ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες. Ε. Τσολάκη (κα.) για Γ. Σαββίδης amp;amp;amp; Σία, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ (ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ) ΛΤΔ κ.α. ν. S. G. KATODRITIS (TRADING) CO LIMITED, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ KATRACO, Πολιτική Έφεση αρ. 341/2011, 23/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A366

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 341/2011)

 

23 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ (ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ) ΛΤΔ,

2.   ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

3.   ΕΛΕΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

Εφεσειόντων

και

 

S. G. KATODRITIS (TRADING) CO LIMITED, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ KATRACO,

Εφεσιβλήτων

-----------------------

 Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Τσολάκη (κα.) για Γ. Σαββίδης & Σία, για τους Εφεσίβλητους.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

         ------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη με τέσσερις λόγους έφεσης:

 

1.     Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική βάση της υπόθεσης και αντί να την χειριστεί ως υπόθεση που αφορούσε σε λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων την εξέτασε ως υπόθεση ακάλυπτων-επιστραφεισών ή αντικατασταθεισών επιταγών.

2.     Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εκδοχή και η μαρτυρία των εφεσιβλήτων ήταν αξιόπιστες και θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτές, ενώ η εκδοχή των εφεσειόντων ήταν αναξιόπιστη, ήταν εσφαλμένο.

3.     Εσφαλμένα το  πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, Ελεγκτή των εφεσιβλήτων και απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.4, Ελεγκτή των εφεσειόντων.

4.     Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι υπέστηκαν οποιαδήποτε ζημιά εξαιτίας της αθέτησης της συμφωνίας τους με τους εφεσίβλητους, ένεκα των ενεργειών των εφεσιβλήτων.

 

Στα πλαίσια των λόγων έφεσης και υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων εξετάσαμε με πολλή προσοχή την μακροσκελή και λεπτομερή πρωτόδικη απόφαση.   Η πρωτόδικη απόφαση καλύπτει 62 σελίδες και εξετάζει λεπτομερώς τα επίδικα θέματα όπως διατυπώνονται στις έγγραφες προτάσεις, τη μαρτυρία των δύο πλευρών με την οποίαν ασχολείται εξονυχιστικά και καταλήγει σε ευρήματα και συμπεράσματα επί των οποίων εφαρμόζει τις σχετικές νομικές αρχές.

 

Το πρώτο επίδικο θέμα είναι το κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική και πραγματική βάση της αγωγής.  Η απάντηση είναι αρνητική.  Το πρωτόδικο δικαστήριο από την εισαγωγή της απόφασης του αναφέρει ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη εταιρεία αξιώνει από την εναγόμενη-εφεσείουσα 1 εταιρεία ποσόν Λ.Κ.91.420,83.- (ευρώ 156.201,76.-) ως οφειλόμενο υπόλοιπο, πλέον τόκο και έξοδα, για εμπορεύματα και συγκεκριμένα πρώτες ύλες ζωοτροφών που η εφεσίβλητη παρέδωσε στην εφεσείουσα 1 μαζί με τιμολόγια σχετικά με την αξία τους.    Οι εναγόμενοι 2 και 3-εφεσείοντες 2 και 3 ήσαν εγγυητές της πρώτης εναγόμενης εταιρείας μέχρι του ποσού των Λ.Κ.100.000.-

 

Στην όλη εξέταση της υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετωπίζει το ζήτημα ως μια συνεχή συναλλαγή μεταξύ των διαδίκων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και τήρηση ενός χρεοπιστωτικού λογαριασμού στα πλαίσια του οποίου οι εφεσείοντες-εναγόμενοι πλήρωναν μέρος των οφειλών τους με επιταγές, κάποιες από τις οποίες επιστρέφοντο απλήρωτες.  Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο τη νομική και πραγματική βάση της ενώπιον του αγωγής, ούτε και κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα ή καθοδηγήθηκε από εσφαλμένες αρχές.

 

Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης αφορούν σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε λεπτομερώς στη μαρτυρία που πρόσφεραν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα και σε σχέση και με τα τεκμήρια που παρουσίασαν προς απόδειξη της υπόθεσης τους.   Στη συνέχεια ασχολήθηκε λεπτομερώς με τη μαρτυρία των εναγομένων-εφεσειόντων και πάλι σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα και σε σχέση με τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν.   

 

Τα επίδικα θέματα, όπως τα διακρίβωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, περιλάμβαναν:

 

(α)  Το κατά πόσον είχε πιστωθεί στο λογαριασμό που διατηρούσε η ενάγουσα για τις συναλλαγές της με την εναγόμενη 1, το ποσό των Λ.Κ.51.900.- (€88.676,41.-). 

 

(β)    Κατά πόσον ο εναγόμενος 2-εφεσείων 2 κατέβαλε στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσόν των Λ.Κ.22.200.- (€37.930,95.-) σε μετρητά και αν καταβλήθηκε το προαναφερόμενο ποσό, κατά πόσο πιστώθηκε στο λογαριασμό της εναγομένης 1-εφεσείουσας 1.

 

(γ)   Κατά πόσον αποδείχθηκε η αξίωση των εναγομένων-εφεσειόντων, όπως αυτή περιέχεται στην ανταπαίτηση τους.

 

Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο τα γεγονότα που δεν ήταν αμφισβητούμενα ήταν ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη εταιρεία προμήθευε την εναγόμενη 1-εφεσείουσα 1 εταιρεία με πρώτες ύλες για την παρασκευή ζωοτροφών και διατηρούσε λογαριασμό για τις μεταξύ τους συναλλαγές.   Με την αγωγή η ενάγουσα-εφεσίβλητη αξίωνε την έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον και των τριών εναγομένων-εφεσειόντων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των Λ.Κ.91.420,83.- (€156.201,76.-), πλέον τόκους και έξοδα.   Η απαίτηση της ενάγουσας είχε περιοριστεί καθότι ο εναγόμενος 2 κατέβαλε στις 15.9.2009 και στις 30.10.2009 το συνολικό ποσό των €38.500,39.- έναντι του αξιούμενου ποσού.

 

Για τους μάρτυρες των εναγόντων-εφεσιβλήτων το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε ότι ήταν και οι τέσσερις αξιόπιστοι και δέχθηκε την εκδοχή τους, ενώ τους κύριους μάρτυρες της υπεράσπισης τους έκρινε ως αναξιόπιστους και απέρριψε την εκδοχή τους.   Ειδικά απέρριψε την εκδοχή της εναγόμενης 1, όπως παρουσιάστηκε μέσω των Μ.Υ. 1 και 4.   Τις μαρτυρίες των Μ.Υ. 2 και 3 τις αποδέχθηκε. 

 

Ο Μ.Ε. 1 ήταν Διευθυντής της ενάγουσας-εφεσίβλητης.  Ο Μ.Ε. 2 ήταν ο εισπράκτορας της ενάγουσας-εφεσίβλητης, ο οποίος μετέβαινε στα υποστατικά της εναγόμενης 1 και για τα εμπορεύματα που παρέδιδε η ενάγουσα στην εναγόμενη 1 ο Μ.Ε. 2 έπαιρνε μεταχρονολογημένες επιταγές και εξέδιδε αποδείξεις, αλλά όχι μετρητά.   Στο πλαίσιο της συνεργασίας των διαδίκων παρέδωσε μαζί με τιμολόγια εμπορεύματα συνολικής αξίας Λ.Κ.91.420,83.- σύμφωνα με το τεκμήριο 2.    Ο Μ.Ε. 1 αναφέρθηκε τόσο στην απαίτηση, όσο και στην ανταπαίτηση και αναφορικά με την ανταπαίτηση είπε ότι παρότι σε κάποιο φορτίο με τρυφίλι, που πώλησε η ενάγουσα στην εναγόμενη 1, υπήρχε ποσότητα ουρίας που μπορούσε να καταστήσει το προϊόν ακατάλληλο για μερικά ζώα, εντούτοις δεν γνώριζε οποιοδήποτε πρόβλημα που το προαναφερόμενο φορτίο προκάλεσε σε οποιοδήποτε πελάτη της εναγόμενης 1.   Ο Μ.Ε. 3 είναι εγκεκριμένος λογιστής και ο εξωτερικός ελεγκτής της ενάγουσας-εφεσίβλητης, ενώ ο Μ.Ε. 4 είναι εγκεκριμένος λογιστής στον Ελεγκτικό Οίκο KPMG.   Έλεγξαν το λογαριασμό που διατηρούσε η εναγόμενη 1 με την ενάγουσα και διαπίστωσαν, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσίβλητη όντως πίστωσε την εφεσείουσα 1 με το συνολικό ποσό των Λ.Κ.51.900.-, που αποτέλεσε κύριο επίδικο θέμα μεταξύ των διαδίκων.   Διαπίστωσαν επίσης ότι επιταγές συνολικού ύψους Λ.Κ.32.200.-, που εκδόθηκαν από τους εφεσείοντες προς όφελος των εφεσιβλήτων δεν τιμήθηκαν.  Ο Μ.Ε. 4 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων εναντίον των εφεσειόντων ήταν έγκυρη για τους λόγους που εξήγησε και φαίνονται στις σελ. 12 και 13 της πρωτόδικης απόφασης.

 

Μ.Υ. 1 ήταν Διευθυντής της εναγόμενης 1, η οποία διατηρεί μονάδα μεταποίησης και παρασκευής ζωοτροφών.  Η προμήθεια των πρώτων υλών γίνεται από εισαγωγείς μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα-εφεσίβλητη. Η συνεργασία των διαδίκων άρχισε από το 1997.   Μ.Υ. 2 ήταν Λειτουργός Γεωργίας Α στο Επαρχιακό Γεωργικό Γραφείο Λεμεσού και Επιθεωρητής Ζωοτροφών στο Συμβούλιο Ζωοτροφών.  Μ.Υ. 3 ήταν κτηνίατρος που ασχολείται με την κτηνιατρική περίθαλψη των παραγωγικών ζώων.  Μ.Υ. 4 ήταν ελεγκτής με ελεγκτικό οίκο του οποίου πελάτες από το 1994 ήταν οι εναγόμενοι 1 και 2-εφεσείοντες 1 και 2.    Ο μάρτυρας προέβη σε λεπτομερή έλεγχο του λογαριασμού που διατηρούσε η εναγόμενη εταιρεία στην ενάγουσα εταιρεία και κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία φαίνονται λεπτομερώς στις σελ. 21-27 (αρχή) της πρωτόδικης απόφασης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δέχθηκε τη μαρτυρία των 4 μαρτύρων των εναγόντων και γιατί απέρριψε τη μαρτυρία των Μ.Υ. 1 και 4.    Η μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων ήταν σαφής και συνεπής, όπως τη χαρακτήρισε, ενώ εκείνη του Μ.Υ. 1 δεν ήταν ούτε σαφής, ούτε κατατοπιστική, αλλά χαρακτηρίζετο από αοριστίες και γενικόλογες αναφορές, χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση.  Συγκριμένα ο Μ.Υ. 1 δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς εξηγήσεις προς αμφισβήτηση της αυθεντικότητας της κατάστασης του λογαριασμού (τεκμηρίο 8) ή του ισχυρισμού του για πληρωμή ποσού Λ.Κ. 22.200.- σε μετρητά.   Ως προς το λόγο για την εντολή μη πληρωμής των επίδικων επιταγών το πρωτόδικο δικαστήριο διέγνωσε σοβαρή αντίφαση στη μαρτυρία της υπεράσπισης, όπου στην επιστολή τους ημερ. 21.10.2005, τεκμήριο 4, ως λόγος για την εντολή μη πληρωμής των επίδικων επιταγών προβάλλεται ότι δεν είχε ληφθεί η ανάλογη αξία από τον προμηθευτή, ενώ από το Μ.Υ. 1 λέχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η μη εξόφληση των επίδικων επιταγών έγινε λόγω της μη πίστωσης στο λογαριασμό της εναγόμενης 1 με την ενάγουσα, των ποσών των Λ.Κ.51.900.- και Λ.Κ.22.200.- 

 

Αναφορικά με τους ελεγκτές Μ.Ε.3 και Μ.Υ.4 το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως ο Μ.Ε.3 εξήγησε με απλό και κατανοητό τρόπο τη διαδικασία που ακολούθησε για να ελέγξει τον επίδικο λογαριασμό, ενώ ο Μ.Υ. 4 αντί να επικεντρωθεί στην ουσία του πράγματος που ήταν το κατά πόσον το συνολικό ποσό των Λ.Κ.51.900.- είχε στην πράξη πιστωθεί στο λογαριασμό της εναγόμενης 1, ασχολείτο με  επουσιώδη θέματα τρόπου τήρησης των λογιστικών βιβλίων, γενικά, χωρίς να απαντά το καίριο ερώτημα.    Αντίθετα, ο Μ.Ε. 3 ήταν θετικός ως προς το ότι το συνολικό ποσό των Λ.Κ.51.900.- είχε πιστωθεί από τους ενάγοντες υπέρ της εναγόμενης 1 και δεν είχε σημασία ο χώρος ή η σελίδα που ήταν καταχωρημένη η κάθε λογιστική πράξη.

 

Είναι προφανές ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν προσεκτική και ενδελεχής, το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε σημασία στην ουσία της μαρτυρίας των μαρτύρων και όχι στις επουσιώδεις λεπτομέρειες και για λόγους σαφείς και συγκεκριμένους επεξήγησε γιατί αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων και απέρριψε εκείνη των Μ.Υ. 1 και 4.   Δεν διαφαίνεται οποιοσδήποτε λόγος σφάλματος του πρωτόδικου δικαστηρίου για τον οποίον θα χωρούσε επέμβαση του Εφετείου.

 

Ως προς την ανταπαίτηση και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία τόσο λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Υ. 1 ως αναξιόπιστης, όσο και διότι το ύψος της ζημιάς που, κατ΄ ισχυρισμό, υπέστη η εναγόμενη 1 δεν αποδείχθηκε με οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, όπως λεπτομερώς καταγράφεται στις σελ. 49-51 και 57-58 της πρωτόδικης απόφασης.         

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, όλοι οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

 

 

                                                     Π.

 

                                                     Δ.

 

                                                     Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο