ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A375
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 367/2008)
26 Οκτωβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
KARAYIANNIS BROTHERS & CO LTD,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες
- v. -
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Εναγομένης
- ΚΑΙ -
ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ,
Τριτοδιάδικου
---------------------------------------
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Καουτζάνη (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ,
για την Εφεσίβλητη.
Στ. Δρυμιώτης, για τον Τριτοδιάδικο.
----------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο οικογενειακή επιχείρηση που είχε ως μετόχους τα αδέλφια Γιάννο, Ήρα και Χρίστο Καραγιάννη. Διευθυντές ήσαν ο Γιάννης και η Χλόη, μητέρα του πρώτου, ο δε Γιάννης ήταν επίσης ο γραμματέας. Ο Χρίστος νυμφεύθηκε τη Ρίτα, υπάλληλο της εφεσίβλητης τράπεζας, τον Μάϊο του 1996. Η εταιρεία διατηρούσε κατά το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 1995 και Δεκεμβρίου 1999, τραπεζικούς λογαριασμούς με την εφεσίβλητη τράπεζα στο κατάστημα της οδού Ναυαρίνου στη Λευκωσία, όπου και εργαζόταν η Ρίτα.
Η εφεσείουσα εταιρεία ήγειρε αγωγή εναντίον της τράπεζας στις 14.5.2003 με γενικό οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα το οποίο ακολούθησε έκθεση απαίτησης στις 9.3.2004. Με την αγωγή αξίωσε από την τράπεζα το ποσό των ΛΚ28.696, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της, η τράπεζα αμελώς και κατά παράβαση συμφωνίας χρέωσε στους λογαριασμούς της εταιρείας ενώ δεν είχαν προς τούτο οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από την εταιρεία ή τους υπογράφοντες γι΄ αυτή. Η τράπεζα θα έπρεπε να διαχειριζόταν το λογαριασμό σύμφωνα με τις οδηγίες και εντολές της εταιρείας, ενώ εν προκειμένω ετίμησε πλαστογραφημένες ή προφορικές εντολές από τρίτους κατά παράβαση εξυπακουόμενου όρου των μεταξύ τους συμφωνιών ή και κατά παράβαση της επιμέλειας που όφειλε να επιδείξει έναντι της εταιρείας. Ο λόγος για την αγωγή ήταν ότι σε κάποιο στάδιο η εταιρεία ελέγχοντας τους λογαριασμούς της με αφορμή τη διάσταση του γάμου των Χρίστου και Ρίτας, διαπίστωσε ότι είχε παρουσιαστεί κατάσταση με ποσά που είχαν δοθεί προς το ζεύγος και που είχαν κατ΄ ισχυρισμόν αποσυρθεί από τους λογαριασμούς της εταιρείας στην τράπεζα και την οποία κατάσταση ο Χρίστος αρνήθηκε από την άποψη ότι εν γνώσει του τουλάχιστον είχαν αποσυρθεί μόνο περίπου ΛΚ20.000, ποσό που εν τέλει αφού εξετάστηκαν τα εντάλματα αποσυρθέντων και μεταφερθέντων ποσών, ανήλθε στο αξιούμενο ως πιο πάνω ποσό.
Η τράπεζα, εκτός του ότι ήγειρε προδικαστικές ενστάσεις ως προς το καθυστερημένο της έγερσης της αγωγής και κατάχρηση διαδικασίας, αρνήθηκε κάθε πτυχή της αγωγής προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι επίδικες χρεώσεις κατά πάντα χρόνο διενεργούνταν κατόπιν οδηγιών του εξουσιοδοτημένου μετόχου και υπογραφέα Χρίστου Καραγιάννη προς τη σύζυγο του και υπάλληλο της τράπεζας Ρίτα Ευθυβούλου, όλες δε οι χρεώσεις ήσαν εν πάση περιπτώσει σε γνώση της εταιρείας και των υπόλοιπων μετόχων και διευθυντών. Η τράπεζα ήγειρε όμως και διαδικασία τριτοδιάδικου εναντίον του Χρίστου Καραγιάννη επιδιώκοντας κάλυψη και/ή συνεισφορά για οποιοδήποτε ποσό ήθελε η ίδια κριθεί υπόλογη προς την εταιρεία.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η διαφορά των διαδίκων η οποία οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο στις 23.9.2008 εξέδωσε απορριπτική της αγωγής απόφαση με έξοδα εναντίον της εταιρείας και με απόρριψη της διαδικασίας εναντίον του τριτοδιάδικου εφόσον αυτή παρέμεινε άνευ αντικειμένου. Το Δικαστήριο σε μια πολυσέλιδη απόφαση, εκτεινόμενη σε 42 σελίδες, ανάλυσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς της εταιρείας που συνίστατο στην κατάθεση των Γιάννη και Χρίστου Καραγιάννη, στην κατάθεση του λογιστή της εταιρείας Μηνά Ιωάννου, καθώς και στη μαρτυρία του γραφολόγου Ιωάννη Κτωρίδη, ο οποίος σύγκρινε τις υπογραφές σε πρωτότυπα εντάλματα με υπογραφές του Χρίστου για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο για γνήσιες αυθεντικές υπογραφές. Η μαρτυρία του γραφολόγου κατά το Δικαστήριο παρέμεινε στην ουσία άνευ ιδιαίτερης σημασίας γιατί η Ρίτα, μοναδική μάρτυρας εκ μέρους της τράπεζας, επιβεβαίωσε ότι η ίδια έθεσε σε 21 περιπτώσεις την υπογραφή της με βάση την εξουσιοδότηση που είχε από τον τότε σύζυγο της Χρίστο.
Η μαρτυρία των Γιάννη και Χρίστου δεν έπεισε το Δικαστήριο ως προς την ειλικρίνεια της. Η εταιρεία, αλλά και ο Χρίστος, αρνήθηκαν ότι είχαν γίνει οι διάφορες πράξεις που ρητώς και με λεπτομέρεια καταγράφονται στη δικαστική απόφαση και κατ΄ επέκταση υποστηρίχθηκε και από τον Γιάννη χωρίς όμως να είχε συγκεκριμένη προσωπική γνώση περί των ζητημάτων αυτών. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η οικογένεια και η εταιρεία στήριζαν πάρα πολύ τον Χρίστο και τη Ρίτα και αντιμετώπιζαν το ζεύγος με ιδιαίτερη φροντίδα στα πρώτα στάδια της κοινής τους ζωής, τον δε Χρίστο, που ήταν και το νεαρότερο μέλος της οικογένειας, περιέβαλλαν με ιδιαίτερη στοργή. Οι οικονομικές υποχρεώσεις του ζεύγους πολύ απείχαν από τις πραγματικές τους ανάγκες και φαίνεται ότι πέραν της ανέγερσης οικίας που ήταν μεγάλη έκαναν και σπάταλη ζωή δημιουργώντας συνέχεια χρέη εκ της πολυδάπανης διαβίωσης τους.
Το Δικαστήριο ανέλυσε με μεγάλη λεπτομέρεια τη μαρτυρία που δόθηκε και βρήκε ότι από την πρώτη στιγμή που ανοίχθηκαν λογαριασμοί με την τράπεζα είχε δοθεί δικαίωμα απόσυρσης χρημάτων στον Χρίστο, δικαίωμα που παρουσιαζόταν να ήταν απεριόριστο εν γνώσει της εταιρείας και ιδιαίτερα του Γιάννη, ο οποίος στη μαρτυρία του δέχθηκε ότι γνώριζε από πού γίνονταν οι αποσύρσεις χρημάτων και πού κατέληγαν. Οι μάρτυρες αυτοί κατά το Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε, δεν εντυπωσίασαν έχοντας επιλεκτική μνήμη, προσπαθώντας εκ των υστέρων να ερμηνεύσουν και να παραθέσουν γεγονότα με τρόπο που δεν ευσταθούσε στη λογική των πραγμάτων. Κατέγραψε το Δικαστήριο αρκετά παραδείγματα που καθιστούσαν τα δύο αδέλφια Γιάννη και Χρίστο αναξιόπιστους, γεγονός που οδήγησε το Δικαστήριο στο να δεχθεί την εκδοχή της Ρίτας την οποία έκρινε ως αξιόπιστη μάρτυρα, ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο λάμβανε οδηγίες τηλεφωνικές και/ή προφορικές από τον Χρίστο για να διεκπεραιώνει διάφορες συναλλαγές από τους λογαριασμούς της εταιρείας. Κρίθηκε εντελώς αξιόπιστη η θέση της Ρίτας ότι ο Χρίστος χρησιμοποιούσε κατά την επίδικη περίοδο χρήματα της εταιρείας εν γνώσει της τελευταίας, αλλά και του Γιάννη και της Ήρας, ώστε να καλύπτονται προσωπικά και κοινά έξοδα, μεταξύ των οποίων, η ανέγερση και ο εξοπλισμός της οικίας, η διευθέτηση δανείων οικιστικών ή καταναλωτικών καλύπτοντας ταξίδια, ενδυμασία κλπ.
Το Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι ο Χρίστος επωφελείτο από την ιδιότητα της Ρίτας ως τραπεζικής υπαλλήλου εφόσον ήταν εύκολο γι΄ αυτόν να δίδει οδηγίες είτε προφορικά από το σπίτι, είτε τηλεφωνικώς, χρησιμοποιώντας έτσι τη Ρίτα ως αντιπρόσωπο του η οποία ταυτόχρονα είχε και την ιδιότητα του τραπεζικού υπαλλήλου ώστε να μην χρειαζόταν η επίσκεψη του στην τράπεζα. Η υπογραφή των ενταλμάτων από τη Ρίτα γινόταν εν γνώσει του Χρίστου και η Ρίτα υπέγραφε με το δικό της γραφικό χαρακτήρα χωρίς οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσης ή απομίμησης. Προς αυτή την κατεύθυνση της εξουσιοδότησης κατ΄ αυτό τον τρόπο, είχε κατατεθεί κατά τις δικασίμους και το Τεκμήριο 7, το οποίο ήταν ένα πρακτικό της εταιρείας το οποίο έδιδε δικαίωμα στο Χρίστο να αποσύρει χρήματα με προφορική μόνο εξουσιοδότηση προς την τράπεζα να δέχεται και να διενεργεί εργασίες με μη επιβεβαιωμένη τηλεφωνική, τηλετυπική ή τηλεομοιοτυπική οδηγία που θα δινόταν από τον Χρίστο, ο οποίος και αναγνώρισε ως γνήσια την υπογραφή του στο τεκμήριο που ήταν ένα προτυπωμένο και συμπληρωμένο χειρογράφως έντυπο.
Εν τέλει το Δικαστήριο προέβηκε σε ευρήματα ότι η εταιρεία και οι μέτοχοι Γιάννης και Ήρα γνώριζαν για τις ενέργειες του Χρίστου, η δε Ρίτα ενεργούσε προς πάσα κατεύθυνση και με κάθε τρόπο για την εκτέλεση των οδηγιών του συζύγου της Χρίστου, γεγονός που ήταν γνωστό και στους υπόλοιπους. Επομένως, η τράπεζα δεν είχε καμιά απολύτως ευθύνη εφόσον η ύπαρξη του Τεκμηρίου 7 συνιστούσε εξουσιοδότηση προς αυτή να δέχεται και να εκτελεί προφορικές ή και τηλεφωνικές οδηγίες προς τη Ρίτα, αλλά και προς άλλους υπαλλήλους της τράπεζας. Και με αυτό τον τρόπο είχαν διακινηθεί τα κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενα από την τράπεζα χρήματα προς την εταιρεία. Αλλά το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι και χωρίς το Τεκμήριο 7 και πάλι η αγωγή θα απορριπτόταν διότι η Ρίτα ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του Χρίστου, του οποίου η συμπεριφορά σε συνδυασμό με την ιδιότητα του ως εξουσιοδοτημένου υπογραφέα στους λογαριασμούς της εταιρείας, δημιούργησε κώλυμα στην ίδια την εταιρεία για αναζήτηση δικαστικής θεραπείας. Αλλά και περαιτέρω, η ίδια η εταιρεία είχε εγκρίνει η επικυρώσει τις ενέργειες της Ρίτας και αντί οποιασδήποτε άλλης ενέργειας επέλεξε τη σιωπή και την παραίτηση από οποιαδήποτε διεκδίκηση για τουλάχιστο μια πενταετία. Μόνο όταν επήλθε η διάσταση στο γάμο Χρίστου-Ρίτας η εταιρεία και οι μέτοχοι αποφάσισαν να αποκηρύξουν τις επίδικες συναλλαγές. Ιδιαίτερα, η εταιρεία, εν γνώσει των πιο πάνω, δεν υπέβαλε ποτέ κάποιο παράπονο στην τράπεζα, αλλά αντιθέτως παρέμεινε σ΄ αυτή μεταφέροντας απλώς τους λογαριασμούς σε άλλο κατάστημα και αφαιρώντας τον Χρίστο από υπογραφέα. Αυτό συνιστούσε και παραίτηση από τα όποια δικαιώματα της.
Βάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με σειρά λόγων έφεσης, επτά τον αριθμό, προσβάλλοντας τις νομικές καταλήξεις του Δικαστηρίου ότι για τη διεκπεραίωση πληρωμών από τραπεζικό λογαριασμό ήταν αρκετή η ρητή προφορική εξουσιοδότηση σε κάποιο για να αποσύρει χρήματα. Νομικά εσφαλμένη είναι και η θέση ότι ή αγωγή θα απορριπτόταν λόγω έγκρισης ή κωλύματος ή αποποίησης των όποιων δικαιωμάτων της εταιρείας. Πρόσθετα το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε όλα τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν ούτε τα σύγκρινε με προφορική μαρτυρία με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και ευρήματα, αλλά και επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το Δικαστήριο σύγχισε, κατά την εφεσείουσα, τις έννοιες και το Τεκμήριο 7 σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούσε εξουσιοδότηση προς την τράπεζα να ενεργεί με βάση προφορικές εντολές, αλλά ήταν έγγραφο αποζημίωσης. Η περιοδική κατάσταση λογαριασμού που απέστελλε η τράπεζα στην εταιρεία δεν της αποστερούσε το δικαίωμα να αμφισβητήσει οποιεσδήποτε πράξεις που περιλαμβάνονταν σε αυτές, ενώ το Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε το επίδικο θέμα που εγειρόταν με την αγωγή που ήταν κατά πόσο οι αμφισβητούμενες χρεώσεις ορθά χρεώθηκαν στους λογαριασμούς της εταιρείας με βάση δικές της εντολές και στη βάση του δικαίου περί τραπεζικών εργασιών.
Η τράπεζα υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης σε κάθε πτυχή αυτής και αναδεικνύει το γεγονός ότι η Ρίτα είχε ευθαρσώς καταθέσει στη μαρτυρία της ότι δεν είχε παραποιήσει οποιοδήποτε έγγραφο εξουσιοδοτούμενου ατόμου, αλλά έθετε τις υπογραφές στη βάση της εξουσιοδότησης που είχε από τον Χρίστο. Ορθή ήταν και η ανάλυση στην οποίο προέβη το Δικαστήριο επί της αξιοπιστίας και η νομική πτυχή η οποία με πληρότητα καταγράφηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με επάρκεια αναλύθηκε και εφαρμόστηκε στα ευρήματα του Δικαστηρίου. Το έγγραφο του Τεκμηρίου 7, το οποίο και κατατέθηκε από την πλευρά της εταιρείας ορθά ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο εφόσον έφερε τη γνήσια υπογραφή του Χρίστου και είχε στόχο να χρησιμοποιηθεί για προφορικές ή τηλεφωνικές οδηγίες προς την τράπεζα. Εν τέλει το Δικαστήριο αντιλαμβανόμενο πλήρως το επίδικο θέμα και με ορθή συναγωγή συμπερασμάτων και ευρημάτων, κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής.
Έχοντας εξετάσει τα όλα δεδομένα, κρίνεται ότι η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Κατ΄ αρχάς να σημειωθεί ότι για μια ήσσονος στην ουσία χρηματική διαφορά, που δημιουργήθηκε το 2002, αναλώθηκε πολύς χρόνος στην παράθεση μαρτυρίας με αποκορύφωμα την προσπάθεια προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου με αίτηση ημερ. 31.12.2013, η οποία απερρίφθη με αποτέλεσμα και την καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης, (δέστε Karayiannis Brothers & Co Ltd v. Τράπεζας Κύπρου, Πολ. Έφ. Αρ. 367/2008, ημερ. 14.9.2016), ECLI:CY:AD:2016:A424.
Επί της ουσίας, η υπόθεση ήταν απλή. Η εφεσείουσα, οικογενειακή εταιρεία, είχε διασυνδέσεις με την εφεσίβλητη τράπεζα υπό την έννοια ότι η σύζυγός ενός των μετόχων, του Χρίστου, Ρίτα, εργαζόταν εκεί και λάμβανε διάφορες εντολές από τον τότε σύζυγο της για τη διεκπεραίωση συναφών τραπεζικών συναλλαγών. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Χρίστος χρησιμοποιούσε τη Ρίτα, (και αυτό ήταν σε ένα βαθμό φυσιολογικό), ως αντιπρόσωπο του, αλλά και ως τραπεζική υπάλληλο ώστε να μην χρειάζεται η επίσκεψη του στην τράπεζα. Το αφύσικο ήταν που η εταιρεία προσπάθησε εκ των υστέρων να αποφύγει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του Χρίστου (την οποία γνώριζαν και αποδέχονταν οι υπόλοιποι μέτοχοι και διευθυντές), όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν χρεωμένη στην τράπεζα για το αξιούμενο ποσό. Η τράπεζα όμως λειτούργησε υπευθύνως και γι΄ αυτό απερρίφθη η εναντίον της αγωγή. Λειτούργησε καθ΄ όλο τον επίδικο χρόνο μέσω της υπαλλήλου της Ρίτας Ευθυβούλου, η οποία τύγχανε να ήταν η σύζυγος του Χρίστου. Τα περί πλαστογραφίας της υπογραφής του Χρίστου ή οποιουδήποτε άλλου να υπογράφει εκ μέρους της εφεσείουσας, έπεσαν στο κενό, παρά την προσαγωγή της μαρτυρίας του γραφολόγου Ιωάννη Κτωρίδη, εφόσον η θέση της τράπεζας ήταν ότι η εργοδοτούμενη τους Ρίτα ενεργούσε πάντοτε υπό την εξουσιοδότηση του Χρίστου και/ή κατόπιν εντολών του, θέση που επιβεβαιώθηκε από τη μάρτυρα τους Ρίτα, η οποία και κρίθηκε (και ευλόγως) αξιόπιστη από το Δικαστήριο. Ως μοναδική μάρτυρας της τράπεζας, επιβεβαίωσε ότι αυτή είχε θέσει τις υπογραφές στα εντάλματα πληρωμών, χωρίς μάλιστα καμιά προσπάθεια αλλοίωσης ή παραποίησης της γραφής.
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι παρά τους εκτεταμένους λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους, δεν εντοπίζεται λόγος περί αναξιοπιστίας της Ρίτας, γεγονός το οποίο και υπέδειξε και το Εφετείο στην πιο πάνω μνημονευθείσα απόφαση του ημερ. 14.9.2016, όταν απέρριψε το αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας, μεταξύ άλλων και διότι η «... η αποδοχή, ως αληθινής, της μαρτυρίας της εν λόγω μάρτυρος από τον εκδικάσαντα Δικαστή δεν προσβάλλεται με συγκεκριμένο λόγο έφεσης.». Και ότι δεν υπάρχει επίσης λόγος έφεσης με τον οποίο να προσβάλλεται η αποδοχή από το Δικαστήριο του γεγονότος ότι η Ρίτα ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εφεσείουσας.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, καίριας σημασίας υπήρξε και η κατάθεση του Τεκμηρίου 7. Πρόκειται για μια επιστολή απευθυνόμενη προς την τράπεζα ημερ. 9.11.1995, τιτλοφορούμενη «Instructions by Telephone, Telex or Fascimile», με υπογραφή του Χρίστου εκ μέρους της εφεσείουσας, υποστηρίζεται δε από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εφεσείουσας ίδιας ημερομηνίας 9.1.1995, Τεκμ. 9, όπως οι διάφορες τραπεζικές συναλλαγές γίνονται διά της εξουσιοδοτήσεως μόνο ενός των τριών διοικητικών συμβούλων. Το Τεκμήριο 7 διαβάζεται ως έχει και είναι σαφές ως προς το περιεχόμενο του. Έναντι της συμφωνίας της τράπεζας να ενεργεί στη βάση «unauthenticated telephone, telex or facsimile instructions purporting to be given by Messrs Christos Karayiannis», η εφεσείουσα θα αποζημίωνε την τράπεζα για οποιεσδήποτε ζημιές ήθελε υποστεί. Δεν είναι, όπως επιχείρησε να παρουσιάσει η εφεσείουσα, ένα έγγραφο αποζημίωσης και μόνο. Είναι και αποζημίωση, αλλά η αποζημίωση έπεται της εντολής που δόθηκε προς την τράπεζα να ενεργεί στη βάση μη πιστοποιημένων ή επιβεβαιωμένων οδηγιών. Το Τεκμήριο 7 το κατέθεσε η ίδια η εφεσείουσα διά του Γιάννη ως Μ.Ε.1, ο οποίος ρητά στη μαρτυρία του δέχθηκε ότι ο Χρίστος μπορούσε να «τραβήσει χρήματα, δεν του το απαγορεύαμε, είχε το ελεύθερο» και χωρίς τη συγκατάθεση των υπολοίπων και αυτή ήταν η κατάσταση πραγμάτων μέχρι τον Απρίλιο 1998, δέσμευε δε μέχρι τότε την εταιρεία από μόνος του, (σελ. 9-10 πρακτικών).
Συνεπώς το Τεκμήριο 7 δεν ήταν παρά μια επιβεβαίωση της θέσης της εφεσείουσας ότι ο Χρίστος μπορούσε να δεσμεύει την εταιρεία από μόνος του και μπορούσε στην ουσία να διαχειρίζεται τα χρήματα κατά βούληση. Το Δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δέχθηκε ως ορθό το Τεκμήριο 7 και τις συνέπειες του. Είναι γεγονός ότι το Τεκμήριο αυτό δεν είναι υπογραμμένο από ένα ή περισσότερους των διευθυντών της εφεσείουσας, αφού ήταν δεδομένο ότι διευθυντές ήταν μόνο οι Γιάννης και Ήρα, ο δε Χρίστος ήταν μόνο μέτοχος. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε το έναυσμα για το σχετικό λόγο έφεσης αρ. 3, εντός του οποίου περιέχεται η εισήγηση. Κατά τη θέση της εφεσείουσας παραγνωρίστηκε αυτό το δεδομένο από το Δικαστήριο το οποίο δεν απασχόλησε η θέση ότι το εν λόγω τεκμήριο δεν μπορούσε να υπογραφεί στη βάση του Τεκμηρίου 9, η παράγραφος 10 του οποίου προνοούσε ότι οι αποφάσεις δυνάμει του Τεκμηρίου 9 παρέμεναν ισχυρές μέχρις ότου κοινοποιείτο τροποποιητική απόφαση προς την τράπεζα.
Εκείνο όμως που παραγνωρίζει η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ολόκληρο το λεκτικό του Τεκμηρίου 9. Η υπογραφή του από όλους τους μετόχους δίδει εξουσιοδότηση και για υπογραφή οποιωνδήποτε εγγράφων από ένα έκαστο εξ αυτών. Αυτό ήταν αρκετό για την υπογραφή του Τεκμηρίου 7 από τον Χρίστο, κάτω από την οποία υπάρχει και η σφραγίδα της εταιρείας. Το τεκμήριο αυτό συνάδει με την όλη δραστηριότητα του Χρίστου από οικονομικής απόψεως και τη γνώση της από τους Γιάννη και Χρίστο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο τεκμήρια φέρουν ίδια ημερομηνία και εύλογα το Δικαστήριο παρατηρεί στην απόφαση του στη σελ. 16, ότι το δικαίωμα απόσυρσης χρημάτων από τον Χρίστο δόθηκε από την πρώτη στιγμή που ανοίχθηκαν οι λογαριασμοί με βάση το Τεκμήριο 9. Ορθά απορρίφθηκε η θέση της εφεσείουσας ότι το Τεκμήριο 7 έγινε εκ των υστέρων για να καλύψει η Ρίτα τα παρατραβήγματα και μάλιστα το 2000 με δεδομένο ότι η Ρίτα δεν είχε για όλη την περίοδο στην οποία αφορούσε η επίδικη αγωγή, αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από την εταιρεία ή τον σύζυγο της. Ενώ στη συνέχεια στη βάση της αναντίλεκτης μαρτυρίας, μετά την επίδικη περίοδο, ο Χρίστος διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του τη Ρίτα στις 18.1.1999, και, περαιτέρω, στις 13.12.2001, με έτερη επιστολή του προς την τράπεζα, απάλλασσε τη Ρίτα από οποιαδήποτε ανωμαλία θα προξενείτο λόγω της πληρεξουσιοδότησης που είχε δώσει σ΄ αυτήν ως ανωτέρω, (πρόκειται για τα Τεκμήρια 29 και 30). Στα τεκμήρια αυτά ανεφέρθη το Δικαστήριο ακριβώς για να καταδείξει το ανυπόστατο των θέσεων της εφεσείουσας περί εκ των υστέρων κατασκευής του Τεκμηρίου 7, ή, εν προκειμένω, περί μη προηγούμενης γνώσης των ενεργειών της Ρίτας με τη σιωπηρή έστω συγκατάθεση των διοικητικών συμβούλων της εταιρείας. Τα όσα αναφέρονται περί λανθασμένης ερμηνείας των δύο τεκμηρίων δεν γίνονται αποδεκτά. Εύλογα η Ρίτα είχε στην αντεξέταση της καταθέσει ότι ουδέποτε φανταζόταν στην εξέλιξη των πραγμάτων ότι ο Χρίστος και συνακόλουθα η εφεσείουσα θα αρνούνταν τα προηγηθέντα. Η μη προέκταση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 30 στην προ της 18.1.1999 περιόδου, δεν υποδήλωνε άγνοια των ενεργειών της Ρίτας ενόψει των όλων δεδομένων της υπόθεσης και των όσων κατέθεσε ο Γιάννης περί του τρόπου που μεταχειρίζονταν τον Χρίστο και τη Ρίτα. Πώς ήταν δυνατό ο Χρίστος να μην είχε γνώση των ενεργειών της Ρίτας όταν πολλά από τα εντάλματα πληρωμής κατέληγαν στον προσωπικό λογαριασμό του Χρίστου, όπως εύστοχα υποδεικνύει η τράπεζα στο δικό της περίγραμμα.
Ούτε η μη διασύνδεση των Τεκμηρίων 52 και 53 που τέθηκε κατά το στάδιο της μαρτυρίας του τριτοδιαδίκου, ο οποίος είχε δώσει και μαρτυρία ως Μ.Ε.3 εκ μέρους της εφεσείουσας, σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 7 ενώπιον ή όχι του διευθυντή του καταστήματος στη Ναυαρίνου κ. Σπυρίδωνος, αλλοιώνει το δεδομένο ότι ο Χρίστος αποδέχθηκε απερίφραστα την υπογραφή του στο τεκμήριο (σελ. 70 των πρακτικών), και δεν μπορεί τελικώς να είχε οποιαδήποτε σημασία ο χρόνος υπογραφής. Κατά το Τεκμήριο 53, στις 24.11.1995 διευθυντής ήταν ο κ. Πασιαρδής, ενώ το Τεκμήριο 52, δάνειο από κοινού στους Χρίστο και Ρίτα, φέρει ημερομηνία πολύ αργότερα στις 15.12.1995. Το Δικαστήριο σαφώς πίστεψε τη Ρίτα ότι είδε από το διπλανό γραφείο τον Χρίστο να προσέρχεται στο κατάστημα της Ναυαρίνου στο γραφείο του διευθυντή Σπυρίδωνος και υπέγραψε το Τεκμήριο 7. Το αξιόπιστο της μαρτυρίας αυτής, η οποία εν γένει δεν προσβάλλεται ευθέως με την έφεση, θέτει τέρμα στην περαιτέρω συζήτηση. Όπως το θέτει τέρμα και η απόφαση του Εφετείου ημερ. 14.9.2016 που απέρριψε αίτημα για εισαγωγή μαρτυρίας ως προς το ότι κατά τον επίδικο χρόνο διευθυντής ήταν ο Πασιαρδής και όχι ο Σπυρίδωνος.
Δεν αποκτά επομένως ιδιαίτερη σημασία αν τέθηκε ή όχι η θέση αυτή κατά την αντεξέταση του Χρίστου, ως προς το ότι το έγγραφο υπογράφηκε στην παρουσία του Σπυρίδωνος. Άλλωστε, η πλευρά της τράπεζας υπέβαλε στον Χρίστο ότι το έγγραφο υπογράφηκε στις 9.11.1995 στο κατάστημα της Ναυαρίνου. Η αντίθετη εκδοχή του Χρίστου ότι υπογράφηκε ανάμεσα σε άλλα έγγραφα που του έδωσε η Ρίτα, απερρίφθη στο πλαίσιο της ανάλογης αξιολόγησης από το Δικαστήριο.
Γενικά, να λεχθεί ότι όλα τα ζητήματα που κατά την άποψη της εφεσείουσας έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί κατά τρόπο πλήττοντα την αξιοπιστία της Ρίτας είτε ευθέως, είτε σε συνάρτηση ή συνδυασμό με διάφορα τεκμήρια άλλα των οποίων δεν αξιολογήθηκαν και άλλα των οποίων αξιολογήθηκαν πλημμελώς, δεν κρίνονται βάσιμα. Η λεπτολόγος ανάλυση στην οποία προβαίνει η εφεσείουσα εξετάζει το θέμα μικροσκοπικά και αγνοεί την ουσία της υπόθεσης την οποία πολύ ορθά αντελήφθη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι αχρείαστη η λεπτομερής καταγραφή όλων αυτών των ζητημάτων τα οποία αποπροσανατολίζουν από το κύριο ζητούμενο.
Ως προς τη νομική πτυχή, αναμφίβολα εκ του Τεκμηρίου 7, παρείχετο ρητή εξουσιοδότηση στον Χρίστο να προβαίνει σ΄ όλες τις ανάλογες ενέργειες για σχετική διαχείριση των λογαριασμών της εταιρείας στην τράπεζα και αυτές οι ενέργειες περιλάμβαναν και προφορικές και, υπενθυμίζεται και τονίζεται, ανεπιβεβαίωτες προφορικές εντολές. Δημιουργήθηκε κατ΄ ελάχιστον φαινόμενη εξουσιοδότηση (αν και ήταν σαφώς ρητή), και η τράπεζα δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει τις ενέργειες τις οποίες η εταιρεία εμφάνιζε προς τα έξω και προς τρίτους ως προερχόμενες νομίμως και κατ΄ εντολή του διοικητικού της συμβουλίου. Σημασία έχει για τον τρίτο καλόπιστο συναλλασσόμενο η εμφάνιση των πραγμάτων που προωθείται ή προτείνεται από τον έτερο των συμβαλλομένων, (Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Δημήτρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 551 και Paneuropean Insurance Co Ltd v. Χειμάρη (2004) 1 Α.Α.Δ. 713). Αποτελεί εσωτερικό θέμα της εταιρείας αν η φαινόμενη εξουσιοδότηση που εμφανίζει ή παριστάνει να έχει κάποιος είναι ή όχι ορθή κατά το δικό της καταστατικό ή αποφάσεις της διοίκησης. Κατά τη γνωστή αρχή στην υπόθεση Turquand, πρόσωπα που συναλλάσσονται με μια εταιρεία δεν είναι υποχρεωμένα να γνωρίζουν τα εσωτερικά της εταιρείας και δύνανται να εκλαμβάνουν ότι όλες οι εσωτερικές διεργασίες διακυβέρνησης έχουν νόμιμα και ορθά τηρηθεί, (Royal British Bank v. Turquand (1856) 6 E & B 327), εκτός και εάν γνωρίζουν ή όφειλαν να γνωρίζουν την έλλειψη τήρησης των ορθών και νομότυπων διαδικασιών, (B Liggett (Liverpool) Ltd v. Barclays Bank Ltd (1928) 1 K. B. 48 και Morris v. Kanssen (1946) 1 All E.R. 586).
Εδώ, η τράπεζα ενεργούσε ως καλόπιστος τρίτος και μάλιστα στη βάση εγγράφων που παρουσιάστηκαν και υπογράφηκαν από ή εκ μέρους της εφεσείουσας εταιρείας. Υπήρχε φαινόμενη αντιπροσωπεία εκ μέρους του Χρίστου και της Ρίτας που δέσμευε την εταιρεία (Chitty on Contracts Specific Contracts 24η έκδ. παρ. 2045 και Φετοκάκη κ.ά. ν. Cyprus Trading Corporation PLC, Πολ. Έφ. Αρ. 328/2010 κ.ά, ημερ, 31.3.2017). Η τραπεζική τους υπάλληλος Ρίτα, και άλλοι, διεκπεραίωναν τις εντολές εκ μέρους της τράπεζας και όχι προς ίδιον όφελος και ήσαν, κατά πάντα χρόνο, επιμελείς στην εργασία τους. Οι εξηγήσεις που έδωσε η Ρίτα και έγιναν δεκτές ως αξιόπιστες από το Δικαστήριο δεν μπορούν βάσιμα να αμφισβητηθούν.
Άλλωστε, όλες οι ενέργειας που έγιναν από τη Ρίτα ως εξουσιοδοτημένη από τον Χρίστο και κατ΄ επέκταση από την εφεσείουσα, κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν ως επικυρωμένες από την εταιρεία, όπως ορθά έκρινε το Δικαστήριο. Η εκ των υστέρων έγκριση ενεργειών και πράξεων προσώπου που τελεί πράξεις για λογαριασμό άλλου, χωρίς τη γνώση του τελευταίου, θέτει τέρμα στην αναζήτηση θεραπείας. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη γνώση της εταιρείας γενικώς περί των όσων συνέβαιναν από τον Χρίστο και τη Ρίτα, αλλά ουδέν έπραξαν για περίοδο πενταετίας. Αντίθετα σιωπηρώς ενέκριναν τα τεκταινόμενα και ουδέποτε εξέφρασαν οποιοδήποτε παράπονο. Ενδεικτικό δε αυτής της αποδοχής ήταν και η μεταφορά των λογαριασμών σε άλλο κατάστημα της ίδιας όμως τράπεζας, αφαιρώντας πλέον τον Χρίστο ως υπογραφέα. Κατά τα λοιπά, δεν υπήρξε ούτε αντίδραση, ούτε αποκήρυξη, ούτε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που μπορούσε να θέσει επί των ευθυνών της την τράπεζα. Δημιουργήθηκαν έτσι συνθήκες εφαρμογής του κωλύματος διά συμπεριφοράς, (Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 και Παυλίνα Γρηγορίου ν. Γρηγορίου Νικόλα Γαβριήλ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2263).
Όπως αναφέρεται και εξηγείται και στο σύγγραμμα της Brenda Hannigan: Company Law σελ. 177 κ.ε., εκεί όπου δυνατόν να διαπιστώνεται υπέρβαση εξουσίας από το καταστατικό εταιρείας, η εταιρεία μπορεί απλά να επιλέξει να επικυρώσει τις όποιες ενέργειες, ο δε συναλλασσόμενος τρίτος, κατά τα αναφερόμενα στη σελ. 185 κ.ε., μπορεί να θεωρήσει ότι υπάρχει ρητή ή εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση ακόμη και ο εάν διευθυντής δεν είχε ποτέ τυπικά διορισθεί ως «managing director». Στην υπόθεση Freeman and Lockyer v. Buckhurst Park Properties (Mangul) Ltd (1964) 1 All E.R. 630, καταγράφηκαν τέσσερεις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ότι μια εταιρεία δεσμεύεται από τις ενέργειες αντιπροσώπου, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν είχε τέτοια ρητή εξουσία. Πρώτο, ότι έγινε παράσταση ότι ο αντιπρόσωπος είχε εξουσιοδότηση να ενεργεί εκ μέρους της εταιρείας, δεύτερο, ότι τέτοια παράσταση έγινε από κάποιο πρόσωπο που είχε εξουσία να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της εταιρείας, είτε γενικώς, είτε σε συσχετισμό με εκείνα τα θέματα που αφορούσε το συγκεκριμένο συμβόλαιο ή συμφωνία, τρίτο, ότι ο αντισυμβαλλόμενος είχε ενεργήσει λόγω ή εξαιτίας αυτής της παράστασης και, τέταρτο, ότι δυνάμει του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εταιρείας, η εταιρεία δεν αποστερείτο του δικαιώματος να συνομολογήσει τέτοια συμφωνία. Στην προκείμενη περίπτωση, όλα τα ως άνω προαπαιτούμενα ίσχυαν και αυτή ήταν και η πραγματική κατάσταση πραγμάτων με τα Τεκμήρια 7 και 9, αλλά και τη φαινόμενη κατάσταση προς την τράπεζα.
Σημειώνεται ότι η αυθεντία στην Joachimson (a firm) v. Swiss Bank Corporation (1921) 3 K.B. 110, στην οποία αναφέρεται η εφεσείουσα στο περίγραμμα της, δεν διαφοροποιεί τα όσα το Δικαστήριο βρήκε ως πραγματικά γεγονότα. Η Joachimson ανέτρεψε την προηγούμενη νομολογία περί της νομικής σχέσης μεταξύ τράπεζας και πελάτη. Ενώ παλαιότερα θεωρείτο ότι η σχέση ήταν αυτή πιστωτή - οφειλέτη (Foley v. Hill (1848) 2 HL Cas 28), με την προσθήκη ότι η τράπεζα όφειλε να τιμήσει τις επιταγές του πελάτη, του χρέους της τράπεζας θεωρούμενου ως «payable on demand», χωρίς όμως αυτό να άλλαζε τη νομική σχέση, (Bradford Old Bank Ltd v. Sutcliffe (1918) 2 K.B. 833), με τη Joachimson καθιερώθηκε ότι η σχέση είναι συμβατική και ότι η προηγούμενη απαίτηση («demand»), είναι όρος για να καταστήσει την τράπεζα υπόλογη σε οφειλή προς τον πελάτη της, (δέστε Paget's Law of Banking 9η έκδ. σελ. 70 κ.ε.).
Το ότι στην Joachimson γίνεται αναφορά σε «written order of the customer», δεν είναι το ζητούμενο εδώ. Στην Jonas Sharp & Son Ltd v. Lloyds Bank Ltd (1932) 4 Legal Decisions Affecting Bankers 348, κρίθηκε ότι πληρωμές που είχαν γίνει από την τράπεζα στη βάση προφορικών οδηγιών ήσαν γνωστές στους διευθυντές και μετόχους, οι οποίοι είχαν αφήσει την τράπεζα να συνεχίσει να ενεργεί με τον τρόπο αυτό, έτσι ώστε ο εκκαθαριστής της εταιρείας να μην μπορούσε να αμφισβητήσει τις πληρωμές αυτές. Αυτό ήταν και το ζητούμενο στην επίδικη υπόθεση όπου όχι μόνο υπήρχε ρητή εξουσιοδότηση με το Τεκμήριο 7, αλλά και γενικώς εξουσιοδότηση της εταιρείας προς τον Χρίστο. Δεν ήταν θέμα περαιτέρω εξουσιοδότησης ώστε να ισχύει η αρχή «delegatus non potest delegare». Η Ρίτα δεν ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένη από την εταιρεία, αλλά ενεργούσε στη βάση εντολών ως τραπεζική υπάλληλος που της έδινε ο Χρίστος στο πλαίσιο της δικής του εξουσίας και αρμοδιότητας, όπως ανωτέρω καταγράφηκε.
Δεν ισχύουν εν προκειμένω οι υποθέσεις Queen's Advocate v. J.R. Van Villingen III C.L.R. 185 και Tai Hing Cotton Mill Ltd v. Liu Chong Hing Bank Ltd (1985) 1 All E.R. 947, διότι εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα πλαστογραφίας οποιουδήποτε εγγράφου ώστε να ισχύουν οι αρχές που τέθηκαν εκεί περί της υποχρέωσης της τράπεζας να αποφεύγει να εκδίδει επιταγές με τρόπο που να διευκολύνει απάτη ή πλαστογραφία. Ούτε έχει σχέση εδώ η μη υποχρέωση του πελάτη να ελέγχει τους περιοδικούς λογαριασμούς του ώστε να μπορεί να ειδοποιεί την τράπεζα για μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές διότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν προέρχονται κατ΄ ανάγκην από τη σχέση τραπεζίτη - πελάτη. Αυτό, όμως, λέχθηκε στο πλαίσιο της υποχρέωσης του τραπεζίτη να ελέγχει τα πράγματα διότι η πλαστογραφία είναι ένας επιχειρηματικός κίνδυνος που λαμβάνει ο τραπεζίτης στο πλαίσιο των υποχρεώσεων του. Εδώ, όμως όπως έχει αναφερθεί, δεν τίθεται θέμα πλαστογραφίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα σε συνάρτηση με τον τριτοδιάδικο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ