ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:A354
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 329/2011)
(Σχ. με 343/2011)
12 Οκτωβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δικαστές]
ΑΝΔΡΟΜΗΔΗΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
1. ΠΕΤΡΟΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.
----------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 343/2011)
(Σχ. με 329/2011)
1. ΠΕΤΡΟΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΟΜΗΔΗΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος.
----------
Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα στην
329/2011 και Εφεσίβλητο στην 343/2011.
Λ. Βραχίμης, για τους Εφεσίβλητους στην 329/2011 και Εφεσείοντες στην
343/2011.
----------
ΝAΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η δια δωρεάς μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας στον Πεδουλά από τους γονείς - ενάγοντες - στον υιό τους - εναγόμενο - με επιφύλαξη επί του τίτλου μόνο του δικαιώματος οίκησης εφ΄όρου ζωής και όχι της επικαρπίας, οδήγησαν στην επίδικη διαφορά.
Με βάση τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, οι ενάγοντες αγόρασαν ακίνητο στο οποίο ανήγειραν κτήριο σε τρία επίπεδα, αποτελούμενο από δύο οικίες και καφεστιατόριο (αδειούχα επιχείρηση). Σε κατοπινό στάδιο η μία από τις οικίες μετατράπηκε σε τέσσερα δωμάτια για ενοικίαση, ενώ στην αυλή του κτηρίου προστέθηκαν και άλλα δωμάτια με σκοπό την ενοικίασή τους (μη αδειούχα επιχείρηση).
Οι ενάγοντες το 2001 μεταβίβασαν και ενέγραψαν δια δωρεάς το ακίνητο επ΄ ονόματι του εναγόμενου. Επί του τίτλου επιφυλάχθηκε «δικαίωμα οίκησης» των εναγόντων «εφ' όρου ζωής». Αποτέλεσε ισχυρισμό των εναγόντων τόσο στο δικόγραφό τους, όσο και στη μαρτυρία που προσήχθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η ενάγουσα, ενεργώντας εκ μέρους αμφοτέρων των εναγόντων, μετέβη στο Κτηματολόγιο με σκοπό τη μεταβίβαση, σημειώθηκαν από την κτηματολογική λειτουργό επιφύλαξη τόσο δικαιώματος οίκησης εφ΄ όρου ζωής, όσο και δικαίωμα επικαρπίας επί του ακινήτου. Ακολούθησε έντονη συζήτηση του εναγόμενου με την ενάγουσα, καθώς ο εναγόμενος ήθελε να αφαιρεθεί ο όρος της επικαρπίας γιατί θα του δημιουργούσε προβλήματα στην ανάπτυξη του ακινήτου που σκόπευε να κάνει. Μετά από τη διαβεβαίωση του εναγόμενου ότι δικαίωμα επικαρπίας και οίκησης είναι το ίδιο πράγμα και ότι, προς επιβεβαίωση της διατήρησης του δικαιώματος των εναγόντων για επικαρπία, ο εναγόμενος θα παραχωρούσε στους ενάγοντες σχετικό πληρεξούσιο, πράγμα που έγινε, η ενάγουσα ζήτησε τη διαγραφή του δεύτερου όρου από το έγγραφο.
Ο εναγόμενος, παρά τα πιο πάνω, επιδίωξε να λάβει κατοχή του ακινήτου, περιορίζοντας την πρόσβαση των εναγόντων σε ένα μόνο δωμάτιο του κτηρίου, με σκοπό να καρπούται ο ίδιος το όφελος από τις επιχειρήσεις.
Με αγωγή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι ενάγοντες αξίωσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος δεν δικαιούτο να εισέρχεται και να χρησιμοποιεί την εν λόγω ακίνητη περιουσία, ή/και ακύρωση της μεταβίβασης ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι διατηρούν το δικαίωμα επικαρπίας του ακινήτου. Με ανταπαίτησή του, ο εναγόμενος απαίτησε τον περιορισμό του δικαιώματος οίκησης των εναγόντων σε μόνο ένα δωμάτιο και κοινόχρηστους χώρους, με συνεπαγόμενη απαγόρευση των εναγόντων να εισέρχονται σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του ακινήτου, καθώς και πάνω από £700.000 ως διαφυγόν κέρδος, συνεπεία απώλειας χρήσης της επιχείρησης, παράνομου πλουτισμού σε βάρος του και ζημιά την οποία υπέστη από τη συμπεριφορά των εναγόντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ενάγουσας ως αξιόπιστη και απέρριψε αυτή του εναγόμενου. Ως εκ τούτου, έκανε αποδεκτή την απαίτηση των εναγόντων πως το δικαίωμα οίκησής τους επεκτεινόταν σε ολόκληρο το ακίνητο και πως ο εναγόμενος δεν δικαιούτο να εισέρχεται ή να χρησιμοποιεί τους χώρους του ακινήτου. Περαιτέρω, έκρινε ότι η μη γραπτή επιφύλαξη του δικαιώματος επικαρπίας επί του τίτλου ενεργοποιούσε τις πρόνοιες του άρθρου 11(1)(ζ) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναγνωριστεί στους ενάγοντες τέτοιο δικαίωμα. Ούτε και συναφώς αναγνωρίστηκε στον εναγόμενο τέτοιο δικαίωμα, καθότι δεν επιζητήθηκε θεραπεία σε αυτή τη βάση, δηλαδή «παράβαση εκ μέρους των εναγόντων του δικαιώματος της επικαρπίας, αλλά ως απόλυτος δικαιούχος και κάτοχος του Ακινήτου, πλην ενός μικρού μέρους του για να κατοικούν οι Ενάγοντες».
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους με εκατέρωθεν εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν.
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 329/2011 με δύο λόγους έφεσης ο εναγόμενος/εφεσείων επιζητεί την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διάταγμα και/ή απόφαση ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται να εισέρχεται και να χρησιμοποιεί την οικία και/ή την εν λόγω ακίνητη περιουσία. Ενώ, σύμφωνα με τον δεύτερο, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη στα ευρήματα ως αυτά αναφέρονται στον πρώτο λόγο έφεσης, αφού αποδέχθηκε την ανυπαρξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που να ανήκει στους ενάγοντες/εφεσίβλητους. Απορρίφθηκε, συναφώς, η θέση του εναγόμενου πως το δικαίωμα οίκησης των εναγόντων περιοριζόταν μόνο σε ένα δωμάτιο στον δεύτερο όροφο του ακινήτου.
Κατά την εισήγηση των εφεσιβλήτων, το γεγονός ότι κατά το Δικαστήριο οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα επικαρπίας επί του ακινήτου δεν συνεπάγεται ότι ο εφεσείων είχε δικαίωμα επικαρπίας.
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 343/2011, όπου οι εφεσείοντες είναι οι ενάγοντες, προβάλλεται ένας και μοναδικός λόγος έφεσης: Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το άρθρο 11, του Κεφ.224, αποτελούσε εμπόδιο στο να αποδοθεί θεραπεία και εσφαλμένα αρνήθηκε να προχωρήσει στην ακύρωση της μεταβίβασης ως προϊόν απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων ή διαζευκτικά να διατάξει όπως παραχωρηθεί στους εφεσείοντες επικαρπία επί του επίδικου ακινήτου.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα αυτή την έφεση, καθότι το αποτέλεσμά της μπορεί να είναι καθοριστικό και για την έφεση που υπέβαλε ο εναγόμενος.
Οι εφεσείοντες, προς στοιχειοθέτηση της θέσης τους πως με ψεύδη ο εφεσίβλητος πέτυχε τη μεταβίβαση, χωρίς τον όρο της επικαρπίας, παρέπεμψαν στην τηλεφωνική συνομιλία του εφεσίβλητου με άτομο κατά την οποία ο εφεσίβλητος είπε «επιτέλους τα κατάφερα, δεν κατάλαβαν τίποτε τι έγινε». Η μαρτυρία της εφεσείουσας, η οποία εμπερικλείει τα της τηλεφωνικής συνομιλίας, έγινε δεκτή ως αληθής από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Περαιτέρω, παραπέμπουν στη μετέπειτα συμπεριφορά του εφεσίβλητου όταν αποφάσισε να αναλάβει αυτός εξ' ολοκλήρου τη διαχείριση του ακινήτου και να περιορίσει τους εφεσείοντες στη χρήση ενός δωματίου μόνο, επικαλούμενος το γεγονός ότι το δικαίωμα των εφεσειόντων περιοριζόταν σε δικαίωμα διαμονής σε χώρο εντός του ακινήτου. Επιπρόσθετα, εισηγούνται πως η αναφορά του εφεσίβλητου ότι το δικαίωμα οίκησης δίνει στους εφεσείοντες τα ίδια δικαιώματα με το δικαίωμα επικαρπίας αποτελεί παράσταση γεγονότος ως προς τα δικαιώματα των εφεσειόντων και όχι απλά γνώμη του εφεσίβλητου ως προς την ερμηνεία του νόμου. Κατά δε τον χρόνο, κατά τον οποίο ο εφεσίβλητος αναγνώριζε ότι και μετά τη μεταβίβαση οι εφεσείοντες θα συνέχιζαν εφ' όρου ζωής να κατέχουν και καρπούνται του ακινήτου και των επιχειρήσεων εντός του ακινήτου, δεν ήταν ειλικρινής, αφού πρόθεσή του ήταν στο μέλλον να λάβει ο ίδιος κατοχή ολόκληρου του ακινήτου και να περιορίσει τους εφεσείοντες μόνο στη χρήση κάποιου από τα δωμάτια του ακινήτου. Ενέργειες οι οποίες συνιστούν απάτη εντός του άρθρου 17 του Νόμου, η διαπίστωση της οποίας δίνει το δικαίωμα στους εφεσείοντες να ζητήσουν ακύρωση της μεταβίβασης έχοντας γίνει, δολίως, χωρίς την επιφύλαξη από αυτούς του δικαιώματος επικαρπίας.
Επικαλούμενοι τις πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, οι εφεσείοντες εισηγούνται πως η συναίνεση που παρασχέθηκε ήταν συνεπεία απάτης και ψευδών παραστάσεων του εφεσίβλητου, δηλαδή μετά από τη διαβεβαίωση ότι το δικαίωμα οίκησης παρείχε στους εφεσείοντες το ίδιο δικαίωμα κατοχής και εκμετάλλευσης του ακινήτου, όπως και το δικαίωμα επικαρπίας, καθώς και ότι ο ίδιος αναγνώριζε ότι και μετά τη μεταβίβαση οι εφεσείοντες θα συνέχιζαν να δικαιούνται κατοχής και κάρπωσης του ακινήτου και των επιχειρήσεων που λειτουργούσαν εντός του ακινήτου. Συνεπώς, παρά το ότι ήταν η προφορική συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας ότι θα μεταβιβαζόταν το ακίνητο στο όνομά του με δικαίωμα επικαρπίας προς όφελος των εφεσειόντων, αυτό δεν αποτελούσε συμφωνία στη βάση του άρθρου 25(1)(γ), του Κεφ. 149. Όμως, όπως διευκρινίζουν, η αξίωση στρέφεται γύρω από το ότι η μεταβίβαση καθαυτή ήταν αποτέλεσμα της απάτης και των ψευδών παραστάσεων του εφεσίβλητου, σύμφωνα με την κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία της εφεσείουσας από το Δικαστήριο. Κατά τη συζήτηση της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων επιχειρηματολόγησε και ως προς τη δυνατότητα αναγνώρισης του δικαιώματος επικαρπίας στη βάση του άρθρου 11(1)(γ) του Κεφ. 224.
Ο εφεσίβλητος τονίζει την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης επί των πιο πάνω θέσεων των εφεσειόντων.
Κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του παρέλειψε να εξετάσει ορθά την πτυχή της μεταβίβασης. Όπως εισηγούνται, το ζητούμενο εδώ είναι κατά πόσο η συναίνεση της εφεσείουσας να μεταβιβάσει το ακίνητο στο όνομα του εφεσίβλητου, διατηρώντας μόνο δικαίωμα οίκησης αντί και επικαρπίας, ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων/απάτης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί είναι κατά πόσο η ύπαρξη προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσείοντες θα διατηρούσαν τόσο το δικαίωμα οίκησης, όσο και το δικαίωμα επικαρπίας, επιτρέπει σ΄ αυτούς να διατηρήσουν το δικαίωμα επικαρπίας, έστω και αν αυτό δεν αναγράφηκε στον τίτλο. Η αρνητική απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο στο εν λόγω ερώτημα στηρίχθηκε στο άρθρο 11 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224.
Το εν λόγω άρθρο προνοεί ως ακολούθως:
«11.-(1) Κανένα δικαίωμα διόδου ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία, ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα δεν αποκτάται επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός-
(α) δυνάμει παραχώρησης από τον κύριο αυτής δεόντως καταχωρισμένης στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου· ή
(β) όπου αυτό έχει ασκηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο ή από εκείνους από τους οποίους αυτός λαμβάνει την αξίωση για πλήρη περίοδο τριάντα ετών αδιάλειπτα:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία είναι ιδιοκτησία της Δημοκρατίας ή ιδιοκτησία που περιείλθε στη Δημοκρατία· ή
(γ) όπου αυτό αναγνωρίστηκε με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου· ή
(δ) όπου αυτό απονεμήθηκε με φιρμάνι ή άλλο έγκυρο έγγραφο που καταρτίστηκε πριν από την 4η Ιουνίου, 1878, το οποίο έτυχε εφαρμογής από το χρόνο της κατάρτισης του· ή
(ε) όπου αυτό έχει αποκτηθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11Α· ή
(στ) όπου αυτό δημιουργήθηκε και αποκτήθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 ή κάθε νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν· ή
(ζ) όπου αυτό επιφυλάχθηκε εγγράφως από τον κύριο οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας με τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας αυτής:
Νοείται ότι η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και στην περίπτωση που περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που σχετίζεται με τη χρήση ή ανάπτυξη οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας ή με περιορισμό ως προς τη χρήση ή ανάπτυξη αυτής· ή
(η) όπου αυτό δημιουργείται με απόφαση του Διευθυντή για την εξασφάλιση διόδου σε περίκλειστο τεμάχιο, που προέρχεται από διαίρεση και διανομή, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 29.
(2) Κανένα πρόσωπο δεν ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα διόδου ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός όταν αυτό-
(α) αποκτήθηκε όπως προνοείται στο εδάφιο (1) · ή
(β) ασκείται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου·
(γ) ασκείται δυνάμει έγγραφης άδειας από τον κύριο αυτής.»
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αυτή που προνοείται από το άρθρο 11(1)(ζ) και, συνεπώς, το δικαίωμα των εφεσειόντων περιορίζεται σε δικαίωμα οίκησης, εφόσον το άρθρο 11(2) καθορίζει με ποιο τρόπο αποκτούνται δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας άλλου και η παρούσα δεν καλύπτεται από τις περιπτώσεις αυτές.
Με όλο το σεβασμό δε συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, πριν από τη μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα του εφεσίβλητου είχε προηγηθεί προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσείοντες θα διατηρούσαν τόσο το δικαίωμα οίκησης, όσο και το δικαίωμα επικαρπίας. Το δικαίωμα οίκησης αναγράφηκε στο πιστοποιητικό εγγραφής, ενώ το δικαίωμα επικαρπίας δεν ενεγράφη λόγω του ότι ο εφεσίβλητος προέβη σε κάποιες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις τις οποίες δεν τήρησε, ούτε και είχε σκοπό να τηρήσει. Συνακόλουθα, η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε χωρίς να επιφυλαχθεί το δικαίωμα επικαρπίας, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται το άρθρο 11(1)(ζ) του Νόμου.
Η αναγνώριση, όμως, τέτοιου δικαιώματος δεν θεωρούμε ότι περιορίζεται στις πρόνοιες του άρθρου 11(1)(ζ) του Νόμου. Τέτοιου είδους δικαιώματα μπορούν να αναγνωριστούν και με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 11(1)(γ). Αυτό είναι που επιδιώκουν οι εφεσείοντες στην προκείμενη περίπτωση.
Με βάση τη μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσείοντες και έγινε αποδεκτή, συμφωνήθηκε στην παρουσία όλων των μελών της οικογένειας ότι ο εφεσίβλητος θα λάμβανε το επίδικο ακίνητο και ότι οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω περιουσία υπήρχε θα την λάμβαναν οι δύο θυγατέρες τους. Κατέστησαν, όμως, ξεκάθαρο οι εφεσείοντες ότι ενόσω ήταν εν ζωή, θα είχαν τη διαχείριση και κάρπωση της περιουσίας τους, κάτι με το οποίο συμφώνησε και ο εφεσίβλητος. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε κατά την εγγραφή του ακινήτου στο όνομα του εφεσίβλητου, όταν ο όρος περί επικαρπίας δεν ενεγράφη στα κτηματολογικά βιβλία, για τους λόγους που προαναφέραμε. Προκύπτει, συναφώς, ότι πρόκειται για ακίνητη περιουσία όπου η καθαυτή μεταβίβασή της δεν έγινε με ψευδείς παραστάσεις, παρά μόνο δεν ενεγράφη η επιφύλαξη του όρου επικαρπίας στα κτηματολογικά βιβλία, λόγω υποσχέσεων και διαβεβαιώσεων του εφεσιβλήτου. Από τη στιγμή που, με βάση το άρθρο 11(1)(γ) του Νόμου, πιο πάνω, ένα τέτοιο δικαίωμα μπορεί να αποκτηθεί κατόπιν αναγνωριστικής απόφασης του Δικαστηρίου, κρίνουμε ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση για εφαρμογή της εν λόγω νομοθετικής πρόνοιας, με την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης του εν λόγω δικαιώματος. Με αυτά τα δεδομένα, καθίσταται αχρείαστη και αντινομική η εξέταση της διαζευκτικής θεραπείας που αξιώνουν οι εφεσείοντες για ακύρωση της μεταβίβασης.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση 343/2011 γίνεται αποδεκτή και αποδίδεται πέραν των θεραπειών που είχαν δοθεί πρωτόδικα και αναγνωριστική απόφαση ότι οι εφεσείοντες διατηρούν το δικαίωμα επικαρπίας στην επίδικη κατοικία. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
Ενόψει της απόφασής μας στην έφεση 343/2011, η έφεση 329/2011 καθίσταται χωρίς αντικείμενο και απορρίπτεται, χωρίς έξοδα, λόγω της συνάφειας των επίδικων θεμάτων με την έφεση 343/2011.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ