ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Στ. Γεωργίου (κα) για Παπαντωνίου amp;amp;amp; Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες. Α. Σαρρή (κα) για Κ.Π. Ερωτοκρίτου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο NIKOΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ κ.α. ν. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 37/11, 26/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A376

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

          (Πολιτική Έφεση Αρ. 37/11)

 

26 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.    NIKOΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

3.    ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

 

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

Εφεσίβλητοι

---------

 

Στ. Γεωργίου (κα) για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.

Α. Σαρρή (κα) για Κ.Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.

 

----------

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εναγόμενου 1-εφεσείοντος 1 υπό την αλληλέγγυο εγγύηση των εναγομένων 2 και 3-εφεσειόντων 2 και 3, στη βάση όρων και με δικαίωμα αγοράς ΛΚ5.292,06, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερ. 12.10.2004, πλέον αποζημιώσεις, τόκους και συναφή με τα επίδικα αντικείμενα διατάγματα, πλέον έξοδα. 

 

Oι εναγόμενοι καταχώρισαν κοινή υπεράσπιση και ανταπαίτηση όπως τροποποιήθηκε, αναλόγως δυνάμει διαταγής του Δικαστηρίου ημερ. 24.6.2008, με την οποία απέρριπταν ρητώς τους ισχυρισμούς της ενάγουσας πλην των όσων αποδέχονται, όπως θα εξηγήσουμε ακολούθως. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου εύστοχα καταγράφει τις θέσεις της υπεράσπισης και ανταπαίτησης:

 

 «Οι Εναγόμενοι, μέσα από την υπεράσπιση και ανταπαίτηση τους, αρνούνται ότι συνάψαν την συμφωνία ενοικιαγοράς που οι Ενάγοντες επικαλούνται και ισχυρίζονται πως ουδέποτε τα αντικείμενα που οι Ενάγοντες επίσης επικαλούνται υπήρξαν ή υπάρχουν υπό την ιδιοκτησία ή κατοχή τους.  Είναι η θέση των Εναγομένων ότι ούτε και οι Ενάγοντες είναι οι ιδιοκτήτες των επιδίκων αντικειμένων.  Αντίθετα, είναι η θέση των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες, με σκοπό την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και των κερδών τους εις βάρος των Εναγομένων και χωρίς οι τελευταίοι να προσποριστούν οποιοδήποτε όφελος, ενθάρρυναν, εξώθησαν τον Εναγόμενο 1 σε υπογραφή εικονικής συμφωνίας ενοικιαγοράς για το ποσό των Λ.Κ.£5.292,06 (ισότιμο σε €9.042,02) στην οποίαν ο Εναγόμενος 1 εμφανιζόταν εικονικά μισθωτής με σκοπό την αγορά διαφόρων επίπλων και αντικειμένων τα οποία όμως ήταν ανύπαρκτα, όχι όμως στη βάση των όρων που οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι περιέχονταν, πράγμα που ήταν από την αρχή σε γνώση των Εναγόντων.

Σύμφωνα με τους Εναγόμενους, η εν λόγω συμφωνία, η οποία ήταν συγκαλυμμένη υπό το μανδύα επενδυτικού σχεδίου, είναι παράνομη αφού βρίσκεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του καταστατικού τους και καταστρατηγεί σχετική νομοθεσία και συνεπώς άκυρη εξ΄ υπαρχής ή ακυρώσιμη.  Κατά τους Εναγομένους, η εν λόγω συμφωνία είναι πλασματική, μη γνήσια και κατ΄ επέκταση άκυρη και για τον επιπλέον λόγο ότι είχε ως αντικείμενο της μία ανύπαρκτη συναλλαγή, μέσα παό την οποίαν εκδόθηκε πλαστό και εικονικό τιμολόγιο για την αξία των επίδικων αντικειμένων (Λ.Κ.£5.292,06) τη στιγμή που οι Ενάγοντες γνώριζαν ότι ο Εναγόμενος 1 ουδέποτε παρέλαβε ή κατείχε τέτοια αντικείμενα.

Είναι ακόμα η θέση των Εναγομένων πως τα επίδικα αντικείμενα της συμφωνίας προκαλούν πλάνη, ασάφεια και αοριστία.  Περαιτέρω, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η αληθινή φύση της Συναλλαγής που είχαν με τους Ενάγοντες ήταν η δημιουργία δανείου με σκοπό την εξόφληση άλλης ενοικιαγοράς προς όφελος των Εναγομένων και υπό το κράτος απειλών και εκβιασμών εξανάγκασαν τον Εναγόμενο 1 να υπογράψει διάφορα έγγραφα που του παρουσίασαν κατά ή περί τις 12.10.04, μεταξύ των οποίων και την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, αφού εάν δεν πραγματοποιόταν η διαδικασία αυτή οι Ενάγοντες θα προχωρούσαν στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του Εναγομένου 1 για την πώληση  του οχήματος του.»

 

Το Δικαστήριο απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία που δόθηκε για τους εφεσείοντες και τους επιμέρους ισχυρισμούς τους (Νίκος Νικολάου (MY1) - εφεσείων 1), σε αντίθεση με την αποδοχή της αξιόπιστης μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2, των οποίων η μαρτυρία έγινε αποδεκτή ως ειλικρινής και υποστηριζόμενη από τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέληξε σε εύρημα γνήσιας ενοικιαγοράς.  Η απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ1 ο οποίος δεν έκανε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και κρίθηκε ότι δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας: δεν ήταν πειστικός με τάσεις υπεκφυγής στο να απαντήσει σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, με επιλεκτική μνήμη στην προσπάθεια του όπως καταγράφει το Δικαστήριο, να εξυπηρετήσει το συμφέρον της υπόθεσης του και αντιφατικός σε σημείο που ανεπανόρθωτα πλήγηκε η αξιοπιστία του συνιστά τον κοινό πυρήνα των πλείστων όσων λόγων έφεσης, 16 τον αριθμό. Όπως θα φανεί κατωτέρω λόγοι έφεσης που αναφέρονται κατ΄ ουσίαν στην λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δαιδαλώδεις, αλληλοκαλυπτόμενοι και επαναληπτικοί παρακολούθησαν το δαίδαλο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης.

 

Με τον 1ο και το 2ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μέσα από μια αντιφατική μαρτυρία, όπως τη θεώρησε, του εφεσείοντα 1 (ΜΥ1), ότι ο ΜΥ1 υπέγραψε την επίδικη συμφωνία ή ότι αρνήθηκαν ότι συνήψαν την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, αφού αυτό που αμφισβητούσαν με την έκθεση υπεράσπισης τους ήταν όχι την υπογραφή της, αλλά τον τρόπο και τους όρους της επίδικης συμφωνίας. 

 

Ανατρέξαμε στην ανάλυση του Δικαστηρίου όσον αφορά τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα για τους εφεσείοντες-εναγομένους (ΜΥ1), με αντιπαραβολή στην υπεράσπιση των εφεσειόντων.  Εμπεριστατωμένη και εδώ η καταγραφή του Δικαστηρίου με παραπομπή στα ενώπιον του κατατεθέντα έγγραφα, την οποία και παραθέτουμε:

 

«(α) Ενώ στην παράγραφο 3 της υπεράσπισης τους οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 αρνούνται ότι σύναψαν την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, τόσο μέσα από την παράγραφο 6(δ) όσο και από τη μαρτυρία του, ο Εναγόμενος 1 παραδέχεται ότι την υπέγραψε.

(β) Ενώ στην παράγραφο 6(δ) της υπεράσπισης υπάρχει ισχυρισμός ότι ο Εναγόμενος 1 υπέκυψε στις απειλές και εκβιασμούς των Εναγόντων και υπέγραψε την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, στην αντεξέταση του ελίσσεται και διαφοροποιείται αναφέροντας πως οι Εναγόμενοι υπέγραψαν με τη θέληση τους το Τεκμήριο 3, το οποίο περιλαμβάνει τη συμφωνία ενοικιαγοράς μεταξύ των Εναγόντων και Εναγομένου 1 καθώς και ενσωματωμένη συμφωνία εγγύησης και αποζημίωσης μεταξύ των Εναγόντων και Εναγομένων 2, 3 και 4.

(γ) Ενώ στην κυρίως εξέταση του ο Εναγόμενος 1 ανάφερε ότι οι εγγυητές υπέγραψαν τη συμφωνία εγγύησης και αποζημίωσης την επόμενη ημέρα που ο ίδιος υπέγραψε τη συμφωνία ενοικιαγοράς, στην αντεξέταση του ελίχθηκε και διαφοροποιήθηκε σημειώνοντας επί του ιδίου θέματος πως δεν μπορούσε να γνωρίζει επειδή δεν ήταν μπροστά όταν οι εγγυητές υπέγραφαν την εν λόγω συμφωνία. 

(δ) Ενώ στο έγγραφο της υπεράσπισης υπάρχει ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν γνώριζαν περί της ανυπαρξίας των επιδίκων επίπλων, κατά την αντεξέταση του και κατόπιν σχετικής ερώτησης, ο Εναγόμενος 1 αποκάλυψε πως η σύζυγος του, Εναγόμενη 2 στην παρούσα αγωγή, γνώριζε ότι τα επίδικα αντικείμενα της συμφωνίας ενοικιαγοράς δεν υπήρχαν, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την αρχική του θέση όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την παράγραφο 10(δ) της υπεράσπισης.

(ε) Ενώ μέσα από την παράγραφο 13(γ) της υπεράσπισης υπάρχει ισχυρισμός ότι οι Ενάγοντες απέκρυψαν τα γεγονότα από τους Εναγομένους 2 και 3 οι οποίοι κατά τον Εναγόμενο 1 είχαν άγνοια επί της εικονικότητας της σύμβασης ενοικιαγοράς, στην αντεξέταση τόνισε πως η Εναγόμενη 2 γνώριζε από την αρχή για την ανυπαρξία των αντικειμένων της ενοικιαγοράς. 

(στ) Ενώ μέσα από την παράγραφο 9 της υπεράσπισης υπάρχει ισχυρισμός που απορρίπτει τη θέση των Εναγόντων ότι αποστάληκε στους Εναγομένους προειδοποιητική επιστολή ημερομηνίας 02.02.05 με την οποία τους ειδοποιούσαν για την ύπαρξη καθυστερημένων δόσεων και τους καλούσαν να τις αποπληρώσουν εντός 21 ημερών από την αποστολή της, κατά την αντεξέταση του διαφοροποιήθηκε τονίζοντας ότι όντως ο ίδιος παρέλαβε τέτοια επιστολή (Τεκμήρια 10 και 10Α).

(ζ) Ενώ μέσα από την παράγραφο 10 της υπεράσπισης υπάρχει ισχυρισμός για μη τερματισμό ή νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς απορρίπτοντας έτσι τη θέση των Εναγόντων ότι αποστάληκε στους Εναγομένους επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 24.03.05 με την οποία καλούσαν τον Εναγόμενο 1 να παραδώσει τα επίδικα αντικείμενα και παράλληλα να τους καταβάλει όλα τα οφειλόμενα ποσά και καθυστερημένες δόσεις τα οποία και καθορίζει, κατά την αντεξέταση του διαφοροποιήθηκε τονίζοντας ότι όντως ο ίδιος παρέλαβε τέτοια επιστολή τερματισμού (Τεκμήρια 11 και 11Β).

Στη βάση των πιο πάνω δεν μπορώ να αποδεκτώ την μαρτυρία του Εναγομένου 1 ως αξιόπιστη στην ολότητα της και να στηριχθώ έτσι με ασφάλεια πάνω σε αυτήν. .»

 

Η αντιμετώπιση της μαρτυρίας του ΜΥ1 από το Δικαστήριο: να βασισθεί στα σημεία εκείνα που επαληθεύονταν από αξιόπιστη μαρτυρία είναι καθόλα επιτρεπτή.  Όπως έχει επισημανθεί στην Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212, δεν υπάρχει γενικός κανόνας ότι μαρτυρία γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται στην ολότητα της: «A witness may either be believed or disbelieved (wholly or in part) according to the view taken of his credibility by the Court.» όπως υιοθετήθηκε από την Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, 263.

 

Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στα ανωτέρω, κατέληξε ότι η επίδικη συμφωνία υπεγράφη με τη θέληση των εφεσειόντων.  Για να καταλήξει στα απολύτως υποστηριζόμενα εκ των ανωτέρω ότι:

 

«1. Μεταξύ των Εναγόντων και Εναγομένου 1 υπογράφηκε συμφωνία ενοικιαγοράς (Τεκμήριο 3).

2. Οι Ενάγοντες επεξήγησαν πλήρως και με σαφήνεια στον Εναγόμενο 1 τους όρους της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς αλλά και τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από αυτήν προτού το εν λόγω έγγραφο υπογραφεί από οποιοδήποτε μέρος. 

3. Όλοι οι Εναγόμενοι γνώριζαν τα γεγονότα ου οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας ενοικιαγοράς, τη φύση της, τους όρους και περιεχόμενο της, υπογράφοντας έτσι τη συμφωνία ενοικιαγοράς και εγγύησης και αποζημίωσης με την ελεύθερη βούληση τους χωρίς να αμφισβητήσουν οτιδήποτε. 

4. Ο Εναγόμενος 1 υπέγραψε τη συμφωνία δέσμευσης του οχήματος με αριθμούς εγγραφής WT496 οικειοθελώς και με την ελεύθερη βούληση του.

5. Οι Ενάγοντες απέστειλαν στον Εναγόμενο1 με κοινοποίηση στους Εναγομένους 2 και 3 προειδοποιητική επιστολή ημερομηνίας 02.02.05 με την οποία γνωστοποιούσε την ύπαρξη καθυστερημένων δόσεων και ζητούσε την αποπληρωμή τους εντός 21 ημερών από την αποστολή της.

6. Οι Ενάγοντες απέστειλαν στον Εναγόμενο 1 επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 24.03.05 με την οποία τον καλούσαν να τους παραδώσει τα επίδικα αντικείμενα και παράλληλα να τους καταβάλει όλα τα οφειλόμενα ποσά και καθυστερημένες δόσεις τα οποία και καθορίζονται μέσα από την εν λόγω επιστολή.

Αναφορικά με την υπόλοιπη μαρτυρία του Εναγομένου 1, η οποία ούτε διασταυρώνεται από τη μαρτυρία των άλλων μαρτύρων αλλά ούτε και υποστηρίζεται από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί και δεν γίνεται αποδεκτή.»

 

Οι εφεσείοντες με τον 3ο - 7ο και 16ο λόγους έφεσης, υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντος 1 (ΜΥ1) ως αντιφατική, αποδέχθηκε ότι οι εφεσείοντες 2 και 3-εγγυητές υπέγραψαν την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς γνωρίζοντας από την αρχή για την ανυπαρξία των αντικειμένων-επίπλων ενοικιαγοράς, για να καταλήξει ότι νομίμως οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς.  Εν πρώτοις, δεν είναι ακριβής η θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 εγγυητές υπέγραψαν την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς εν γνώσει τους περί της ανυπαρξίας των αντικειμένων το Δικαστήριο δεν κατέληξε σε θετικό εύρημα όπως θέλει να εννοεί ο δικηγόρος των εφεσειόντων, ό,τι σχολιάστηκε επ΄ αυτού του σημείου από το Δικαστήριο ήταν η αντιφατικότητα των θέσεων του ΜΥ1 σε ό,τι αφορούσε τη γνώση των εγγυητών.

 

Με τον 10ο μέχρι και τον 15ο λόγους έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με βάση την ενώπιον του μαρτυρία τα επίδικα έπιπλα - αντικείμενα της σύμβασης ενοικιαγοράς ήταν υπαρκτά, καθορίστηκαν, υποδείχθηκαν και τιμολογήθηκαν από τον ΜΥ1 για να μπορέσει ο πρώτος να χρηματοδοτηθεί ως η επιθυμία και πρόθεση του, απορρίπτοντας έτσι την περί αντιθέτου μαρτυρία του εφεσείοντα 1-ΜΥ1 περί ανυπαρξίας των επίδικων αντικειμένων.

 

Ορθά το Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, κατέληξε σε εύρημα ότι τα επίδικα αντικείμενα της σύμβασης ενοικιαγοράς ήσαν υπαρκτά ως περιγράφονται στο τεκμήριο 4 (Τιμολόγιο υ΄ αρ. 6574). Η μη λεπτομερής περιγραφή των αντικειμένων δεν συνεπάγεται και την ανυπαρξία του αντικειμένου και δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε εικονικότητα (Αντωνίου κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματ.) Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 856, 866-867:

«Όσον αφορά την αοριστία και την ασάφεια της περιγραφής των αντικειμένων ενοικιαγοράς παρατηρούμε ότι, όπως το δικαστήριο δέχθηκε, οι εφεσίβλητοι βασίστηκαν πάνω στις διαβεβαιώσεις και δηλώσεις των εφεσειόντων ως προς την ύπαρξη, την αξία αλλά και τις λεπτομέρειες αναφορικά με τα αντικείμενα εκείνα και θα ήταν άδικο να επιτραπεί στους εφεσείοντες να αμφισβητήσουν τις διαβεβαιώσεις και τις δηλώσεις τους, στις οποίες οι εφεσίβλητοι βασίστηκαν και κατέβαλαν στους εφεσείοντες τα προαναφερόμενα ποσά.»

 

Με τον 14ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην απόφαση Χίνης ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματ.) Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 306, τα γεγονότα της οποίας διακρίνονται της παρούσης: στην υπό κρίση ο εφεσείων (ΜΥ1) έδωσε μαρτυρία περί της ανυπαρξίας των επίδικων επίπλων.  Θέλει να αγνοεί εν πρώτοις ο δικηγόρος των εναγόντων ότι ο ΜΥ1 κρίθηκε αναξιόπιστος οπότε τίποτε δεν απομένει προς αξιολόγηση πλην των όσων καταγράφησαν από το Δικαστήριο ως συμπίπτοντα με την αξιόπιστη μαρτυρία των εφεσιβλήτων.

 

Ορθά λοιπόν το Δικαστήριο υιοθέτησε τα λεχθέντα στην υπόθεση Χίνη (ανωτέρω) εφόσον και σε εκείνη την περίπτωση όπως και στην παρούσα το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση του εφεσείοντα περί της ύπαρξης των επίδικων αντικειμένων συγκρουόταν με την προσαχθείσα μαρτυρία, η οποία έγινε αποδεκτή και δόθηκε πλήρης περιγραφή και σαφήνεια των αντικειμένων χρηματαγοράς, χωρίς να απαιτείται να υπάρχει πραγματική παράδοση των πωληθέντων αντικειμένων, Χίνης (ανωτέρω) σ. 311.

 

Κατ΄ ανάλογο τρόπο απορριπτέος καθίσταται και ο 15ος λόγος έφεσης:  τα γεγονότα στις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματ.) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818 και Καστάνος κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματ.) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374, στις οποίες παραπέμπουν οι συνήγοροι διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας έφεσης.  Στις ανωτέρω υποθέσεις κρίθηκε ότι η συμφωνία ήταν πλασματική και όχι αποκαλυπτική της συναλλαγής, με αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσης της Τράπεζας.  Ορθή η κατάληξη του Δικαστηρίου η οποία και συνοψίζει και επισφραγίζει την τύχη της έφεσης:

 

«.Είναι αρκετό για να αποδειχθεί η γνησιότητα της ενοικιαγοράς να διαπιστωθεί ότι τα αντικείμενα είναι υπαρκτά και έχουν περιγραφεί πλήρως και με σαφήνεια.  Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει υπαρκτή παράδοση για την πώληση των αντικειμένων.  Από τη στιγμή που τα έπιπλα όντως έχουν περιγραφεί πλήρως και με σαφήνεια μέσα από το Τεκμήριο 4 και ταυτόχρονα ελλείψει οποιασδήποτε αξιόπιστης μαρτυρίας περί ανυπαρξίας αντικειμένων που θα αποδείκνυαν τέτοιο ισχυρισμό των Εναγομένων, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα αντικείμενα ήταν υπαρκτά, με αποτέλεσμα η συμφωνία ενοικιαγοράς, χωρίς να περιέχει οποιασδήποτε μορφής παρανομία, να είναι γνήσια και αποκαλυπτική της υπαρκτής συναλλαγής και όχι πλασματική και άκυρη εξ΄ υπαρχής, όπως λανθασμένα ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι.  Το ότι δεν υπήρξε παράδοση των αντικειμένων από τον Εναγόμενο 1 στους Ενάγοντες ουδόλως οδηγεί σε εικονικότητα της ενοικιαγοράς.»

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                   ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο