52.089,39 και αφαιρούμενων των £18.000 που ο εφεσίβλητος κατέβαλε αρχικώς για την αγορά της οικίας, η αύξηση του μεριδίου του για την οικία ανέρχεται στις £34.089.
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του εφεσίβλητου ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, παραπέμποντας και σε νομολογία που τονίζει την σημασία των εγγράφων προτάσεων.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Καταλήξαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκδηλα υπέπεσε σε σφάλμα, αποφαινόμενο ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να δικογραφήσει ουσιώδεις για την υπόθεση της ισχυρισμούς. Τα όσα επί του προκειμένου παραθέτουμε ανωτέρω ως κοινές δικογραφικές θέσεις καταδεικνύουν του λόγου το ασφαλές, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Περαιτέρω, είναι φανερό πως υπέπεσε σε σφάλμα αποφαινόμενο ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την αρχική περιουσία του εφεσίβλητου και το χρέος του κατά το χρόνο της διάστασης, εφόσον και για τα δύο αυτά θέματα δεν απαιτείτο η εκ μέρους της απόδειξη λόγω του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου ημερ. 12.2.08. Να επισημάνουμε επί τούτου ότι η υπό αναφορά ένορκη δήλωση κατατέθηκε κατόπιν σχετικού διατάγματος δυνάμει του άρθρου 14Α(1)[1] του Νόμου που υποχρεώνει τους (πρώην) συζύγους σε πλήρη αποκάλυψη των περιουσιακών τους στοιχείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ώστε να εξακριβωθεί η κατάσταση πραγμάτων σε σχέση με την περιουσία που ενδεχομένως θα αποτελέσει αντικείμενο διαμοιρασμού, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η απόδοση δικαιοσύνης στο πλαίσιο των διατάξεων του Νόμου. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση (της πλειοψηφίας) της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα νομικά Ερωτήματα 330 και 332, Παπαϊωάννου ν. Παπαϊωάννου και Κολαρίδου ν. Κολαρίδου, (2000) 1 Α.Α.Δ. 656:
«Η υποχρέωση του άρθρου 14Α βαρύνει και τους δυο διαδίκους
εξ ίσου, χωρίς διάκριση. Ο Νόμος καθιερώνει πλήρη διαδικαστική
ισότητα. Δεν τίθεται ο ένας διάδικος σε μειονεκτική θέση απέναντι στον άλλο. Περαιτέρω, είναι λανθασμένη η αντίληψη πως επιβάλλει την αποκάλυψη μαρτυρίας, δηλαδή όπλων σύμφωνα με την
εισήγηση, στην άλλη πλευρά. Δεν αφορά η διάταξη στη δυνατότητα απόδειξης σε σχέση με την επίδικη διαφορά. Η γνώση των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο
αποτελεί την προϋπόθεση για τη λειτουργία των ουσιαστικών διατάξεων του νόμου. Η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων,
όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Ορφανίδης (ανωτέρω), αποτελεί την αφετηρία. Αποβλέπει η διάταξη στη διασφάλιση της διαπίστωσης κατάστασης πραγμάτων χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η απόδοση δικαιοσύνης στο πλαίσιο των διατάξεων του Νόμου. Απευθύνεται γι' αυτό σε εκείνο που γνωρίζει την κατάσταση
αυτή καλύτερα από κάθε άλλο και του επιβάλλει υποχρέωση αποκάλυψης, η οποία βέβαια δεν πρέπει να είναι ψευδής, ανακριβής ή μή πλήρης. Εν πάση δε περιπτώσει δεν τον θέτει σε μειονεκτική θέση έναντι του άλλου από το ότι του επιβάλλει αποκάλυψη πριν τη
δίκη, ή με ένορκη δήλωση και όχι με προφορική μαρτυρία ενώπιον
του Δικαστηρίου που ήταν η απόληξη της εισήγησης του κ. Αδαμίδη, όταν αναγνώρισε πως ο διάδικος είναι, εν πάση περιπτώσει,
εξαναγκάσιμος μάρτυρας με πρωτοβουλία του αντιδίκου του. Ση-
μειώνουμε συναφώς πως κατά τη συζήτηση δεν έγινε αναφορά στη
Δ.28 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με τη
δυνατότητα έκδοσης διαταγής για αποκάλυψη με ένορκη δήλωση
εγγράφων που διάδικος κατέχει και που σχετίζονται με επίδικο θέ μα. Ούτε και στη Δ.91 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου
αναφορικά με τη διαταγή για ένορκη απάντηση σε ερωτηματολόγιο (interrogatories). Δεν μπορούμε να διακρίνουμε τί, κατά την εισήγηση του κ. Αδαμίδη, θα δικαιολογούσε ως θέμα συνταγματικής
αναγκαιότητας τη χάραξη της γραμμής που πρότεινε μεταξύ της
προδικασίας και της δίκης σε αστική υπόθεση.»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, η αποκάλυψη δυνάμει του άρθρου 14Α οριοθετεί την κατάσταση πραγμάτων σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία των διαδίκων ώστε, εν τέλει, η αξίωση για συνεισφορά να αποφασίζεται στη βάση της οριοθέτησης αυτής. Εξ ου και ο Νόμος, άρθρο 14A(3)[2], προνοεί δυνατότητα ελέγχου της ορθότητας των υπό αναφορά δηλώσεων με εξέταση του ενόρκως δηλούντα, ο οποίος κλητεύεται επί τούτου σε ημερομηνία που ορίζεται από το Δικαστήριο και η οποία θα πρέπει να προηγείται της δίκης προκειμένου, κατ΄ αυτή, να παραμείνει ως μόνο επίδικο ζήτημα ο καθορισμός της συνεισφοράς στη βάση της ήδη διαπιστωθείσας επαύξησης της περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο του διαμερισμού.
Έσφαλε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο και επί των δύο πιο πάνω θεμάτων εφόσον η επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου - χωρίς να προηγηθεί αμφισβήτηση της ορθότητας της δυνάμει του άρθρου 14Α(3) - απόρρεε (πέραν από τις κοινές δικογραφημένες θέσεις) και από την ένορκη δήλωση του ημερ. 12.2.08. Αφορούσε το πλήρως εξοφλημένο, μετά το γάμο, μερίδιο του στην οικία και το οικόπεδο που απόκτησε κατά το χρόνο που επήλθε η διάσταση στην Ελλάδα. Ό,τι επομένως απέμεινε για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν να εξετάσει και αποφασίσει, μόνο, κατά πόσο η εφεσείουσα είχε συνεισφέρει και, εάν ναι, σε ποιο βαθμό στην υπό αναφορά αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου, κάτι που παρέλειψε να πράξει.
Όπως γίνεται αντιληπτό, στην απουσία ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη συνεισφορά της εφεσείουσας στην διακριβωθείσα αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου, εγείρεται ζήτημα έκδοσης διατάγματος επανεκδίκασης της υπόθεσης. Ωστόσο η έκδοση τέτοιου διατάγματος, λόγω του μεγάλου χρόνου που παρήλθε, θα αντιστρατευόταν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Διαπιστώνεται επομένως πρόβλημα και προς επίλυση του θα εφαρμόσουμε την πορεία που προσφέρει το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης ή οποιουδήποτε διατάγματος δικαιολογείται υπό τας περιστάσεις.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω δυνατότητα του άρθρου 25(3) και αφού λάβαμε υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου και ειδικά την αναφορά του ότι το οικόπεδο αγοράστηκε από χρήματα που είχε στην Ελλάδα από το 1993 - η οποία όπως σημειώσαμε δεν αμφισβητήθηκε δυνάμει του άρθρου 14Α(3) - καταλήξαμε ότι σε σχέση με το οικόπεδο η αξίωση της εφεσείουσας για συνεισφορά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και απορρίπτεται. Όμως σ΄ ότι αφορά το ½ μερίδιο του εφεσίβλητου επί της κατοικίας, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για απόκτηση του ο εφεσίβλητος κατέβαλε πριν το γάμο £18.000 και μετά το γάμο £20.000, με αποτέλεσμα κατά το χρόνο που επήλθε η διάσταση η αξία του μεριδίου του να ανέλθει στις £52.089,39. Από το ποσό αυτό, για σκοπούς υπολογισμού της ενδεχόμενης συνεισφοράς της εφεσείουσας, θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των £18.000 που αρχικώς καταβλήθηκε από τον εφεσίβλητο - όπως είναι και η θέση του δικηγόρου της εφεσείουσας - με αποτέλεσμα η επελθούσα αύξηση να αντιστοιχεί στο ποσό των £34.089. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η συνεισφορά της εφεσείουσας στην αύξηση αυτή ήταν έμμεση και αντιστοιχούσε στην προσφορά των υπηρεσιών της στην οικογενειακή εστία και φροντίδα της οικογένειας, ισχύει το τεκμήριο του 1/3 που θέτει το άρθρο 14(2) του Νόμου. Δηλαδή η συνεισφορά της στην υπό αναφορά αύξηση ανέρχεται στις £11.363 (€19.414,84).
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των €19.414,84 πλέον δικηγορικά έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ
[1] 14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ' ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ' άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.
[2] (3) Το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση του αιτητή να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ' ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση.